ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B102
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 228/2018
16 Mαρτίου, 2020
[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΩΝ]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΜΗΝΑ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
......
Γ. Πολυχρόνης μαζί με κ. Στ. Μάο, για τον εφεσείοντα
Αντ. Αντωνίου για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη
Εφεσείοντας παρών
(Η διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών)
..........
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο 50χρονος (σήμερα) εφεσείων καταδικάστηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12, 3 και 1 ετών σε 11 κατηγορίες[1] για (α) βιασμό της Κλ. Στ. (κατηγορίες 2, 3, 4 και 5), κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ), Κεφ. 154, (β) διαφθορά νεαρής γυναίκας (της Κλ. Στ) κάτω των 13 ετών (κατηγορίες 6, 7, 8 και 9), κατά παράβαση του άρθρου 153 του ΠΚ, (γ) άσεμνη επίθεση εναντίον της Κλ. Στ (κατηγορία 10), κατά παράβαση των άρθρων 151 και 35 του ΠΚ και (δ) επίθεση με πρόκληση σωματικής βλάβης τόσο εναντίον της Κλ. Στ. όσο και εναντίον της δίδυμης αδελφής της Κ. Στ. (κατηγορίες 11 και 12 αντιστοίχως), κατά παράβαση του άρθρου 243 του ΠΚ και των άρθρων 2, 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν.119(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε).
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση και στα δύο της σκέλη, προβάλλοντας αφενός ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης και ότι το συμπέρασμα ενοχής στο οποίο κατέληξε το Κακουργιοδικείο στις προαναφερθείσες κατηγορίες είναι εσφαλμένο και, αφετέρου, ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης η ποινή που του επιβλήθηκε είναι υπερβολική.
Έχοντας διεξέλθει τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, την απόφαση του Κακουργιοδικείου και τους 11 Λόγους Έφεσης[2], διαπιστώνουμε την ύπαρξη γεγονότων τα οποία είτε είναι παραδεκτά είτε δεν αμφισβητούνται και τα οποία σκιαγραφούν και το πλαίσιο της υπόθεσης. Τα παραθέτουμε όπως πιο κάτω, παρεμβάλλοντας στα κατάλληλα σημεία και στοιχεία της αμφισβητούμενης μαρτυρίας ώστε να γίνουν πιο κατανοητά τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το Κακουργιοδικείο ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας που έκρινε αξιόπιστη, καθώς επίσης και τα παράπονα που εγείρει ο εφεσείων με την έφεσή του.
Οι δύο δίδυμες αδελφές (παραπονούμενες) γεννήθηκαν αρχές του 1988 και δύο χρόνια μετά οι γονείς τους χώρισαν.
Με το χωρισμό των γονιών τους, ο πατέρας τους εγκατέλειψε τη συζυγική οικία στην οποία συνέχισαν να διαμένουν οι δύο αδελφές με τη μητέρα και τον αδελφό τους Μα..
Ένα χρόνο μετά το χωρισμό των γονιών τους, η μητέρα - η οποία κατέθεσε προς υπεράσπιση του εφεσείοντα ως ΜΥ2 - παντρεύτηκε τον εφεσείοντα και όταν αυτός εγκαταστάθηκε στο σπίτι τους, ο αδελφός των δύο κοριτσιών μετακόμισε στο σπίτι της αδελφής της μητέρας τους Ελ. - η οποία κατέθεσε εναντίον του εφεσείοντα ως ΜΚ1 - και της γιαγιάς τους Μαρίας, η οποία απεβίωσε το 2010.
Τα πιο πάνω συνέβησαν όταν τα δύο κορίτσια (παραπονούμενες) ήταν 3 χρόνων και όταν η μητέρα τους και ο εφεσείων (πατριός) απέκτησαν παιδί, τον Μη. - ο οποίος κατέθεσε προς υπεράσπιση του πατέρα του ως ΜΥ1 - η οικογένεια μετακόμισε σε νέο σπίτι.
Αρχικά, όπως ήταν η μαρτυρία των δύο κοριτσιών (ΜΚ3 και ΜΚ5) η οποία επιβεβαιώθηκε σε κάποια σημεία και από τη μαρτυρία της θείας τους (ΜΚ1), ο εφεσείων ήταν εντάξει απέναντι τους. Όμως πολύ σύντομα, όταν αυτές ήταν ηλικίας 4-5 χρόνων, ο εφεσείων άρχισε να τις κακοποιεί σωματικά - τις έδερνε, τις κλωτσούσε και τις κτυπούσε με διάφορα αντικείμενα όπως με μια ρακέτα του τένις, με τη ζώνη του παντελονιού του, με κρεμαστάρια ρούχων, με το σφυρί που χρησιμοποιείται στην κουζίνα για κρέας και με άλλα αντικείμενα - κι αυτό στην παρουσία και της μητέρας τους η οποία, παρόλο που ο εφεσείων την κτυπούσε και την ίδια, δεν τις προστάτευε. Με αποτέλεσμα την πρόκληση «μελανιών» στο σώμα τους, τις οποίες αντιλήφθηκαν η θεία και γιαγιά τους όταν τους έκαναν μπάνιο. Σε ερώτηση δε ποιος τους προκάλεσε τις «μελανιές», αυτές, αρχικά, απάντησαν πως ήταν ο αδελφός τους Μα. γιατί φοβούνταν να πουν ότι τις κτυπούσε ο εφεσείων. Αργότερα όμως, στην ηλικία των 6 χρόνων, αναγκάστηκαν να αποκαλύψουν στη γιαγιά τους ότι αυτός που τις κτυπούσε ήταν ο εφεσείων. Κι αυτό όταν η γιαγιά τούς αφαίρεσε τα σακάκια που φορούσαν και πρόσεξε «μελανιές» στον αυχένα τους. Έκτοτε τα δύο κορίτσια διανυκτέρευαν τα περισσότερα βράδια στο σπίτι της θείας και γιαγιάς τους, αφού πρώτα η γιαγιά έκανε σφοδρές παρατηρήσεις στη μητέρα των κοριτσιών και απείλησε τον εφεσείοντα ότι αν ξανακτυπούσε τις εγγονές της θα τον κατάγγελλε στην αστυνομία.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η πιο πάνω μαρτυρία κρίθηκε αξιόπιστη από το Κακουργιοδικείο και αποτέλεσε και το υπόβαθρο για τεκμηρίωση των κατηγοριών 11 και 12.
Τώρα, σ΄ ό,τι αφορά τη σεξουαλική κακοποίηση της Κλ. (ΜΚ5), παραθέτουμε κατά τρόπο επιγραμματικό τη σχετική επί του θέματος μαρτυρία εφόσον, σε μεταγενέστερο στάδιο, θα παραθέσουμε τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το Κακουργιοδικείο και τα οποία βασικά αποτελούν υιοθέτηση της μαρτυρίας της Κλ.
Αποτελεί μαρτυρία των διδύμων ότι όταν πήγαν Γυμνάσιο και είδαν περίοδο, ο εφεσείων άρχισε να τις βλέπει σεξουαλικά. Την εκδήλωσε, αναγκάζοντας τις τα βράδια να κάνουν μπάνιο και ο ίδιος να τις παρακολουθεί ενώ ήταν γυμνές. Αυτό δεν τους άρεσε και το ανάφεραν στη μητέρα τους, από την οποία ζήτησαν να τους βρει το κλειδί ώστε να κλειδώνουν την πόρτα του μπάνιου, αλλά η μητέρα τούς είπε πως δεν έβρισκε το κλειδί. Επίσης, ότι παρότρυνε αμφότερες να βγάλουν κάποιες φωτογραφίες προκειμένου να τις στείλουν στην Αμερική για να πάρουν δώρα.
Η κατ΄ ισχυρισμό σεξουαλική κακοποίηση της Κλ., ξεκίνησε ένα βράδυ μέσα στο χειμώνα του 2000. Εκείνο το βράδυ, ισχυρίστηκε, ξύπνησε και πήγε στην κουζίνα να πιει νερό. Ο εφεσείων όμως, ο οποίος καθόταν στο σαλόνι, της είπε να επιστρέψει στο δωμάτιο της όπου κοιμόταν και ο αδελφός της Μη. και θα της έφερνε αυτός νερό. Αντί όμως να της φέρει νερό, της έφερε ένα ποτήρι με ένα κόκκινο υγρό που είχε «πολύ πικρή γεύση», που όταν το ήπιε ζαλίστηκε. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ο εφεσείων την έβαλε να καθίσει στο δάπεδο και αφού έβγαλε το πέος του, της ζήτησε να το βάλει στο στόμα. Αρνήθηκε, αλλά ο εφεσείων την άρπαξε με το ένα του χέρι από τον αυχένα, την έσκυψε στα πόδια του και αφού έβαλε το πέος του στο στόμα της, έσπρωχνε το κεφάλι της πάνω-κάτω ώστε το πέος του να μπαινοβγαίνει σ΄ αυτό. Μάλιστα, της έκανε και παρατήρηση πως δεν ήταν σωστός ο τρόπος που το έκανε και όταν αυτή αντέδρασε και του είπε πως θα κάνει εμετό, ο εφεσείων την άφησε και την προειδοποίησε να μην τολμήσει να αναφέρει σε οποιοδήποτε αυτό που έγινε γιατί θα την έδερνε[3]. Είχε ήδη συμπληρώσει, τότε, τα 12 της χρόνια.
Το πιο πάνω περιστατικό, συνέχισε η Κλ., δεν το είπε σε οποιοδήποτε γιατί φοβόταν τον εφεσείοντα. Μετά όμως από λίγες ημέρες, ένα πρωϊνό κάποιου Σαββάτου, ο εφεσείων, αφού έστειλε τον αδελφό της Μη. να φέρει σάντουιτς, της είπε να πάει γρήγορα στο δωμάτιο του. Αρνήθηκε, αλλά αυτός θύμωσε και αναγκάστηκε να υπακούσει. Όταν δε μπήκαν στο δωμάτιο, ο εφεσείων κλείδωσε την πόρτα και αφού ρύθμισε μια φωτογραφική μηχανή και την έβαλε στο κομοδίνο, την έσπρωξε στο κρεββάτι και αφού την ακινητοποίησε βίαια και την ξεγύμνωσε από τη μέση και κάτω, τη βίασε από τον πρωκτό. Περαιτέρω λεπτομέρειες σ΄ ό,τι αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε ο βιασμός θα δοθούν πιο κάτω, όταν θα παραθέτουμε τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου τα οποία ουσιαστικά συνιστούν υιοθέτηση της μαρτυρίας της Κλ. Το ίδιο θα πράξουμε και σε σχέση με τους τρεις βιασμούς που επακολούθησαν. Σημειώνουμε όμως, ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ο δεύτερος βιασμός έγινε περίπου μια βδομάδα μετά τον πρώτο και ενώ ήταν ακόμη χειμώνας, ο τρίτος δύο περίπου εβδομάδες μετά και ο τέταρτος όταν είχε μπει η άνοιξη. Σ΄ όλες δε τις περιπτώσεις, ο εφεσείων την προειδοποιούσε να μην τολμήσει να πει οτιδήποτε σε κανένα και αυτή επειδή φοβόταν δεν είπε. Έκτοτε όμως, είχε «κολλήσει» πάνω στην αδελφή της και προσπαθούσε να μην μένει μόνη με τον εφεσείοντα, ο οποίος, παρά τις προσπάθειες του, δεν πέτυχε να την ξανακακοποιήσει σεξουαλικά. Επί του προκειμένου, η μαρτυρία της αδελφής της (της ΜΚ3) ήταν πως εκείνο το διάστημα η Κλ. «ήταν λίγο περίεργη, καταθλιπτική, αλλά δεν της έλεγε τι είχε» και «για λίγο καιρό ήταν κολλημένη πάνω της».
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι όταν τα δύο κορίτσια έγιναν 14-14½ χρόνων έφυγαν από το σπίτι τους και μέχρι που τέλειωσαν το Λύκειο διέμεναν με τη θεία και τη γιαγιά τους. Όπως αμφότερες κατέθεσαν, αφορμή αποτέλεσε το γεγονός ότι η Κλ. τσακώθηκε τότε με τη μητέρα της και όταν θυμωμένη έτρεξε στο δωμάτιο της, ανέφερε στην αδελφή της ότι αν ανοίξει το στόμα της ο εφεσείων θα πάει φυλακή. Επειδή, ανέφερε η ΜΚ3, το ίδιο πράγμα της το είχε ξαναπεί πολλές φορές στο παρελθόν, την πίεσε να της πει τι εννοούσε. Κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες, η Κλ. της ανάφερε για πρώτη φορά ότι ο εφεσείων την «πείραξε» σεξουαλικά και μετά από δική της εισήγηση, η Κλ. τα είπε και στη μητέρα τους η οποία δεν την πίστεψε και απέδωσε τις κατηγορίες της Κλ. στο ότι την ζηλεύουν και οι δύο γιατί ήταν ερωτευμένη με τον εφεσείοντα. Με αποτέλεσμα να πληγωθεί η Κλ. και να φύγει τρέχοντας από το σπίτι, με την ΜΚ3 να την ακολουθεί. Με τελική κατάληξη να βρουν καταφύγιο στο σπίτι της θείας τους στην οποία η Κλ. αποκάλυψε τα όσα ο εφεσείων της έκανε. Στη συνέχεια τα είπαν με τρόπο και στη γιαγιά, γιατί η γιαγιά είχε πρόβλημα με την καρδιά της και φοβούνταν μην πάθει κάτι. Ακολούθως η θεία κάλεσε στο σπίτι της τον βιολογικό πατέρα τον κοριτσιών, τον οποίο και ενημέρωσε για το τι είχε κάνει ο εφεσείων στην Κλ. Η αντίδραση του βιολογικού πατέρα, όμως, περιορίστηκε στο να κλάψει και δεν έκανε τίποτα. Επιπρόσθετα, η θεία κάλεσε στο σπίτι της τον εφεσείοντα και τη μητέρα των κοριτσιών και αφού τους ανέφερε ότι έμαθε αυτά που έκανε ο εφεσείων στα κορίτσια, τους προειδοποίησε να μην τα ξαναπλησιάσουν και τους έδιωξε. Μάλιστα, ρώτησε την αδελφή της πώς και δεν κατάλαβε αυτά που γίνονταν στο σπίτι της, και η απάντηση της ήταν ότι κοιμόταν πολύ βαριά και δεν ξυπνούσε τα βράδια. Τελικά, όπως ανέφερε η θεία (ΜΚ1), προβληματίστηκε πολύ κατά πόσο θα έπρεπε να καταγγείλουν τον εφεσείοντα στην αστυνομία, αλλά αποφάσισαν με τη μητέρα της ότι ήταν καλύτερα να μην τον καταγγείλουν. Κι αυτό γιατί σκέφτηκαν το τι θα έλεγε ο κόσμος, φοβήθηκαν μην πάρει τα κορίτσια το Γραφείο Ευημερίας και περαιτέρω πως θα «έβγαινε το όνομα τους και δεν θα τις παντρευόταν μετά κανένας».
Είναι επίσης παραδεκτό γεγονός ότι μετά που τα δύο κορίτσια τέλειωσαν το Λύκειο βρήκαν δουλειά στην ελεύθερη περιοχή Αμμοχώστου, όπου και κατοίκησαν. Αρχές όμως του 2016, τα δύο κορίτσια επέστρεψαν στη Λάρνακα και σύμφωνα με τη μαρτυρία της Κλ., παρόλα τα χρόνια που πέρασαν, δεν ξεπέρασε ποτέ το κακό που της έκανε ο εφεσείοντας και αποφάσισε πως έπρεπε να τον καταγγείλει για να δικαιωθεί και να τιμωρηθεί αυτός ο άνθρωπος που της έκανε τόσο μεγάλο κακό. Συναφώς, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι αρχές του 2016 οι δύο αδελφές επισκέφθηκαν την Κοινωνική Λειτουργό Λάρνακας χχχ Ιωακείμ (ΜΚ6) και τη ρώτησαν κατά πόσο μπορούσαν να καταγγείλουν τον εφεσείοντα στην αστυνομία. Όπως δε γίνεται αντιληπτό, η ΜΚ6 τις πληροφόρησε ότι μπορούσαν και λίγες ημέρες μετά προχώρησαν στη σχετική καταγγελία.
Για διερεύνηση της καταγγελίας των δύο αδελφών διορίστηκε ως ανακρίτρια η αστυν. Μπότσαρη (ΜΚ2), η οποία κατέθεσε στο Κακουργιοδικείο τις καταθέσεις που έλαβε τόσο από τις δύο αδελφές (Τεκμ. 10, 13 και 14) όσο και την ανακριτική κατάθεση που πήρε από τον εφεσείοντα (Τεκμ. 5). Στο πλαίσιο δε της διερεύνησης της υπόθεσης, η Κλ. εξετάστηκε από τον ιατροδικαστή Χαραλάμπους (ΜΚ4), τα ευρήματα του οποίου δεν αμφισβητήθηκαν. Όπως σχετικά κατάθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, η πρωκτική και περιπρωκτική περιοχή της Κλ. ήταν φυσιολογική και ως αποτέλεσμα των ευρημάτων του δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει κατά πόσο υπήρξε πρωκτικός βιασμός.
Τα πιο πάνω αποδίδουν σε γενικές γραμμές την υπόθεση που παρουσίασε ενώπιον του Κακουργιοδικείου η Κατηγορούσα Αρχή εναντίον του εφεσείοντα, η υπεράσπιση του οποίου ήταν πως ό,τι του καταλόγισαν οι δύο αδελφές ήταν ψέματα και απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού που είχε στο επίκεντρο του περιουσιακές διαφορές. Πρόκειται για υπεράσπιση που προώθησε με ανώμοτη δήλωση, προς θεμελίωση της οποίας κατέθεσαν και πέντε (5) μάρτυρες υπεράσπισης (ΜΥ). Μεταξύ αυτών, ο γιος του Μη. (ΜΥ1), η πρώην σύζυγος του και μητέρα των παραπονουμένων Κ. (ΜΥ2) και η νυν σύζυγος του Μ. (ΜΥ5). Δεν θα αναφερθούμε όμως στη μαρτυρία τους εφόσον το Κακουργιοδικείο την απέρριψε ως αναξιόπιστη και επί τούτου δεν εγείρεται οποιοσδήποτε λόγος έφεσης. Ωστόσο, για σκοπούς πληρότητας της απόφασης, σημειώνεται ότι το 2005 ο εφεσείων συνήψε ερωτικό δεσμό με την 18χρονη, τότε, (πρώτη) ξαδέλφη του, ΜΥ5, με την οποία απέκτησε και παιδί το 2009. Έντεκα δε χρόνια μετά, τον Ιούνιο του 2016, παντρεύτηκαν αφού στο μεταξύ ο γάμος του εφεσείοντα με τη ΜΥ2 λύθηκε και ένα χρόνο μετά, τον Απρίλη του 2017, απέκτησαν ακόμη ένα παιδί.
Κατ΄ ακολουθία της αποδοχής της μαρτυρίας όλων των ΜΚ ως αξιόπιστης και της απόρριψης ως αναξιόπιστης της μαρτυρίας που προωθήθηκε προς υπεράσπιση του εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε ανάλογα ευρήματα που αφορούν και τις κατηγορίες του βιασμού και διαφθοράς της 12χρονης κατά τον ουσιώδη χρόνο Κλ. Τα παραθέτουμε όπως πιο κάτω αυτούσια, επισημαίνοντας πως ουσιαστικά συνιστούν υιοθέτηση του συνόλου της μαρτυρίας της Κλ.
«Αφού πέρασαν λίγες μέρες[4], κάποιο Σάββατο που δεν είχε σχολείο, το πρωί που ξύπνησαν, ο Κατηγορούμενος έδωσε Λ.Κ.10 του αδελφού της του Μη. για να φέρει 3 σάντουιτς για να φάνε. Μόλις έφυγε ο Μη., ο κατηγορούμενος της είπε να πάει γρήγορα στο δωμάτιο της μητέρας της. Αρχικά αρνήθηκε, αλλά επειδή αυτός θύμωσε αναγκάστηκε να πάει. Μόλις μπήκαν στο δωμάτιο ο Κατηγορούμενος κλείδωσε την πόρτα. Στην ερώτηση της γιατί κλείδωσε, της είπε για να μην μπει μέσα ο Μη.. Τότε έπιασε την φωτογραφική του μηχανή και αφού την ρύθμισε, την άφησε πάνω στο κομοδίνο το οποίο βρισκόταν δεξιά του κρεβατιού. Της είπε να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Αντέδρασε και του έλεγε πως δεν ήθελε. Την έσπρωξε και έπεσε πάνω στο κρεβάτι ανάσκελα. Της είπε με άγριο ύφος να κατεβάσει το παντελόνι της. Αυτή άρχισε να κλαίει και να του λέει πως δεν θέλει, και πως δεν είναι σωστό. Τότε αυτός της τράβηξε το παντελόνι και το εσώρουχο της προς τα κάτω και την ξεγύμνωσε από την μέση και κάτω. Με το ένα του χέρι κρατούσε τα χέρια της για να μείνει ακίνητη, και με το άλλο κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο του. Της είπε ότι έπρεπε να γίνει για να βγάλουν φωτογραφία για να την στείλουν Αμερική να πάρει δώρα. Συνέχισε να του λέει πως δεν ήθελε, αλλά ο Κατηγορούμενος έσφιγγε με τα χέρια του τα χέρια της. Δεν είχε δύναμη να αντισταθεί. Της πέταξε στο πρόσωπο μια πετσέτα και της έκρυψε το πρόσωπο και δεν μπορούσε να βλέπει. Άφησε τα χέρια της και έπιασε τα πόδια της και τα σήκωσε προς τα πάνω και τον ένιωσε που ξάπλωσε από πάνω της και έβαλε το πέος του μέσα στον πρωκτό της. Το ένιωσε πολύ έντονα και της προκάλεσε αρκετό πόνο, πάγωσε, έκλαιγε και δεν μπορούσε να αντιδράσει. Ο Κατηγορούμενος έκανε κίνηση μέσα έξω κάποιες φορές. Σε κάποια στιγμή άκουσε την φωτογραφική που έκανε τον ήχο που βγάζει η φωτογραφία. Μόλις ακούστηκε ο ήχος σταμάτησε να την βιάζει, της έφυγε την πετσέτα και της είπε να πάει γρήγορα στο μπάνιο και να μην τολμήσει να πει οτιδήποτε γι" αυτό που έγινε. Καθώς έκανε μπάνιο ένιωθε υγρά μέσα στον πρωκτό της. Όταν άγγιξε για να καθαριστεί, στην περιοχή του πρωκτού της υπήρχαν κάποια άσπρα υγρά. Θυμάται ότι απεχθάνθηκε τον εαυτό της, είχε πόνο στον πρωκτό της και δεν ήξερε τι ήταν αυτά τα υγρά.
Μετά από περίπου μια εβδομάδα, ήταν ακόμη χειμώνας γιατί ήταν κρύο, ένα βράδυ ο κατηγορούμενος είπε στην μητέρα της ότι θα πήγαινε να ταΐσει τους σκύλους του που βρίσκονταν σε ένα γκαράζ αυτοκινήτων στο Κίτι, σε κάποιο απόμερο σημείο στο οποίο δούλευε ο αδελφός του. Είπε ότι έπρεπε να την πάρει μαζί του για να τον βοηθήσει. Παρόλο που αρνήθηκε, την ανάγκασαν να πάει. Την πήρε με το αυτοκίνητο του στο γκαράζ σε ένα απόμερο σκοτεινό σημείο. Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και μπήκαν στην περίφραξη του γκαράζ, στο πλευρό που βρισκόταν το κλουβί με τους σκύλους. Αφού τους τάισε, της είπε να σκύψει. Αρνήθηκε και τον ρώτησε γιατί, και αυτός της είπε ότι «έτσι έπρεπε». Δεν έσκυψε και αυτός ενώ βρισκόταν πίσω της την έσπρωξε και την ακούμπησε πάνω στην μεταλλική περίφραξη του γκαράζ. Με τα χέρια του την έσκυψε προς τα κάτω, το σώμα της ήταν σχεδόν 90 μοίρες. Ενώ το κεφάλι της το ακουμπούσε πάνω στα τέλλια, της κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο και την έπιασε με τα δύο του χέρια σφικτά από τη μέση. Τότε ένιωσε που έβαλε το πέος του, μέσα στον πρωκτό της. Παρόλο που δεν έβλεπε, κατάλαβε ότι ήταν το πέος του γιατί τον ένιωθε πως το χειριζόταν. Ένιωσε πόνο και στο σώμα και στην ψυχή, αλλά ήταν ανήμπορη να αντισταθεί. Κρατώντας την από την μέση σκυμμένη, έβαζε και έβγαζε το πέος του μέσα στον πρωκτό της μέχρι που σταμάτησε. Μόλις σταμάτησε, της έδωσε χαρτί τουαλέτας και της είπε να σκουπιστεί και να σηκώσει τα ρούχα της. Ακολούθως μπήκαν στο αυτοκίνητο και επέστρεψαν στον σπίτι. Μέσα στο αυτοκίνητο της είπε να μην πει σε κανένα για ότι έγινε και ότι θα έφταιγε και η ίδια αν έλεγε κάτι.
Μετά από πάροδο περίπου δυο εβδομάδων, ένα βράδυ ο Κατηγορούμενος είπε στην μητέρα της Κλ., ότι ήθελε να πάει στο τροχόσπιτο του πατέρα του, που ήταν κοντά στην θάλασσα, στο χωριό Περβόλια, για να πάρει ένα μηχάνημα. Είπε ότι το μηχάνημα ήταν βαρύ και γι' αυτό ήθελε να την πάρει μαζί του για να τον βοηθήσει. Κατάλαβε τον λόγο που ήθελε να πάει μαζί του και αντέδρασε. Όμως αυτός επέμενε και έπεισε και την μητέρα της και την ανάγκασαν να πάει μαζί του. Πήγαν με ένα κόκκινο αυτοκίνητο στο τροχόσπιτο. Εξακολουθούσε να ήταν κρύο, γιατί από το κρύο η θάλασσα άχνιζε. Αφού μπήκαν μέσα στο τροχόσπιτο, της είπε να προχωρήσουν πιο μέσα για να της το δείξει. Του είπε πως δεν ήθελε, αφού το ήξερε και το είχε ξαναδεί. Τότε ο Κατηγορούμενος θύμωσε και της είπε να πάει μέσα που ήταν τα κρεβάτια και αφού πήγε, της είπε να ξαπλώσει. Αντέδρασε και του είπε ότι δεν άντεχε να της κάνει άλλο αυτό το πράγμα και ότι δεν θέλει να της το κάνει. Τότε ο Κατηγορούμενος έβγαλε από την τσέπη του την φωτογραφική του μηχανή, την έβαλε σε κάποιους πάγκους δίπλα από το κρεβάτι, την έσπρωξε και έπεσε ανάσκελα πάνω στο κρεβάτι. Κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο του, μετά κατέβασε τα δικά της, έπεσε από πάνω της και έβαλε πάλι το πέος του μέσα στον πρωκτό της. Το έβαλε και το έβγαλε μέσα στον πρωκτό της κάποιες φορές μέχρι που τελείωσε. Δεν έφθασε σε οργασμό, αλλά σταμάτησε. Ποτέ δεν κατάλαβε αν έφθανε σε οργασμό, γιατί δεν είδε κάτι που να δείχνει κάτι τέτοιο και στην ηλικία που ήταν, ούτε καν γνώριζε για σεξ και για οργασμό. Ο χρόνος που έκανε κάθε φορά που έμπαινε μέσα της μέχρι να σταματήσει δεν ήταν αρκετός, θυμάται μόνο ότι το μαρτύριο δεν έπαιρνε πολλή ώρα. Ένιωθε πόνο και φόβο. Η διαφορά αυτής της φοράς που την βίασε με τις δυο προηγούμενες, ήταν ότι αυτή την φορά τον έβλεπε που ήταν από πάνω της και έβαζε και έβγαζε το πέος του μέσα στον πρωκτό της. Δεν είδε τις εκφράσεις του προσώπου του, γιατί καθ' όλη την διάρκεια του βιασμού της, το κεφάλι του ήταν σκυμμένο προς τα κάτω με τέτοιο τρόπο, που καθώς έβαζε και έβγαζε το πέος του μέσα της, το έβλεπε. Σε κάποια φάση ενώ την βίαζε, είδε το φλας της φωτογραφικής που άναψε. Πρέπει να βγήκε φωτογραφία. Θα την είχε ρυθμίσει να βγάλει μόνη της μετά από κάποια λεπτά. Όταν τελείωσε, της είπε να ντυθεί και να μην τολμήσει να πει οτιδήποτε σε οποιοδήποτε γιατί θα την κτυπούσε.
Πέρασαν κάποιες μέρες χωρίς να την ενοχλήσει. Δεν είχε πει σε κανένα τίποτα γιατί τον φοβόταν, ώσπου ένα βράδυ, είχε ήδη μπει η Άνοιξη, κάτι έπαθε το ντεπόζιτο του διαμερίσματος τους και έπρεπε ο Κατηγορούμενος να πάει στην ταράτσα της πολυκατοικίας να το φτιάξει. Της είπε να πάει μαζί του για να του κρατά το φανάρι. Και πάλι αντέδρασε και δεν ήθελε να πάει γιατί ήξερε πως θα της έκανε κακό, αλλά όπως και τις προηγούμενες φορές την ανάγκασε. Πήγαν μαζί στην ταράτσα και του κράτησε για λίγο το φανάρι. Κάτι έκανε εκεί, νομίζει ότι είχε μπει μέσα πουλί και το έβγαλε. Πριν φύγουν, την τράβηξε και την έβαλε μέσα στην αποθήκη που βρισκόταν δίπλα από την πόρτα της εισόδου της σκάλας που οδηγούσε από την ταράτσα προς την πολυκατοικία, της είπε να μην βγάλει άχνα, έκλεισε την πόρτα της αποθήκης, της κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο, την έσκυψε με το πρόσωπο της προς τον τοίχο και καθώς την κρατούσε σφικτά από την μέση, έβαλε το πέος του μέσα στον πρωκτό της. Το έβαλε και το έβγαλε κάποιες φορές, όχι για πολλή ώρα, και αφού τελείωσε, της είπε να ντυθεί και να μην τολμήσει να πει οτιδήποτε. Πήγαν κάτω στο διαμέρισμα και έκανε στους άλλους πως όλα ήταν μια χαρά. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που την παρενόχλησε ο κατηγορούμενος.
Αυτό το πράγμα της είχε γίνει αφόρητο. Εκτός από τον πόνο που ένιωθε στο σώμα της και κυρίως στον πρωκτό της, αηδίασε τον εαυτό της, έχασε τον ύπνο της, έκλαιγε στο κρεβάτι της και δεν μπορούσε να κοιμηθεί και μίσησε τον κατηγορούμενο. Έτσι αποφάσισε ότι έπρεπε να κάνει κάτι να βοηθήσει τον εαυτό της γι' αυτά που της έκανε, τα οποία ήταν πολύ κακά.»
Η καταδίκη του εφεσείοντα προσβάλλεται ως λανθασμένη με πέντε (5) Λόγους Έφεσης, τους υπ΄ αρ. 1, 4, 6, 12 και 13. Απ΄ αυτούς:-
Οι Λόγοι Έφεσης 1, 4 και 12 εγείρουν τρία (3) ζητήματα. Το πρώτο, ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, το δεύτερο ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του να πληροφορηθεί σε καταληπτή γλώσσα τη φύση και τους λόγους των κατηγοριών που του καταλογίστηκαν και, το τρίτο, ότι η ποινική του δίωξη συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Και αυτό κατά παράβαση των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος, ως και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, λόγω του χρόνου που διέρρευσε «από την ισχυριζόμενη ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων έως την ημερομηνία καταδίκης» και χωρίς σοβαρή και πειστική εξήγηση εκ μέρους των παραπονουμένων για την καθυστέρηση στην υποβολή καταγγελίας εναντίον του.
Ο Λόγος Έφεσης 6 έχει στο στόχαστρό του τη μαρτυρία της Κλ. (ΜΚ5) την οποία, κατά τον εφεσείοντα, εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη και,
Με το Λόγο Έφεσης 13, προβάλλεται πως σε σχέση με τις κατηγορίες 11 και 12 το Κατηγορητήριο έπασχε από πολλαπλότητα κατά παράβαση του Άρθρου 12 του Συντάγματος εφόσον αυτές βασίζονταν στο άρθρο 243 του ΠΚ και στο Ν.119(Ι)/2000, τη στιγμή που τα κατ΄ ισχυρισμό επίδικα αδικήματα διαπράχθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 119(Ι)/2000.
Επιπροσθέτως των πιο πάνω, καταλογίζεται στο Κακουργιοδικείο ότι υπέπεσε σε σφάλμα αναφορικά με το εύρημα του πως η Κλ. υπέστη ψυχικά τραύματα ως αποτέλεσμα της σεξουαλικής της κακοποίησης και ότι εσφαλμένα προσμέτρησε το στοιχείο αυτό ως επιβαρυντικό παράγοντα για σκοπούς επιβολής ποινής (Λόγος Έφεσης 9), τη στιγμή που για το ζήτημα αυτό δεν προσκομίστηκε επιστημονική μαρτυρία.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε τους Λόγους Έφεσης εναντίον της καταδίκης με τη σειρά που παρατίθενται πιο πάνω. Το ίδιο έπραξε και ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές.
Έχουμε διεξέλθει τις εκατέρωθεν θέσεις για τα θέματα που εγείρονται με τους Λόγους έφεσης εναντίον της καταδίκης, τις οποίες και συνοψίζουμε ως ακολούθως:-
Είναι θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, ότι λόγω του χρόνου που διέρρευσε από την (κατ΄ ισχυρισμό) διάπραξη των αδικημάτων που καταλογίστηκαν στον πελάτη του μέχρι την καταδίκη του - 26 χρόνια για τα αδικήματα των κατηγοριών 11 και 12 και 18 χρόνια για τα αδικήματα των κατηγοριών 2 μέχρι 10 - παραβιάστηκαν τα δικαιώματά του για δίκαιη δίκη και για πληροφόρηση σε καταληπτή γλώσσα σ΄ ό,τι αφορά «την φύσιν και τους λόγους της εις αυτόν αποδιδομένης κατηγορίας», δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τα Άρθρα 30.2 και 12.5(α) του Συντάγματος, ως και το αντίστοιχο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Με αποτέλεσμα, αφενός, να επηρεαστεί δυσμενώς η υπεράσπιση του και, αφετέρου, η ποινική του δίωξη να συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Τούτο γιατί η μαρτυρία των παραπονουμένων και κυρίως της Κλ. επί του θέματος δεν ήταν σαφής και ακριβής ως προς το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων που του καταλογίστηκαν και, αφετέρου, λόγω της απουσίας από το εδώλιο του μάρτυρα της (αποβιωσάσης) γιαγιάς, η οποία σύμφωνα με τη μαρτυρία της μητέρας (ΜΥ2) είχε πάρει την Κλ. σε γυναικολόγο ο οποίος δεν διάγνωσε σεξουαλική κακοποίηση. Παρέπεμψε επί του προκειμένου σε κυπριακή, αγγλική και ευρωπαϊκή νομολογία βάσει της οποίας η παρέλευση τόσο μεγάλου χρόνου καθιστά άκυρη τη διαδικασία στην ολότητα της και μάλιστα όταν δεν δίδεται σοβαρή και πειστική εξήγηση για την καθυστέρηση, όπως παρατηρείται και υπό τα περιστατικά της υπόθεσης.
Αναφορικά με το Λόγο Έφεσης υπ΄ αρ. 6, υποστήριξε ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης ήταν επιθυμητό και αναγκαίο να αναζητηθεί ενισχυτική μαρτυρία εφόσον σύμφωνα με τη νομολογία είναι επικίνδυνο σε περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων να κρίνεται η αξιοπιστία του παραπονούμενου χωρίς αυτή να ενισχύεται στα ουσιώδη της σημεία από τη μαρτυρία και άλλων αξιόπιστων μαρτύρων. Επιπρόσθετα, η μαρτυρία των δύο παραπονουμένων ενείχε αντιφάσεις και αοριστίες, ήταν διαποτισμένη με αλλότρια κίνητρα και ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας τους εγείρονταν σοβαρά ερωτήματα για τα οποία δεν δόθηκαν απαντήσεις. Ειδικά καμιά απάντηση δόθηκε γιατί δεν καταγγέλθηκε στην αστυνομία έγκαιρα τόσο ο βιασμός της Κλ. όσο και ο κατ΄ ισχυρισμό ξυλοδαρμός των δύο αδελφών.
Τέλος, σε σχέση με το Λόγο Έφεσης 13, επέσυρε την προσοχή του Εφετείου στο ότι οι κατηγορίες 11 και 12 βασίστηκαν σε διαφορετικούς Νόμους με διαφορετικά συστατικά στοιχεία που εμφανώς πλήττει την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου λόγω πολλαπλότητας, ελαττωματικότητα που δεν θεραπεύτηκε με σχετική τροποποίηση. Σ΄ ό,τι δε αφορά το εύρημα το οποίο προσβάλλεται με το Λόγο Έφεσης 9, εισηγήθηκε ότι σε τέτοιο εύρημα δεν μπορούσε να καταλήξει το Κακουργιοδικείο στην απουσία επιστημονικής μαρτυρίας.
Διαμετρικά αντίθετες είναι οι θέσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, ο οποίος, αντικρούοντας μία προς μία όλες τις αιτιάσεις του εφεσείοντα που στρέφονται κατά της καταδίκης, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές. Αναφορά στο τι συγκεκριμένα αντέτεινε, θα γίνει, εάν και εφόσον κριθεί αναγκαίο, στο κατάλληλο στάδιο.
Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας. Αρχίζοντας από τα παράπονα του εφεσείοντα για παραβίαση των δικαιωμάτων του που κατοχυρώνονται από τα Άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος (Λόγοι Έφεσης 1, 4 και 12), να παρατηρήσουμε καταρχάς ότι, έχοντας διεξέλθει με κάθε προσοχή τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και τις τελικές αγορεύσεις της συνηγόρου του εφεσείοντα πρωτοδίκως ως και την πρωτόδικη απόφαση, τα ζητήματα που εγείρονται με τους υπό αναφορά Λόγους Έφεσης δεν είχαν εγερθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου προς εξέταση. Το ζήτημα της παρέλευσης τόσο μεγάλου χρόνου από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την καταγγελία που προέβησαν οι παραπονούμενες και τη συνακόλουθη ποινική δίωξη του εφεσείοντα, ηγέρθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα ως μετριαστικός παράγοντας για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής και για κανένα άλλο λόγο. Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ότι λόγω του χρόνου που παρήλθε, παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του που κατοχυρώνονται από τα Άρθρα 30.2 και 12.5(α) του Συντάγματος δεν μπορούν να εξεταστούν κατ΄ έφεση (βλ. Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 337/2018 ημερ. 20.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:B23). Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με το Λόγο Έφεσης 13 εφόσον το ζήτημα της πολλαπλότητας δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως. Με αυτό ως δεδομένο, το εν λόγω ζήτημα θα μπορούσε να εγερθεί κατ΄ έφεση μόνο στην περίπτωση που το κατηγορητήριο περιλάμβανε κατηγορία άγνωστη στο Νόμο και ως εκ τούτου η εναντίον του εφεσείοντα διαδικασία θα ήταν εξ υπαρχής άκυρη (βλ. Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 468, ECLI:CY:AD:2014:B426 και πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Αίτηση της Λειβαδιώτη, Πολ. Εφ. 403/2019 ημερ. 3.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:A41). Εν πάση περιπτώσει θεωρούμε ότι οι προαναφερθέντες Λόγοι Έφεσης στερούνται νομικού και ουσιαστικού ερείσματος και για τους ακόλουθους λόγους:-
Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος[5], επί του οποίου ο εφεσείων βασίζει το παράπονο του ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. Παραπέμπουμε συναφώς στη Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330, όπου τονίστηκε ότι στις ποινικές υποθέσεις η διασφάλιση του εύλογου χρόνου διάγνωσης της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου αρχίζει από την ημερομηνία διατύπωσης της κατηγορίας μέχρι την τελική εκδίκασή της, περιλαμβανομένης και της εξάντλησης της διαδικασίας έφεσης. Στην παρούσα περίπτωση ναι μεν τα αδικήματα που καταλογίστηκαν στον εφεσείοντα διαπράχθηκαν με ορίζοντα το 2000, αλλά οι εναντίον του κατηγορίες διατυπώθηκαν το 2016 και η ποινική του ευθύνη διαγνώστηκε μετά από ακροαματική διαδικασία στις 18.4.2018, δηλαδή μέσα σε δύο περίπου χρόνια. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη εφόσον η ποινική του ευθύνη διαγνώστηκε μέσα σε εύλογο χρόνο εν τη εννοία του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Όπως δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα και το δεύτερο παράπονο του εφεσείοντα για παραβίαση του Άρθρου 12.5(α) του Συντάγματος, το οποίο επίσης έχει συνδεθεί με το χρόνο που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την καταδίκη του. Αναφορικά δε με το τρίτο παράπονο του, ότι δηλαδή η ποινική του δίωξη συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, είναι αρκετό να επισημανθεί ότι το παράπονο αυτό συνδέθηκε με τα δύο πρώτα παράπονα του, η απόρριψη των οποίων οδηγεί άνευ ετέρου και σε απόρριψη και αυτού του παραπόνου. Τέλος, αβάσιμο κρίνεται και το παράπονο του για πολλαπλότητα των κατηγοριών 11 και 12 (Λόγος Έφεσης 13) εφόσον οι εν λόγω κατηγορίες βασίζονται και στο άρθρο 243 του ΠΚ και η εν τέλει καταδίκη του εφεσείοντα έγινε κατ΄ εφαρμογή του εν λόγω άρθρου. Επομένως η συμπερίληψη στην έκθεση των αδικημάτων και του Ν.119(Ι)/2000 - που δεν ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο - δεν επηρέασε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο δυσμενώς την υπεράσπισή του (Λειβαδιώτη ανωτέρω).
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 1, 4, 12 και 13 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Ως προς την ουσία της υπόθεσης (Λόγος Έφεσης 6), να διατυπώσουμε καταρχάς τη διαφωνία μας στη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης ήταν αναγκαία η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας «εφόσον σύμφωνα με τη νομολογία είναι επικίνδυνο σε περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων να κρίνεται η αξιοπιστία του παραπονούμενου χωρίς να ενισχύεται στα ουσιώδη της σημεία από τη μαρτυρία και άλλων αξιόπιστων μαρτύρων». Τούτο γιατί, ο κανόνας πρακτικής του κοινοδικαίου για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας καταργήθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 14(I)/2009 και έκτοτε η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας ή αυτοπροειδοποίησης, δεν είναι απαραίτητη (βλ. Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113, Χ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 177/2017 ημερ. 20.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B550 και Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας κ.α., Ποιν. Εφ. 147 και 148/2016 ημερ. 20.11.2019). Με αυτό ως δεδομένο, το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία τόσο της Κλ. όσο και της αδελφής της «.με την μέγιστη προσοχή και με όλο τον απαιτούμενο προβληματισμό ως προς την αξιολόγηση της, τόσο όσον αφορά τα χρονικά σημεία των καταλογιζόμενων στον κατηγορούμενο ενεργειών και πράξεων, όσο και για το γεγονός της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος πριν την καταγγελία στην αστυνομία. Η κοινή λογική και πείρα δείχνει ότι αδικήματα που συναρτώνται με τις γενετήσιες ορμές, συνθέτουν πολύπλοκες ανθρώπινες σχέσεις και διεργασίες και επιβάλλεται η μέγιστη προσοχή. Είχαμε συνέχεια κατά νου την εγγενή αδυναμία των ανθρώπων και τη ροπή τους στο ψεύδος για λόγους που χάνονται στο ανθρώπινο ασυνείδητο. Εξ ου και η ανάγκη για την ανεύρεση ενισχυτικής μαρτυρίας, που στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν υπάρχει». Έχοντας λοιπόν, το Κακουργιοδικείο, θέσει ευθύς εξ αρχής τον προβληματισμό του ως προς τον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας της Κλ. και αφού ενέταξε τη μαρτυρία της στο σύνολο της ενώπιον του προσαχθείσας μαρτυρίας, κατέληξε μετά από εξονυχιστική ανάλυση της μαρτυρίας της ότι αυτή ήταν καθόλα αξιόπιστη, όπως ήταν και η υποκειμενική του κρίση ως αποτέλεσμα της δυνατότητας που είχε να την παρακολουθήσει ενώ έδινε μαρτυρία στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Κάτω απ΄ αυτά τα δεδομένα και έχοντας υπόψιν ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η επέμβαση του Εφετείου είναι επιτρεπτή μόνο όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει σε παράλογα ή αυθαίρετα ή ανυπόστατα συμπεράσματα που δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία (βλ. ενδεικτικά Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 13-17/2017 ημερ. 4.7.2017, Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 91/2017 ημερ. 2.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:B214 και Χ.Χ. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω), είναι αυτονόητο ότι δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση στην οποία προέβη το Κακουργιοδικείο και στα συνακόλουθα ευρήματά του ως αποτέλεσμα της αποδοχής της μαρτυρίας της Κλ. ως αξιόπιστης. Συνεπώς ο Λόγος Έφεσης 6 απορρίπτεται και το μόνο που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε είναι ότι, παρόλο που το Εφετείο δεν είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει την Κλ. να καταθέτει ενώπιον του, εντούτοις διαπιστώσαμε ότι η μαρτυρία της αναδύει τέτοια δύναμη και συνοδεύεται από τέτοιες λεπτομέρειες που μόνο ένα πρόσωπο που βίωσε τα όσα η ίδια περιέγραψε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, μπορούσε να μεταδώσει.
Τέλος, σ΄ ό,τι αφορά το παράπονο του εφεσείοντα που διατυπώνεται στο Λόγο Έφεσης 9, είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι δεν απαιτείται η μαρτυρία επαγγελματία ψυχολόγου ότι τα όσα υπέστη η Κλ. από τον εφεσείοντα/πατριό της, της έχουν όντως προκαλέσει ψυχικά τραύματα. Αυτό εξάλλου απορρέει από την ίδια τη μαρτυρία της και το συνακόλουθο εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι η Κλ., «Εκτός από τον πόνο που ένιωθε στο σώμα της και κυρίως στον πρωκτό της, αηδίασε τον εαυτό της, έχασε τον ύπνο της, έκλαιγε στο κρεβάτι της και δεν μπορούσε να κοιμηθεί και μίσησε τον κατηγορούμενο.». Όπως απορρέει και από τη νομολογία και προς τούτο παραθέτουμε αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την Κ.Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294:
«Τα τραύματα που επιφέρουν στο θύμα περιστατικά βίας στην οικογένεια, ιδιαίτερα όταν αυτά έχουν σεξουαλικό χαρακτήρα, καθιστούν εξ' αντικειμένου αδικήματα αυτής της κατηγορίας ιδιάζουσας σοβαρότητας, Πέραν του τραύματος και του εξευτελισμού που προκαλούν στο θύμα τα αδικήματα αυτά, κλονίζουν το θεμέλιο της οικογένειας και αφήνουν τα παιδιά έκθετα στην ανασφάλεια που τους προκαλούν, ανατρέποντας τον ψυχικό τους κόσμο και βεβηλώνοντας την ύπαρξη τους. Αναλογισμός της σοβαρότητας των εγκλημάτων αυτής της μορφής δικαιολογεί την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στις ποινές οι οποίες επιβάλλονται (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Α.Β. (2002) 2 Α.Α.Δ. 382)».
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται και η επί τούτου πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Η ΕΦΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ (Λόγοι Έφεσης 2, 7, 8, 9, 10 και 11)
Ο συνήγορος του εφεσείοντα είχε καλέσει το Κακουργιοδικείο να προσμετρήσει προς όφελος του εφεσείοντα τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, το γεγονός ότι είχε λευκό ποινικό μητρώο και το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την τέλεση των αδικημάτων μέχρι την καταδίκη του.
Το Κακουργιοδικείο υιοθέτησε από την πιο πάνω εισήγηση τους δύο πρώτους παράγοντες, αλλά απέρριψε τη θέση ότι ο χρόνος που διέρρευσε μπορούσε να προσμετρήσει ως μετριαστικός παράγοντας προς όφελος του εφεσείοντα και με αναφορά σε νομολογία (Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, Γενικός Εισαγγελέας ν. Πέτρου (2006) 2 Α.Α.Δ. 183 και J.W. (2000) 1 Cr.App.R. (5) 234) παρατήρησε τα ακόλουθα:
«Δοθέντος ότι οι αιτιάσεις του κατηγορούμενου απορρίφθηκαν και κρίθηκε ένοχος, μπορεί σήμερα να λεχθεί ότι υπαίτιος για την καθυστέρηση είναι και ο ίδιος που δεν έδραξε την ευκαιρία στην πρώτη δημόσια αντίδραση της Κλ., να ομολογήσει για να καταπραΰνει το βάρος στη συνείδηση του δηλώνοντας τις πράξεις του. Το γεγονός ότι επέλεξε να πορευτεί την υπόλοιπη ζωή του με αυτό το βάρος και σε ένα πλαίσιο σιωπής και ψεύδους, δεν νομιμοποιείται σήμερα, που πλέον η ενοχή του έχει αποφασιστεί δικαστικώς, να διατείνεται ότι ο χρόνος που ο ίδιος δαπάνησε τοιουτοτρόπως, οφείλεται σε αδικαιολόγητη καθυστέρηση του θύματος να καταγγείλει το συμβάν. Υπαίτιος για το χρόνο που κύλησε αργά και επώδυνα χωρίς αποκάλυψη των αδικημάτων, παραμένει ο ίδιος ο κατηγορούμενος και η επιλογή του να μην παραδεχθεί τα αδικήματα την πρώτη φορά που η Κλ. τα ανέφερε, δηλαδή προ δεκαεξαετίας.»
Ο εφεσείων θεωρεί νομικά εσφαλμένη την πιο πάνω προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, προβάλλοντας ότι ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την καταδίκη του σε συνδυασμό με το λευκό ποινικό του μητρώο - στο οποίο το Κακουργιοδικείο μόνο φραστική αξία απέδωσε - και την αλλαγή που επήλθε στις προσωπικές του συνθήκες, συνιστούσαν σοβαρούς ελαφρυντικούς παράγοντες που δεν λήφθηκαν υπόψιν. Με αποτέλεσμα η ποινή που του επιβλήθηκε να είναι εξοντωτική (Λόγοι Έφεσης 7, 8, 10 και 11). Επιπρόσθετα παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 3 ετών στην κατηγορία 10 της άσεμνης επίθεσης, ενώ το αδίκημα αυτό χαρακτηρίζεται από το Νόμο (άρθρα 35 και 243 του ΠΚ) ως πλημμέλημα που τιμωρείται κατ΄ ανώτατο όριο ποινής με 2 χρόνια φυλάκιση (Λόγος Έφεσης 2). Τέλος, παραπονείται (Λόγος Έφεσης 9) ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής προσμετρήθηκε ως επιβαρυντικός παράγοντας το ότι η Κλ. υπέστη ψυχολογικά τραύματα, χωρίς την ύπαρξη επιστημονικής μαρτυρίας (Λόγος Έφεσης 9).
Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, αντέτεινε ο συνήγορος της εφεσίβλητης, η ποινή των 12 χρόνων φυλάκισης που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στον εφεσείοντα στις κατηγορίες του βιασμού και της διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 ετών, ήταν η αρμόζουσα. Συμφώνησε όμως ότι το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα επιβάλλοντας την ποινή των 3 χρόνων φυλάκισης στην κατηγορία 10 καθότι το ανώτατο όριο ποινής σε σχέση με την κατηγορία αυτή δεν υπερέβαινε τα 2 χρόνια φυλάκισης.
Εξετάσαμε με προσοχή τους Λόγους Έφεσης με τους οποίους προσβάλλεται ως υπερβολική η ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στον εφεσείοντα. Να επισημάνουμε καταρχάς ότι το εύρημα του Κακουργιοδικείου που προσβάλλεται με το Λόγο Έφεσης 9 απορρίφθηκε ανωτέρω, με το αιτιολογικό ότι ως θέμα λογικής και εμπειρίας δεν απαιτείται η μαρτυρία επαγγελματία ψυχολόγου προς τεκμηρίωση της θέσης ότι όντως τα σεξουαλικά αδικήματα προκαλούν ψυχικά τραύματα στο θύμα, κάτι που αναγνωρίστηκε και νομολογιακά. Όμως το παράπονο του εφεσείοντα, το οποίο διατυπώνεται στο Λόγο Έφεσης 2, είναι έκδηλα βάσιμο. Τούτο γιατί το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης (κατηγορία 10) τιμωρείται ως πλημμέλημα από το Νόμο (άρθρα 35 και 243 του ΠΚ) κατ΄ ανώτατο όριο με 2 χρόνια φυλάκιση ενώ το Κακουργιοδικείο υπερβαίνοντας τη δικαιοδοσία του επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 3 ετών. Κατά συνέπεια, σε σχέση με την ποινή που επιβλήθηκε στην κατηγορία 10, δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου, κάτι που θα πράξουμε αφού πρώτα εξετάσουμε (ενιαία) τους Λόγους Έφεσης 7, 8, 10 και 11 που έχουν ως υπόβαθρο το παράπονο του εφεσείοντα ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, δεν προσμέτρησε προς όφελος του το χρόνο που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την καταδίκη του και τη συνακόλουθη αλλαγή στις προσωπικές του συνθήκες.
Έχει νομολογιακά αναγνωριστεί (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβραμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αδαμίδη (2012) 2 Α.Α.Δ. και «Sentencing in Cyprus» του Γ. Μ. Πική, 2η αναθεωρημένη έκδοση του 2007, σελ. 79), ότι η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψιν κατά την επιβολή της ποινής και ότι, εκτός των περιπτώσεων που κρίνεται απόλυτα αναγκαίο, η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα διάπραξης του αδικήματος είναι ανεπιθύμητη. Όμως, σ΄ ό,τι αφορά τα σεξουαλικά αδικήματα, η καθυστέρηση στην καταγγελία του θύτη διαφοροποιεί τα πράγματα. Όπως παρατηρήθηκε στη Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123 (με αναφορά σε αγγλική νομολογία), η καθυστέρηση σε τέτοιου είδους αδικήματα είναι κατανοητή εφόσον είναι σύνηθες ότι χρειάζεται αρκετό θάρρος από νεαρό θύμα γενετήσιας ασέλγειας από πατέρα ή θετό πατέρα να το καταγγείλει. Αυτό ακριβώς έχει συμβεί και στην παρούσα περίπτωση αφού η καταγγελία της Κλ., η οποία έγινε στους οικείους της 2 περίπου χρόνια μετά τη σεξουαλική κακοποίηση της από τον εφεσείοντα, αντιμετωπίστηκε από τα μόνα πρόσωπα που ήταν σε θέση να προβούν στην καταγγελία - τη μητέρα της, το βιολογικό της πατέρα, τη θεία και τη γιαγιά της - με τον τρόπο που περιγράφουμε πιο πάνω και η ίδια χρειάστηκε ακόμη 14 χρόνια να βρει το σθένος, ώριμη πια, να καταγγείλει τα όσα φρικιαστικά βίωσε από τον εφεσείοντα. Κάτω απ΄ αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί η καθυστέρηση να λειτουργήσει ως ελαφρυντικός για τον εφεσείοντα παράγοντας εφόσον κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αναποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου και θα αφαιρούσε από τα Δικαστήρια το μόνο όπλο που διαθέτουν - την ποινή - για προστασία των πλέον ευάλωτων μελών της κοινωνίας από τις εις βάρος τους χυδαιότητες των αρρωστημένων ενηλίκων. Το γεγονός δε ότι το Κακουργιοδικείο, λανθασμένα επέρριψε την ευθύνη της καθυστέρησης στον εφεσείοντα ο οποίος «δεν άδραξε την ευκαιρία στην πρώτη δημόσια αντίδραση της Κλ. να ομολογήσει για να καταπραΰνει το βάρος της συνείδησης του δηλώνοντας τις πράξεις του», δεν έχει επιπτώσεις στην εν τέλει κατάληξη του. Τούτο γιατί, αυτό που τελικά ενείχε σημασία είναι ότι δόθηκαν ισχυροί λόγοι από την Κλ. και τη θεία της για την καθυστέρηση και όχι το γεγονός ότι, ηθικά, ο εφεσείων δεν ομολόγησε από το 2002 τις πράξεις του στη μητέρα, θεία και γιαγιά της Κλ. Παρατηρούμε συναφώς ότι αν το ηθικό επίπεδο του εφεσείοντα ήταν αυτό που ανέμενε το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων δεν θα προέβαινε στα όσα διέπραξε σε βάρος ενός παιδιού ηλικίας 12 χρόνων που ήταν υπό την προστασία του. Επομένως τα όσα σχετικά αναφέρονται από το Κακουργιοδικείο (ανωτέρω), δεν είχαν θέση στην απόφαση του.
Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρούμε ότι η ποινή των 12 χρόνων φυλάκισης που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στον εφεσείοντα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί έκδηλα υπερβολική και ως εκ τούτου οι Λόγοι Έφεσης 7, 8, 10 και 11 απορρίπτονται. Σ΄ ό,τι δε αφορά την ποινή των 3 χρόνων φυλάκισης που λανθασμένα επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην κατηγορία 10, αυτή παραμερίζεται ως επιβληθείσα καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας που όμως πρακτικά στερείται οποιασδήποτε πρακτικής αξίας και εν πάση περιπτώσει τα γεγονότα που τεκμηριώνουν την εν λόγω κατηγορία απορροφούνται από τα γεγονότα που τεκμηριώνουν τις σοβαρές κατηγορίες του βιασμού και της διαφθοράς για τις οποίες ο Νόμος προβλέπει κατ΄ ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης δια βίου. Το ίδιο ισχύει και για τις κατηγορίες 11 και 12 - οι οποίες αφορούν σωματική κακοποίηση των δύο αδελφών που έγινε 23 περίπου χρόνια πριν την καταγγελία - εφόσον σε τέτοιας φύσεως αδικήματα η πάροδος τόσο μεγάλου χρόνου καθιστά την επιβολή ποινής φυλάκισης ανεπιθύμητη.
Για τους πιο πάνω λόγους οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες 10, 11 και 12 παραμερίζονται, ενώ η ποινή των 12 χρόνων φυλάκισης που επιβλήθηκε στις κατηγορίες του βιασμού και της διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων (κατηγορίες 2-9) επικυρώνεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] Στην 1η κατηγορία, που αφορούσε εξαναγκασμό της Κλ. Στ. να του κάνει πεοθηλασμό, αθωώθηκε λόγω του χρόνου που τέθηκε σε ισχύ ο Ν.3(Ι)/2000
[2] Με το εφετήριο διατυπώνονται 13 Λόγοι Έφεσης, αλλά οι Λόγοι Έφεσης 2 και 5 έχουν αποσυρθεί κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης και έχουν απορριφθεί.
[3] Η κατηγορία αυτή βασιζόταν στο Ν.3(Ι)/2000 που τέθηκε σε ισχύ την 21.1.2000 και είναι γι αυτό το λόγο που το Κακουργιοδικείο τον αθώωσε.
[4] Από τον πεοθηλασμό που την ανάγκασε να προβεί ο εφεσείων.
[5] Άρθρο 30.2. Έκαστος κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ή οιασδήποτε κατ΄ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου δια νόμου.