ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B21
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
20 Ιανουαρίου, 2020
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση 100/2019)
xxxxx VELCU,
Εφεσείοντας,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Στ. Αλβάνης, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Ιωαννίδου (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α΄, με Αιμ. Νικολάου (κα) και Α. Ιωσήφ (κα), ασκούμενες δικηγόροι, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η τραγικότητα της παρούσας υπόθεσης έγκειται στο γεγονός ότι στις 31 Μαΐου 2019 ένας 16χρονος καταδικάστηκε σε φυλάκιση, μεταξύ άλλων, 14 μηνών για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και κλοπή, κατά παράβαση των άρθρων 292(α) και 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Η ιδιαιτερότητα της περίπτωσης του εφεσείοντα εμφανώς έγινε αντιληπτή από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο σε μια μακροσκελέστατη απόφαση για την ποινή, που καταλαμβάνει 41 σελίδες, κατέδειξε την αγωνία του σ' ότι αφορά την αντιμετώπιση ενός 16χρονου με - δυστυχώς - όχι μόνο εγκληματική δραστηριότητα που περιλάμβανε 18 κατηγορίες διαρρήξεων και κλοπών και της ύπαρξης και άλλων υποθέσεων που λήφθηκαν υπόψη, ως και προηγούμενων καταδικών.
Με την έφεση η οποία αποτελείται από δύο λόγους, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι αφενός μεν η ποινή ήταν, υπό τις περιστάσεις, υπερβολική και αφετέρου η επιβολή ποινής 14 μηνών δεν επιτύγχανε το σκοπό της αποτρεπτικότητας, κάτι το οποίο ήταν η βάση του σκεπτικού του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Ένα τροχαίο δυστύχημα, το οποίο επεσυνέβη στις 6 Μαρτίου 2019, στο δρόμο Σκαρίνου - Λευκάρων, με ενεχόμενο το όχημα υπ' αρ. εγγραφής xxxxx το οποίο οδηγούσε παράνομα ο εφεσείων και από έλεγχο διαπιστώθηκε ότι είχε κλαπεί το προηγούμενο βράδυ από τον εφεσείοντα, ξεκίνησε η διερεύνηση σειράς διαρρήξεων και κλοπών, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετηθεί το κατηγορητήριο το οποίο κάλυπτε 18 κατηγορίες οι οποίες, ως επί το πλείστον, είχαν σχέση με διαρρήξεις και κλοπές που έλαβαν χώρα μεταξύ της περιόδου 19 Ιανουαρίου 2019 και 6 Μαρτίου 2019.
Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή και στο πλαίσιο της εκδίκασης πρωτοδίκως ζήτησε να ληφθούν υπόψη άλλες τρεις υποθέσεις με αδικήματα παρομοίας φύσεως.
Παρά το νεαρό της ηλικίας του, όπως επισημαίνεται πρωτοδίκως, ο εφεσείων δεν ήταν πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου, έχοντας αριθμό προηγούμενων καταδικών. Συγκεκριμένα, στις υποθέσεις 11994/2017 και 8452/2018, ενώ ο εφεσείων είχε τεθεί υπό κηδεμονία, η οποία θα έληγε στις 17 Μαΐου 2020, και ενώ επιβλήθηκε στον εφεσείοντα κηδεμονευτική εργασία 140 ωρών στην πρώτη υπόθεση και 100 ωρών στη δεύτερη υπόθεση, ο ίδιος εκτέλεσε μόνο τρεις ώρες. Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου παρουσιάστηκε και ο κηδεμονευτικός λειτουργός, ο οποίος είχε οριστεί για τον εφεσείοντα και παρόλη την ισχύ του διατάγματος και τις προσπάθειες και προτροπή του εν λόγω λειτουργού με σκοπό την καθοδήγηση του εφεσείοντα, ο τελευταίος δεν εφάρμοσε καμία από τις νουθεσίες που του εισηγήθηκε ο κηδεμονευτικός λειτουργός.
Περαιτέρω, στην υπόθεση 10641/2018 που αφορούσε 15 κατηγορίες για διαρρήξεις και κλοπές επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα ποινές φυλάκισης 6, 9 και 4 μηνών, με οδηγίες όπως οι ποινές συντρέχουν και ανεστάλη η εκτέλεση τους για περίοδο τριών χρόνων από 15 Ιουλίου 2018. Στις 20 Αυγούστου 2018 ο εφεσείων και πάλι καταδικάστηκε στην υπόθεση 12748/2018 και πάλι για διαρρήξεις και κλοπές και του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 6 και 9 μηνών, οι οποίες και πάλι ανεστάλησαν για περίοδο τριών χρόνων.
Ενώπιον επίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκε η έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, στην οποία περιγράφοντο οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα.
″. ο κατηγορούμενος 1 είναι 16 ετών σήμερα και κατάγεται από τη Ρουμανία. Προέρχεται από σχέση που διατηρούσε η μητέρα του με συμπατριώτη της. Με την γέννηση του, τη φύλαξη και φροντίδα του ανέλαβε ανάδοχη οικογένεια της Ρουμανίας. Τον πατέρα του δεν τον γνωρίζει και δεν έχει καμία επικοινωνία μαζί του. Σε ηλικία 7 ετών γνώρισε για πρώτη φορά τη μητέρα του. Έκτοτε εγκαταστάθηκε στην Κύπρο μαζί με τη μητέρα του η οποία ανέλαβε τη φύλαξη και φροντίδα του. Η μητέρα του ηλικίας 46 ετών σήμερα διαμένει μόνιμα στην Κύπρο τα τελευταία 15 χρόνια. Ο κατηγορούμενος 1 έχει μια ετεροθαλή αδελφή ηλικίας 8 ετών σήμερα την οποία απέκτησε η μητέρα του, κατά την παραμονή της στην Κύπρο, από σχέση που διατηρούσε με άνδρα συριακής καταγωγής. Πριν από 4 χρόνια ο κατηγορούμενος 1 μαζί με την ετεροθαλή αδελφή του μετά από παρέμβαση των Κοινωνικών Υπηρεσιών μετακινήθηκαν από την μητέρα τους λόγω προβλημάτων που αντιμετώπιζε η ίδια στην άσκηση του γονικού της ρόλου. Ο ίδιος τοποθετήθηκε σε παιδική στέγη για περίοδο 2 χρόνων και ακολούθως επέστρεψε στη μητέρα του. Η αδελφή του εξακολουθεί να βρίσκεται σε ανάδοχη οικογένεια μέχρι σήμερα. Στην Έκθεση σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος 1 κατά την παιδική και εφηβική του ηλικία δεν έτυχε της κατάλληλης φροντίδας, αγάπης, στήριξης και διαπαιδαγώγησης, καθοδήγησης και προστασίας από μέρους της μητέρας του. Περιέγραψε την σχέση του με την μητέρα του ως αδιάφορη και να διατηρεί συγκρουσιακές σχέσεις μαζί της. Φοίτησε μέχρι την Α΄ τάξη γυμνασίου όπου και διέκοψε λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος. Από την ηλικία των 13 ετών ξεκίνησε να προβαίνει σε χρήση ναρκωτικών ουσιών και να παρουσιάζει παραβατική συμπεριφορά. Πριν τη σύλληψη του διέμενε με την μητέρα του σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα. Η μητέρα του είναι άνεργη και λαμβάνει μηνιαίο κρατικό επίδομα. Όπως ανέφερε στη Λειτουργό, η μητέρα του δεν τον στήριζε οικονομικά και ο ίδιος αναγκαζόταν να προβαίνει σε παραβατικές δραστηριότητες για κάλυψη των αναγκών του. Όπως επίσης αναφέρεται στην Έκθεση, πριν τη σύλληψη του προέβαινε σε χρήση ναρκωτικών ουσιών και λόγω της ψυχικής του κατάστασης βρίσκεται σε ειδική πτέρυγα των Κεντρικών Φυλακών. Κατά το έτος 2018 ο κατηγορούμενος 1 βρισκόταν ακόμα 3 φορές στις Κεντρικές Φυλακές για παρόμοιας φύσης αδικήματα.″
Κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου η ιατρική έκθεση της Δρος Α.Β., Ψυχιάτρου στις κεντρικές φυλακές, του Δρα Α.Κ., Ψυχιάτρου και ιατρικό σημείωμα της Δρος Π.Μ., αναφορικά με την ικανότητα του εφεσείοντα να κατανοήσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία έχει παραδεχθεί.
