ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ηλίας Χρίστου μαζί με Θεράποντος (κα) και Χριστοφόρου (κα), για τον Εφεσείοντα Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής, για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-10-31 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΦΡΑΓΚΟΥΔΗ ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.: 218/2018, 31/10/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B453

 ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.: 218/2018

 

31 Οκτωβρίου, 2019

 

[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ ΔΔ]

 

xxxx ΦΡΑΓΚΟΥΔΗ

                          Εφεσείοντας

και

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

                          Εφεσίβλητη

***************************

Ηλίας Χρίστου μαζί με Θεράποντος (κα) και Χριστοφόρου (κα), για τον Εφεσείοντα 

Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής, για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία ΔΕΠΕ,  για την Εφεσίβλητη

 

                                      ***************************

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, μετά από ακρόαση, σε έξι κατηγορίες που αφορούσαν στο αδίκημα της παράλειψης καταβολής προς την εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, εφεσίβλητη, μηνιαίων δόσεων μετά την έκδοση διατάγματος πληρωμής με δόσεις, για άλλο λόγο από οικονομική ή φυσική αδυναμία, κατά παράβαση των άρθρων 3(1)(γ)(3) και 4(2)(3) του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμου (Ν.60(Ι)/2008). Στη βάση των λεπτομερειών των αδικημάτων ο εφεσείων κατά τις περιόδους 1/8/2012 - 1/10/2012, 1/11/2012-1/1/2013,1/2/2013-1/4/2013, 1/5/2013 -1/7/2013, 1/8/2013 - 1/10/2013, 1/11/2013 - 1/1/2014 καθυστέρησε την πληρωμή των μηνιαίων δόσεων κατά παράβαση του διατάγματος του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στις 10/4/2012 με το οποίο διατασσόταν να καταβάλλει €850 μηνιαίως από την 1/8/2012, προς εξόφληση της εναντίον του δικαστικής απόφασης στην Αγωγή Αρ. 1406/2011, ημερ. 4/10/2011, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, για το ποσό των €261.648,85 σεντ πλέον τόκους και  έξοδα, για λόγους άλλους από οικονομική ή φυσική αδυναμία. 

 

Πρωτόδικα έδωσαν μαρτυρία για την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής μία μάρτυρας, η κα xxx, Λειτουργός Ανάκτησης Χρεών της εφεσίβλητης, ενώ για την Υπεράσπιση ο ίδιος ο εφεσείων ο οποίος δεν κάλεσε μάρτυρες. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη ΜΚ1 καθόλα αξιόπιστη, τη μαρτυρία της οποίας αποδέχθηκε στην ολότητα της, ενώ απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα ο οποίος αφενός πρόβαλε οικονομική αδυναμία αποπληρωμής των δόσεων και, αφετέρου, ότι αυτές ξοφλήθηκαν με  τη ρευστοποίηση από την εφεσίβλητη Τράπεζα της εγγυητικής που είχε δοθεί από τρίτο πρόσωπο προς εξασφάλιση των τραπεζικών διευκολύνσεων που δόθηκαν  προς τον εφεσείοντα και τον Σ.Φ..  Προχώρησε δε στην καταδίκη του εφεσείοντα στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και του επιβλήθηκε η ποινή του προστίμου των €150 στην πρώτη κατηγορία και δεν επιβλήθηκε ποινή στις υπόλοιπες. Εκδόθηκε περαιτέρω διάταγμα εναντίον του  καταβολής του ποσού των καθυστερημένων δόσεων εκ €12.750.

 

Ο εφεσείων θεώρησε εσφαλμένη την καταδίκη του την οποία προσέβαλε με την υπό κρίση έφεση, προβάλλοντας ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ρευστοποίηση της εγγυητικής ύψους €52.005,72 δεν ήταν προς εξόφληση των μηνιαίων δόσεων αλλά για εξόφληση του συνολικότερου χρέους από τη δικαστική απόφαση (τρίτος λόγος έφεσης) ενώ οι υπόλοιποι τρεις λόγοι έφεσης  απορρίφθηκαν κατόπιν απόσυρσης τους.

 

Συγκεκριμένα προώθησε τη θέση ότι ενώ το συνολικό ποσό των καθυστερημένων δόσεων που οφείλετο στη βάση των κατηγοριών ανέρχετο στο ποσό των €12.750,00, που υπερκαλύπτετο από το ποσό της εγγυητικής, το Δικαστήριο θα έπρεπε να αποδεχθεί ότι το ποσό που εισπράχθηκε από τη ρευστοποίηση της εγγυητικής δόθηκε μεν για την εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους αλλά πρωτίστως για την αποπληρωμή των μηνιαίων δόσεων, ενόψει του δικαστικού διατάγματος πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις.  Εισηγήθηκε περαιτέρω ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το άρθρο 59 του περί Συμβάσεων Νόμου ΚΕΦ. 149 δεν εφαρμόζετο στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης. Καταλήγει ότι ο εφεσείων κατά την καταχώρηση του κατηγορητηρίου  δεν όφειλε κανένα ποσό για μηνιαίες δόσεις, με αποτέλεσμα να μη στοιχειοθετούντο τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αντιμετώπιζε, ενόψει συμμόρφωσης του στο διάταγμα καταβολής του εξ αποφάσεως χρέους διά μηνιαίων δόσεων. Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση για να διαφανεί ο τρόπος που ο δικαστής αντιμετώπισε το θέμα της εγγυητικής:

 

«Ως προς το ζήτημα της εγγυητικής και κατά πόσον θεωρείται ότι καταβλήθηκε για εξόφληση των μηνιαίων δόσεων που εισηγείται η Υπεράσπιση, ως ανέφερα στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε διάταξη ή νομολογιακή αρχή, σύμφωνα με την οποία, εάν υπάρχει σε ισχύ διάταγμα πληρωμής ενός εξ αποφάσεως ποσού μέσω μηνιαίων δόσεων, η καταβολή μέρους αυτού του συνολικού ποσού να λογίζεται ή θεωρείται ως πληρωμή έναντι των μηνιαίων δόσεων που οφείλονται.  Σε κάθε περίπτωση, δεν συμφωνήθηκε σε οποιοδήποτε στάδιο ότι η εξαργύρωση της εγγυητικής σχετιζόταν με τις καταβλητέες μηνιαίες δόσεις.  Επειδή επίσης, πέραν του ότι δεν υπήρξε σχετική ειδική συμφωνία για το ότι το ποσό της εγγυητικής θα κάλυπτε τις οφειλόμενες μηνιαίες δόσεις, δεν προέβηκε σε κάποια πληρωμή ο ίδιος ο Κατηγορούμενος, δεν μπορεί να επικαλείται το άρθρο 59 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

 

 

Ο εφεσείων προς υποστήριξη του συγκεκριμένου λόγου έφεσης επικαλείται το άρθρο 59 του περί Συμβάσεων Νόμου, ΚΕΦ. 149 εισηγούμενος ότι η είσπραξη της εγγυητικής θα έπρεπε να υπολογιστεί προς εξόφληση των μηναίων δόσεων ως ειδικότερου χρέους, σύμφωνα με την αρχή που έγινε γνωστή ως Clayton Rule. Παραθέτουμε το άρθρο 59 για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης:

 

«59. Αν οφειλέτης χρέους, ο οποίος χρωστεί διάφορα συγκεκριμένα χρέη στο ίδιο πρόσωπο, διενεργήσει οποιαδήποτε πληρωμή σε αυτό, είτε ορίζοντας ρητά είτε υπό περιστάσεις από τις οποίες συνάγεται ότι η πληρωμή πρέπει να καταλογιστεί προς εξόφληση ειδικού χρέους, η πληρωμή, αν γίνει αποδεκτή, πρέπει να καταλογιστεί προς εξόφληση του χρέους αυτού.»

 

Για σκοπούς ολοκληρωμένης εικόνας  παραθέτουμε επίσης τα άρθρα 60 και 61 του ΚΕΦ. 149 που είναι σχετικά με το υπό εξέταση θέμα:

 

«Καταλογισμός πληρωμής προς εξόφληση μη υποδειχθέντος χρέους

 

60. Αν ο οφειλέτης δεν ορίσει το χρέος το οποίο αφορά η πληρωμή που έγινε και αυτό δεν δύναται να συναχθεί από άλλες περιστάσεις, ο πιστωτής δύναται κατά βούληση να καταλογίσει την πληρωμή αυτή σε οποιοδήποτε νόμιμο χρέος του οφειλέτη αυτού, το οποίο είναι πληρωτέο προς αυτόν και απαιτητό, ανεξάρτητα αν η ανάκτηση αυτού εμποδίζεται ή όχι από τον εκάστοτε σε ισχύ νόμο που αφορά την παραγραφή.

 

Καταλογισμός πληρωμής σε περίπτωση που κανένας από τους ενδιαφερόμενους δεν προβεί σε καταλογισμό.

 

61. Αν κανένας από τους ενδιαφερόμενους δεν προβεί στον καταλογισμό πληρωμής που έγινε, αυτή καταλογίζεται προς εξόφληση των χρεών κατά σειρά αρχαιότητας, ανεξάρτητα αν αυτά δύνανται ή όχι να ανακτηθούν κατ' εφαρμογή του εκάστοτε σε ισχύ νόμου που αφορά την παραγραφή. Αν τα χρέη έχουν την ίδια σειρά αρχαιότητας, ο καταλογισμός της πληρωμής γίνεται συμμετρικά.»

 

Στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητά του ως εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2005) 1 Α.Α.Δ. 38, εξετάστηκαν ανάμεσα σ΄ άλλα και οι πρόνοιες των άρθρων 59-61 του Κεφ. 149 και το πεδίο εφαρμογής του κανόνα  Clayton:  Αναφέρθηκαν τα εξής στις σελ. 46 και 47:

 

 

«Ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος έφεσης αναφέρονται στο δικαίωμα της Τράπεζας για καταλογισμό των πληρωμών, περιλαμβανομένης της εξόφλησης πρώτα των τόκων και μετά του κεφαλαίου. Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι το δικαστήριο εξέτασε το θέμα του καταλογισμού των πληρωμών (appropriation of payments) με βάση τον κανόνα της υπόθεσης Clayton* αναφορικά με τρεχούμενους λογαριασμούς χωρίς να υπάρχει η αναγκαία προς τούτο κάλυψη και στις γραπτές προτάσεις της Τράπεζας με αποτέλεσμα να αιφνιδιαστούν (οι εφεσείοντες) ένεκα της παράλειψης.

 

 

Τα άρθρα 59-61* του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 ενσωματώνουν το αγγλικό κοινοδίκαιο που αφορά στον καταλογισμό των πληρωμών (appropriation of payments) περιλαμβανομένου και του κανόνα Clayton. Η αρχή, είναι ότι ένας χρεώστης ο οποίος οφείλει διάφορα χρέη στον ίδιο πιστωτή έχει δικαίωμα να καθορίσει κατά το χρόνο που πληρώνει για ποιο από τα χρέη του θέλει να πιστωθεί η πληρωμή. Και εφόσον συμφωνεί και ο πιστωτής, η πληρωμή καταλογίζεται έναντι ή προς εξόφληση του συγκεκριμένου χρέους. Αν όμως ο χρεώστης δεν καθορίσει το χρέος έναντι του οποίου επιθυμεί να πιστωθεί το ποσό των πληρωμής τότε ο πιστωτής δύναται να χρησιμοποιήσει την πληρωμή έναντι ή διά την εξόφληση οποιασδήποτε προς αυτόν οφειλής του ιδίου χρεώστη. Όταν όμως κανένας από αυτούς δεν προβεί  σε καταλογισμό της συγκεκριμένης πληρωμής τότε εφαρμόζεται ο κανόνας της υπόθεσης Clayton σύμφωνα με τον οποίο τεκμαίρεται από το νόμο ότι,

(α)   το πρώτο ποσό που έχει πληρωθεί είναι το πρώτο που θα αποσυρθεί (first in, first out)

ή

(β)   η πληρωμή προορίζεται στο πρώτο χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ούτως ώστε αυτό το χρεωστικό υπόλοιπο εξοφλείται είτε πλήρως είτε μερικώς.

Στην κρινόμενη υπόθεση δεν τίθεται θέμα διαφόρων συγκεκριμένων χρεών των εφεσειόντων προς την Τράπεζα έτσι ώστε να προκύπτει ζήτημα καταλογισμού πληρωμών για το ένα ή το άλλο χρέος. Εδώ το θέμα προς εξέταση είναι κατά πόσο η Τράπεζα είχε δικαίωμα να καταλογίζει πληρωμές των εφεσειόντων που αφορούσαν ένα συγκεκριμένο δάνειο, πρώτα έναντι των τόκων του δανείου και αν υπήρχε υπόλοιπο, να καταλογίζει τούτο έναντι του κεφαλαίου. Το δικαστήριο, αντλώντας καθοδήγηση από νομικά συγγράμματα* και τη νομολογία**, κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι η Τράπεζα, στην απουσία άλλης συμφωνίας μεταξύ αυτής και των εφεσειόντων, είχε δικαίωμα να υπολογίζει τους τόκους μέχρι την ημερομηνία που γινόταν μια πληρωμή έναντι συγκεκριμένου χρέους και να εξοφλεί πρώτα τους τόκους και μετά το κεφάλαιο.

 

Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε στη μεταγενέστερη απόφαση Δημήτρης Αυξεντίου & Υιός (Γεωργικά Μηχανήματα) Λτδ ν. Hellenic Bank Public Co Ltd (2014) 1(Γ) , ECLI:CY:AD:2014:A877A.A.Δ. 2534.

 

Στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία (βλ. Αναστάσιος Νικολάου ν. Citi Principal Investments Ltd, Ποινική Έφεση 160/2014, ημερομηνίας 20/12/2016), ECLI:CY:AD:2016:B558 το βάρος απόδειξης ότι υφίσταται μια από τις υπερασπίσεις του άρθρου 3(4)(γ) του Νόμου 60(1)/2008 βρίσκεται στους ώμους του ίδιου του εφεσείοντα, ο οποίος δεν το έχει αποσείσει. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν στοιχειοθετείτο καμιά από τις υπερασπίσεις του άρθρου 3(4)(γ) του Νόμου 60(Ι)/2008 μας βρίσκει σύμφωνους.  Η υπεράσπιση της αδυναμίας συμμόρφωσης δεν θα μας απασχολήσει εφόσον δεν συνιστά πλέον αντικείμενο έφεσης, ενόψει απόσυρσης του σχετικού λόγου.  Ως προς την υπεράσπιση της συμμόρφωσης με το διάταγμα πληρωμής των καθυστερημένων δόσεων που αφορούν οι κατηγορίες, είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι το ζήτημα αυτό ήταν άσχετο με την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαδικασία.  Τούτο γιατί η εγγυητική εξαργυρώθηκε στο πλαίσιο της σύμβασης της Τράπεζας με το πρόσωπο που έδωσε την εγγύηση και συνεπώς μόνο το τρίτο πρόσωπο θα μπορούσε να εγείρει ζήτημα ως προς τον τρόπο καταλογισμού του ποσού της και όχι ο εφεσείων του οποίου η υποχρέωση αποπληρωμής του χρέους αποφασίστηκε - εκ συμφώνου - με το διάταγμα μηνιαίων δόσεων.

 

Συνεπώς  ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων μας ούτε το άρθρο 59 αλλ' ούτε και ο Κανόνας Clayton εφαρμόζεται στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Κρίνουμε τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον γενόμενο καταλογισμό του ποσού της εγγυητικής από την εφεσίβλητη ότι  δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν ώστε να χρειάζεται η επέμβαση μας.

 

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

                                                         

 

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                          Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

/Α.Λ.Ο.       

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο