ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D478
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Αίτηση Αρ. 28/2019)
20 Νοεμβρίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.]
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ
ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ (ΚΕΦ. 155)
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
________________________________
Α. Αναστασίου, για τους Αιτητές.
________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η άρνηση Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να εγκρίνει την καταχώριση μιας δέσμης κατηγορητηρίων, που ο Δήμος Λάρνακας (αιτητές) επεδίωξαν να καταχωρίσουν βασιζόμενοι σε παραβίαση τροχαίων παραβάσεων, οδήγησε στην καταχώριση της παρούσας αίτησης με την οποία ζητείται:
″(α) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται και/ή να επιτρέπεται η καταχώριση 98 κατηγορητηρίων του έτους 2019, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, που επισυνάπτονται στην αίτηση.″
Οι αιτητές, δια του δικηγόρου τους, κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρ. (2) του άρθρου 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, κατέθεσαν στο Πρωτοκολλητείο τα 98 κατηγορητήρια.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 2019 η Δικαστής δεν επέτρεψε την καταχώριση και οι αιτητές, δια του δικηγόρου τους, ζήτησαν και εξασφάλισαν, όπως άλλωστε εδικαιούντο, «τη βεβαίωση άρνησης καταχώρισης». Αυτή, η βεβαίωση, λήφθηκε, όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση, στις 15 Οκτωβρίου 2019 και στις 23 Οκτωβρίου 2019 καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση, σύμφωνα με την παρ. (2) του άρθρου 43 του Κεφ. 155.
Η βεβαίωση άρνησης, που έχει επισυναφθεί, επικαλούμενη τις πρόνοιες του άρθρου 88 του Κεφ. 155, αναφέρει:
″Τα αδικήματα στα οποία αφορά η δέσμη κατηγορητηρίων, έχουν κατ' ισχυρισμό διαπραχθεί κάποια από αυτά εντός του έτους 2017 και τα πλείστα εντός του έτους 2018. Οι δε προβλεπόμενες ποινές, είναι ως το πιο πάνω άρθρο του Κεφ. 155 και επομένως κατά την ημερομηνία που επιχειρείται η καταχώριση τους, αυτά έχουν παραγραφεί.″
Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση ο xxx Μάος, υπάλληλος του Δήμου Λάρνακας και υπεύθυνος Τροχονομικής Υπηρεσίας του Δήμου Λάρνακας, υποστήριξε ότι η πρακτική η οποία ακολουθείτο από το Δήμο ήταν η προσπάθεια εξώδικης διευθέτησης των προστίμων. Μετά την παρέλευση των 15 ημερών προς εξόφληση οποιουδήποτε προστίμου, η Υπηρεσία του Δήμου επικοινωνούσε τηλεφωνικά με τους παραβάτες για υπενθύμιση και εξόφληση του επιβληθέντος προστίμου. Όταν η προσπάθεια αποτύγχανε, συνέχισε, η Υπηρεσία του Δήμου μάζευε μεγάλο αριθμό εξώδικων προστίμων και τα παρέδιδε σε διάφορους δικηγόρους με σκοπό την προώθηση τους για ποινική δίωξη.
Για την τροποποίηση που επήλθε στο άρθρο 88 του Κεφ. 155, με το Ν. 129(Ι)/2018, δεν είχαν ειδοποιηθεί οι Δήμοι και αγνοούσαν ότι υπήρξε αυτή η διαφοροποίηση. Περιήλθε σε γνώση τους μετά την άρνηση του Δικαστηρίου να εγκρίνει για καταχώριση τη δέσμη των 98 κατηγορητηρίων που αναφέρονται στην παρούσα αίτηση. Αποτελεί, συνέχισε ο ενόρκως δηλών, ένα άδικο μέτρο, το οποίο τιμωρεί τις Δημοτικές Αρχές οι οποίες συντονίζουν τις εργασίες τους στη βάση της νομοθεσίας που γνωρίζουν. Περαιτέρω, θα υποστεί μεγάλη οικονομική ζημιά το δημοτικό ταμείο και ο Δήμος θα στερηθεί της δυνατότητας πρόσβασης στο Δικαστήριο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, αφού έκαμε αναφορά στα γεγονότα της αίτησης και ιδιαιτέρως στην πρακτική που ακολουθείτο, δηλαδή της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού υποθέσεων και μετά να προωθούνται προς καταχώριση, υποστήριξε ότι η διαδικασία αυτή προκαλεί αδικία στο Δήμο και εν πάση περιπτώσει, στερείται του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο. Εισηγήθηκε δε, ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να ακολουθήσει την απόφαση που εκδόθηκε στην Ποινική Αίτηση 23/2019, Δήμος Αγλαντζιάς, ημερ. 30 Σεπτεμβρίου 2019, όπου αναλόγου αιτήματος ζήτημα έτυχε της έγκρισης του Δικαστηρίου στη βάση, της απουσίας ειδικής ρύθμισης ως προς αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν τη δημοσίευση του Νόμου και «της αδικίας» που προκαλείται με την παρέλευση της προθεσμίας πριν την καταχώριση των κατηγορητηρίων. Περαιτέρω, στην εν λόγω απόφαση αποφασίστηκε ότι ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ, επομένως καταδείχθηκε «καλός λόγος» για την έγκριση του αιτήματος.
Άγνοια του Νόμου και επί του προκειμένου, η απουσία «προειδοποίησης» προς τους αιτητές περί της επικείμενης τροποποίησης της Ποινικής Δικονομίας και δη του άρθρου 88, σαφώς και δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για έγκριση του υποβληθέντος αιτήματος.
Με όλο το σεβασμό προς την ευπαίδευτο Δικαστή που εξέδωσε την Ποιν. Αίτ. 23/2019, ημερ. 30 Σεπτεμβρίου 2019, διαφωνώ με το περιεχόμενο του σκεπτικού. Κατ' αρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ασχοληθεί με θέμα αναδρομικότητας εφαρμογής του Νόμου, κάτι το οποίο, επί του προκειμένου, ούτε εγείρεται, ούτε μπορεί να εγερθεί. Υπάρχει μία σαφής νομοθετική πρόνοια, η οποία για αδικήματα ήσσονος σημασίας, όπως αυτά που προβλέπουν ποινή μέχρι φυλάκιση τριών μηνών, ή χρηματική ποινή μέχρι €854, ή ποινή φυλάκισης 12 μηνών, ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα €1,708, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατηγορητηρίου μετά την περίοδο των 6 μηνών και 12 μηνών, αντιστοίχως.
Ο πλαγιότιτλος του συγκεκριμένου άρθρου αναφέρει:
«Παραγραφή κατηγοριών σε συνοπτικές δίκες σε ορισμένες περιπτώσεις.»
Η σημασία της συγκεκριμένης πρόνοιας είναι έκδηλη. Επιτρέπει την καταχώριση μιας ποινικής υπόθεσης σε σύντομο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη του, έτσι ώστε να δίδεται η δυνατότητα στον εκάστοτε «κατηγορούμενο» να μπορεί εγκαίρως να αντιλαμβάνεται και να είναι σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ήσσονος σημασίας αδικήματα, όπως μικρές τροχαίες παραβάσεις, όπως στάθμευση ή παρακώλυση κυκλοφορίας ή παράλειψη συμμορφώσεως προς σήμα τροχαίας, αν καταχωρηθούν σε μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη διάπραξη των συγκεκριμένων αδικημάτων, δημιουργούν προβλήματα τόσο στην Κατηγορούσα Αρχή, αλλά και στους κατηγορουμένους, λόγω της μεγάλης χρονικής διάρκειας που διαρρέει μεταξύ του αδικήματος και της εκδίκασης μιας συνοπτικής δίκης.
Η πρωτόδικος Δικαστής στηρίχθηκε αποκλειστικά στην υφιστάμενη παραγραφή για να αποκλείσει τη δυνατότητα καταχώρισης κατηγορητηρίων. Η ενέργεια αυτή είναι απολύτως σωστή. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα αντίκειτο προς σαφή διάταξη του Νόμου, η οποία προσδιορίζει με σαφήνεια ότι, παρελθούσης της προθεσμίας που προβλέπεται, «καμιά κατηγορία δεν δύναται να προσαχθεί εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκημα .».
Σε περίπτωση που το θέμα αντικριζόταν διαφορετικά, θα μετατίθετο η έκδοση απόφασης επί του θέματος της παραγραφής σε μεταγενέστερο στάδιο και δη στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστή, ο οποίος θα εκδίκαζε αδικήματα για τα οποία σαφώς υπάρχει πρόβλημα παραγραφής.
Με βάση τα πιο πάνω, θεωρώ ότι οι αιτητές δεν έχουν τεκμηριώσει οποιοδήποτε λόγο ο οποίος θα επέτρεπε στο Ανώτατο Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η καταχώριση των απορριφθέντων κατηγορητηρίων.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