ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ANDREAS G. HJISAVVA ALIAS KOUTRAS ν. THE REPUBLIC (1976) 2 CLR 13
ΧΡΙΣΤΟΦΗ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 156/16, 25/9/2018, ECLI:CY:AD:2018:B414
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
PRICOPI v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 147/2019, 20/5/2020, ECLI:CY:AD:2020:B157
Μ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 149/2019, 20/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:B358
Γ. Χ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 148/19, 25/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:B61
ECLI:CY:AD:2019:B481
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 120/2017)
25 Νοεμβρίου 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
χχχ ΣΑΒΒΑ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Εφεσίβλητη
---------
Δημήτρης Λοχίας, για κ. Ε. Χρ. Πουργουρίδη, ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντα
Γιάννος Α. Αργυρού, Δημόσιος Κατήγορος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητο
---------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 3606/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, κατόπιν ακρόασης, (α) για άσκηση βίας στην εν διαστάσει σύζυγο του, προκαλώντας της πραγματική σωματική βλάβη (πρώτη κατηγορία), (β) για επίθεση που της προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη (δεύτερη κατηγορία), και για (γ) δημόσια εξύβριση (τρίτη και τέταρτη κατηγορία). Τα αδικήματα σύμφωνα με το κατηγορητήριο, διαπράχθηκαν στις 24.8.2013 στην οδό Αντιόπης, στη Λεμεσό.
Πρωτόδικα έδωσαν μαρτυρία για την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής η χχχ Σάββα, παραπονούμενη (ΜΚ1), ο χχχ Χατζησολωμού, παραπονούμενος (ΜΚ2) και ο αστυφ. 1χχ5 χχχ Χαραλάμπους, εξεταστής της υπόθεσης (ΜΚ3), ενώ για την υπεράσπιση κατέθεσαν ο κατηγορούμενος και η χχχ Ιωαννίδου, Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (ΜΥ1).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τους ΜΚ1 και 2 αξιόπιστους παρά τις αντιφάσεις που είχε εντοπίσει στη μαρτυρία τους, τις οποίες θεώρησε επουσιώδεις και ότι δεν αφορούσαν στις συνθήκες διάπραξης της επίθεσης από πλευράς εφεσείοντα και καθόλα αξιόπιστο έκρινε επίσης και τον ΜΚ2 εξεταστή της υπόθεσης. Στη βάση αυτή κατέληξε σε ανάλογα ευρήματα, ενώ απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα, ότι ήταν ο ίδιος που υπέστη επίθεση από τους παραπονούμενους, ως αναξιόπιστη.
Καταδικάζοντας τον εφεσείοντα σ΄ όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης από πέντε ημερών μέχρι δύο μηνών, την εκτέλεση των οποίων ανέστειλε για 3 χρόνια.
Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την καταδίκη του την οποία προσέβαλε με την υπό κρίση έφεση, με ένα (1) λόγο έφεσης εφόσον ο 2ος λόγος έφεσης αποσύρθηκε κατά το στάδιο της ενώπιον του Εφετείου ακρόασης.
Ο εφεσείων, μέσω του διαγράμματος αγόρευσης του δικηγόρου του, υποστήριξε ιδιαίτερα ότι η καταδίκη του στηρίχθηκε αποκλειστικά στη μαρτυρία των δύο παραπονουμένων που ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν επίθεση από τον ίδιο, απορρίπτοντας τη δική του ότι ήταν εκείνοι που του είχαν επιτεθεί. Αμέσως μετά την καταδίκη τους, οι παραπονούμενοι παραδέχθηκαν ενώπιον άλλου Δικαστηρίου σε άλλη ποινική υπόθεση ότι επιτέθηκαν και αυτοί στον εφεσείοντα και του προκάλεσαν πραγματική σωματική βλάβη. Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης, είναι εισήγηση του εφεσείοντα, με αναφορά σε νομολογία (βλ. Stafford v. DPP (1974) A.C. 878), ότι δεν μπορούν να συνυπάρχουν τα δύο σενάρια και αν υπήρχε το δεδομένο της παραδοχής των παραπονουμένων στην κατηγορία της επίθεσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα είχε ουσιώδη επίδραση στην τελική του κρίση. Καταλήγοντας εισηγείται ότι η καταδίκη του απολήγει σε ουσιώδη πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης.
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια τα παραδεκτά γεγονότα που προέκυψαν εκ των υστέρων, όπως εμφαίνονται στο πιο κάτω απόσπασμα του πρακτικού του Εφετείου ημερ. 15.5.2018, στη βάση των οποίων στηρίζει ο εφεσείων τον λόγο έφεσης του:
«Εν όψει των δηλώσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων αποτελεί παραδεκτό γεγονός ενώπιον μας ότι καταχωρήθηκε η ποινική υπόθεση αρ. 29818/14 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εναντίον των δύο όπως εμφαίνονται στο τεκμήριο Α, υπήρξε παραδοχή στις κατηγορίες στις 11.4.2017 και επιβλήθηκε ποινή ως το Τεκμήριο Β στις 12.6.2017. Συνεπώς η αίτηση θεωρείται ως άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται.»
Για σκοπούς ολοκληρωμένης εικόνας διευκρινίζουμε ότι το Τεκμήριο Α είναι το κατηγορητήριο στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 29818/2014 Ε. Δ. Λεμεσού στην οποίαν οι ΜΚ1 και 2 αντιμετώπιζαν κατηγορία για άσκηση βίας με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, στις 24.8.2012, εναντίον του εφεσείοντα, ενώ το Τεκμήριο Β αποτελεί πιστοποιημένο αντίγραφο της ποινής που επιβλήθηκε στους δύο κατηγορουμένους, στις 12/6/2017 που είναι φυλάκιση δύο μηνών στο κάθε κατηγορούμενο, η οποία αναστάληκε για τρία χρόνια.
Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση της εφεσίβλητης μέσω του διαγράμματος αγόρευσης της εκπροσώπου της, η οποία υποστήριξε ότι το Εφετείο θα πρέπει να εξετάσει την έφεση στη βάση της προσβαλλόμενης πρωτόδικης απόφασης η οποία εκδόθηκε κατόπιν αξιολόγησης της ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσης μαρτυρίας και όχι μαρτυρίας που προέκυψε εκ των υστέρων. Ήταν εισήγηση της ότι τυχόν αποδοχή νέων εν αμφιβόλω επεμβάσεων στην πρωτόδικη κρίση, θα οδηγούσε σε αβεβαιότητα της ορθής δικαστικής κρίσης και τροχοπέδη στο αίσθημα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση σε συνάρτηση με τα νέα δεδομένα που εισήχθησαν στη βάση των παραδεκτών γεγονότων.
Οι εξουσίες του Εφετείου κατά την εκδίκαση έφεσης κατά καταδίκης διέπονται από το άρθρο 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155 και το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, επί των οποίων ο δικηγόρος του εφεσείοντα στηρίζει ουσιαστικά την εισήγηση του περί πλημμελούς απονομής της δικαιοσύνης. Παραθέτουμε τα άρθρα:
«Εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση εφέσεων
145.-(1) Κατά την εκδίκαση έφεσης κατά καταδίκης, το Ανώτατο Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 153 του Νόμου αυτού, δύναται-
(α)..............................................................................
(β) να επιτρέψει την έφεση και να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση αν θεωρεί ότι η καταδικαστική απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί για το λόγο ότι ήταν, αφού ληφθεί υπόψη η απόδειξη που προσάχθηκε, αδικαιολόγητη ή ότι η απόφαση του Δικαστηρίου που εκδίκασε, έπρεπε να ακυρωθεί λόγω πλημμελούς απόφασης επί νομικού ζητήματος ή για το λόγο ότι υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης:
Νοείται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, ανεξάρτητα της γνώμης του ότι το ζήτημα που εγείρεται στην έφεση μπορεί να αποφασιστεί υπέρ του εφεσείοντος, δυνατό να απορρίψει την έφεση αν κρίνει ότι δεν προέκυψε πράγματι ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης
...........................................................................................»
«25.-.......................................................................................
(3) Παρά πάσαv διάταξιv τoυ περί Πoιvικής Δικovoμίας Νόμoυ ή oιoυδήπoτε άλλoυ vόμoυ ή διαδικαστικoύ καvovισμoύ και επιπρoσθέτως oιωvδήπoτε υπό τoύτωv χoρηγoυμέvωv εξoυσιώv, τo Αvώτατov Δικαστήριov, κατά τηv ακρόασιv και διάγvωσιv oιασδήπoτε εφέσεως, είτε εv πoλιτική είτε εv πoιvική υπoθέσει δεv θα δεσμεύεται υπό oιασδήπoτε απoφάσεως περί πραγματικώv γεγovότωv τoυ εκδικάσαvτoς δικαστηρίoυ και θα έχη εξoυσίαv vα αvαθεωρή τας πρoσαχθείσας απoδείξεις, vα συvάγη τα ίδια αυτoύ συμπεράσματα, vα ακoύη και δέχεται περαιτέρω απoδεικτικά μέσα και, όπoυ αι περιστάσεις της υπoθέσεως απαιτoύσιv oύτω, vα επαvακρoάται oιωvδήπoτε μαρτύρωv ήδη ακoυσθέvτωv υπό τoυ εκδικάσαvτoς δικαστηρίoυ, και δύvαται vα δώση oιαvδήπoτε απόφασιv ή vα εκδώση oιovδήπoτε διάταγμα τo oπoίov αι περιστάσεις της υπoθέσεως δικαιoλoγoύv, συμπεριλαμβαvoμέvoυ και διατάγματoς περί επαvακρoάσεως της υπoθέσεως υπό τoυ εκδικάσαvτoς αυτήv ή άλλoυ αρμoδίoυ δικαστηρίoυ ως θα διέτασσε τo Αvώτατov Δικαστήριov.»
Είναι νομολογιακά γνωστό ότι το θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους μέσα στο Δικαστήριο από το εδώλιο του μάρτυρα. Αν από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει παρουσιασθεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν αυθαίρετη ή ολότελα λανθασμένη, ενόψει αδιαμφισβήτητων στοιχείων της μαρτυρίας που δυνατόν να οδηγήσουν τρίτο συνετό πρόσωπο σε αντίθετη κρίση ή τα ευρήματα συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν με την προσκομισθείσα μαρτυρία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει παραμερίζοντας τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και καταλήγοντας το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα (βλ. Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 655 και Χριστοφή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 156/16 ημ. 25/9/2018), ECLI:CY:AD:2018:B414.
Με τη μαρτυρία ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τους παραπονούμενους, αποδεχόμενο την εκδοχή τους ότι ο εφεσείων τους επιτέθηκε προκαλώντας τους πραγματική σωματική βλάβη. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες διά ζώσης κατά τη διάρκεια της δίκης και να αξιολογήσει τη μαρτυρία τους σε συνάρτηση με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό καταλήγοντας σε ευρήματα ως προς την ενοχή του εφεσείοντα. Σημειώνεται ότι ο λόγος έφεσης που προσέβαλλε την αξιολόγηση της μαρτυρίας αποσύρθηκε.
Είναι φανερό ότι με τα παραδεκτά γεγονότα εκείνο που αναδύεται είναι απλά η παραδοχή από πλευράς παραπονουμένων στην κατηγορία της επίθεσης στις 24/8/2013 σε βάρος του εφεσείοντα, χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στα γεγονότα που λέχθηκαν στο Δικαστήριο και τα οποία είχαν παραδεχθεί.
Στην υπόθεση Koutras v. The Republic (1976) 2 C.L.R. 13 κρίθηκε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 2(1(α) του Αγγλικού Criminal Appeal Act 1968 που προβλέπει ότι το κύριο ερώτημα που καλείται το Εφετείο να αποφασίσει σε έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης κατά πόσο αυτή είναι ακροσφαλής, δεν είναι με κανένα τρόπο ευρύτερες εκείνων του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/1960).
Το άρθρο 145(1)(β) του ΚΕΦ. 155 αναφέρεται σε σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία οδηγούν σε πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης. Η παρούσα περίπτωση όμως είναι διαφορετική. Το επιχείρημα του εφεσείοντα είναι ότι με τα παραδεκτά γεγονότα ενώπιον του Εφετείου αποδεικνύεται η ψευδορκία των παραπονουμένων και στην περίπτωση που τα γεγονότα αυτά τίθεντο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι πιθανόν να του δημιουργούσαν υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς την ενοχή του εφεσείοντα.
Στην υπόθεση Stafford v. DPP (ανωτέρω), στην οποίαν παρέπεμψε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, υιοθετήθηκε η αρχή που τέθηκε στην υπόθεση Reg. v. Cooper (Sean) (1969) 1 Q.B. 267, συνοψίζοντας το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί από το Εφετείο στην περίπτωση προσκόμισης νέας μαρτυρίας, στο κατά πόσο η καταδίκη μπορεί να είναι ακροσφαλής ή μη ικανοποιητική. Το συγκεκριμένο ερώτημα που τίθετο προς απάντηση ήταν, σύμφωνα με το Λόρδο Kilbrandon στην υπόθεση Stafford, «Have I a reasonable doubt or perhaps even a lurking doubt, that this conviction may be unsafe or unsatisfactory?"
Εξετάσαμε με προσοχή την εισήγηση υπό το φως της πιο πάνω Αγγλικής νομολογίας και των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης. Βρίσκουμε ότι η απουσία της μαρτυρίας πρωτοδίκως η οποία τέθηκε ενώπιον μας εκ συμφώνου, ενόψει των όλων περιστάσεων δεν καθιστά την καταδίκη ακροσφαλή κατά τρόπο που να οδηγεί σε πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης και μάλιστα ουσιώδη. Η καταδίκη των παραπονουμένων στην υπόθεση Αρ. 29818/2014, ήταν αποτέλεσμα παραδοχής τους χωρίς όμως να παρατίθενται ενώπιον μας και τα γεγονότα που την στοιχειοθετούσαν. Κατά συνέπεια, το Εφετείο δεν είναι σε θέση να γνωρίζει το πλήρες πλέγμα των γεγονότων που οι παραπονούμενοι είχαν παραδεκτεί και τα οποία αν είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που καταδίκασε τον εφεσείοντα θα μπορούσαν, αξιολογώντας τα, να του δημιουργήσουν υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς την ενοχή του σε σχέση με την κατηγορία στην οποία κρίθηκε ένοχος. Ακόμη και να υπήρχαν τέτοια στοιχεία, η παραδοχή των παραπονουμένων στην κατηγορία της επίθεσης, δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την τελική κρίση του Δικαστηρίου εφόσον στην απόφαση του δεν απέκλεισε τη συμμετοχή των παραπονουμένων στο όλο επεισόδιο αποδίδοντας τους διάφορες ενέργειες σε βάρος του εφεσείοντα.
Παράδειγμα το εύρημα του ότι όταν ο εφεσείων έπιασε από τα χέρια την εν διαστάσει σύζυγο του, παραπονούμενη, και την τραβούσε, αποδίδει στον παραπονούμενο να εξέρχεται του αυτοκινήτου και να προσπαθεί να τραβήξει πίσω τον εφεσείοντα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ακολουθήσει η επίθεση σε βάρος του παραπονούμενου από τον εφεσείοντα, κτυπώντας τον στο πρόσωπο και βρίζοντας τον. Στο σημείο αυτό επενέβη και η εν διαστάσει σύζυγος του, η οποία προσπάθησε να τον σταματήσει.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.