Για σκοπούς πληρότητας παραθέτουμε τα καταγραφέντα από το πρωτόδικο δικαστήριο:
″Ενώπιον του Δικαστηρίου βρίσκεται επίσης Ιατρική Έκθεση της Δρ. Α.Β., Ψυχιάτρου η οποία υπηρετεί στις Κεντρικές Φυλακές στην οποία αναφέρει ότι είχε συνεργασία με τον κατηγορούμενο 1 από τις 22.3.2019 που βρίσκεται στις Κεντρικές Φυλακές και η οποία είχε συνεργασία μαζί του και στις προηγούμενες του φυλακίσεις λόγω του νεαρού της ηλικίας του και του ιστορικού χρήσης παρόμοιων ουσιών. Σύμφωνα με την Έκθεση της Δρ. Α.Β., την κλινική ευθύνη έχουν αναλάβει οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων οι οποίες τον παρακολουθούν στο Κέντρο Πρόληψης και Ψυχοκοινωνικής Παρέμβασης Β. Από την αρχή της παρούσας κράτησης του στις Κεντρικές Φυλακές και μετά από αξιολόγηση της Παιδοψυχιάτρου παραμένει στην πτέρυγα 10 του Τμήματος Φυλακών η οποία φιλοξενεί άτομα με ψυχιατρικό ιστορικό που χρήζουν συνεχούς παρακολούθησης. Σύμφωνα με αξιολόγηση της Δρ. Π.Μ., Παιδοψυχιάτρου, η οποία τον εξέτασε στις 24.4.19 και στις 3.5.19 «ο κατηγορούμενος 1 είναι συνεργάσιμος, με καλή βλεμματική επαφή, ευγενικός χωρίς στοιχεία επιθετικής συμπεριφοράς. Στο παρόν στάδιο δεν πληρεί κριτήρια Μείζονος Ψυχικής Διαταραχής. Κατά διαστήματα εμφανίζει συμπεριφορές χειριστικού τύπου, γίνεται συναισθηματικός, απαιτητικός λόγω των συναισθηματικών ελλείψεων που χρονολογούνται από παιδικής ηλικίας. Λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή για αντιμετώπιση των πιο πάνω συμπεριφορών. Αναγνωρίζει τις μέχρι τώρα δυσκολίες του και ότι η εμπλοκή του με την χρήση παράνομων ουσιών τον οδηγεί σε παράνομες δραστηριότητες. Ζήτησε βοήθεια και γνωρίζει όπως και έχει βιώσει ανεπανόρθωτα την έλλειψη γονικής φροντίδας». Λόγω της δικής του επιθυμίας για βοήθεια ζητήθηκε να γίνει αξιολόγηση από την Αγία Σκέπη η οποία έχει ολοκληρωθεί και δύναται να ενταχθεί στο πρόγραμμα απεξάρτησης για ανήλικους χρήστες άμεσα.
Σύμφωνα με ιατρική έκθεση του Δρ. Α.Κ., ημερομηνίας 22.5.19, Ψυχιάτρου, ο κατηγορούμενος 1 είναι ικανός να παρακολουθήσει την δικαστική διαδικασία όπως επίσης κατανοεί τις συνέπειες των πράξεων του.
Επίσης στις 22.5.19 αποστάληκε νέο Ιατρικό Σημείωμα της Δρ. Π.Μ. μετά από σχετικό αίτημα του Δικαστηρίου, στο οποίο αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος 1 είναι σε θέση να κατανοήσει τη σοβαρότητα των όσων καταθέτει αλλά δεν μπορεί να πιστοποιήσει την αλήθεια των λόγων του ή κατά πόσο χρησιμοποιεί ψευδείς δηλώσεις σε μια προσπάθεια του για ευνοϊκή μεταχείριση.″
Τα αδικήματα στα οποία έχει προβεί σε παραδοχή ο εφεσείων είναι σοβαρά, ιδιαιτέρως το αδίκημα της διάρρηξης κατά τη διάρκεια της νύκτας, όπου, σύμφωνα με το άρθρο 292 του Ποινικού Κώδικα, η προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση μέχρι 10 χρόνια. Όπως έχει νομολογηθεί, η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από το νομοθέτη, καθοριζόμενη με το ανώτατο όριο ποινής, συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν τη σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό, λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής, όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1990) 2 Α.Α.Δ. 264). Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632, το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή.
Επί του προκειμένου, το γεγονός ότι ένας ανήλικος, 16 χρόνων, παρουσιάζει, από τόσο νεαρή ηλικία, συνεχιζόμενη παραβατική συμπεριφορά, συνιστά πολύ ανησυχητικό παράγοντα και αυτό χωρίς να παραβλέπουμε ότι στις περιπτώσεις επιβολής ποινής σε ανηλίκους, το πρώτιστο στοιχείο που επιδιώκεται είναι η αναμόρφωση τους, η δε τιμωρία δεν αποτελεί αυτοσκοπό. (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 83)
Όπως αναφέρεται στο Άρθρο 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού:
″Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού.″
Η αναγκαιότητα, όμως, για επιτέλεση του σκοπού της αναμόρφωσης, δεν μπορεί να εξουδετερώνει τους υπόλοιπους στόχους της επιβολής ποινής που αφορούν στην αποτροπή διάπραξης αδικημάτων, τόσο από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, όσο και από τρίτους, και, επιπλέον, στοχεύει στην προστασία του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου από συμπεριφορές όπως αυτές του εφεσείοντα. Δεν θα ήταν ορθό το νεαρό της ηλικίας ενός κατηγορουμένου να θεωρηθεί ότι αποτελεί παράγοντα αποφυγής των συνεπειών του νόμου και απουσίας επιβολής οποιασδήποτε ποινής.
Στο σύγγραμμα Emmins on Sentencing, 3rd edition, στη σελίδα 64 αναφέρεται ότι:
".The fact that the offender's youth will be of less importance when the offence is a very serious one."
Η επιπολαιότητα την οποία έχει επιδείξει ο εφεσείων, η μικρή του ηλικία, ή και ακόμη το μη συγκροτημένο οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο έζησε ο εφεσείων και επηρέασε αναπόφευκτα την προσωπικότητα του, αποτελούν μέρος των προσωπικών του συνθηκών οι οποίες, κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, πλην, όμως, δεν αποτελούν το μόνο παράγοντα κατά την αξιολόγηση και στάθμιση των παραγόντων που συνθέτουν την υπόθεση για σκοπούς επιβολής ποινής. Ιδίως σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, όπου ένα τόσο νεαρό πρόσωπο επιδεικνύει σοβαρής μορφής παραβατικότητα.
Στην υπόθεση Παύλου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 44/2016, ημερ. 4 Απριλίου 2019, το Δικαστήριο ανέφερε ότι:
"Θεωρούμε σκόπιμο να τονίσουμε σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι σε τέτοιου είδους υποθέσεις οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του παραβάτη δεν είναι αποφασιστικής σημασίας. Η ανάγκη για εξατομίκευση δεν ατονεί, όμως δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή να αποδυναμώσει τη μέριμνα για την προστασία της κοινωνίας και την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου."
Στην υπόθεση Φανάρας v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50 το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι:
"Κρίνεται πως δεν είναι επιθυμητό νεαρό άτομο, στα αρχικά δηλαδή στάδια της δημιουργίας της προσωπικότητας του, να στερηθεί της ευκαιρίας να ωριμάσει για να κάνει τις επιλογές του στη ζωή. Πρέπει όμως να επισημάνουμε, πάνω σ' αυτό το ζήτημα, πως σήμερα τα πράγματα έχουν μεταβληθεί απ' ότι ήσαν μερικές δεκαετίες πριν. Η παιδεία προσφέρεται σχεδόν σε όλους.
Η ελεύθερη έκφραση και διακίνηση των ιδεών, με τα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πληροφορούν τον πολίτη για τα συμβαίνοντα σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Η κατάσταση αυτή έχει βεβαίως πλεονεκτήματα, αλλά και μειονεκτήματα που συνήθως αποτελούν θέματα σοβαρών συζητήσεων. Με αυτά που αναφέραμε αμέσως πιο πάνω, οδηγούμαστε στη σκέψη πως ο νέος σήμερα έχει καλύτερες ευκαιρίες διαμόρφωσης του χαρακτήρα του, φθάνει βεβαίως να κάνει τις ορθές επιλογές. Οι εφεσείοντες έδειξαν, με τη διάπραξη των εγκλημάτων που εξετάζουμε, τη δική τους επιλογή. Ας ελπίσουμε, για το μέλλον, πως το έγκλημα που διέπραξαν θα αποδεικτεί η μοναδική αντικοινωνική συμπεριφορά τους."
Στην προκείμενη περίπτωση η συχνότητα διάπραξης των σοβαρών αδικημάτων τα οποία έχει παραδεχθεί ο εφεσείων, σε συνδυασμό με τη χρονική διάρκεια διάπραξης τους, 19 Ιανουαρίου μέχρι 6 Μαρτίου 2019, σε σχέση με την τελευταία υπόθεση, που αποτελεί και το αντικείμενο της έφεσης, που, δυστυχώς, επεκτείνεται και στα προηγούμενα χρόνια όταν ο εφεσείων άρχισε την εγκληματική του δραστηριότητα και αποτέλεσε αντικείμενο δικαστικών αποφάσεων από το 2017, 2018 και τέλος, το 2019, καταδεικνύει μια επαναλαμβανόμενη εγκληματική συμπεριφορά, η οποία δεν μπορεί να παραγνωριστεί.
Παρατηρούμε μια έκδηλη αδιαφορία από τον εφεσείοντα και, δυστυχώς, και από το οικογενειακό του περιβάλλον και δη τη μητέρα του, ως προς την αναγκαιότητα αναμόρφωσης του εφεσείοντα που τα επαρχιακά δικαστήρια έδωσαν στον τελευταίο την ευκαιρία σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις. Τα δύο κηδεμονευτικά διατάγματα, συνοδευόμενα με κοινοτική εργασία, δεν έχουν εκτελεστεί από τον εφεσείοντα (2017, 2018), παρόλη την καταγραφείσα πρωτοδίκως, προσπάθεια του κοινωνικού λειτουργού να πείσει τον εφεσείοντα να συνεργαστεί για σκοπούς επίτευξης του διατάγματος κηδεμονίας.
Η καταδίκη του εφεσείοντα σε φυλάκιση, πλην, όμως, με αναστολή, που έγινε σε δύο περιπτώσεις εντός του 2018 και πάλι έτυχε ανεκμετάλλευτη από τον εφεσείοντα επιδεικνύοντας μια αδιαφορία, προφανώς χωρίς να συνειδητοποιούνται είτε από τον ίδιο, είτε από το περιβάλλον του, οι συνέπειες των πράξεων του.
Όπως είναι νομολογημένο, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, όταν η ποινή που επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική και απαιτείται η αποκατάσταση της αναλογικότητας ή υπάρχει σφάλμα αρχής. (Mihalta ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 764, ECLI:CY:AD:2014:B776).
Στην Ποιν. Έφ. αρ. 208/2018, Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 27 Νοεμβρίου 2019, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
"Εξετάσαμε με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των παραπόνων του εφεσείοντα και να υπενθυμίσουμε καταρχάς τις βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, παραπέμποντας προς τούτο στην xxx Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 79/2017 ημερ. 13.3.2018, από την οποία και το απόσπασμα που ακολουθεί:-
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, xxx Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και xxx Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.»
Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).»
...................
Δεν είναι χωρίς σημασία να τονιστεί ότι το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι βασική παράμετρος που προσμετρά το Δικαστήριο στην πορεία για επιμέτρηση της ποινής. Πέραν τούτου, λαμβάνονται βεβαίως υπόψη οι συνθήκες διάπραξης ενός αδικήματος αλλά και οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου, στα πλαίσια εξατομίκευσης της κάθε ποινής. Προεξάρχουσας όμως σημασίας είναι η αποτροπή προς τον σκοπό προστασίας του κοινωνικού συνόλου, στοιχείο που υπαγορεύει παροχή περιορισμένης σημασίας στις προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις ενός κατηγορούμενου. Είναι επίσης πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων παρά τις επιβληθείσες από τα δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμα αυστηρότερων (Selmani κα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 κα, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B469).″
Όπως έχουμε σημειώσει πιο πάνω, μελετώντας το περιεχόμενο της εκκαλούμενης απόφασης, διαπιστώνεται με σαφήνεια η ανησυχία και ο έντονος προβληματισμός του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης του εφεσείοντα με την έντονη εγκληματική δραστηριότητα, την οποία περιγράψαμε πιο πάνω. Ιδιαιτέρως, το δικαστήριο προβληματίστηκε ως προς το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα και την απουσία κρατικών ιδρυμάτων για ανήλικους, που στις περιπτώσεις αυτές, όπως του εφεσείοντα, αναφύεται έντονα. Λήφθηκε υπόψη η άμεση παραδοχή του, η συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές, όπως επίσης η δύσκολη παιδική του ηλικία και η ανυπαρξία οικογενειακού περιβάλλοντος, που θα μπορούσε να στηρίξει τον εφεσείοντα. Σημείωσε, βεβαίως, το δικαστήριο επίσης καταδεικνύοντας τον προβληματισμό του, ότι ενώ ο εφεσείων είχε γίνει αποδεχτός για εισαγωγή σε πρόγραμμα απεξάρτησης στην Αγία Σκέπη, τόσο ο ίδιος, όσο και η μητέρα του, δεν συγκατατέθηκαν σε τέτοια εισαγωγή.
Δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο επέμβασης στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο στάθμισε όλους τους παράγοντες και άσκησε ορθώς τη διακριτική του ευχέρεια, επιβάλλοντας την ποινή των 14 μηνών φυλάκισης για το αδίκημα της διάρρηξης κατά τη διάρκεια της νύκτας. Η επιβληθείσα ποινή ήταν, υπό τις περιστάσεις, εντός του ορθού πλαισίου και, ως εκ τούτου, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΔΓ