ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Εφεσείοντας παρών, εμφανίζεται προσωπικά Σ. Παπαλαζάρου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-11-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 319/2018, 20/11/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B480

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Ποινική Έφεση Αρ. 319/2018

 

 

20 Νοεμβρίου, 2019

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΩΝ]

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

χχχχχ  ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ

                                                                  

                                                                                      Εφεσείοντα

 

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                                                                      Εφεσίβλητης

 

.........

 

Εφεσείοντας παρών, εμφανίζεται προσωπικά

Σ. Παπαλαζάρου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την εφεσίβλητη

 

 

......

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Ο εφεσείων ήταν κατηγορούμενος στην ποινική υπόθεση 8497/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, το κατηγορητήριο της οποίας του καταλόγιζε τις κατηγορίες της παράνομης εισόδου σε ξένη περιουσία (άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ), Κεφ. 154), της κακόβουλης ζημιάς σε δέντρα που  υπήρχαν στην εν λόγω περιουσία (άρθρο 324(1)(2) ΠΚ) και της πρόκλησης ανησυχίας στον αστυνομικό σταθμό Στρουμπίου (άρθρο 95 του ΠΚ).  Όμως ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι η καταδίκη του εφεσείοντα στην κατηγορία της πρόκλησης ανησυχίας, στις 25.4.2014, στον αστυνομικό σταθμό Στρουμπίου (στο εξής ο Σταθμός) εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή είχε διακόψει τις δύο πρώτες κατηγορίες στο εκ πρώτης όψεως στάδιο και σ΄ αυτές ο εφεσείων απαλλάχτηκε.

 

      Η καταδίκη του εφεσείοντα στην επίδικη κατηγορία ήταν αποτέλεσμα της αποδοχής ως αξιόπιστης της μαρτυρίας του αρχιαστυφύλακα  χχχχ (ΜΚ1) και της μαρτυρίας του αστυφύλακα χχχχ (ΜΥ2) - ο οποίος κλήθηκε από τον εφεσείοντα ως μάρτυρας υπεράσπισης - και της απόρριψης ως αναξιόπιστης της μαρτυρίας του εφεσείοντα, στον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ως ποινή €200.- πρόστιμο.

      Ο εφεσείων, ο οποίος χειρίστηκε προσωπικώς την υπόθεσή του τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση, θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση την οποία και προσβάλλει με έξι (6)[1] Λόγους Έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε σε συντομία την αντικρουόμενη επί του θέματος μαρτυρία.

 

      Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ1, ο εφεσείων κλήθηκε επανειλημμένως στο Σταθμό προκειμένου να δώσει κατάθεση ως ύποπτος κακόβουλης εκρίζωσης 17 αμυγδαλιών του χχχχ (ΜΚ2).  Tελικά προσήλθε στις 25.4.2014 αφού στο μεταξύ τον προειδοποίησε ότι θα προχωρούσε σε έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του.  Κατά τη διάρκεια όμως της λήψης της κατάθεσης του, ο εφεσείων άρχισε να φωνάζει και να του αποδίδει ότι «Εν ηξαίρεις τη δουλειά σου, τώρα να τηλεφωνήσω του μάστρου σου, εννά χάσεις τη δουλειά σου» και «θα σε ξηλώσω, εν ηξαίρεις τη δουλειά σου, εννά χάσεις τη δουλειά σου λεβέντη μου», παρά τις προς τούτο συστάσεις του να μην φωνάζει.  Με αποτέλεσμα να προχωρήσει στη σύλληψη του για το αυτόφωρο αδίκημα της πρόκλησης ανησυχίας στο Σταθμό και όταν του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο, η απάντηση του εφεσείοντα ήταν «Εννά χάσεις τη δουλειά σου λεβέντη μου».

 

      Ο εφεσείων, καταθέτοντας ενόρκως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ισχυρίστηκε ότι για πρώτη φορά πήγε στο Σταθμό αυτοβούλως για κατάθεση στις 18.4.2014, όταν βρήκε στο κινητό του αναπάντητη κλήση.  Ο Σταθμός, όμως, ήταν κλειστός και αφού επικοινώνησε με τον ΜΚ1, διευθετήθηκε να μεταβεί στο Σταθμό σε καθορισμένη ώρα στις 22.4.2014.  Όμως ο ΜΚ1 απουσίαζε από το Σταθμό και όταν στη συνέχεια επικοινώνησε μαζί του, ο ΜΚ1 με θυμωμένο και επιτακτικό ύφος απαίτησε να προσέλθει εκ νέου στο Σταθμό διαφορετικά θα προχωρούσε σε έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του.   Για τη συμπεριφορά αυτή του ΜΚ1, ανέφερε, τον κατήγγειλε στον αξιωματικό υπηρεσίας, με την παρέμβαση του οποίου διευθετήθηκε νέο ραντεβού για τις 25.4.2014.  Απορρίπτοντας επί του προκειμένου τους ισχυρισμούς του ΜΚ1, ισχυρίστηκε ότι κατά τη λήψη της κατάθεσης του ο ΜΚ1 ήταν εκνευρισμένος λόγω του ότι τον είχε καταγγείλει στον αξιωματικό υπηρεσίας και όταν του υπέδειξε πως λανθασμένα τον θεωρούσε ένοχο και πως ήθελε να ετοιμάσει ο ίδιος την κατάθεση του, ο ΜΚ1 εξοργίστηκε και προχώρησε στη σύλληψη του. Τέλος, ισχυρίστηκε πως ο ίδιος δεν φωνασκούσε και, στην περίπτωση που ακόμη ύψωσε τη φωνή του, αυτό ήταν δικαιολογημένο εφόσον η κατηγορία που διερευνούσε ο ΜΚ1 εναντίον του ήταν αδικαιολόγητη και του απέδωσε αμάθεια αναφορικά με τον τρόπο διερεύνησης της εναντίον του υπόθεσης.  Συνεπώς, κατέληξε, η κατηγορία της «ανησυχίας» που του προσήφθηκε, ήταν εκ των υστέρων εφεύρημα του ΜΚ1 για να τον εκδικηθεί λόγω του ότι τον είχε καταγγείλει στον αξιωματικό υπηρεσίας.

 

      Η μαρτυρία του ΜΚ1 υποστηρίχτηκε και από τον ΜΥ2, ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο βρισκόταν σε διπλανό δωμάτιο του Σταθμού.  Από τη θέση που βρισκόταν, ανέφερε, άκουσε τον εφεσείοντα να φωνάζει στο ΜΚ1 ότι δεν ξέρει τη δουλειά του και ότι θα την έχανε.  Άκουσε επίσης τον ΜΚ1 να προτρέπει τον εφεσείοντα να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής του, προειδοποιώντας τον ότι διέπραττε αδίκημα.  Ο εφεσείων, όμως, συνέχισε να φωνάζει και να απειλεί τον ΜΚ1 ότι θα ενεργούσε για να χάσει τη δουλειά του.

 

      Όπως σημειώνεται στην αρχή της παρούσας, η καταδίκη του εφεσείοντα ήταν αποτέλεσμα της αποδοχής από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αξιόπιστης της μαρτυρίας τόσο του ΜΚ1 όσο και του ΜΥ2 - ο οποίος, επαναλαμβάνουμε, κλητεύθηκε από τον εφεσείοντα ως μάρτυρας υπεράσπισης - και της απόρριψης ως αναξιόπιστης της μαρτυρίας του εφεσείοντα.  Ωστόσο με την έφεσή του, ο εφεσείων εγείρει και περαιτέρω ζητήματα.  Παραπονείται συναφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) δεν του διασφάλισε δίκαιη δίκη (1ος Λόγος Έφεσης), (β) κατέληξε σε ασυμβίβαστα με την προσαχθείσα μαρτυρία ευρήματα, τα οποία δεν αποδείκνυαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 95 του ΠΚ (2ος, 3ος και 5ος Λόγος Έφεσης), (γ) παραβίασε το άρθρο 19 του Συντάγματος (4ος Λόγος Έφεσης) και (δ) εσφαλμένα δεν τον απάλλαξε από το εκ πρώτης όψεως στάδιο (6ος Λόγος Έφεσης).

 

      Οι πιο πάνω Λόγοι Έφεσης προωθήθηκαν από τον εφεσείοντα με πολυσέλιδο διάγραμμα αγόρευσης, αλλά και δια ζώσης κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης.   Το ίδιο έπραξε και η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης, η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές.

 

      Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων και να επισημάνουμε καταρχάς ότι τα θέματα που ήγειρε πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση ο εφεσείων δεν μας φαίνονται να είναι συμβατά με την αρχή της αναλογικότητας ενόψει της φύσεως της κατηγορίας που αντιμετώπιζε.  Εν πάση περιπτώσει, το παράπονο του ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης περιστρέφεται βασικά γύρω από δύο άξονες.  Ο πρώτος, ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν τον εφοδίασε με το μαρτυρικό υλικό (άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155), δεν κάλεσε όλους  τους μάρτυρες που μπορούσαν να δώσουν μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης και δεν παρουσίασε το υλικό από το κλειστό κύκλωμα του Σταθμού για τα διαδραματισθέντα και, ο δεύτερος, η εναντίον του υπόθεση δεν εκδικάστηκε εντός ευλόγου χρόνου (Άρθρο 30 του Συντάγματος).

 

      Ο υπό αναφορά Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί. 

 

      Σύμφωνα με το άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ένας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει να του δοθεί το μαρτυρικό υλικό που λήφθηκε κατά τη διερεύνηση της εναντίον του υπόθεσης και σε περίπτωση που η Κατηγορούσα Αρχή δεν ικανοποιήσει το αίτημα του «δύναται κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσης του να ζητήσει από το εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους της άρνησης και να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις κρίνει πρέπον» (άρθρο 7(5) Κεφ. 155).  Όμως, όπως ορθώς απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση του απόφαση ημερ. 18.7.2018, αυτά που ο εφεσείων ζήτησε - βιβλίο/μητρώο καταγραφής των ωρών που ο Σταθμός ήταν κλειστός τον Απρίλη του 2014, παρουσιολόγιο του προσωπικού του Σταθμού για την 25 και 26.4.2014, ηχογραφημένες κλήσεις από το τηλέφωνο του στον αριθμό 1460 της «Γραμμής του Πολίτη» και στο Σταθμό για τις ημερ. 25 και 26.4.2014, καταγραφές στο σύστημα παρακολούθησης του Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού Πάφου και του Σταθμού Στρουμπίου - δεν συνιστούσαν αναγκαίο μαρτυρικό υλικό για ετοιμασία της υπεράσπισης του στην κατηγορία του άρθρου 95 του ΠΚ, η οποία του προσήφθηκε ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του κατά το χρόνο λήψης της κατάθεσης του.  Έπεται ότι το σχετικό παράπονο δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.  Όπως απορρίπτεται και το παράπονο του ότι δεν κλήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή όλοι οι μάρτυρες που μπορούσαν να δώσουν μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης εφόσον ο μόνος μάρτυρας που μπορούσε να δώσει σχετική μαρτυρία ήταν ο ΜΚ1 ενώπιον του οποίου εκτυλίχθηκαν οι κατ΄ ισχυρισμό φωνασκίες και απειλές του εφεσείοντα. 

 

      Σε σχέση δε με το παράπονο του ότι η εναντίον του υπόθεση δεν εκδικάστηκε εντός ευλόγου χρόνου, να υπενθυμίσουμε καταρχάς πως σύμφωνα με τη νομολογία το δικαίωμα ενός κατηγορουμένου για εκδίκαση της υπόθεσης του μέσα σε εύλογο χρόνο (Άρθρο 30.3 του Συντάγματος) συναρτάται με τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και όχι με τον αποκλεισμό της δίκης, όπως ήταν ο στόχος του εφεσείοντα.  Το κατά πόσο δε μια δίκη είναι δίκαιη δεν κρίνεται κατά τρόπο αφηρημένο (in abstracto) αλλά κατ΄ ακολουθία της απόδειξης από τον κατηγορούμενο ότι η θέση του όντως επηρεάστηκε δυσμενώς λόγω της καθυστέρησης (βλ. μεταξύ άλλων Δημοκρατία ν. Ford (Aρ.2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, Πουμπουρής ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ.1 και Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22).  Στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθώς αποφάνθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το γεγονός και μόνο ότι υπήρξε καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης - και όντως υπήρξε  και επ΄ αυτού τα πρωτόδικα Δικαστήρια πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά παρά το βεβαρημένο του προγράμματος τους - δεν θα μπορούσε άνευ ετέρου να οδηγήσει και στον τερματισμό της δίκης ενόψει του ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι όντως η θέση του επηρεάστηκε δυσμενώς λόγω της καθυστέρησης στην εκδίκαση της  υπόθεσης του.

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω ο πρώτος Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.  Με την επισήμανση ότι, η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης λήφθηκε πολύ σοβαρά υπόψιν από το πρωτόδικο Δικαστήριο με την άκρως επιεική ποινή που επέβαλε στον εφεσείοντα η οποία (αντικειμενικά) δεν αντιστοιχούσε στην απαράδεκτη - όπως κρίθηκε - συμπεριφορά που επέδειξε κατά το χρόνο λήψης της κατάθεσής του.

 

      Tώρα, σ΄ ό,τι αφορά τους υπόλοιπους Λόγους Έφεσης, αυτοί θα εξεταστούν ενιαία εφόσον στον πυρήνα τους εντοπίζονται δύο παράπονα.  Το πρώτο, ότι ως αποτέλεσμα της προσαχθείσας μαρτυρίας δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και, το δεύτερο, τα ευρήματα και συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ασυμβίβαστα με την προσαχθείσα μαρτυρία.

 

      Όπως ορθώς αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 95[2] είναι (α) η πρόκληση από κάποιο πρόσωπο θορύβου ή ταραχής, (β) χωρίς εύλογη αιτία, (γ) σε δημόσιο χώρο που (δ) ενδέχεται να οδηγήσει σε ανησυχία τους περιοίκους ή να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο επί τούτου τη μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΥ2, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Κατά τη διάρκεια λήψης της κατάθεσης του κατηγορουμένου από τον ΜΚ1 στο Γραφείο Παραπόνων του πιο πάνω αστυνομικού σταθμού και συγκεκριμένα μεταξύ των ωρών μετά τις 22:00 και πριν από τις 22:40 της 25.04.14, ο κατηγορούμενος άρχιζε να φωνάζει έντονα στον ΜΚ1 λέγοντας του Έν ηξαίρεις να κάμνεις τη δουλειά σου, τώρα να τηλεφωνήσω του μάστρου σου εν να χάσεις τη δουλειά σου'.  Παρά την προειδοποίηση του ΜΚ1 να σταματήσει καθότι θα συλλαμβανόταν αυτόφωρα για διάπραξη του αδικήματος της ανησυχίας, ο κατηγορούμενος συνέχιζε να αντιδρά φωνάζοντας έντονα λέγοντας του 'Θα σε ξηλώσω εν εξαίρεις τη δουλειά σου, εν να χάσεις τη δουλειά σου λεβέντη μου'. Εκείνη τη στιγμή ο ΜΥ2, ο οποίος εργαζόταν στον πιο πάνω αστυνομικό σταθμό και βρισκόταν στο δωμάτιο αρχείου που είναι δίπλα από το γραφείο παραπόνων που ο ΜΚ1 ανάκρινε τον κατηγορούμενο και μεταξύ τους μεσολαβούν τοίχοι και πόρτα, άκουσε φωνές του κατηγορουμένου καθώς και τις προαναφερόμενες φράσεις. Οι δυνατές και έντονες φωνές του κατηγορουμένου υποχρέωσαν τον ΜΥ2 να μεταβεί από το δωμάτιο αρχείου που βρισκόταν στο γραφείο παραπόνων για να ελέγξει την   κατάσταση.»

 

      Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων είναι φανερό ότι όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος - συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος ότι το επεισόδιο διαδραματίσθηκε στο Γραφείο Παραπόνων του Σταθμού που σύμφωνα με τη νομολογία συνιστά «δημόσιο χώρο» (Ηροδότου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 373 και Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1 - είχαν αποδειχθεί πέραν από κάθε αμφιβολία και τα επί τούτου παράπονα του εφεσείοντα στερούνται ερείσματος και απορρίπτονται.  Και αυτό στη βάση πάγιας και διαχρονικής νομολογίας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα που καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά μόνο όταν αυτά είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, κάτι που στην παρούσα περίπτωση δεν ισχύει.

 

      Ενόψει των πιο πάνω όλοι οι Λόγοι Έφεσης στερούνται ερείσματος και απορρίπτονται, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης.

 

      Η έφεση απορρίπτεται.

 

                                                                   Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                   Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

/κβπ



[1] Ο υπ΄ αρ. 7 λόγος έφεσης που αφορούσε την ελαττωματικότητα του Κατηγορητηρίου, αποσύρθηκε και απορρίφθηκε κατά την ενώπιον του Εφετείου συζήτηση της υπόθεσης.

[2] Όποιος χωρίς εύλογη αιτία προκαλεί θόρυβο ή ταραχή σε δημόσιο χώρο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει σε ανησυχία τους περίοικους ή να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών μηνών.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο