ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
NASOS ISAIAS ν. THE POLICE (1966) 2 CLR 43
PHIVOS PETROU PIERIDES ν. THE REPUBLIC (1971) 2 CLR 263
YIANNIS ANTONIOU VOUNIOTIS ν. THE REPUBLIC (1975) 2 CLR 34
ANDREAS G. HJISAVVA ALIAS KOUTRAS ν. THE REPUBLIC (1976) 2 CLR 13
MICHAELIDES ν. REPUBLIC (1987) 2 CLR 269
Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 172
Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 258
Assadourian ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 279
Παρμαξής Nίκος ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 224
Σάκκος Δημήτρης Π. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 510
Χριστοδούλου Ιερόθεος άλλως Ρόπας και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628
Nvoorwzefr Aly ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 505
Kαϊλής Kυριάκος ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 251
Τεβλετιάν Μάνος και Άλλος ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 512
Βούτουνος Χαράλαμπος ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 71
Ευαγγέλου Σάββας ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 371
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Χαλήλ (2010) 2 ΑΑΔ 87
Αριστείδου Μιχάλης ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 32
Ν.Χ. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 503
Ιωαννίδης Ησαΐας ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 640
Trussler Sammy John Lee και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2013) 2 ΑΑΔ 38
Kondratjev Aleksandr ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 551
Τουμάζου Χρίστος ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 904, ECLI:CY:AD:2015:D834
ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση αρ. 175/2016, 7/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:B61
ΣΑΒΒΑΣ ΟΜΗΡΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση αρ. 91/2017, 2/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:B214
ΚΟΥΣΟΥΛΙΔΗΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 10/2018, 9/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:B490
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 175/2016, 23/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:B509
Ε.Α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 231/2018, 19/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B473
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
AHMET MAZID ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 215/2016, 30/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:B135
Σ. Σ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 97/2022, 16/11/2022, ECLI:CY:AD:2022:B441
ΑΘΗΝΑΚΗ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 218/2017, 219/2017, 28/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B269
ΤΡΥΦΩΝΟΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 41/2019, 8/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:B119
ECLI:CY:AD:2019:B477
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 147/2016)
(Σχ.με 148/16)
20 Νοεμβρίου, 2019
[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Σ.Σ.
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη
---------------
(Ποινική Έφεση Αρ. 148/2016)
(Σχ.με 147/16)
V.V.M.
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη
----------------
Π. Σταύρου με Λ. Κάρνο, για τον εφεσείοντα (Ποινική Έφεση Αρ. 147/16).
Δ. Τσολακίδης, για τον εφεσείοντα (Ποινική Έφεση Αρ. 148/16).
Ο. Σοφοκλέους (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.
--------------
Μ. Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες, κατηγορούμενοι 1 και 2, και ο ΜΚ7 κατά πάντα ουσιώδη χρόνο κρατούνταν ως κατάδικοι στις Κεντρικές Φυλακές. Μαζί τους ως κατάδικοι βρίσκονταν και οι πρώην κατηγορούμενοι 3, 4 και 5, οι οποίοι μαζί με τους εφεσείοντες αντιμετώπισαν διάφορες σοβαρές κατηγορίες με θύμα τον ΜΚ7, με κυριότερες αριθμό κατηγοριών για συνουσία δια βίας (άρθρο 172 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και σεξουαλικής εκμετάλλευσης (άρθρο 9(α)(β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, N. 87(Ι)/2007).
Κατά τη διάρκεια της ακρόασης ενώπιον του Κακουργιοδικείου η ποινική δίωξη εναντίον του πρώην κατηγορούμενου 3 διακόπηκε, μετά που ο ΜΚ7 δεν προώθησε από το εδώλιο του μάρτυρα τους σοβαρούς ισχυρισμούς που είχε προηγουμένως, σε καταθέσεις του προς την Αστυνομία, προβάλει εναντίον του, έχοντας μάλιστα ισχυριστεί στην πρώτη κατάθεση του ότι ο πρώτος που τον βίασε ήταν ο πρώην κατηγορούμενος 3 και μετά οι εφεσείοντες. Όλοι οι άλλοι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν στις κύριες κατηγορίες. Η παρούσα έφεση προέρχεται, ως άνω, από τους κατηγορούμενους 1 και 2.
Τα ευρήματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου, τα οποία διαμόρφωσε με βασικό μάρτυρα κατηγορίας τον παραπονούμενο (ΜΚ7) καταγράφονται ως ακολούθως στην απόφαση του:
«.Στο χρονικό διάστημα από 2.10.2013 μέχρι 20.11.2013 ο ΜΚ7 κρατείτο στην πτέρυγα 8Α και από 20.11.2013 μέχρι 7.1.2014 στην πτέρυγα 8. Η μετακίνηση του από την πτέρυγα 8Α στην πτέρυγα 8 έγινε με βάση αίτηση ημερομηνίας 16.10.2013 (Τεκμήριο 3), η οποία φέρει την υπογραφή του ΜΚ7, όμως ο γραφικός χαρακτήρας του κειμένου ανήκει στον κατηγορούμενο 1. Η μετακίνηση αυτή έγινε εν αγνοία και χωρίς τη θέληση του ΜΚ7 - του οποίου η διαβίωση στην πτέρυγα 8Α ήταν πολύ καλή - δεν επιθυμούσε να μετακινηθεί στην πτέρυγα 8 και ουδέποτε αιτήθηκε κάτι τέτοιο. Ενόσω ακόμα βρισκόταν στην πτέρυγα 8Α, οι κατηγορούμενοι 1 και 2 τον προσέγγισαν, του έλεγαν ότι θα μπορούσε να βασίζεται σ' αυτούς, τον προμήθευσαν 2-3 φορές με ναρκωτικά και έκανε χρήση στα κελί 60 στην πτέρυγα 8, όπου διέμεναν οι κατηγορούμενοι 1 και 2. Με την μετακίνηση του στην πτέρυγα 8, οι κατηγορούμενοι 1 και 2 δεν τον άφηναν να κάνει άλλους φίλους και του έπαιρναν την καντίνα του. Μετά την πρώτη φορά που του πήραν την καντίνα του, οι κατηγορούμενοι 1 και 2 άρχισαν να αλλάζουν συμπεριφορά και του ζητούσαν ρούχα και παπούτσια, τα οποία του έφερνε η μητέρα του (ΜΚ12). Μετά από 2-3 μέρες, γύρω στις 1.00-1:30μ.μ., οι κατηγορούμενοι 1 και 2 τον κάλεσαν στο κελί 60, έκλεισαν την κουρτίνα, τοποθέτησαν μπροστά μια καρέκλα και με την χρήση λεπίδας που κρατούσε ο κατηγορούμενος 1, προκαλώντας του φόβο και τρόμο για την σωματική του ακεραιότητα, τον εξανάγκασαν, κατ΄ αρχήν ο κατηγορούμενος 2 και στη συνέχεια ο κατηγορούμενος 1, αρχικό σε πεολειχία και στη συνέχεια σε συνουσία βάζοντας το πέος τους στον πρωκτό του. Υπό το κράτος φόβου, τρόμου και απειλών, αυτό επαναλήφθηκε καθημερινά από τους κατηγορούμενους 1 και 2 τις επόμενες 4-5 ημέρες και ο κατηγορούμενος 1 κρατούσε επίσης την λεπίδα για ακόμα 2-3 φορές διότι πλέον είχαν καταλάβει ότι ο ΜΚ7 τους φοβόταν.
Μετά τις πιο πάνω 4-5 φορές που οι κατηγορούμενοι 1 και 2 εξανάγκασαν τον ΜΚ7 σε συνουσία, ο κατηγορούμενος 2 τον έστειλε στο κελί του κατηγορουμένου 4 - που ήταν πολύ καλός φίλος του κατηγορουμένου 2 - στην πτέρυγα 8Α, για να τον «καλωσορίσει» με πεολειχία, πράγμα που έπραξε, στην παρουσία του κατηγορουμένου 2. Ακολούθως σε άλλη περίπτωση εξαναγκάστηκε από τους κατηγορούμενους 2 και 4 σε πεολειχία και συνουσία. Το κατά πόσο αυτό το γεγονός διαδραματίστηκε στο κελί 60 στην πτέρυγα 8 ή στο κελί του κατηγορουμένου 4 στην πτέρυγα 8Α, όπως επεσημάναμε κατά την αξιολόγηση πιο πάνω, είναι επουσιώδες. Περαιτέρω, σε ακόμα μια περίπτωση ο ΜΚ7 εξαναγκάστηκε; σε πεολειχία στον κατηγορούμενο 4 στην παρουσία των κατηγορουμένων 1 και 2 στο κελί 60 στην πτέρυγα 8.
Περαιτέρω, μετά τις πρώτες 4-5 φορές που εξαναγκάστηκε σε συνουσία από τους κατηγορουμένους 1 και 2, ο κατηγορούμενος 5 - φίλος των κατηγορουμένων 1, 2 και 4 - εξανάγκασε τον ΜΚ7 σε πεολειχία και συνουσία, στο κελί 60 χωρίς την παρουσία οποιουδήποτε. Επίσης σε ακόμα δύο περιπτώσεις ο ΜΚ7 εξαναγκάστηκε σε συνουσία από τους κατηγορούμενους 1, 2 και 5. Ακόμα ο κατηγορούμενος 5 τον εξανάγκασε σε συνουσία όταν βρίσκονταν μόνοι τους στο κελί 60, 3-4 φορές.
Οι κατηγορούμενοι 1 και 2 σε κάποια περίπτωση εξαναγκασμού του ΜΚ7 σε συνουσία στην παρουσία του πρώην κατηγορουμένου 3, εν αγνοία του, του χορήγησαν διαλυμένο χάπι σε ποτήρι με τσάϊ, με αποτέλεσμα να ζαλιστεί και να μην νοιώθει τα πόδια του. Οι κατηγορούμενοι 1 και 2 του χορήγησαν αυτό το χάπι ακόμα 3-4 φορές, παρά τη θέληση του και υπό το κράτος φόβου του προς αυτούς, γνωρίζοντας ότι δεν είχε άλλη επιλογή.
Στις 30.12.2013, οι κατηγορούμενος 4 με οδηγίες και εντολές του κατηγορούμενου 2 τοποθέτησε στις τουαλέτες της πτέρυγας 8, μια μπίλια στο πέος του ΜΚ7, παρά τη θέληση του και υπό το κράτος φόβου και τρόμου που του είχαν εμπεδώσει οι κατηγορούμενοι 1 και 2.
Στις 7.1.2014 ο ΜΚ7 ζήτησε επίμονα από τον ΜΚ1 αλλαγή πτέρυγας. Οι ΜΚ1 και ΜΚ4 προσπάθησαν να καταλάβουν τι συνέβαινε, όμως αυτός δεν απαντούσε και επέμενε στην επιθυμία του να αλλάξει πτέρυγα. Μεταφέρθηκε στην πτέρυγα Ειδικό 8, όμως δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Στις 9.1.2014 ανέφερε στον ΜΚ1 ότι είχε μια πληγή στο πέος, μεταφέρθηκε στον γιατρό των φυλακών ΜΚ15 και από εκεί με συνοδεία δεσμοφυλάκων στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου ο ΜΚ21 του αφαίρεσε την μπίλια από το πέος. Την ίδια ημέρα, ο ΜΚ19 εξέτασε ιατροδικαστικά τον ΜΚ7 και διαπίστωσε ήπια χάλαση του σφικτήρα με διατήρηση του σφικτηριακού τόνου, χωρίς ευαισθησία και χωρίς εξωτερικές κακώσεις. Ο ΜΚ19 ήταν το πρώτο πρόσωπο στο οποίο ο ΜΚ7 είχε αποκαλύψει ότι είχε εξαναγκαστεί σε συνουσία στις Κεντρικές Φυλακές, εφόσον του υποσχέθηκε ότι δεν θα επέστρεφε στις φυλακές, πράγμα που αποκάλυψε στη συνέχεια και στον ΜΚ3.
Στις 10.1.2014 ο ΜΚ7 εξετάστηκε από τους ΜΚ18 και ΜΚ20 και διαπίστωσαν ότι αυτός βρισκόταν σε οξεία φάση μετατραυματικής διαταραχής και έχρηζε φαρμακευτικής αγωγής και ψυχοθεραπευτικής στήριξης. Στις 12.1.2014 εξετάστηκε από την ΜΚ22 η οποία έκανε την ίδια ιατρική διαπίστωση και τον εισήξε στην ψυχιατρική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Ο ΜΚ17 ήταν ο προσωπικός νοσηλευτής του ΜΚ7 και συμπλήρωσε στις 12.1.2014 το έντυπο εισδοχής του στην ψυχιατρική κλινική. Ο ΜΚ7 απολύθηκε από την ψυχιατρική κλινική στις 28.1.2014, παρουσίαζε βελτίωση της ψυχικής του κατάστασης, όμως δεν είχαν υφεθεί όλα τα συμπτώματα και συνέχιζε να έχει ανάγκη για ψυχιατρική παρακολούθηση και ψυχολογική στήριξη. Γι' αυτό και ο ΜΚ18 είχε δώσει εντολές για ψυχιατρική παρακολούθησή του.»
Από τους λόγους έφεσης πιο σημαντικοί είναι εκείνοι με τους οποίους προσβάλλεται ως ουσιωδώς εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ7, σε συνδυασμό με τη θέση, που στο Εφετείο έγινε αποδεκτή από τη Δημοκρατία, ότι το δικαστήριο λανθασμένα εξέλαβε ως στοιχεία ενισχυτικής μαρτυρίας, μαρτυρία η οποία στην πραγματικότητα δεν ήταν ενισχυτική (corroborative) αλλά απλώς υποστηρικτική (supportive) της εκδοχής του ΜΚ7. Προβάλλεται ειδικότερα με την έφεση ότι το σφάλμα αυτό είχε άμεση επίδραση στην τελική κατάληξη του Κακουργιοδικείου περί της αξιοπιστίας του ΜΚ7. Το συνολικό αποτέλεσμα, καταλήγει η έφεση είναι ότι η καταδίκη ήταν ακροσφαλής.
Το Κακουργιοδικείο, ακολουθώντας το σχετικό κανόνα πρακτικής, αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία, εφόσον πρόκειται για σεξουαλικά αδικήματα (Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 175/2016, ημερ. 23.11.2018), προς ενίσχυση της μαρτυρίας του ΜΚ7.
Δεν φαίνεται να υποδείχθηκε στο Κακουργιοδικείο, ούτε το ίδιο έστρεψε την προσοχή του, στο γεγονός ότι οι ίδιες πράξεις που αποδόθηκαν στους κατηγορούμενους θεμελιώθηκαν επί του κατηγορητηρίου, τόσο στον Ποινικό Κώδικα, όσο και στον Νόμο 87(Ι)/2007. Με τον εν λόγω Νόμο όμως έχει καταργηθεί η υποχρέωση για ενισχυτική μαρτυρία προς απόδειξη των αδικημάτων που προβλέπονται στο νόμο εκείνο. Θα έπρεπε να προβληματιστεί το Κακουργιοδικείο κατά πόσο σε τέτοιες περιπτώσεις, που οι ίδιες πράξεις θεμελιώνονται και στον Ποινικό Κώδικα, διατηρείται σε ισχύ ο κανόνας πρακτικής, ή κατά πόσο τούτο θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση της πολιτικής και του σκοπού του Νόμου, υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην Ε.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 231/18, 19.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473, με αναφορά στα λεχθέντα υπό του Lord Taylor, LJ, στην υπόθεση Makanjuola; Easton [1995] 2 Cr.App.R. 469.[1] Το ζήτημα δεν τέθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή και δεν απασχόλησε ούτε πρωτοδίκως, ούτε κατ΄ έφεση. Συνεπώς δεν θα επεκταθούμε. Θα προχωρήσουμε με το δεδομένο ότι το Κακουργιοδικείο επικαλέστηκε τον κανόνα πρακτικής και αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία. Θεώρησε δε, ως ενισχυτική μαρτυρία τα ακόλουθα στοιχεία:
«1. Ο ισχυρισμός του ΜΚ7 ότι ο χώρος όπου υπέστη βιασμούς από τους κατηγορούμενους είναι το κελί 60 της πτέρυγας 8 των Κεντρικών Φυλακών, ως και ότι παρόλο που αυτοί τον βίαζαν, εντούτοις αυτός τους συναναστρεφόταν καθημερινά και ερχόταν σε επαφή μαζί τους συχνά, έτρωγε και έβλεπε τηλεόραση μαζί τους στο κελί 60, έφτιαχνε γι΄ αυτούς και έπινε μαζί τους καφέ, έπαιζε τάβλι και γενικά μπαινόβγαινε καθημερινά στο κελί 60 πολλές φορές, ενισχύεται από τα οπτικά πλάνα του κλειστού κυκλώματος των φυλακών (Τεκμήριο 22) ως και τη μαρτυρία των ΜΚ5, ΜΚ10 και ΜΚ13, οι οποίοι τα παρακολούθησαν και ετοίμασαν την έκθεση Τεκμήριο 30 όπου στις σελ. 1-104 αυτής περιγράφονται λεπτομερώς όλες οι κινήσεις του ΜΚ7 και των κατηγορουμένων, στον περιορισμένο χρόνο από 26.12.2013 μέχρι 7.1.2014.
2. Ο ισχυρισμός του ΜΚ7 ότι στο εν λόγω κελί, πέραν από τους κατηγορούμενους 1 και 2, οι οποίοι διέμεναν σ΄αυτό, σύχναζαν κατά τον κρίσιμο χρόνο και οι κατηγορούμενοι 4 και 5, επίσης ενισχύεται από τα οπτικά πλάνα (Τεκμήριο 22), τη μαρτυρία των ΜΚ5, ΜΚ10 και ΜΚ13, ως και το Τεκμήριο 30 που ετοίμασαν. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των ΜΚ5, ΜΚ10 και ΜΚ13, στις σελ. 6-7 του Τεκμηρίου 30, οι κατηγορούμενοι 1 και 2 - όπως διαπίστωσαν από την παρακολούθηση των οπτικών πλάνων - είχαν πολύ φιλικές σχέσεις με τον ΜΚ7. Ο κατηγορούμενος 4 είχε καλές σχέσεις με τον ΜΚ7 και τους κατηγορούμενους 1 και 2. Ο κατηγορούμενος 5 είχε επίσης καλές σχέσεις με τον ΜΚ7 και τους κατηγορούμενους 1, 2 και 4.
3. Ο ισχυρισμός του ΜΚ7 ότι υπό το κράτος εκφοβισμού και εξαναγκασμού του από τους κατηγορούμενους 1 και 2, καθάριζε το κελί 60 όπου αυτοί διέμεναν, ενισχύεται από τα οπτικά πλάνα Τεκμήριο 22 (βλ. οπτικά πλάνα ημερομηνίας 3.1.2014, ώρα 18:38-19:06 και ημερομηνίας 28.12.2013, ώρα 19:10(43) - 19:35(30) ως και τη σελ. 12 του Τεκμηρίου 30, όπου ο ΜΚ7 απεικονίζεται να καθαρίζει και σφουγγαρίζει μπροστά από την είσοδο του κελιού 60, ενώ οι κατηγορούμενοι 1 και 2 περίμεναν να τελειώσει το σφουγγάρισμα και ο κατηγορούμενος 2 του υποδείκνυε σε ποιο σημείο να σκουπίσει.
4. Ο ισχυρισμός του ΜΚ7 ότι κατά το χρόνο που οι κατηγορούμενοι τον βίαζαν μέσα στο κελί 60, η κουρτίνα που ήταν τοποθετημένη στην είσοδο του ήταν κλειστή και τοποθετούσαν επίσης μια καρέκλα άσπρη πλαστική μπροστά από την κουρτίνα, ενισχύεται επίσης από τα οπτικά πλάνα Τεκμήριο 22 (βλ. ενδεικτικά οπτικά πλάνα ημερομηνίας 28.12.2013, ώρα 12:06-12:12, και ώρα 12:22-13:35 του Τεκμηρίου 30).
5. Ο ισχυρισμός του ΜΚ7 ότι υπέστη βιασμό από τους κατηγορουμένους στην πτέρυγα 8 των Κεντρικών Φυλακών, στην χρονική περίοδο από 20.11.2013 που μετακινήθηκε στην πτέρυγα 8 μέχρι 7.1.2014, ενισχύεται από τη μαρτυρία του Ιατροδικαστή ΜΚ19, ο οποίος εξέτασε τον ΜΚ7 στις 9.1.2014 και διαπίστωσε ήπια χάλαση του σφικτήρα, με διατήρηση του σφικτηριακού τόνου, χωρίς ευαισθησία και χωρίς εξωτερικές κακώσεις. Το εύρημα του αυτό, σύμφωνα με τον ΜΚ19, συνάδει με την περίπτωση πρωκτικής επαφής του ΜΚ7, για πολλές φορές στο περιορισμένο αυτό χρονικό διάστημα, κατ΄ εξακολούθηση και τακτικά, χωρίς άσκηση βίας και πρόκειται για χαρακτηριστικό που εντοπίζεται σε κάποιον που ήρθε σε σεξουαλική επαφή για μικρό χρονικό διάστημα, δηλαδή για μήνες και όχι χρόνια. Συγχρόνως, απέκλεισε το ενδεχόμενο, για τους λόγους που εξήγησε, το εν λόγω εύρημα του να οφείλεται σε πάθηση της σπονδυλικής στήλης ή του νευρικού συστήματος του ΜΚ7, σε δυσκοιλιότητα ή στο ότι ο ΜΚ7 ήταν χρόνια ομοφυλόφιλος.
6. Ο ισχυρισμός του ΜΚ7 ότι ο κατηγορούμενος 4 του τοποθέτησε στο πέος του την μπίλια (Τεκμήριο 1) στις τουαλέτες της πτέρυγας 8 - ο οποίος ισχυρισμός είναι παραδεκτός από τον κατηγορούμενο 4 - ενισχύεται και από τα οπτικά πλάνα Τεκμήριο 22 (βλ. οπτικά πλάνα ημερομηνίας 30.12.2013, ώρες 13:19-13:37, 14:23(52)-14:50 και 17:58-18:55) και τις σελίδες 8 και 38-39 Τεκμήριο 30.»
Μια μαρτυρία για να είναι ενισχυτική πρέπει, χωρίς βεβαίως να απαιτείται να αποδείξει αφ΄ εαυτής τα αμφισβητούμενα γεγονότα ή τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, να έχει ανεξάρτητη προέλευση από το μάρτυρα τη μαρτυρία του οποίου αποβλέπει να ενισχύσει και να τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι, όχι μόνο διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, αλλά επίσης ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος (R. v. Baskerville [1916] 2 K.B. 658, Turner v. Blunden [1986] 2 All ER 75, Tτοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 258, Χριστοδούλου Ιερόθεος άλλως Ρόπας και ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2000) 2 ΑΑΔ 628).
Όπως ορθά υποστηρίζεται με τον 3ο λόγο έφεσης το Κακουργιοδικείο, παρά το ότι παρέπεμψε στην ορθή νομολογία (Ττοουλιάς, Ρόπας) για την έννοια της ενισχυτικής μαρτυρίας, έσφαλε θεωρώντας ότι τα παραπάνω στοιχεία μαρτυρίας αποτελούσαν ανεξάρτητη μαρτυρία που υπεδείκνυε ότι εκείνοι που διέπραξαν τα κατ΄ ισχυρισμόν αδικήματα στο κελί 60 ήταν οι κατηγορούμενοι. Τα στοιχεία αυτά δεν ήταν τέτοιας φύσης, εφόσον δεν ενέπλεκαν τους εφεσείοντες στη διάπραξη των αδικημάτων, αλλ΄ ούτε και επιβεβαίωναν καν ότι έλαβαν χώρα τα αδικήματα. Ούτε η ιατρική μαρτυρία περί ήπιας χάλασης σφικτήρα μπορούσε να έχει τέτοια εμβέλεια. Όπως αποφασίστηκε στην James v. R. (1970) 55 Cr App Rep 299, 330 PC, που αφορούσε υπόθεση βιασμού, η μαρτυρία που απεδείκνυε ότι είχε λάβει χώρα σεξουαλική επαφή δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ενισχυτική, εφόσον δεν επιβεβαίωνε ούτε ότι διεπράχθη βιασμός, ούτε ότι ήταν ο κατηγορούμενος που τον διέπραξε. Επίσης στην Ιωαννίδης ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640, η μαρτυρία για τα τραύματα στο χέρι του παραπονούμενου κρίθηκε ότι ήταν υποστηρικτική και όχι ενισχυτική του ισχυρισμού του ότι ο κατηγορούμενος τον είχε κτυπήσει στα χέρια.
Η μαρτυρία που παρέθεσε το Κακουργιοδικείο ως ενισχυτική στην πραγματικότητα αποτελούσε υποστηρικτική μαρτυρία, δηλαδή μαρτυρία που δυνατόν να τεκμηριώνει και να στηρίζει τη μαρτυρία άλλου μάρτυρα ως προς τα επίδικα ζητήματα (βλ. Hadjisavva alias Koutras v. The Republic (1976) 2 CLR 13, Κουσουλίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 10/2018, ημερ. 9.11.2018).
Παρά ταύτα, όχι μόνο την εξέλαβε ως ενισχυτική μαρτυρία, αλλά και της απέδωσε τέτοια εμβέλεια ώστε να τείνει «σε ουσιώδη σημεία της μαρτυρία του ΜΚ7», να καταδείξει, όπως κατέγραψε, κατά τρόπο πολύ ισχυρό ότι τα αδικήματα τα διέπραξαν οι κατηγορούμενοι στο κελί 60 της πτέρυγας 8 των Κεντρικών Φυλακών. Η διαπίστωση δε αυτή κατεγράφη κατά τρόπο πρωθύστερο, δηλαδή προτού εξεταστεί η μαρτυρία του ΜΚ7. Εξ αυτού προκύπτει ένα περαιτέρω σφάλμα ως εξής:
Κατά την «πατροπαράδοτη προσέγγιση» εξεταζόταν σε πρώτο στάδιο η αξιοπιστία του μάρτυρα και αναζητείτο ενισχυτική μαρτυρία μόνο όταν ο μάρτυρας εκρίνετο κατ΄ αρχήν αξιόπιστος (βλ. Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 224). Κατά την νεότερη «ορθολογιστική προσέγγιση» δεν υπάρχει λογικό έρεισμα στον κατατεμαχισμό της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης της αξιοπιστίας οποιουδήποτε μάρτυρα και η μαρτυρία πρέπει να κρίνεται ως ενιαίο σύνολο (Ττοουλιάς (ανωτέρω) και Attorney General of Hong Kong v. Wong Mukping [1987] 2 All ER 488). Δεν πρόκειται για διαφορά ουσίας αλλά προσέγγισης. Ένας εμφανώς αναξιόπιστος μάρτυρας δεν μπορεί να τύχει ενίσχυσης αλλά η ορθολογιστική αντιμετώπιση του θέματος επιβάλλει να εξετάζεται πρώτα κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, πριν το δικαστήριο προχωρήσει στην τελική κρίση της αξιοπιστίας της ύποπτης μαρτυρίας (Ρόπας (ανωτέρω), Τεβλετιάν ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 512).
Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο δεν ακολούθησε ούτε τον παραδοσιακό, μήτε τον ενιαίο τρόπο προσέγγισης. Δεν εκτίμησε σε πρώτο στάδιο την αξιοπιστία του ΜΚ7 κατά την «πατροπαράδοτη προσέγγιση», αλλά ούτε αξιολόγησε τη μαρτυρία αυτή κατά τρόπο ενιαίο, λαμβάνοντας υπόψη κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, κατά την «ορθολογιστική προσέγγιση». Κατά πρωθύστερο τρόπο έθεσε, ως άνω, εκ προοιμίου τη μαρτυρία που θεώρησε ως ενισχυτική και μάλιστα, με τον ισχυρό τρόπο που το έπραξε. Σημειώνουμε ότι το ίδιο σφάλμα εντοπίστηκε και στην υπόθεση Χαραλάμπους (ανωτέρω) στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε πως με τον τρόπο αυτό «ελλοχεύει ο κίνδυνος μεταφοράς μιας αίσθησης ενοχής εξαιτίας της ενισχυτικής μαρτυρίας».
Ως προς τις συνέπειες από τα σφάλματα αυτά, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των εφεσειόντων εισηγήθηκαν πως είναι σαφές ότι τα στοιχεία που κακώς εκλήφθηκαν ως ενισχυτικά διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ7, παρά τη φραστική διατύπωση του Κακουργιοδικείου ότι θα ήταν διατεθειμένο να καταδικάσει στη βάση της μαρτυρίας του ΜΚ7 χωρίς ενίσχυση. Εισηγήθηκαν ότι το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε σε ενίσχυση «κατά πολύ ισχυρό τρόπο» της μαρτυρίας του ΜΚ7 σε «ουσιώδεις λεπτομέρειες», κατά τρόπο που να δεικνύει ότι η αξιοπιστία του ΜΚ7 προκρίθηκε στη βάση του ό,τι αντελήφθη το Κακουργιοδικείο ως ενισχυτική μαρτυρία, ενώ δεν ήταν. Παραμένει άγνωστο, καταλήγει η εισήγηση, το ποια θα ήταν η κατάληξη του Kακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία του ΜΚ7 εάν δεν είχε υποπέσει στα εν λόγω σφάλματα και ως εκ τούτου τα συμπεράσματα του για την αξιοπιστία του ΜΚ7 θα πρέπει να κριθούν ως ακροσφαλή.
Oι εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση εφέσεων διέπονται από το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, και από το άρθρο 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 145(1)(β) το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο μπορεί να ακυρώσει καταδικαστική απόφαση λόγω «πλημμελούς απόφασης επί νομικού ζητήματος ή για το λόγο ότι υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης». Νοείται όμως ότι έχει εξουσία να απορρίψει την έφεση εάν κρίνει ότι δεν προέκυψε πράγματι ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης. Πρόκειται για τη γνωστή «επιφύλαξη» («proviso»), του άρθρου 145(1)(β) που παρέχει τη δυνατότητα μια έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης να απορριφθεί, παρά την ύπαρξη σφάλματος στην πρωτόδικη απόφαση, όταν το Εφετείο κρίνει ότι δεν προκαλείται ουσιώδης εκτροπή από τα θέσμια της δικαιοσύνης.
Το κριτήριο είναι κατά πόσον, παρά το σφάλμα, με τη σωστή καθοδήγηση το εκδικάζον δικαστήριο αλλά και κάθε άλλο δικαστήριο θα κατέληγαν, επί του συνόλου της μαρτυρίας, αναπόφευκτα σε καταδικαστική απόφαση (Vouniotis v. Republic (1975) 2 CLR 34, Hiscock v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 183/15, ημερ. 19.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:B362). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ το βάρος ανατροπής της καταδίκης βρίσκεται στους ώμους του εφεσείοντα, το βάρος να ικανοποιηθεί το Εφετείο ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί το proviso ευρίσκεται στους ώμους της εφεσίβλητης Κατηγορούσας Αρχής (Pierides v. The Republic (1971) 2 CLR 263, Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 91/2017, ημερ. 2.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:B214).
Ειδικότερα η εσφαλμένη καθοδήγηση σε σχέση με ενισχυτική μαρτυρία, δεν οδηγεί κατ΄ ανάγκη σε ακύρωση της καταδίκης. (Vouniotis (ανωτέρω), σελ. 89(10)-92(37), R. v. Lovell [1923] All ER Rep Ext 769) (βλ. επίσης ΝΧ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 503, όπου παρά το σφάλμα του δικαστηρίου υπήρχε και άλλη ενισχυτική μαρτυρία). Στο ίδιο σημείο στη Vouniotis, αναφέρεται επίσης ότι η καταδίκη δύναται, έστω και αν έχει δοθεί επαρκής προειδοποίηση, να ακυρωθεί όταν εσφαλμένα εκλαμβάνεται ότι υπάρχει ενίσχυση, ενώ δεν υπάρχει, με αναφορά στις ακόλουθες υποθέσεις: R. v. Rudge, 17 Cr.App.R. 113, R. v. Smith, 18 Cr.App.R. 19, R. v. Parker, 18 Cr.App.R. 103, R. v. Phillips, 18 Cr.App.R. 115, R. v. Charavanmuttu, 22 Cr.App.R. 1, R. v. Martin, Ansell and Ross, 24 Cr.App.R. 177. Στην υπόθεση R. v. Keeling [1942] 1 All ER 507, η λανθασμένη καθοδήγηση ότι υπήρχε ενίσχυση οδήγησε σε παραμερισμό της καταδίκης εφόσον η ενίσχυση απαιτείτο επιτακτικά εκ του νόμου (ανώμοτη μαρτυρία παιδιού). Το ίδιο και στην Ττoουλιάς, εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο ρητώς ανέφερε ότι δεν θα καταδίκαζε χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, ενώ η μαρτυρία που εξέλαβε ως τέτοια, στην πραγματικότητα δεν ήταν ενισχυτική. Επίσης στην Καϊλής ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 251, η κρίση για το εσφαλμένο της αποδοχής μαρτυρίας ως ενισχυτικής είχε ως αποτέλεσμα ότι δεν αποδείχθηκε η αναγκαία έλλειψη συγκατάθεσης της παραπονούμενης και συνεπώς η καταδίκη ακυρώθηκε.
Πέραν τέτοιας φύσεως περιπτώσεων, όπου το σφάλμα οδηγεί κατά νομική ή λογική αναγκαιότητα σε παραμερισμό της καταδίκης, σημασία έχει η ουσιαστική επίδραση του σφάλματος στο έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας και, εν τέλει, στην καταδίκη. Η σχετική νομολογία, ακόμα και όταν δεν αναφέρεται στην «επιφύλαξη», πάντως διέπεται από το ίδιο πνεύμα. Ζητούμενο είναι το κατά πόσον από το σφάλμα προκαλείται ουσιώδης εκτροπή από τα θέσμια της δικαιοσύνης. Στην Νvoorwzefr v. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 505 υποδείχθηκε ότι είναι ζήτημα των περιστατικών της κάθε υπόθεσης κατά πόσο το λάθος είναι σημαντικό και συνυφασμένο «με το γενικότερο ζήτημα της αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας με άμεση δυνητική επίδραση στην κατάληξη περί της αξιοπιστίας,» και τελικά περί της απόδειξης των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Κουσουλίδης, ανωτέρω). Στην Kondratjev v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 551 ελέχθη ότι «η τυχόν εσφαλμένη εντύπωση του Δικαστηρίου σε σχέση με μαρτυρία την οποία κακώς θεώρησε ως ενισχυτική, εγείρει θέμα προς εξέταση, ως προς το κατά πόσο αυτό το σφάλμα μπορεί να αφήσει άθικτη την καταδίκη, εν όψει της κατάληξης ότι η μαρτυρία ενός μάρτυρα ήταν από μόνη της αρκετή χωρίς ενίσχυση.»
Είναι ακριβώς υπ΄ αυτή την έννοια που, ως άνω, τέθηκε η εισήγηση των ευπαίδευτων δικηγόρων των εφεσειόντων περί καταλυτικής επίδρασης του σφάλματος σε σχέση με την ενισχυτική μαρτυρία. Από την άλλη, ήταν η εισήγηση της ευπαίδευτης εκπροσώπου της Δημοκρατίας, ότι το σφάλμα δεν έχει ουσιαστική σημασία εφόσον το Κακουργιοδικείο τελικά, παρά το ότι αναφέρθηκε σε ενισχυτική μαρτυρία, ανέφερε ότι θα καταδίκαζε και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, χρησιμοποιώντας το ακόλουθο λεκτικό:
«Η αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΚ7 δεν είναι άμεσα εξαρτημένη από το γεγονός ότι έχουμε εντοπίσει ενισχυτική μαρτυρία σε ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας του. Και αν ακόμα δεν εντοπίζαμε τέτοια ενισχυτική μαρτυρία και πάλι θα στηριζόμασταν στη μαρτυρία του. Και τούτο γιατί, παρόλο που έχουμε προειδοποιήσει έντονα τον εαυτό μου και έχουμε αναλογιστεί σε υπέρτατο βαθμό τους κινδύνους αποδοχής της μαρτυρίας του χωρίς ενίσχυση εν τούτοις, συνεκτιμώντας το είδος, την ποιότητα, το εύρος, την δύναμη και την πειστικότητα της μαρτυρίας του, μπορούμε με βεβαιότητα να βασιστούμε με απόλυτη ασφάλεια σε αυτήν και χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης.»
Μας ζητήθηκε να δώσουμε καθοριστική σημασία τόσο στην παραπάνω διατύπωση, όσο και στην ισχυρή πεποίθηση του Κακουργιοδικείου περί της ενοχής των εφεσειόντων, όπως αυτή τονίστηκε στην απόφαση του.
Η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ειδικότερα ότι θα πρέπει να ακολουθήσουμε την προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χαραλάμπους (ανωτέρω) όπου τα σφάλματα του Κακουργιοδικείου ήταν παρόμοια, όπως είπε. Στην Χαραλάμπους, όμως παρά το λόγο έφεσης περί λανθασμένης ανεύρεσης ενισχυτικής μαρτυρίας, το Εφετείο διαπίστωσε ότι, έστω και αν το Κακουργιοδικείο είχε αυτοπροειδοποιηθεί για την περίπτωση καταδίκης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, στην πραγματικότητα τα όσα κατέγραψε ως ενισχυτική μαρτυρία, ορθά θεωρήθηκαν ενισχυτικά.
Εν προκειμένω όμως, όπως εν τέλει δέχθηκε ενώπιον μας η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Δημοκρατίας, δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία.
Εν πάση περιπτώσει, σαφής είναι η νομολογία ότι η κρίση αναφορικά με το ασφαλές ή μη μιας καταδίκης δεν είναι ζήτημα φραστικής διατύπωσης, η οποία μπορεί στην πραγματικότητα να είναι κενή από ουσία. Είναι ζήτημα ουσιαστικού δικανικού συλλογισμού.
Στη Βούτουνος ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 71, υποδείχθηκε η διαφορά με το ορκωτό σύστημα της Αγγλικής δίκης, για να λεχθεί ότι η καταγραφή ή όχι προειδοποίησης στην απόφαση του δικαστηρίου δεν έχει ουσιαστική σημασία, εφόσον δεν απευθύνεται σε ενόρκους και ότι:
«.η δικαστική σκέψη εκφράζεται στην απόφαση. Από αυτή ελέγχεται γενικά η ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου και ειδικά ως προς τον προβληματισμό του, προτού καταλήξει σε καταδίκη προσώπου στη βάση μόνο μαρτυρίας, που κατά νομολογιακή αρχή, σε αντίθεση βέβαια όπου υπάρχει νομοθετική υποχρέωση, απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία. .είτε καταγραφεί προειδοποίηση είτε όχι στην απόφαση, η δικαστική σκέψη ελέγχεται στη βάση του συνόλου της κρίσης του δικαστηρίου.»
(βλ. επίσης Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 371, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 32, Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφ.142/14, 17.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:D834, Μιχαηλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 125/2017 κ.α, 26.4.2018).
Παρεμβάλλουμε ότι τόσο στην Αγγλία, απ΄ όπου εκπήγασε ο κανόνας πρακτικής για ενισχυτική μαρτυρία, όσο και ευρύτερα στο χώρο του κοινού δικαίου, υπήρξε ριζική μεταρρύθμιση.[2] Ο κανόνας πρακτικής καταργήθηκε γενικά, τόσο σε σχέση με παραπονούμενους για σεξουαλικά αδικήματα, όσο και σε σχέση με συνεργούς (Criminal Justice and Public Order Act 1994, (CJPOA) (s.32)).[3]
Μετά την εκ του νόμου κατάργηση του κανόνα πρακτικής, όπως είχαμε την ευκαιρία να εξηγήσουμε στην Ε.Α. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), το ζήτημα έχει αποσυνδεθεί από γενικές κατηγορίες μαρτύρων και η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η οποία ασκείται στην κάθε υπόθεση με βάση τα δικά της δεδομένα (Makanjuola (ανωτέρω)).
Οι λόγοι που οδήγησαν στη μεταρρύθμιση αναφέρονται στο σύγγραμμα Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, 2020 ed., 4-469, και αφορούν στη διαπίστωση ότι οι κανόνες περί ενίσχυσης ήταν τεχνικής φύσης και περίπλοκοι, προκαλώντας ανωμαλίες στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Κατακριτέα θεωρήθηκε πλέον η απόλυτη υποχρέωση για προειδοποίηση, γενικά, σε σχέσεις με κατηγορίες μαρτύρων, όπως είναι οι παραπονούμενοι σε σεξουαλικά αδικήματα. Ειδικότερα θεωρήθηκε ότι η καθοδήγηση περί εγγενώς επισφαλούς μαρτυρίας όταν αυτή προέρχεται από παραπονούμενα πρόσωπα για σεξουαλικά αδικήματα, είναι προσβλητική για τις γυναίκες, νοουμένου ότι οι γυναίκες είναι κατά κανόνα παραπονούμενα πρόσωπα σε τέτοιου είδους υποθέσεις. Έτι περαιτέρω, έχει αποφασιστεί ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας και αποτελεί εκδήλωση δυσμενούς διάκρισης με βάση το φύλο (Balelala v. State [2004] FJCA 49) (βλ. Ε.Α. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).
Πράγματι ο λόγος που κάποτε είχε οδηγήσει στην υιοθέτηση κανόνα πρακτικής αναφορικά με σεξουαλικά αδικήματα, με δεδομένο ότι παραπονούμενα πρόσωπα ήταν γυναίκες και κορίτσια, ήταν η έμφυτη δυσπιστία, ως κοινωνική αντίληψη, για την αξιοπιστία τους ως μάρτυρες παραπονούμενες για σεξουαλικά αδικήματα. Οι αντιλήψεις αυτές έχουν εκφραστεί τόσο στην αγγλική, όσο και στην κυπριακή νομολογία:
Στην υπόθεση Longman v. The Queen (1902) ελέχθηκαν τα ακόλουθα:
«There is often a great temptation to a woman to screen herself by making false or exaggerated charge, and supporting it with minute details of a kind, which the female mind seems particularly adapted to invent. Unless, therefore, the story of the prosecution is corroborated, it becomes a mere question of oath, and although the law does not, in these cases, technically require corroborative evidence . judges are in the habit of telling juries that it is not safe to convict the prisoner upon the unsupported statements of the woman .»
Στην Reg. v. Henry (1968) 53 Cr.App.R. 150, 153, ο Salmon, LJ, εξήγησε τον κανόνα πρακτικής ως εξής:
«. human experience has shown that in these Courts girls and women sometimes tell an entirely false story, which is very easy to fabricate, but extremely difficult to refute. Such stories are fabricated for all sorts of reasons, which I need not now enumerate, and sometimes for no reasons at all .»
Επίσης η κυπριακή νομολογία υποστήριξε ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι βαθιά ριζωμένη σε καλούς λόγους και μακρά πείρα και επειδή οι αντιδράσεις της ανθρώπινης φύσης στους κανόνες της κοινωνίας για το σεξ είναι αμετάβλητες για πολλά χρόνια, δεν μπορεί να χαλαρώνεται χωρίς να διακυβεύεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης (Makris alias Petinos v. The Police (1961) CLR 330). Επίσης ότι η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας σε τέτοιες περιπτώσεις παρουσιάζεται να οφείλεται στα έμφυτα ανθρώπινα ελαττώματα και αδυναμίες που πιθανόν να οδηγούν τις γυναίκες, όταν γυναίκες είναι παραπονούμενα πρόσωπα, στην επινόηση ψευδών καταγγελιών για δικούς τους σκοπούς (Trussler v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 38 και Καϊλής, (ανωτέρω)).
Χαρακτηριστική στα ίδια πλαίσια είναι η αναφορά στο σύγγραμμα των V. Gattie και M. Krishnamachariar, Wills' Principles of Circumstantial Evidence, Butterworth & Co, 7η έκδ., 1937, σελ. 430 που παρατίθεται στο σύγγραμμα Τ. Ηλιάδη και Ν.Γ. Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης, , Β έκδοση, σελ. 527, ως ακολούθως:
«Female chastity is so highly prized, and is of such social importance, that there is often very great temptation to a woman to screen herself by making a forced or exaggerated charge and supporting it with minute details of evidence of a kind which the female mind seems peculiarly adapted to invent.
Σε ελεύθερη μετάφραση:
"Η γυναικεία αγνότητα εκτιμάται τόσο πολύ και έχει τέτοια κοινωνική σημασία που συχνά βάζει σε πολύ μεγάλο πειρασμό ορισμένες από αυτές να προβάλλουν τον εαυτό τους με την επινόηση ψευδών ή υπερβολικών κατηγοριών, υποστηρίζοντας τις κατηγορίες αυτές με λεπτομέρειες τέτοιου είδους που ο γυναικείος νους φαίνεται ιδιαίτερα προσαρμοσμένος να επινοεί.»
Έχουν πλέον τέτοιες προσεγγίσεις έρεισμα στις αντιλήψεις της κοινωνίας και του νόμου; Άλλωστε, ποια σχέση έχει η παραπάνω δικαιολογητική βάση του κανόνα όταν το παράπονο προέρχεται από άντρα, όπως εν προκειμένω;
Οι νέες αντιλήψεις, αντίθετα, αντανακλώνται και σε πτυχές της κυπριακής νομοθεσίας, πλην όμως κατά τρόπο αποσπασματικό.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στο άρθρο 4(3) του Νόμου 87(Ι)/2007 με το οποίο καταργήθηκε η υποχρέωση για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στο νόμο αυτό. Η ίδια ρύθμιση απαντάται και στο άρθρο 21 του Νόμου περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας, Ν. 91(Ι)/2014.
Επίσης ήδη από το 2009, που επήλθε αντικατάσταση του άρθρου 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, με το Ν. 14(Ι)/2009, δεν απαιτείται πλέον ενισχυτική μαρτυρία ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού. Το νέο άρθρο ορίζει ότι δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, ούτε η σχετική αυτοπροειδοποίηση του δικαστηρίου.
Αντίθετα, στο άρθρο 16 των περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμων του 2000-2019 (Ν.119(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε) απαιτείται κατ΄ αρχάς ενισχυτική μαρτυρία.
Συνοψίζοντας το αποτέλεσμα των νομοθετικών ρυθμίσεων σημειώνουμε ότι:
Έχει καταργηθεί η εκ του νόμου υποχρέωση για ενίσχυση ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, η υποχρέωση με βάση κανόνα πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης ένορκης μαρτυρίας παιδιού, η υποχρέωση με βάση κανόνα πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης παραπονούμενων για σεξουαλικά αδικήματα με βάση το Ν. 87(Ι)/2007 και ακολούθως με βάση το Ν. 91(Ι)/2014, αλλά παραμένει ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης της μαρτυρίας των παραπονούμενων όταν οι κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα στηρίζονται στον Ποινικό Κώδικα και ο ίδιος κανόνας έχει υιοθετηθεί ως νομοθετική πρόνοια στο Ν. 119(Ι)/2000. Παραμένει επίσης σε ισχύ και ο κανόνας αναφορικά με τη μαρτυρία συνεργών ή μαρτύρων που έχουν δικό τους σκοπό να εξυπηρετήσουν.
Έχουμε διαπιστώσει ότι στην Reg. v. Gilbert (202) 2 AC 531, (Eastern Caribbean Court of Appeal) αναγνωρίστηκε η δυνατότητα του δικαστηρίου για κατάργηση του κανόνα πρακτικής χωρίς την ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης, εφόσον δεν πρόκειται για νομοθετικό κανόνα, αλλά για κανόνα που δημιουργήθηκε εμπειρικά και νομολογιακά. Δεν χρειάζεται ούτε είναι σκόπιμος τέτοιος προβληματισμός, εν προκειμένω, εφόσον δεν έχει τεθεί τέτοιο ζήτημα στην παρούσα υπόθεση. Είναι όμως ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει τη νομοθετική εξουσία για σκοπούς εκσυγχρονισμού και, εν πάση περιπτώσει, ομοιογένειας του δικαίου, εφόσον προκύπτει διαφορετική μεταχείριση αλλά και διαφορετικές ρυθμίσεις ακόμα και στα πλαίσια της ίδιας υπόθεσης, ακόμα και για την ίδια πράξη ανάλογα με το νομικό της χαρακτηρισμό.
Εν πάση όμως περιπτώσει, επαναλαμβάνουμε χάριν τονισμού ότι ο κανόνας πρακτικής δεν μπορεί να εφαρμόζεται μηχανιστικά. Το ζητούμενο δεν είναι απλώς να αναζητηθεί, ως ζήτημα τυπικού κανόνα, ενισχυτική μαρτυρία. Ούτε να δοθεί μια λεκτική προειδοποίηση, όσο δυνατή και αν είναι. Το ζητούμενο είναι το δικαστήριο να αισθάνεται βέβαιο, επειδή έχει εντοπίσει και ενισχυτική μαρτυρία, ή να αισθάνεται εξίσου ασφαλές να καταδικάσει, έστω και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Αυτά όμως πρέπει να εξετάζονται κατά συγκεκριμένο τρόπο και πρέπει να φαίνονται κατά τρόπο πειστικό μέσα στην απόφαση, ως το αποτέλεσμα ενός συμπαγούς και συγκεκριμένου σκεπτικού, εδραζομένου στα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου.
Είναι υπ΄ αυτό το πρίσμα που καλούμαστε να απαντήσουμε κατά πόσο τα σφάλματα του Κακουργιοδικείου μπορεί να είχαν άμεση δυνητική επίδραση στην κατάληξη περί της αξιοπιστίας, παρά την διατύπωση ότι οι πρωτόδικοι δικαστές αισθάνονταν απόλυτα ασφαλείς να βασιστούν στη μαρτυρία του ΜΚ7, χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης και ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του δεν ήταν άμεσα εξαρτημένη από το γεγονός ότι είχαν εντοπίσει, όπως θεώρησαν, ενισχυτική μαρτυρία. Και το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί παρά εξετάζοντας τα γεγονότα της υπόθεσης και τη συλλογιστική του Κακουργιοδικείου στο σύνολο της.
Η πτυχή της έφεσης αναφορικά με τον ισχυρισμό για λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ7 είναι εκτεταμένη. Ιδιαίτερη όμως σημασία δόθηκε στο γεγονός ότι ο ΜΚ7 σε προηγούμενες δηλώσεις του προς την Αστυνομία είχε ενοχοποιήσει κατά συγκεκριμένο τρόπο τον πρώην κατηγορούμενο 3, ενώ ως μάρτυρας δεν προώθησε τέτοιους ισχυρισμούς. Στις καταθέσεις του όχι μόνο εμπλέκει τον πρώην κατηγορούμενο 3 αλλά στην πρώτη κατάθεση του, ημερ. 15.1.2014 (Τεκμήριο 32Α) αναφερόμενος στο πρώτο περιστατικό ισχυρίστηκε ότι μετά που οι εφεσείοντες και ο 3ος κατηγορούμενος τον ανάγκασαν να τους κάνει «στοματικό έρωτα», οι εφεσείοντες τον κρατούσαν από τα χέρια και πρώτος ήρθε σε συνουσία δια βίας μαζί του ο κατηγορούμενος 3 και ακολούθως οι εφεσείοντες. Στην ίδια κατάθεση αναφέρεται ξανά στους «τρεις που τον βίασαν», ισχυριζόμενος ότι διέπρατταν το ίδιο αδίκημα κατ΄ επανάληψη. Σε μεταγενέστερη κατάθεση του, ημερ. 6.3.2014 (Τεκμήριο 35Α) ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος 3 σταμάτησε να έρχεται σε συνουσία δια βίας μαζί του διότι ο εφεσείοντας 1 του είπε «άφησ΄ τον τούτον, εν δικός μου».
Στην ένορκη του μαρτυρία, όμως, όπως επί του προκειμένου συνοψίζεται από το Κακουργιοδικείο, ο ΜΚ7 ανέφερε ότι η κατάθεση του (Τεκμήριο 32Α) δεν είναι ορθή διότι δεν είναι σίγουρος 100% κατά πόσο ο κατηγορούμενος 3 ήταν παρών και τον είχε αγγίξει σε μια περίπτωση που είχε βιαστεί από τους εφεσείοντες ενώ του είχαν χορηγήσει μικρά κόκκινα χάπια. Η λανθασμένη του αναφορά οφειλόταν στο γεγονός ότι βρισκόταν στο νοσοκομείο και ήταν σοκαρισμένος. Όλα όσα ανέφερε στις καταθέσεις του δεν είναι ψέματα, απλώς «δεν τα είπε σωστά» και το λάθος του ήταν η αναφορά στον κατηγορούμενο 3 χωρίς να είναι σίγουρος. Γι΄ αυτό και μόλις εξήλθε του νοσοκομείου ανέφερε στη δικηγόρο της Δημοκρατίας ότι δεν είχε βιαστεί από τον κατηγορούμενο 3.
Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η αναφορά του ΜΚ7 στον πρώην κατηγορούμενο 3 στις προηγούμενες του καταθέσεις δεν έγινε ψευδώς ή κατόπιν φαντασίωσης, αφού αυτός τον τοποθέτησε σε σκηνή βιασμού από τους εφεσείοντες και απλώς δεν ήταν σίγουρος 100% ότι αυτός τον άγγιξε, λόγω της επίδρασης του κόκκινου χαπιού που οι εφεσείοντες του είχαν χορηγήσει. Δέχθηκε τη διευκρίνιση του ΜΚ7 ότι τα όσα αναφέρονται στις καταθέσεις του δεν είναι ψέματα αλλά δεν είναι ορθά, υπό την έννοια ότι δεν τα έθεσε από την αρχή μέχρι το τέλος με τη σωστή σειρά, αλλά ανακατωμένα. Παρέπεμψε σχετικά στη μαρτυρία του ΜΚ18, ψυχίατρου και επιμελητή στην Ψυχιατρική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, ο οποίος είχε εξετάσει κατά τον κρίσιμο χρόνο τον ΜΚ7 και διαπίστωσε ότι βρισκόταν σε οξεία φάση μετατραυματικής διαταραχής, όπως επίσης και στην μαρτυρία του ΜΚ20, κλινικού ψυχολόγου και επιμελητή ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας, η οποία ήταν στα ίδια πλαίσια. Οι μάρτυρες αυτοί αναφέρθηκαν στη συμπτωματολογία που παρουσίαζε ο ΜΚ7, ότι δηλαδή ήταν ανήσυχος, έντρομος, σε κατάσταση υπερέντασης, είχε ταχυκαρδία και γρήγορη αναπνοή και έδειχνε να αναβιώνει τα συμβάντα που έζησε (flashback), δηλαδή τους έλεγε ότι κατά διαστήματα έβλεπε εικόνες και στιγμιότυπα από τα γεγονότα.
Ο ΜΚ18 ανέφερε ότι η κατάθεση του ΜΚ7 προς την Αστυνομία μπορεί να επηρεάστηκε λόγω της φάσης του κατακερματισμού που εμπίπτει στην συμπτωματολογία του μετατραυματικού στρες. Παρομοίωσε την περίπτωση με ένα καθρέφτη που σπάζει σε κομμάτια. Όταν το άτομο προσπαθήσει να επαναφέρει τα γεγονότα θα δυσκολευθεί ή δεν θα τα καταφέρει, γιατί ορισμένα από αυτά τα κομμάτια είναι καταχωνιασμένα στη μνήμη η οποία δεν τον βοηθά, τον δυσκολεύει διότι μεταφέρει όλα τα άσχημα και τα καταχωνιάζει στη μνήμη.
Η πλευρά των εφεσειόντων όμως εισηγήθηκε ότι οι ισχυρισμοί σε σχέση με τον πρώην κατηγορούμενο 3 δεν αποτελούν απόρροια των συμπτωμάτων μετατραυματικής διαταραχής, εφόσον ό,τι θα μπορούσε να ήταν η συνέπεια τέτοιας διαταραχής είναι η δυσκολία ανάκλησης λεπτομερειών σε σχέση με γεγονότα και όχι η επίκληση ψευδών και φανταστικών ισχυρισμών. Για ποιο λόγο, διερωτήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα 1, «η ανάμνηση της μιας και μοναδικής στιγμής, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ7, στην οποία ο κατηγορούμενος 3 ήταν παρών, οδήγησε τον ΜΚ7 στο να τον καταγγείλει για τη συμμετοχή του σε πολλαπλούς, διαφορετικούς βιασμούς . ένα πρόσωπο που δεν θυμάται καθόλου αν κάποιος άλλος τον έχει αγγίξει ή τον έχει βιάσει δεν θα αναφερθεί σε πολλαπλούς βιασμούς από το εν λόγω πρόσωπο.» Δίδοντας μάλιστα και εξήγηση γιατί αυτό το πρόσωπο σε κάποιο στάδιο σταμάτησε να τον βιάζει. Η μαρτυρία των ΜΚ18 και ΜΚ20 όχι μόνο δεν εξηγούσε αυτή τη συμπεριφορά, όπως εσφαλμένα εκτίμησε το Κακουργιοδικείο, αλλά εξ αυτής προέκυπτε ότι η φαντασίωση και το ψέμα δεν συμπεριλαμβάνονται στα διαγνωστικά κριτήρια της μετατραυματικής διαταραχής και δεν έχουν σχέση με την αδυναμία ανάκλησης λεπτομερειών, ή έστω βασικών πτυχών της ιστορίας, η οποία και καλύπτεται από την έννοια του κατακερματισμού. Δεν νοείται, συνεχίζει η εισήγηση, οι συνεχείς ενοχοποιητικοί ισχυρισμοί εναντίον του πρώην κατηγορούμενου 3 να θεωρούνται ως γεγονότα που είναι ορθά, ή πιθανόν να είναι ορθά, αλλά περιγράφονται με λάθος σειρά, κάτι που θα δικαιολογούσε ο κατακερματισμός και το μετατραυματικό στρες.
Αναφέρθηκε επίσης η υπεράσπιση στο γεγονός ότι ο ΜΚ7 είχε αποδώσει στις καταθέσεις του πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέμα τοποθέτησης μιας μπίλιας στο πέος του, κάτι που αναίρεσε με τη μαρτυρία του.
Όπως έχουμε ανωτέρω σημειώσει οι αναφορές για λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ7 είναι εκτεταμένες, όμως περιοριζόμαστε σε όσα προκύπτουν εξ αντικειμένου ως αντιφατικές αναφορές από τις προηγούμενες καταθέσεις. Σταθερή είναι η νομολογία ότι οι προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις ενός μάρτυρα εκτός δικαστηρίου δεν καθιστούν τη μαρτυρία του εκ προοιμίου αναξιόπιστη, εφόσον το δικαστήριο, ως ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων, έχει ευχέρεια να αποτιμήσει τις αντιφάσεις, ως στοιχεία που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα. Τα κριτήρια για τέτοια αποτίμηση σχετίζονται άμεσα με τους διαφαινόμενους λόγους που οδήγησαν στην προβολή διισταμένων θέσεων και με την ετοιμότητα του μάρτυρα να καταφύγει σε ψεύδη ή ανακρίβειες, προς εξυπηρέτηση του ιδίου συμφέροντος. Τελικό κριτήριο αποτελεί η προσήλωση του μάρτυρα στην αλήθεια. Ενώ η ευχέρεια του δικαστηρίου να αξιολογήσει ελεύθερα τη μαρτυρία είναι δεδομένη, οι αντιφατικές καταθέσεις, πάντως, δημιουργούν ερωτηματικά ως προς την αξιοπιστία του μάρτυρα και επιβάλλουν την προσέγγιση της μαρτυρίας του με μεγάλη επιφυλακτικότητα (βλ. Ρόπας (ανωτέρω), Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 172, Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 510, Τεβλετιάν (ανωτέρω), R. v. Pertano a.o (1981) Cr.L.R. 397 (CA)).
Eν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο κατέταξε τις εξ αντικειμένου προηγούμενες αντιφατικές δηλώσεις του ΜΚ7 κάτω από την ενότητα «Σημεία που εκ πρώτης όψεως παρουσιάζουν «αδυναμίες»» και επιχείρησε να δώσει εξήγηση, ως άνω, επί τη βάσει της μαρτυρίας των ΜΚ18 και ΜΚ20. Αναφέρθηκε στην θέση του ΜΚ7 ότι όλες οι καταθέσεις του στην Αστυνομία δεν ήταν απόλυτα ορθές, διότι όταν τις έδωσε βρισκόταν στο νοσοκομείο, η ψυχολογική του κατάσταση δεν ήταν καλή, του χορηγούσαν φάρμακα, δεν ένιωθε καλά και η Αστυνομία τον πίεζε αναζητώντας απαντήσεις. Είχε δώσει τις καταθέσεις μόνο για να γλυτώσει από τους αστυνομικούς, για να τον αφήσουν ήσυχο και δεν σκόπευε να έρθει στο δικαστήριο. Παράλληλα όμως αναφέρθηκε στη μαρτυρία του ΜΚ18, ότι στις 15.1.2014, ημερομηνία της πρώτης κατάθεσης του ΜΚ7, έκρινε ότι αυτός ήταν σε θέση να προβεί σε γραπτή κατάθεση και η φαρμακευτική του αγωγή δεν επηρέαζε την κρίση του, έστω και αν η συμπτωματολογία του μετατραυματικού στρες δεν είχε περάσει. Τελικά το Κακουργιοδικείο δέχθηκε την εξήγηση ότι ο ΜΚ7 δεν ήταν σίγουρος ότι ο κατηγορούμενος 3 τον άγγιξε, λόγω της επίδρασης του κόκκινου χαπιού που οι εφεσείοντες του είχαν χορηγήσει. Κατέληξε δε ότι αυτή η διαφοροποίηση της θέσης του ενδυναμώνει, παρά αποδυναμώνει, τη μαρτυρία του και τούτο φανερώνει τη διάθεση του ΜΚ7 να μην πει ψέματα στο δικαστήριο.
Η υπεράσπιση υποδεικνύοντας τη νομολογιακή αρχή ότι προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις ή αναφορές ενός μάρτυρα, δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά ως προς την αξιοπιστία του και επιβάλλουν την προσέγγιση της μαρτυρίας του με μεγάλη επιφυλακτικότητα, εισηγήθηκε ότι οι αντιφάσεις, εν προκειμένω, δεν ήταν απλές αδυναμίες ή διαφοροποιήσεις όπως τις θεώρησε το Κακουργιοδικείο. Δεν χωρεί αμφιβολία, κατά την εισήγηση της υπεράσπισης, ότι τα σφάλματα του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, ή η βαρύτητα που έδωσε στη μαρτυρία αυτή ως ενισχυτική ενώ δεν ήταν, και μάλιστα κατά τρόπο πρωθύστερο, σε συνδυασμό με τα όσα διαφαίνονται μέσα από το όλο έργο της αξιολόγησης του ΜΚ7, καταδεικνύει ότι το Κακουργιοδικείο επηρεάστηκε ως προς τον τρόπο που αντίκρισε ακολούθως τη μαρτυρία του ΜΚ7 και συνεπώς, εν όψει του σφάλματος αυτού, θα πρέπει τα συμπεράσματα του να κριθούν ως ακροσφαλή.
Συμφωνούμε με την υπεράσπιση ότι η διαφορά της μαρτυρίας του ΜΚ7 από τις καταθέσεις του, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τον ρόλο του πρώην κατηγορούμενου 3, δεν είναι απλώς σημείο που εκ πρώτης όψεως παρουσιάζει «αδυναμία» ή απλή διαφορά. Πρόκειται σαφώς περί αντίφασης. Στις καταθέσεις αποδίδεται σημαντικός ρόλος στον κατηγορούμενο 3 και μάλιστα πρωταρχικός στη σειρά των βιασμών που ακολούθησαν. Εξηγείται και ο λόγος που σταμάτησε να παρενοχλεί σεξουαλικά τον ΜΚ7. Στη μαρτυρία ανατρέπεται πλήρως αυτή η εικόνα και τίθεται το ενδεχόμενο του λάθους, λόγω του κόκκινου χαπιού στο πρώτο περιστατικό.
Το Κακουργιοδικείο είχε κάθε ευχέρεια, προσεγγίζοντας τη μαρτυρία του ΜΚ7 με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα και εάν τα ενώπιον του γεγονότα δικαιολογούσαν, να θεωρήσει πως η μεταγενέστερη στάση του μάρτυρα συνιστούσε προσήλωση στην αλήθεια, υπό την έννοια ότι η προηγούμενη αντιφατική δήλωση, σε σχέση με τον κατηγορούμενο 3, δεν επηρέαζε την αξιοπιστία του αναφορικά με όσα απέδωσε ενόρκως στους εφεσείοντες. Ο τρόπος όμως που προσέγγισε το ζήτημα ήταν, για τους λόγους που εξηγήσαμε, εσφαλμένος. Ενόψει τούτου, ορατός είναι ο κίνδυνος ότι ενήργησε εξ αρχής μέχρι τέλους με την εσφαλμένη αντίληψη ότι υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία που καταδείκνυε «κατά τρόπο πολύ ισχυρό» ότι οι εφεσείοντες διέπραξαν τα αδικήματα που αντιμετωπίζουν. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στο κρίσιμο μέρος της απόφασης όπου καταγράφονται καταληκτικά οι λόγοι για τους οποίους ο ΜΚ7 κρίθηκε αξιόπιστος, το Κακουργιοδικείο αναφέρεται, και μάλιστα τονίζει ότι:
«.εντοπίσαμε ενίσχυση της από ανεξάρτητη και αξιόπιστη μαρτυρία σε ουσιώδη και σημαντικά σημεία της, που έχουν άμεση σχέση με τα αδικήματα που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι, όπως αναλύσαμε πιο πάνω, σε προηγούμενο στάδιο της απόφασης μας.»
Υπ΄ αυτή την έννοια, δεν έχουμε αμφιβολία ότι τα σφάλματα σε σχέση με την ενισχυτική μαρτυρία είχαν άμεση επίδραση στην τελική κατάληξη του δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας του ΜΚ7, με τρόπο ώστε να παραμένει, όπως εισηγήθηκε η υπεράσπιση, άγνωστο το ποια θα ήταν η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία του ΜΚ7 εάν αυτό είχε σωστή αυτοκαθοδήγηση. Βρισκόμαστε στην ίδια θέση που βρέθηκε το Εφετείο στην υπόθεση Ττοουλιάς (ανωτέρω) λέγοντας τα ακόλουθα:
«Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να προβλέψουμε με βεβαιότητα ποια θα ήταν η ετυμηγορία του Δικαστηρίου αν τα γεγονότα της υπόθεσης ετύγχαναν σωστής εκτίμησης, όπως εξηγείται στην απόφαση αυτή. Δεν υπάρχει συνεπώς πεδίο για την εφαρμογή της επιφύλαξης.»
Υπενθυμίζουμε ότι η εφαρμογή της «επιφύλαξης» του άρθρου 145(1)(β) προϋποθέτει ότι το Εφετείο δεν έχει αμφιβολία ότι το σφάλμα είναι τέτοιο ώστε εάν το σφάλμα δεν υπήρχε και, αντίθετα, υπήρχε σωστή καθοδήγηση, τόσο το πρωτόδικο δικαστήριο, όσο και κάθε άλλο, θα κατέληγαν εν πάση περιπτώσει σε καταδικαστική απόφαση. Ασφαλώς δεν μπορεί να είναι αυτή η διαπίστωση μας στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από το σύνολο του σκεπτικού που προηγήθηκε. Η καταδίκη θα πρέπει να παραμεριστεί.
Το επόμενο ερώτημα αφορά στο κατά πόσο θα ακολουθήσει αθώωση ή επανεκδίκαση. Η εξουσία να διαταχθεί επανεκδίκαση, με βάση το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου και το άρθρο 145(1)(δ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, δεν έχει σκοπό την παροχή δεύτερης ευκαιρίας στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει την υπόθεση της. Ασκείται με φειδώ όπου η μαρτυρία ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου θα μπορούσε, με ορθή καθοδήγηση ως προς το νόμο και υπό το πρίσμα της ορθής εκτίμησης των γεγονότων, να οδηγήσει σε καταδίκη, έστω και αν δεν είναι τέτοιας φύσης που να δικαιολογεί την εφαρμογή της «επιφύλαξης» (Ττοουλιάς (ανωτέρω) και Petrides v. The Republic (1964) 1 CLR 463). Στην Isaias v. The Police (1966) 2 CLR 43, η εξισορρόπηση τέθηκε ως ακολούθως:
«We now come to the question whether in the circumstances of this case, we should make an order for re-trial. We gave this matter anxious consideration. On the one hand, we have to hear in mind, the nature of the offence, and the force with which such conduct disturbs public feeling in the community; and on the other hand, we must give full consideration to the damage which a re-trial would cause to the victim in the case; a little girl of eight. In this connection, we have also to consider the consequences of a new trial on the parents and other members of the family of the girl; and, the effect of such a proceeding on the members of the family of the appellant, especially his wife and children of school age.»
Στην Kondratjev (ανωτέρω) αναφέρθηκαν ως προς τα κριτήρια τα εξής:
«Όμως, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τους λόγους για τους οποίους η καταδίκη του εφεσείοντα κρίνεται ως ακροσφαλής, τη σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο έχει κατηγορηθεί, καθώς επίσης και το γεγονός ότι δεν έχει διαρρεύσει μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της κατ΄ ισχυρισμό διάπραξης του αδικήματος, της διεξαγωγής της δίκης και της σημερινής απόφασης του Εφετείου.»
Εν προκειμένω τα αδικήματα κατ΄ ισχυρισμόν διαπράχθηκαν Δεκέμβριο 2013 - Γενάρη 2014, η καταδίκη έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2016, οπότε και επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 10 ετών και η απόφαση του Εφετείου δίδεται τρία και πλέον χρόνια μετά. Ο χρόνος που παρήλθε και ειδικά το γεγονός ότι οι εφεσείοντες έχουν εκτίσει την προαναφερθείσα περίοδο από την ποινή τους, αποτελεί ένα σοβαρό παράγοντα εναντίον της επανεκδίκασης. Προς την ίδια κατεύθυνση θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η ταλαιπωρία που θα προκληθεί τόσο στους εφεσείοντες, όσο και στον παραπονούμενο, από μια νέα δίκη. Βέβαια, σε τέτοια περίπτωση το ευλόγως αναμενόμενο θα ήταν ο σημαντικός περιορισμός των επίδικων θεμάτων, με κατάθεση κοινώς παραδεκτών γεγονότων, εφόσον το ζήτημα επικεντρώνεται στην αξιοπιστία του παραπονούμενου. Αλλά αυτό εναπόκειται απόλυτα στους διάδικους και ειδικά, πάντοτε, στον κατηγορούμενο.
Από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να παραβλεφθεί η σοβαρότητα των αδικημάτων, ιδιαίτερα μέσα στο πλαίσιο που κατ΄ ισχυρισμό έλαβαν χώρα. Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής παρουσιάζει μια εικόνα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης μέσα στις Φυλακές, από κατάδικους σε βάρος συγκρατούμενου τους και υπό περιστάσεις παντελούς εξευτελισμού της ανθρώπινης προσωπικότητας και κάθε αξιοπρέπειας.
Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Michaelides v. The Republic (1987) 2 CLR 269, κυρίαρχος παράγοντας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης, χωρίς βεβαίως να παραβλέπονται οι άλλοι παράγοντες. Όπως τέθηκε στην υπόθεση Assadourian ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 279:
«.Οι παράγοντες που κατά περίπτωση διαδραματίζουν ρόλο δεν επιδέχονται προκαθορισμό αλλά το κυρίαρχο κριτήριο είναι σταθερό. Η απόφαση λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως αυτό προσδιορίζεται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του Νόμου και των επιπτώσεων πάνω στον κατηγορούμενο. Σ' αυτό το πλαίσιο, έχει εξέχουσα σημασία η αρχή πως δεν ενδείκνυται να απολήγει η διαταγή για επανεκδίκαση στην παροχή δεύτερης ευκαιρίας στην κατηγορούσα αρχή να αποδείξει την υπόθεσή της.»
Σταθμίσαμε με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή και με έντονο προβληματισμό τους αντίρροπους παράγοντες. Ειδικά σε σχέση με τον χρόνο που παρήλθε έχουμε υπόψιν μας τα λεχθέντα στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαλήλ (2010) 2 AAΔ 87, ότι η διαπίστωση κατά πόσο υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση συναρτάται με τα γεγονότα της υπόθεσης και ότι στην περίπτωση εκείνη, όπου τα αδικήματα είχαν λάβει χώρα το 2005 και 2006 και η διαταγή για επανεκδίκαση δόθηκε το 2010, δεν διαπιστώθηκε εκτροπή από τα αποδεκτά όρια. Επρόκειτο δε για υπόθεση ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, η οποία προδήλως δεν είχε την έκταση και τη πολυπλοκότητα της υπό συζήτηση υπόθεσης.
Εν τέλει, κρίνουμε ότι θα πρέπει να δοθεί καθοριστική σημασία στην σοβαρότητα και τη φύση των αδικημάτων και τις περιστάσεις υπό τις οποίες κατ΄ ισχυρισμόν έλαβαν χώρα, οι οποίες αναμφίβολα προκαλούν έντονη ανησυχία στην κοινωνία. Δεν θα ήταν ορθό, σε μια τέτοια περίπτωση, να μην υπάρξει απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου επί των γεγονότων. Ενόψει τούτου και εφόσον υπάρχει μαρτυρία αλλά το πρόβλημα αφορούσε σε αξιολόγηση της υπό το πρίσμα εσφαλμένης καθοδήγησης, έχουμε καταλήξει να διατάξουμε επανεκδίκαση.
Η καταδίκη παραμερίζεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας υπό άλλη σύνθεση, με τη μεγαλύτερη δυνατή προτεραιότητα. Στο μεταξύ οι εφεσείοντες να παραμείνουν υπό κράτηση (βλ. Michaelides (ανωτέρω), Petrides (ανωτέρω)).
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
/φκ Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
[1] «.it is clear that to carry on giving "discretionary" warnings generally and in the same terms as where previously obligatory would be contrary to the policy and purpose of the 1994 Act.»
[2] Καναδάς, s.274 Criminal Code Act 1985,
Νέα Ζηλανδία, s.23 AB, Evidence Act 1985
Aυστραλία, s. 164, Evidence Act 1995, Conway v. The Queen (2002) 209 CLR 203, Longman v. The Queen (1989) 168 CLR 79, 86.
Hνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Carmell v. Texas (200) 963 S.W., 2n 833, R. v. Rincon-Pineda, 14 Cal.3d 864.
Fiji, s.129, Criminal Procedure Decree 2009, Balalala [2004] FJCA 49.
[3] Σημειώνουμε επίσης ότι έχουν καταργηθεί και οι εκ του Νόμου προνοούμενες περιπτώσεις που αφορούσαν την ανάγκη ενίσχυσης σε συγκεκριμένα αδικήματα σεξουαλικής φύσης με βάση το Sexual Offences Act 1956 (CJPOA, s.33). Όπως είχε προηγουμένως καταργηθεί και η υποχρέωση για ενισχυτική μαρτυρία ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού (Criminal Justice Act 1988, s.34).