ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ν. Νικολάου, για την Εφεσείουσα. Α. Ματθαίου (κα.) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-11-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΔΕΛΦΟΙ ΛΙΟΤΑΤΗ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ, Ποινική Έφεση αρ. 151/2016, 1/11/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B457

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση αρ. 151/2016)

 

1 Νοεμβρίου, 2019

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΑΔΕΛΦΟΙ ΛΙΟΤΑΤΗ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσείουσας

και

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ,

Εφεσίβλητου.

-----------------------

Ν. Νικολάου, για την Εφεσείουσα.

Α. Ματθαίου (κα.) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως, για τον Εφεσίβλητο.

         -----------------------

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.

           -----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:   Η Εφεσείουσα εταιρεία, ως πρώτη κατηγορούμενη ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, αντιμετώπισε κατηγορίες μη πληρωμής μηνιαίου μισθού, σε μηνιαίως αμοιβόμενο προσωπικό, κατά παράβαση των άρθρων 2, 9(1) και 20 του Νόμου περί Προστασίας των Μισθών του 2007 (Ν 35(Ι)/2007), (στο εξής ο Νόμος), και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, η Εφεσείουσα περί τα τέλη Δεκεμβρίου του 2011, 2012 και 2013, δεν κατέβαλε στον εργοδοτούμενο της, κ. Γ. (στο εξής ο παραπονούμενος), τον 13ο μισθό για τα προαναφερόμενα τρία έτη, ύψους €879, €886 και €692, αντίστοιχα.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, σε μια καθόλα εμπεριστατωμένη απόφαση, αναφέρθηκε στην ενώπιον του δοθείσα μαρτυρία και προέβηκε σε ευρήματα αξιοπιστίας και ευρήματα ως προς τα γεγονότα.  Στη συνέχεια ανέλυσε τη νομική πτυχή της υπόθεσης αναφερόμενος σε Κυπριακή  και Αγγλική νομολογία, Νόμους και συγγράμματα.  

 

Αφού αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής-Εφεσίβλητου και αφού ερμήνευσε τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Εφεσείουσα, παράνομα, απέκοψε από τον μισθό του παραπονούμενου, κατά τα προαναφερόμενα έτη, τον 13ο μισθό του στον οποίο εδικαιούτο, χωρίς τη συγκατάθεσή του.   Κατά συνέπεια καταδίκασε την Εφεσείουσα σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.  

 

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με πέντε λόγους έφεσης.  Πρώτον, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο καταδίκασε την Εφεσείουσα στις κατηγορίες 1, 2 και 3 επί του Κατηγορητηρίου αναφορικά με αδικήματα που αφορούν στη μη καταβολή 13ου μισθού, χωρίς να υφίσταται σχετικό νομοθετικό πλαίσιο στην Κυπριακή Νομοθεσία, το οποίο να προνοεί δια Νόμου την καταβολή 13ου μισθού. Δεύτερον, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και πεπλανημένα κατέληξε σε καταδίκη της Εφεσείουσας (στις προαναφερόμενες κατηγορίες), σε αντίθεση με την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία.  Συναφώς ότι οδηγήθηκε σε αίολα νομικά ευρήματα που δεν στηρίζονται στην προσαχθείσα μαρτυρία ή σε κάποιο συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο.   Τρίτον, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβηκε σε εσφαλμένα και πεπλανημένα ευρήματα που βρίσκονται σε αντίθεση με την ενώπιον του προσαχθείσα, από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, μαρτυρία και κατέληξε σε εσφαλμένα νομικά συμπεράσματα.   Τέταρτον, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα ερμήνευσε το άρθρο 9 (1) και (2) του Νόμου και εσφαλμένα προέβηκε σε εφαρμογή του επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης.  Πέμπτον, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα κατέληξε στην ενοχή της Εφεσείουσας επί της κατηγορίας 4 καθότι αυτό ήταν αποτέλεσμα της εσφαλμένης και πεπλανημένης κατάληξης του για ενοχή της Εφεσείουσας στις κατηγορίες 1, 2 και 3 επί του Κατηγορητηρίου.

 

Οι κατηγορίες 1, 2 και 3 επί του Κατηγορητηρίου αφορούν σε μη πληρωμή μηνιαίου μισθού σε μηνιαίως αμοιβόμενο προσωπικό κατά παράβαση των προαναφερόμενων άρθρων του Νόμου και του Ποινικού Κώδικα.  Η 4η κατηγορία αφορά σε παράλειψη παρουσίασης οποιουδήποτε αρχείου, πιστοποιητικού, βιβλίου ή άλλου εγγράφου ή στοιχείου που απαιτείτο να παρουσιάσουν, κατά παράβαση των άρθρων 2, 12, 17, 20(4) (γ) του Νόμου και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως ήδη αναφέραμε, ανέλυσε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία.   Δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Μ.Κ. 1, κας xxx, Επιθεωρήτριας Εργασιακών Σχέσεων, καθώς και του Μ.Κ. 2, παραπονούμενου.   Θεώρησε τη Μ.Κ. 1, σε γενικές γραμμές, ως ειλικρινή μάρτυρα και πρόσωπο που προσήλθε στο δικαστήριο για να πει την αλήθεια.   Ο Μ.Κ. 2, παραπονούμενος, επίσης άφησε πολύ θετικές εντυπώσεις στο δικαστήριο και η μαρτυρία του έγινε δεκτή ως αληθής και αξιόπιστη στην ολότητά της.  Σε αντίθεση ο Μ.Υ. 1, Διευθυντής της Εφεσείουσας κ. Κ.Λ., δεν άφησε στο δικαστήριο θετικές εντυπώσεις.   Ήταν φανερή η προσπάθεια του να πείσει το δικαστήριο ότι δεν καταβάλλετο 13ος μισθός στον παραπονούμενο αλλά μόνο δώρο Χριστουγέννων και μάλιστα χαριστικά.

 

Έδωσε πλήρη αιτιολογία, το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφορικά με την αξιολόγηση της ενώπιον του προσαχθείσας μαρτυρίας.  Οι αρχές, στη βάση των οποίων είναι επιτρεπτό να επέμβει το Εφετείο στα πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας, είναι θεμελιωμένες και η παρούσα υπόθεση σίγουρα δεν εμπίπτει σ΄ αυτές.  Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου στα πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων. 

 

Στη βάση της προαναφερόμενης αξιολόγησης της μαρτυρίας, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε ευρήματα, μεταξύ των οποίων και τα εξής:

 

Ο παραπονούμενος εργαζόταν από το 2004 στην Εφεσείουσα και κατά την πρόσληψη του συμφωνήθηκε ότι θα λαμβάνει μηνιαίο μισθό κάθε μήνα καθώς και ένα φιλοδώρημα (bonus), το οποίο θα δινόταν κάθε Χριστούγεννα.  Το ύψος του φιλοδωρήματος αντιστοιχούσε περίπου σε ένα μηνιαίο μισθό.   Όλοι οι υπάλληλοι της Εφεσείουσας λάμβαναν δώρο Χριστουγέννων ίσο περίπου με τον μηνιαίο μισθό τους.   Το δώρο διακόπηκε το 2010 ένεκα της οικονομικής κρίσης και για τα έτη 2011, 2012 και 2013 δεν δόθηκε οποιοδήποτε δώρο σε οποιονδήποτε υπάλληλο.  Ο παραπονούμενος δεν συγκατατέθηκε, είτε γραπτώς είτε προφορικώς, στο να μην του καταβληθεί το δώρο των Χριστουγέννων.  Από το δώρο των Χριστουγέννων για τα έτη 2004, 2005 και 2006, αποκόπτετο ποσό για τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, πλήν όμως κανένα δώρο Χριστουγέννων δεν δηλώθηκε στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, όπως προέκυπτε από τα ενώπιον του δικαστηρίου κατατεθέντα τεκμήρια.

 

Αφού, το πρωτόδικο δικαστήριο, τόνισε ότι, όπως σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, το βάρος απόδειξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Κατηγορούσα Αρχή, έθεσε στον εαυτό του το κρίσιμο νομικό ερώτημα του κατά πόσον το προαναφερόμενο δώρο Χριστουγέννων, που καταβαλλόταν στον παραπονούμενο από την Εφεσείουσα, θεωρείται μισθός εν τη εννοία του Νόμου.    Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στο άρθρο 9, στο ερμηνευτικό άρθρο 2 και στο άρθρο 20 του Νόμου.   Στο άρθρο 2 αναγράφεται ότι «μισθός» σημαίνει κάθε χρηματική αντιμισθία που προκύπτει από απασχόληση εργοδοτούμενου και κάθε κέρδος από τέτοια απασχόληση, που είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης και περιλαμβάνει τις εισφορές ταμείων προνοίας και την εισφορά στο κεντρικό ταμείο αδειών που ιδρύθηκε δυνάμει Νόμου αλλά δεν περιλαμβάνει «έκτακτες προμήθειες ή κατά χάριν (ex-gratia) πληρωμές».   

 

Κατά τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, η Κατηγορούσα Αρχή-Εφεσίβλητος είχε το βάρος της απόδειξης ότι μεταξύ Εφεσείουσας και παραπονούμενου υπήρχε σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου, στα πλαίσια της οποίας ο παραπονούμενος εδικαιούτο να λάβει μισθό και ότι δεν έλαβε τέτοιον μισθό, στην προκείμενη περίπτωση τον 13ο μισθό για τα προαναφερόμενα έτη. 

 

Όπως παρατήρησε, στην Κύπρο η καταβολή 13ου μισθού στους εργοδοτούμενους δεν είναι θεσμοθετημένη.   Δεν υπάρχει δηλαδή συγκεκριμένη νομοθεσία που να υποχρεώνει τους εργοδότες του ιδιωτικού τομέα να καταβάλλουν ωφελήματα που σχετίζονται με το 13ο μισθό.  Αναφέρθηκε συναφώς στο Employment Rights Act 1996 που ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο οποίο η έννοια του μισθού είναι ευρεία και  περιεκτική.                              

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχε αμφιβολία, όπως ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι μεταξύ Εφεσείουσας και παραπονούμενου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπήρχε σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου.   Αυτό έγινε εν μέρει παραδεκτό και εν μέρει αποδεικνύετο από τα ευρήματα του δικαστηρίου.    Επίσης, από τα ευρήματα του δικαστηρίου, προέκυπτε ότι η Εφεσείουσα συμφώνησε, προφορικά, με τον παραπονούμενο τους όρους εργοδότησης του.  Μεταξύ άλλων συμφωνήθηκε ότι θα του καταβάλλετο και φιλοδώρημα-δώρο Χριστουγέννων, κάθε Χριστούγεννα.  Το δώρο αυτό καταβαλλόταν, ανελλιπώς, από το 2004 μέχρι το 2010, δηλαδή για επτά συνεχή έτη.   Αυτό το γεγονός, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, δημιούργησε κεκτημένο δικαίωμα του εργοδοτούμενου και εύλογα αυτός είχε την πεποίθηση ότι θα λαμβάνει το δώρο κάθε Χριστούγεννα.   Επιπρόσθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο, συμπέρανε ότι το δώρο Χριστουγέννων δινόταν, από την Εφεσείουσα στους εργοδοτουμένους της, ως χρηματική αντιπαροχή για εκτελεσθείσα εργασία.  

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε συναφώς στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο Τερματισμού της Απασχόλησης στην Κύπρο» του Μιχάλη Αντωνίου και στην υπόθεση Άννα Σάντου ν. Ανδρέας Μελετίου Λτδ, Υπόθεση αρ. 33/93 του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.   Επίσης αναφέρθηκε στα συγγράμματα Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Βλαστός Γ. Στυλιανός, Ιανουάριος 2005, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Ιωάννης Δ. Κουκκιάδης, Β΄ έκδοση, στην υπόθεση Κ. Κ. ν. Ο.Τ.Ε., Αρ. 274/2015, του Β.1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου και στην Αγγλική υπόθεση Philip Hydev Lehman Brothers Limited (2004) UKEAT 0121 04 0408.         

 

Από την υπόθεση Κ. Κ. ν. Ο.Τ.Ε. (ανωτέρω) προκύπτει ότι, σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο, στην έννοια του μισθού συνυπολογίζεται και κάθε άλλη καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα.   Η παροχή που καταβάλλεται από τον εργοδότη από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση να αποτελεί αντάλλαγμα για την παρεχομένη εργασία, εφόσον καταβάλλεται τακτικά, συνυπολογίζεται στην έννοια του μισθού.

 

Εφαρμόζοντας τις προαναφερόμενες αρχές ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε ότι στην παρούσα υπόθεση το δώρο Χριστουγέννων που η Εφεσείουσα παραχωρούσε σταθερά, τακτικά και προσδιορισμένα, δηλαδή κάθε Χριστούγεννα, και ήταν επαρκώς προσδιορισμένο εφόσον ήταν ίσο περίπου με το μηνιαίο του μισθό, είχε τα χαρακτηριστικά του μισθού όπως ερμηνεύεται στον σχετικό Κυπριακό Νόμο.    Αυτό προκύπτει αβίαστα, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, εφόσον το δώρο-μισθός δινόταν σε όλους τους υπαλλήλους της Εφεσείουσας.   Η νομική βάση για την προαναφερόμενη ερμηνεία ήταν το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου όπου αναφέρεται ότι «μισθός» σημαίνει κάθε χρηματική αντιμισθία, δηλαδή μισθός είναι κάθε παροχή  οποιασδήποτε μορφής  ή ονομασίας, που δίδεται ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσα εργασία.   Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία πώς αποκαλείται η παροχή αυτή.  Στο μισθό δεν περιλαμβάνονται οι οποιεσδήποτε  έκτακτες προμήθειες ή κατά χάριν (ex-gratia) πληρωμές.

 

Στην προκείμενη περίπτωση το δώρο Χριστουγέννων δεν εδίδετο ως έκτακτη προμήθεια ή κατά χάριν πληρωμή άλλα διδόταν κάθε χρόνο, την ίδια περίοδο, σε όλους τους υπαλλήλους και χωρίς οποιαδήποτε αίρεση ή όρο.   Επομένως, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο 13ος μισθός δεν δινόταν ούτε έκτακτα, ούτε χαριστικά στον παραπονούμενο, ώστε να εξαιρείται από την ερμηνεία που ο ίδιος ο Νόμος δίδει σε σχέση με το μισθό.   Ο 13ος μισθός είχε συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου και αποτελούσε μέρος της συμφωνίας εργοδότησης του.  Το δώρο Χριστουγέννων ήταν μια χρηματική αντιμισθία ή αντάλλαγμα που προέκυπτε από την απασχόληση του εργοδοτούμενου, στην προκείμενη περίπτωση του παραπονούμενου.  Πέραν των προαναφερομένων η αποκοπή του 13ου μισθού, για τα προαναφερόμενα έτη, έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του εργοδοτουμένου.  

 

Συμφωνούμε με την ερμηνεία του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την έννοια του μισθού σύμφωνα με το Νόμο και ειδικά το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου.  Συμφωνούμε επίσης με την πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα πρωτόδικα ευρήματα.   Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε χώρος επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη απόφαση, η οποία κρίνεται ως καθόλα ορθή, δίκαιη και δεόντως αιτιολογημένη.

 

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με €2.500.- έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας και υπέρ του Εφεσίβλητου.

 

                                                Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

                            

                                                Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

/ΕΑΠ.                                      Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο