ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B43
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 111/2019)
3 Φεβρουαρίου, 2020
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. xxx xxx ΛΑΜΠΗ,
2. xxx ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Παπαλαζάρου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες - κατηγορούμενοι 1 και 2 αντίστοιχα, μαζί με ένα ακόμη άτομο, την πρώην κατηγορούμενη 3, κρίθηκαν πρωτοδίκως ένοχοι, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, ως εξής:
(α) Ο Εφεσείοντας 1 σε δύο κατηγορίες συνομωσίας για καταδολίευση, κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, σε τρεις κατηγορίες πλαστογραφίας, κατά παράβαση των άρθρων 331, 332, 333, 335 και 21 του Κεφ. 154, σε δύο κατηγορίες κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 339 και 21 του Κεφ. 154, σε μία κατηγορία παροχής ψευδούς όρκου, κατά παράβαση των άρθρων 117 και 21 του Κεφ. 154 και σε μια κατηγορία απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Κεφ. 154.
(β) Ο Εφεσείοντας 2 σε δύο κατηγορίες κατάχρησης εξουσίας από δημόσιο λειτουργό, κατά παράβαση του άρθρου 105 του Κεφ. 154.
Όπως ήδη λέχθηκε και η πρώην κατηγορούμενη 3 κρίθηκε ένοχη, σε αριθμό κατηγοριών, η περίπτωσή της όμως δεν θα μας απασχολήσει, αφού η εν λόγω κατηγορούμενη δεν προχώρησε στην καταχώρηση οποιασδήποτε έφεσης.
Στους Εφεσείοντες επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης, τις οποίες εξέτισαν και οι οποίες δεν προσβάλλονται με λόγους έφεσης.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά αποτυπώνονται στην πρωτόδικη απόφαση, η εγκληματική δραστηριότητα του Εφεσείοντα 1 ξεκίνησε με την προσπάθειά του να διεκδικήσει την εγγραφή πέντε ακινήτων - αρχικά επικαλούμενος εχθρική κατοχή και στη συνέχεια με διαδικασία διαχείρισης - ιδιοκτήτης των οποίων ήταν ο θείος του Ηρόδοτος, ο οποίος, σύμφωνα πάντα με την πρωτόδικη κρίση, απεβίωσε το 1976 στο χωριό Κρήτου Τέρρα της επαρχίας Πάφου. Προς επίτευξη του στόχου αυτού, αναζήτησε βοήθεια από την κατηγορούμενη 3, δικολάβο, καθώς επίσης και από τον Εφεσείοντα 2, τότε κοινοτάρχη του χωριού Κρήτου Τέρρα. Στο στάδιο αυτό, χρήσιμο είναι να προχωρήσουμε στην καταγραφή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτως ώστε να γίνει ευκολότερα κατανοητή η όλη εμπλοκή των βασικών πρωταγωνιστών της υπό κρίση υπόθεσης:
«Ευρήματα:
Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει την μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου, τα τεκμήρια που κατατέθηκαν κατά την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης αυτής και λαμβάνοντας υπόψη μου τα γεγονότα που τελικά δεν αμφισβητήθηκαν, όπως αυτά προκύπτουν μέσα από την προσκομισθείσα μαρτυρία, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα που αφορούν τα πραγματικά και αληθή ουσιώδη γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο:
Ο κατηγορούμενος 1 είναι εξάδελφος με τον κατηγορούμενο 2. Ο κατηγορούμενος 2 κατείχε το αξίωμα του Προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου Κρήτου Τέρρας από 01.01.07 μέχρι 31.12.11. Η κατηγορούμενη 3 ασκεί το επάγγελμα του δικολάβου από το 1981. Με τον κατηγορούμενο 1 τους συνδέει επαγγελματική σχέση 5-6 ετών. Κατά την περίοδο αυτή συνεργάστηκαν σε διάφορες υποθέσεις κτηματικής φύσεως.
Ο αποβιώσαντας Ηρόδοτος είχε οκτώ αδέλφια, ήτοι την ΧΧΧ Κυριάκου (ετεροθαλή), την ΧΧΧ Αλεξάνδρου (αμφιθαλή), το ΧΧΧ Παναγιωτίδη (ετεροθαλή), τη ΧΧΧ Προβατά (ετεροθαλή), το ΧΧΧ Παναγιωτίδη (αμφιθαλή-πεθερό παραπονούμενης), τη ΧΧΧ Μιχαηλίδη (αμφιθαλή), το ΧΧΧ Παναγιωτίδη (αμφιθαλή), και το ΧΧΧ Παναγιωτίδη (πατέρα κατηγορουμένου 1). Από τα πιο πάνω οκτώ αδέλφια, τα τελευταία τέσσερα έχουν αποβιώσει.
Ο σύζυγος της παραπονούμενης ήταν αδελφότεκνος του αποβιώσαντα Ηρόδοτου, ο οποίος απεβίωσε το έτος 2005 λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε.
Όταν ο κατηγορούμενος αποφάσισε να διεκδικήσει τα επίμαχα ακίνητα δυνάμει εχθρικής κατοχής, αποτάθηκε στην κατηγορούμενη 3, η οποία το ετοίμασε και αφού πιστοποιήθηκε, σφραγίστηκε και υπογράφτηκε από τον κατηγορούμενο 2 (Τεκμήριο 25(49)), το κατέθεσε στο κτηματολόγιο μαζί με σχετική αίτηση ημερομηνίας 09.05.07. Επειδή το κτηματολόγιο δεν αποδέχτηκε την πιο πάνω αίτηση και ζήτησε τη διεξαγωγή διαδικασία διαχείρισης, η κατηγορούμενη 3, μετά από οδηγίες και πληροφορίες που έλαβε από τον κατηγορούμενο 1, ετοίμασε το Τεκμήριο 3 ημερομηνίας 09.07.07 που περιλάμβανε τον κατηγορούμενο 1 και τα αδέλφια του ως τους μοναδικούς κληρονόμους και μετέπειτα το Τεκμήριο 7 ημερομηνίας 30.06.08 που περιλάμβανε τα τέσσερα αποβιώσαντα αδέλφια του αποβιώσαντα Ηρόδοτου που φέρουν τα παιδιά τους ως τους μοναδικούς κληρονόμους. Τα εν λόγω έγγραφα αφού πιστοποιήθηκαν, σφραγίστηκαν και υπογράφτηκαν από τον κατηγορούμενο 2, κατατέθηκαν στο κτηματολόγιο από την κατηγορούμενη 3. Από τα Τεκμήρια 3 και 7 απουσιάζουν ορισμένοι εκ των νομίμων κληρονόμων, με κάποιους από τους οποίους ο κατηγορούμενος 1 διατηρούσε επαφή και επικοινωνία. Ανάμεσα σ' αυτούς που διατηρούσε επαφή και επικοινωνία ήταν η παραπονούμενη και η οικογένεια της σε προσωπικό επίπεδο.
Τον Ιούλιο 2008 η κατηγορούμενη 3 είχε ενημερωθεί ότι υπήρχαν και άλλοι νόμιμοι κληρονόμοι της περιουσίας του αποβιώσαντα Ηρόδοτου. Προς τούτο ετοίμασε έγγραφα αποποίησης κληρονομικού δικαιώματος ορισμένων από τους νέους κληρονόμους. Επίσης ετοίμασε την αίτηση διαχείρισης υπ' αριθμό 365/2008 καθώς και όλα τα έγγραφα που τη συνοδεύουν (δέσμη εγγράφων που συνθέτουν το Τεκμήριο 29), ένα εκ των οποίων είναι το Τεκμήριο 3 (Τεκμήριο 29(6)). Τα έγγραφα διαχείρισης πηγάζουν από το Τεκμήριο 3 που είναι ένα από τα έγγραφα που υποστηρίζουν την αίτηση διαχείρισης. Επειδή όμως η καταχώρηση τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απαιτούσε την υπογραφή από δικηγόρο, η κατηγορούμενη 2 αποτάθηκε στον αποβιώσαντα θείο της Ανδρέα Κωνσταντινίδη που ήταν δικηγόρος, ο οποίος, χωρίς να γνωρίζει την υπόθεση, υπέγραψε την αίτηση. Ακολούθως συνοδευόμενη από τον κατηγορούμενο 1 μετέβηκε στις 22.12.08 στο Δικαστήριο και κατέθεσε την αίτηση μαζί με τα έγγραφα, γνωρίζοντας τόσο η ίδια όσο και ο κατηγορούμενος 1 ότι το περιεχόμενο τους δεν ήταν αληθές. Στις 18.05.09 παραχωρήθηκαν τα έγγραφα διαχείρισης στον κατηγορούμενο 1. Εκτός από τα αδέλφια του που εγγράφως έδωσαν τη συγκατάθεση τους γι' αυτό ουδείς άλλος νόμιμος κληρονόμος το γνώριζε, περιλαμβανομένου της παραπονούμενης (ΜΚ1) και της οικογένειας της γνώριζε κάτι τέτοιο και ούτε οποιοσδήποτε από αυτούς έδωσε τη συγκατάθεση του. Περαιτέρω η κατηγορούμενη 2 ήταν αυτή που ετοίμασε εγγυητήριο έγγραφο με τον αδελφό του κατηγορουμένου 1, το έγγραφο απογραφής, το έγγραφο ολοκλήρωσης της διαχείρισης που υπογράφτηκε από τα αδέλφια του κατηγορουμένου 1 και την επιστολή προς το κτηματολόγιο με την οποίαν ζητούσε να πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση των πέντε επίμαχων ακινήτων στο όνομα του κατηγορουμένου ως διαχειριστής πλέον της περιουσίας του αποβιώσαντα Ηρόδοτου, κάτι που τελικά πέτυχε. Ακόμη η εν λόγω κατηγορούμενη όταν της ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο 1 να εκδώσει απόδειξη είσπραξης χρημάτων για ποσό €2.500 ή €3.000, ποσό μεγαλύτερο από αυτό που εισέπραξε, το έπραξε προκειμένου το έγγραφο αυτό να υποδειχτεί στους κληρονόμους.
Στην πορεία η παραπονούμενη, μέσω της δικηγόρου της, ανακάλυψε ότι τελικά ο κατηγορούμενος 1 καταχώρησε την αίτηση διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα Ηρόδοτου υπ' αριθμό 365/08 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στην οποίαν εμφανίζονταν ως μοναδικοί κληρονόμοι μόνο τα πέντε παιδιά του πατέρα του, ένα από τα αδέλφια του αποβιώσαντα Ηρόδοτου, Λούκας Λάμπη Παναγιωτίδης (κατηγορούμενος 1, ΧΧΧ Λάμπη, ΧΧΧ Παναγιωτίδη, ΧΧΧ Λάμπη και ΧΧΧ Χίλι), Τότε η παραπονούμενη αποτάθηκε στον κατηγορούμενο 2, τότε κοινοτάρχη της Κρήτου Τέρρα, από τον οποίον εξασφάλισε πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιωνόταν ότι η ίδια και τα τρία παιδιά της ήταν εκ των νομίμων κληρονόμων της περιουσίας του αποβιώσαντα Ηρόδοτου
Στις 28.02.11 η παραπονούμενη προέβηκε σε καταγγελία στην αστυνομία αναφέροντας ότι παρόλο ότι η ίδια και τα παιδιά της είναι κληρονόμοι της περιουσίας του αποβιώσαντα Ηρόδοτου, ο οποίος ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ακινήτων στην Κρήτου Τέρρα, εντούτοις από έρευνα που διεξήγαγε στο Τμήμα Κτηματολογίου διαπίστωσε ότι ουδεμία ακίνητη περιουσία ήταν εγγεγραμμένη εις το όνομα του χωρίς η ίδια και η οικογένεια της να έχουν αποκτήσει συμφέρον επ' αυτής. Επίσης η ΜΚ1 κατάγγειλε ότι ο κατηγορούμενος 1, ένας εκ των κληρονόμων της περιουσίας του αποβιώσαντα Ηρόδοτου, είχε καταχωρήσει την αίτηση υπ' αριθμό 365/08 για διαχείριση της περιουσίας του εν λόγω αποβιώσαντα χωρίς η ίδια ή τα παιδιά της να ενημερωθούν. Επιπλέον η παραπονούμενη κατάγγειλε ότι ο κατηγορούμενος 2, τότε κοινοτάρχης της Κρήτου Τέρρα, είχε υπογράψει και σφραγίσει έγγραφο με το οποίο πιστοποιούσε ότι μοναδικός κληρονόμος της περιουσίας του αποβιώσαντα Ηρόδοτου ήταν ο πατέρας του κατηγορουμένου 1, ο οποίος επειδή είχε αποβιώσει άφηνε ως κληρονόμους τα παιδιά του.
Στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης η ΜΚ2 προέβηκε στις πιο κάτω ενέργειες:
(α) παρέλαβε από τη λειτουργό του Τμήματος Κτηματολογίου xxx Ιωάννου πιστό αντίγραφο πιστοποιητικού θανάτου και κληρονόμων ημερομηνίας 30.06.08, το οποίο κατέθεσε ως Τεκμήριο 7,
(β) παρέλαβε από την Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου τα εξής έγγραφα που σχετίζονται με τη διαχείριση της περιουσίας του αποβιώσαντα Ηρόδοτου -
i. πιστοποιητικό θανάτου και κληρονόμων ημερομηνίας 09.07.07 που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 8 (κατατέθηκε προηγουμένως από την ΜΚ1 ως Τεκμήριο 3),
ii. αίτηση διαχείρισης υπ' αριθμό 365/08 που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 9,
iii. ένορκη δήλωση κατηγορουμένου 1 ημερομηνίας 23.02.08 ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα Ηρόδοτου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 10,
iv. διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερομηνίας 18.05.09 που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 11.
(γ) λήψη γραπτών ανακριτικών καταθέσεων των κατηγορουμένων ημερομηνίας 30.01.12, 27.04.12, 20.01.12 και 03.02.12 (δύο για κατηγορούμενο 1) που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 12, 13, 14 και 15 αντίστοιχα,
(δ) κατηγόρησε γραπτώς τους κατηγορουμένους στις 09.12.13 με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν, έντυπα τα οποία κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 16, 17 και 18 αντίστοιχα.
Οι έρευνες περιλάμβαναν επικοινωνία με Interpol και με το Υπουργείο Εξωτερικών της Αυστραλίας καθώς και εξετάσεις σε άλλες επαρχίες της Κύπρου. Τελικά η υπόθεση καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο στις 16.05.14.
Στο σημείο αυτό κρίνω να αναφέρω ότι μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου αποτελούν αυτά που έχουν σημειωθεί προηγουμένως αλλά και όλα αυτά που θα προσδιοριστούν πιο κάτω, κατά την εξαγωγή συμπερασμάτων από το Δικαστήριο.»
Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων και αναπτύσσοντας τη νομική πτυχή των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν οι Εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική απόφαση, κρίνοντας ότι πληρούνταν σωρευτικά όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων σε αναφορά με τις κατηγορίες στις οποίες κρίθηκαν ένοχοι οι Εφεσείοντες.
Προς αμφισβήτηση της καταδίκης, τέθηκαν ενώπιόν μας επτά λόγοι έφεσης, εκ των οποίων οι πέντε συμπλέκονται. Πρόκειται για τους λόγους έφεσης 1, 2, 3, 4 και 6, οι οποίοι έχουν ως κοινό παρονομαστή τη θέση ότι δεν είχε αποδειχθεί πρωτοδίκως ο θάνατος του Ηρόδοτου και, ως προέκταση, δεν καταδείχθηκε οποιοσδήποτε επηρεασμός κληρονομικών δικαιωμάτων, αφού προϋπόθεση ύπαρξής τους είναι ο θάνατος του ιδιοκτήτη περιουσίας. Ως εκ τούτου, δεν είναι νοητή και η ύπαρξη δικαιωμάτων άλλων προσώπων, στην απουσία κληρονομικού δικαιώματος επί περιουσίας προσώπου, το οποίο δεν αποδείχθηκε ότι απεβίωσε ή ότι δεν άφησε τέκνα ως κληρονόμους. Ο πέμπτος λόγος έφεσης πραγματεύεται την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων και της εκδίκασης των κατηγοριών, θέτοντας ότι, ως αποτέλεσμα του διαστήματος αυτού, παρατηρείται παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης. Με τον έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προβεί σε καταδίκη αναφορικά με τις κατηγορίες που εμπεριέχουν αδικήματα πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου.
Εξετάζοντας τους λόγους έφεσης 1, 2, 3, 4 και 6, εντοπίζουμε ότι έχουν ως βασικό πυλώνα στήριξής τους, την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου των Εφεσειόντων ότι ο θάνατος προσώπου μπορεί να αποδειχθεί μόνο μέσω της παρουσίασης Πιστοποιητικού Θανάτου, κατ΄ ακολουθίαν των σχετικών προνοιών του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(Ι)/2002 ή μέσω διαβήματος κήρυξής του ως νεκρού, δυνάμει των προνοιών του περί Διαθηκών και Διαχειρίσεων Νόμου, Κεφ. 195. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, στην πρωτόδικη διαδικασία παρουσιάστηκε, ως τεκμήριο 30, κατάθεση υπαλλήλου της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου, το περιεχόμενο της οποίας έγινε αποδεκτό από τις δύο πλευρές, σύμφωνα με την οποία δεν υπήρχε καταχώρηση θανάτου του Ηρόδοτου.
Οι υπό κρίση λόγοι έφεσης είναι, με όλο το σεβασμό, παντελώς αβάσιμοι. Κατ΄ αρχάς, το περιεχόμενο του τεκμηρίου 30 δεν αναιρεί ότι το αναφερόμενο πρόσωπο, ο Ηρόδοτος, έχει αποβιώσει. Επιβεβαιώνει μόνο ότι, σύμφωνα με έλεγχο που έγινε στο Σύστημα Αρχείου Πληθυσμού, διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει καταχώρηση θανάτου του εν λόγω προσώπου και δηλώνει σχετική αδυναμία ελέγχου ως προς το γεγονός αυτό, λόγω ελλιπών στοιχείων. Το ουσιώδες όμως, ως προς τους υπό αναφορά λόγους έφεσης, είναι ότι ο θάνατος του Ηρόδοτου δεν τέθηκε ποτέ υπό αμφισβήτηση στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας. Αντιθέτως, η όλη διαδικασία κινήθηκε στη βάση της παραδοχής του θανάτου του. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκε, ως τεκμήριο 11, το διάταγμα διαχείρισης της περιουσίας του Ηρόδοτου, διάταγμα το οποίο εκδόθηκε κατόπιν αίτησης του Εφεσείοντα 1, τεκμήριο 29. Καθόλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, υπεβλήθησαν κατ΄ επανάληψη υποβολές εκ μέρους των Εφεσειόντων, οι οποίες είχαν ως υπόβαθρο το θάνατο του Ηρόδοτου και το γεγονός ότι απεβίωσε το 1976 στην Κρήτου Τέρρα, άγαμος και άτεκνος. Εντέλει, ο θάνατος του Ηρόδοτου συνιστούσε και το υπόβαθρο στήριξης των θέσεων και της όλης συμπεριφοράς των Εφεσειόντων, δεδομένου ότι ο Εφεσείοντας 1, ως συγγενής, έδωσε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες στον Εφεσείοντα 2, κοινοτάρχη, προς ετοιμασία και επιβεβαίωση της αλήθειας των τεκμηρίων 3, 7 και 8, τα οποία και οδήγησαν στην έκδοση του διατάγματος διαχείρισης της περιουσίας του Ηρόδοτου, τεκμήριο 11.
Ως απόρροια των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4 και 6 απορρίπτονται.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από τον ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης συνεπεία του, κατ΄ ισχυρισμό, μεγάλου χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων και της εκδίκασής τους. Εισηγείται η πλευρά των Εφεσειόντων, ότι εντοπίζεται παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος, τέτοιας έκτασης που καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της.
Αναμφίβολα, η κατοχύρωση του εύλογου χρόνου εκδίκασης, ιδίως ποινικών υποθέσεων, υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστέρηση και κατοχυρώνει την προστασία των διαδίκων από τις υπερβολικές δικαστικές καθυστερήσεις. Η διάγνωση της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου εντός ευλόγου χρόνου, αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, κατοχυρωμένο από το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος, ταυτόσημο με το ΄Αρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και κεφαλαιώδη υποχρέωση κάθε συντεταγμένης πολιτείας. Πλην όμως, η απόφαση για διακοπή δίκης είναι εξαιρετικά δραστικό μέτρο, που χρησιμοποιείται μόνο όπου τα γεγονότα της υπόθεσης το επιβάλλουν ως θέμα ορθής λειτουργίας της δικαιοσύνης (Γενικός Εισαγγελέας ν. Γαβριήλ κ.ά. (2005) 2 ΑΑΔ 10). Οι ορθές νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται σε τέτοιο ζήτημα τέθηκαν στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 ΑΑΔ 223. Η διαπίστωση της παραβίασης του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος δεν εξετάζεται αόριστα ή αφηρημένα (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα (in concreto), λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη συγκεκριμένες παραμέτρους και δεδομένα που καλύπτουν την κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Υπό το πρίσμα αυτό, ένας κατηγορούμενος θα πρέπει να τεκμηριώνει ότι η θέση του πραγματικά επηρεάστηκε δυσμενώς ως απόρροια της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε.
Στη βάση των γεγονότων που καλύπτουν την ενώπιόν μας περίπτωση, διαπιστώνεται ότι το έτος 2009 η παραπονούμενη αντιλήφθηκε για πρώτη φορά τις έκνομες ενέργειες του Εφεσείοντα 1. Σχετική καταγγελία υπέβαλε δύο περίπου χρόνια αργότερα και οι κατηγορούμενοι κατηγορήθηκαν γραπτώς το 2013. Λίγους μήνες αργότερα, τον Μάιο του 2014, η υπόθεση καταχωρήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Διαπιστώθηκε πρωτοδίκως ότι η καθυστέρηση στην υποβολή παραπόνου, οφειλόταν στην κακή ψυχολογική κατάσταση που βρισκόταν η παραπονούμενη, το δε χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι και την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης, οφειλόταν στην πολυπλοκότητα των γεγονότων που κάλυπτε η διερεύνηση και στην δυσκολία εντοπισμού των εμπλεκομένων στα γεγονότα προσώπων, κάποια από τα οποία είχαν αποβιώσει. Περαιτέρω, ζητήθηκαν στοιχεία από διάφορα κυβερνητικά τμήματα, αλλά και μέσω της Interpol, αφού ο Ηρόδοτος για μεγάλο χρονικό διάστημα διέμενε στην Αυστραλία. Συνεπώς, όπως ορθά κρίθηκε και πρωτοδίκως, στην παρούσα υπόθεση τα γεγονότα που την περιέβαλλαν αλλά και η φύση, η σοβαρότητα και πολυπλοκότητά της, ενείχαν βαθμό δυσκολίας που απαιτούσε χρόνο σε πολλά επίπεδα. Πέραν τούτου, στοιχείο άκρως σημαντικό, κανένας από τους Εφεσείοντες, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, δεν έθεσε ζήτημα πραγματικού αρνητικού επηρεασμού του από το χρονικό διάστημα που διέρρευσε. Ούτε και διαπιστώθηκε οποιασδήποτε μορφής αδυναμία προβολής της υπεράσπισης και παράθεσης της εκδοχής των Εφεσειόντων, ως απόρροια του χρόνου που μεσολάβησε.
Με βάση τα πιο πάνω, αναπόδραστα και ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο έφεσης, τίθεται, όπως ήδη λέχθηκε, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε καταδίκη αναφορικά με τις κατηγορίες που εμπεριέχουν αδικήματα πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Στηρίζεται αυτή η προσέγγιση στην εισήγηση ότι καθοριστικό στοιχείο για να θεωρείται ένα έγγραφο πλαστό, δεν είναι το γεγονός ότι περιέχει ψέματα, αλλά ότι λέγει ψέματα για τον εαυτό του. Με αυτό ως δεδομένο, ήταν η προέκταση της εισήγησης, αφού τα επίδικα πιστοποιητικά υπογράφηκαν από εξουσιοδοτημένο εκ του νόμου πρόσωπο, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν πλαστά για σκοπούς των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν οι Εφεσείοντες.
Ο υπό εξέταση λόγος έφεσης, είναι νομικά αβάσιμος. Το άρθρο 333 (α) του Κεφ. 154, κωδικοποιεί μία από τις περιπτώσεις κατάρτισης πλαστού εγγράφου. Αφορά την περίπτωση όπου κάποιος «καταρτίζει έγγραφο που εμφανίζεται ως να μην είναι στην πραγματικότητα» (makes a document purporting to be what in fact it is not).
Τα γεγονότα της ενώπιόν μας περίπτωσης και τα συνακόλουθα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ορθά κρίθηκε ότι θεμελίωναν σωρευτική ικανοποίηση όλων των απαιτούμενων συστατικών στοιχείων των υπό εξέταση αδικημάτων. Όπως νομικά τεκμηριωμένα κατέγραψε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής:
«Στρεφόμενος στην παρούσα υπόθεση διαπιστώνω ότι η κατηγορούμενη 3, με την βοήθεια και τη συνεισφορά του κατηγορουμένου 1, ήταν αυτή που ετοίμασε την αίτηση διαχείρισης υπ' αριθμό 365/08 καθώς επίσης τα συνοδευτικά έγγραφα, ένα εκ των οποίων ήταν το Τεκμήριο 3 (τεκμήριο 29(6)). Όλα τα έγγραφα εμφανίζονταν ως έγγραφα που παρουσίαζαν ότι ο κατηγορούμενος 1 και τα αδέλφια του ήταν αυτοί που δικαιούνταν κληρονομικό μερίδιο από την περιουσία του αποβιώσαντα Ηρόδοτου, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφού κατά το χρόνο ετοιμασίας και κατάθεσης τους στο Δικαστήριο τόσο ο κατηγορούμενος 1 όσο και η κατηγορούμενη 3 γνώριζαν ότι υπήρχαν και άλλοι νόμιμοι κληρονόμοι. Ο κατηγορούμενος 1 προέβηκε σε ένορκη δήλωση την οποίαν και υπέγραψε ενώπιον του Πρωτοκολλητή και μαζί με την κατηγορούμενη 1 κατέθεσαν από κοινού όλα τα έγγραφα στο Δικαστήριο.
Το επόμενο ζήτημα που χρήζει εξέτασης είναι αν οι κατηγορούμενοι 1 και 3 είχαν πρόθεση να καταδολιεύσουν. Ως λέχθηκε πιο πάνω, με την ενέργειες τους αυτές αποσκοπούσαν να παραπλανήσουν τον Πρωτοκολλητή για να τους δοθούν τα έγγραφα διαχείρισης. Ακολούθως το διάταγμα διαχείρισης που θα εκδιδόταν θα χρησιμοποιείτο για την εγγραφή των επίμαχων ακινήτων εις το όνομα του κατηγορουμένου 1 που ήταν ο απώτερος στόχος τους.»
Κατ΄ ακολουθίαν των πιο πάνω και ο τελευταίος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΣΦ.