ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Μιχάλης Σπαστρής, Για τον Εφεσείοντα Ευαγγελία Μανώλη (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, Για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-05-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο PRICOPI v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 147/2019, 20/5/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B157

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Ποινική Έφεση Αρ. 147/2019

 

20 Μαΐου, 2020

 

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

xxx  PRICOPI

                                                                                    Εφεσείοντα

 

- v -

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

                                                                                                Εφεσίβλητης

-----------------

 

 

Μιχάλης Σπαστρής, Για τον  Εφεσείοντα

Ευαγγελία Μανώλη (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους  του  Γενικού Εισαγγελέα, Για την εφεσίβλητη

Εφεσείοντας παρών

 

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.

 

---------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στην Ποινική Υπόθεση αρ. 2456/2019 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου κατόπιν ακρόασης για α) διάρρηξη κατοικίας, κατά παράβαση του άρθρου 292(α) του Ποινικού Κώδικα (1η κατηγορία) και για β) πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 231, του ίδιου Νόμου (2η κατηγορία).  Τα αδικήματα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, διαπράχθηκαν στις 30/4/2019 στην Πόλη Χρυσοχούς της Επαρχίας Πάφου. 

 

Πρωτόδικα έδωσαν μαρτυρία για την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής ο αστυφύλακας 8xx xxx Χριστοδούλου (ΜΚ1), ο xxx Matusanu, παραπονούμενος (ΜΚ2), η ιατρός Μ. Βασιλειάδου (ΜΚ3), ο αστυφύλακας 7xx xxx Ιωάννου (ΜΚ4) και η xxx Διακόνου (ΜΚ5), ενώ για την Υπεράσπιση κατέθεσαν ο κατηγορούμενος, ο ιατρός O. Ορθοδόξου (ΜΥ1) και ο λοχίας  2xx xxx Σολιάς (ΜΥ2). 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε όλους τους μάρτυρες κατηγορίας καθόλα  αξιόπιστους, τη μαρτυρία των οποίων αποδέχθηκε καταλήγοντας σε ανάλογα ευρήματα, ενώ απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα ότι ήταν ο ίδιος που υπέστη επίθεση από τον παραπονούμενο στη βεράντα, έξωθεν της κατοικίας του τελευταίου. Καταδικάζοντας τον εφεσείοντα στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε, το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε την ποινή φυλάκισης των δύο ετών στην κάθε  κατηγορία οι οποίες να συντρέχουν.

 

Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την καταδίκη του την οποία προσέβαλε με την υπό κρίση έφεση με τέσσερεις λόγους έφεσης εκ των οποίων οι τρεις πρώτοι  προσβάλλουν ουσιαστικά την αξιολόγηση της μαρτυρίας από πλευράς Δικαστηρίου που οδήγησε σε λανθασμένα ευρήματα. 

 

Ειδικότερα ο πρώτος λόγος έφεσης έχει ως κύριο άξονα την διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων άνοιξε την εξώπορτα και εισήλθε εντός της κατοικίας του παραπονούμενου, διαπίστωση  που οδήγησε στην καταδίκη του στην κατηγορία της διάρρηξης κατοικίας.  Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος έφεσης που είναι συναφείς, προσβάλλουν τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ως προς την κατάσταση των δοντιών του παραπονούμενου και την προβληματικότητα τους και ο τέταρτος λόγος την προειδοποίηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο προς τον παραπονούμενο κατά την αντεξέταση του εκ μέρους του εφεσείοντα, για το προνόμιο  της μη αυτοενοχοποίησης του, κατά την υποβολή προς αυτόν συγκεκριμένης ερώτησης.    

 

Προς υποστήριξη των τριών πρώτων λόγων έφεσης ο εφεσείων, μέσω του διαγράμματος αγόρευσης του δικηγόρου του, εισηγήθηκε ιδιαίτερα ότι η μαρτυρία από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής δεν ήταν επαρκής και/ή ικανοποιητική για να αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η κατηγορία της διάρρηξης κατοικίας που αφορούσε η πρώτη κατηγορία.    Συγκεκριμένα προώθησε τη θέση ότι το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου παρέμεινε ανυπόστατο και αβάσιμο εφόσον ο παραπονούμενος ουδέποτε ανέφερε στη μαρτυρία του ότι είδε τον εφεσείοντα να ανοίγει την εξώπορτα και να εισέρχεται εντός της κατοικίας του.  Συνεχίζει δε ότι δεν παρουσιάστηκε καμία  σχετική μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή  όπως γενετικό υλικό στην κατοικία του παραπονούμενου ή στο πόμολο του χεριού της εξώπορτας ή οπουδήποτε αλλού, υποστηρικτική των κατηγοριών της διάρρηξης και της επίθεσης.   Εισηγείται τέλος ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο ήταν λανθασμένη αποδεχόμενο τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και όχι του εφεσείοντα, ο οποίος παρέμεινε σταθερός στην εκδοχή του μέχρι τέλους.

 

Σ' όσον αφορά τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι δεν προσκομίσθηκε μαρτυρία από πλευράς υπεράσπισης ότι ο παραπονούμενος δεν είχε πρόβλημα με τα δόντια του πριν το επεισόδιο, προτάσσει την αντίφαση της διαπίστωσης με   την παραδοχή του ιδίου του παραπονούμενου στη μαρτυρία του ότι αντιμετώπιζε πράγματι πρόβλημα και ότι απουσίαζαν δύο μπροστινά του δόντια.  Καταλήγει δε ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι από την επίθεση σε βάρος του παραπονούμενου έχασαν την σταθερότητα τους τέσσερα δόντια του τα οποία άρχισαν να κουνιούνται, δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένη ενόψει απουσίας σχετικής μαρτυρίας εμπειρογνώμονα.    

 

 

Είναι νομολογιακά γνωστό ότι το  θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους μέσα στο Δικαστήριο από το  εδώλιο του μάρτυρα.  Αν από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει παρουσιασθεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.  Επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν αυθαίρετη ή ολότελα λανθασμένη, ενόψει αδιαμφισβήτητων στοιχείων της μαρτυρίας που δυνατόν να οδηγήσουν τρίτο συνετό πρόσωπο σε αντίθετη κρίση ή ότι  τα ευρήματα συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν   με την προσκομισθείσα  μαρτυρία.     Σε τέτοιες περιπτώσεις, το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει παραμερίζοντας τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και καταλήγοντας το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα (βλ. Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 655, Χριστοφή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 156/16 ημ. 25/9/2018, ECLI:CY:AD:2018:B414 και Σάββα ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 120/2017 ημερ. 25 Νοεμβρίου 2019), ECLI:CY:AD:2019:B481.

 

 Έχουμε εξετάσει με μεγάλη προσοχή τις εισηγήσεις που υποβλήθηκαν από πλευράς υπεράσπισης σε συνάρτηση με τα πρακτικά και τα τεκμήρια στα οποία έχουμε ανατρέξει.  Συνολικά κρίνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο που να δικαιολογεί την επέμβαση μας. 

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας συντελέστηκε με αρκούντως ικανοποιητικό τρόπο  και ορθά οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε ευρήματα ενοχής του εφεσείοντα στα αδικήματα που αντιμετώπιζε.

 

Ειδικότερα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του παραπονούμενου ως προς τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων απορρίπτοντας εκείνη του εφεσείοντα την οποίαν, παραπέμποντας σε αποσπάσματα της μαρτυρίας του, χαρακτήρισε ως μη πειστική, με έλλειψη σταθερότητας και συνεχείς εναλλαγές, εκ των υστέρων σκέψεις και με ουσιώδεις αντιφάσεις και έλλειψη λογικής.  Σημειώνει στην απόφαση την αναφορά του παραπονούμενου κατά τη μαρτυρία του  ότι ενώ βρισκόταν εντός της κατοικίας του, ο εφεσείων άνοιξε την εξώπορτα που ήταν κλειστή αλλά ξεκλείδωτη, προχώρησε μέχρι την κουζίνα και του επιτέθηκε απρόκλητα και αδικαιολόγητα κλωτσώντας τον αρχικά τρεις φορές σε διαφορετικά σημεία της κεφαλής του και μετά με γροθιές.  Συνεπώς η εισήγηση του εφεσείοντα ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων εισήλθε εντός της κατοικίας ήταν αυθαίρετη, δεν ευσταθεί.  Συνεχίζει στην απόφαση ότι από την επίθεση προκλήθηκαν διάφορες βλάβες στο πρόσωπο του παραπονούμενου, με σοβαρότερη την αποσταθεροποίηση τεσσάρων δοντιών του, που κρίθηκε μόνιμη εξού και το Δικαστήριο την ενέταξε στην κατηγορία της βαριάς σωματικής βλάβης που αφορούσε η δεύτερη κατηγορία. Ούτε η διαπίστωση αυτή ήταν αυθαίρετη, εφόσον προέρχετο από μαρτυρία  όχι μόνο του εφεσείοντα  ότι δηλ.  ήταν το αποτέλεσμα της κλωτσιάς που δέχθηκε στο στόμα αλλά και από τη  μαρτυρία της ΜΚ3, γενικής  ιατρού στις Α΄ Βοήθειες του Νοσοκομείου Πάφου, την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνοντας ότι δεν είχε αμφισβητηθεί από πλευράς Υπεράσπισης ειδικά σ' ό,τι αφορά το μέρος που αναφέρετο στην αποσταθεροποίηση των τεσσάρων δοντιών.  Η βλάβη αυτή δεν συνδέετο με την απώλεια δύο κεντρικών δοντιών από προηγουμένως.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε πλήρως τόσο την αξιολόγηση της μαρτυρίας ενώπιον του όσο και των ευρημάτων του με αποτέλεσμα να μην παρέχεται η δυνατότητα επέμβασης μας.

 

Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του με παραπομπή  σε νομολογία και συγγράμματα (βλ. Υoussef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289, Αχτάρ κ.ά. ν. Αστυνομίας και Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice, Εκδ. 2007, σελ. 1858, παρ. 19-206), το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι πληρούντο τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο εφεσείων για τα οποία τον βρήκε ένοχο. 

 

Ενόψει των πιο πάνω ο πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης είναι έκθετοι σε απόρριψη. 

 

Ο εφεσείων παραπονείται επίσης για μεροληπτική στάση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε βάρος του (τέταρτος λόγος έφεσης).  Συγκεκριμένα, ενώ στην ερώτηση του δικηγόρου του κατά την αντεξέταση του παραπονούμενου «Εγώ κύριε σου λέω ότι εκατάγγειλε σε στην Αστυνομία στη Ρουμανία γιατί απείλησες τον ότι θα τον σκοτώσεις και θα τον δώκεις στους τσιγγάνους με τα σπαθιά να τον σκοτώσουν», το Δικαστήριο προειδοποίησε τον παραπονούμενο  ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να απαντήσει γιατί προστατεύετο από το προνόμιο της μη αυτοενοχοποίησης, δεν έπραξε το ίδιο και στην περίπτωση του εφεσείοντα.

 

Εξετάσαμε την εισήγηση με την οποία δεν συμφωνούμε. Το προνόμιο αυτό σύμφωνα με το Criminal Evidence Act, 1898 που εφαρμόζεται στην Κύπρο, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση κατηγορουμένων οι  οποίοι έχουν την υποχρέωση να απαντήσουν στις ερωτήσεις που τους υποβάλλονται κατά πόσον έχουν διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται (βλ. σύγγραμμα «Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ, Γ. Π. Κακογιάννη, παρ. 25-20, σελ. 664).  Η παρέμβαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατ' ουδένα λόγο μπορεί να θεωρηθεί ως ενδεικτική της αποδιδόμενης ή οποιασδήποτε  μεροληπτικής στάσης σε βάρος του εφεσείοντα από πλευράς Δικαστηρίου, ως η εισήγηση του  εφεσείοντα, αλλ' ούτε και τον επηρέασε δυσμενώς  στην Υπεράσπιση του. 

 

Συνεπώς ούτε ο τέταρτος λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται. 

 

 

 

                                                         Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                           Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                          Α.  ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

/Α.Λ.Ο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο