ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B413
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 163 /2017, 164/2017, 165/2017)
7 Οκτωβρίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 163/2017)
xxx ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
xxx ΑΛΗΦΑΝΤΗ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 164/2017)
xxx ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
xxx ΑΛΗΦΑΝΤΗ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 165/2017)
1. xxx xxx ΑΛΗΦΑΝΤΗ,
2. xxx xxx ΑΛΗΦΑΝΤΗ,
Εφεσείουσες,
ν.
xxx ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσίβλητου.
_ _ _ _ _ _
Δ. Λοχίας για Ε. Πουργουρίδη ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα στις 163/2017 και 164/2017 και Εφεσίβλητο στην 165/2017.
Καμιά εμφάνιση, για τις Εφεσίβλητες στις 163/2017 και 164/2014 και τις Εφεσείουσες στην 165/2017.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Νικολάτο, Π.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ex tempore
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο κατηγορούμενος-Εφεσείων στις Ποινικές Εφέσεις 163/2017 και 164/2017 αντιμετώπισε δύο κατηγορίες, οι οποίες εδράζονται επί του άρθρου 281(1)(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και αφορούν στο αδίκημα της παράνομης κατοχής, καλλιέργειας, νομής ή χρήσης γης.
Ειδικότερα, εκείνο που καταλογίστηκε στον κατηγορούμενο-Εφεσείοντα, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος, ήταν ότι από τον Οκτώβρη του 2011 κατέχει και/ή νέμεται και/ή χρησιμοποιεί και/ή καλλιεργεί συγκεκριμένα ακίνητα, ιδιοκτησίας των παραπονούμενων, που είναι οι Εφεσίβλητες, στη Μέσα Γειτονιά στη Λεμεσό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, την δέχθηκε ως αξιόπιστη και, στη βάση της μαρτυρίας εκείνης, προέβηκε σε ευρήματα. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στο συγκεκριμένο άρθρο 281(1) του Ποινικού Κώδικα και συμπέρανε ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου εκείνου είναι τα εξής:
Πρώτον η καλλιέργεια ή η κατοχή ή η νομή ή η χρήση γης, δεύτερο, η προαναφερόμενη γη θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένη στο όνομα άλλου προσώπου από τον κάτοχο και τρίτο, οι προαναφερόμενες πράξεις θα πρέπει να γίνονται χωρίς τη συναίνεση του εγγεγραμμένου κυρίου της γης.
Δεν τέθηκε οποιοδήποτε θέμα πολλαπλότητας του κατηγορητηρίου και το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από σύντομη αλλά περιεκτική και ενδελεχή απόφαση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αδίκημα του άρθρου 281(2) του Κεφ. 154 στοιχειοθετείται με την απόδειξη απλά του actus reus, δηλαδή της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, που είναι η κατοχή ή η καλλιέργεια ή η χρήση ακινήτων από τον κάτοχο, τα οποία είναι εγγεγραμμένα στο όνομα αλλά χωρίς όμως τη συγκατάθεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού συνυπολόγισε την υπεράσπιση που προνοείται στο άρθρο 281(2) του Κεφαλαίου 154. Το άρθρο 281(2) προνοεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 8 δεν εφαρμόζονται σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού, του 281 δηλαδή, εκτός αν ο κατηγορούμενος αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι αυτός αγόρασε ή απέκτησε από διανομή, ανταλλαγή, αιτία θανάτου η λόγω γάμου τη γη αυτή από τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη ή από τους κληρονόμους του. Το άρθρο 8 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154 προνοεί ότι «Ποινικό αδίκημα εναντίον της περιουσίας δεν καταλογίζεται σε εκείνο που το έπραξε αν η πράξη ή παράλειψη που συνιστούσε αυτό διαπράχτηκε κατά την άσκηση ειλικρινής αξίωσης δικαιώματος και χωρίς πρόθεση καταδολίευσης».
Στη βάση των προαναφερόμενων, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 281 αποδειχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, τότε ο κατηγορούμενος δύναται να προβάλει ως υπεράσπιση ότι ενήργησε καλόπιστα και χωρίς πρόθεση καταδολίευσης του προσώπου που παρουσιάζεται ως ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης και ότι θεωρούσε ότι είχε δικαίωμα συνεπεία του ότι αγόρασε τα επίδικα ακίνητα από τον φερόμενο ως εγγεγραμμένο κύριο ή ότι τα απέκτησε από αυτόν κατόπιν διανομής, ανταλλαγής, γάμου η κληροδοσίας. Με άλλα λόγια, όπως τόνισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η μόνη υπεράσπιση που παρέχεται από το νόμο στο αδίκημα του άρθρου 281(1)(α) και άπτεται του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των ακινήτων είναι εκεί όπου ο κατηγορούμενος, αν και δεν είναι το πρόσωπο που παρουσιάζεται ως ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης, εντούτοις, ένεκα της ύπαρξης μιας εκ των προαναφερόμενων συγκεκριμένων περιπτώσεων, καλόπιστα θεωρεί ότι είναι το πρόσωπο που δικαιούται να ενεργήσει με τον τρόπο που ενήργησε, ως αν να είναι δηλαδή ο ιδιοκτήτης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τα ευρήματά του και συνυπολογίζοντας και την παραδοχή του κατηγορούμενου-Εφεσείοντα ότι κατέχει και καλλιεργεί τα συγκεκριμένα ακίνητα των παραπονούμενων από τον Νοέμβρη του 2014 χωρίς τη συγκατάθεση τους και χωρίς να έχει προβάλει οποιαδήποτε βάσιμη υπεράσπιση στη βάση του άρθρου 281(2), κατέληξε σε καταδικαστικό αποτέλεσμα εις βάρος του κατηγορούμενου-Εφεσείοντα, τον οποίο έκρινε ως ένοχο και στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση με έξι λόγους έφεσης, εφόσον ο έβδομος λόγος αποσύρθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό πρωτόδικο νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 281 του Ποινικού Κώδικα.
Ο δεύτερος λόγος αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό μη δίκαιη δίκη του κατηγορούμενου ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο τρίτος λόγος αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό ανεπαρκή αξιολόγηση της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας.
Ο τέταρτος λόγος αφορά επίσης σε εσφαλμένη αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και των ευρημάτων του ως προς τα γεγονότα.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό μη αξιολόγηση και μη λήψη υπόψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα.
Ο έκτος λόγος αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό ευρήματα γεγονότων που έρχονται σε αντίθεση με την προσκομισθείσα μαρτυρία.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, στην ικανή του αγόρευση, κάλεσε το Δικαστήριο να δώσει τέτοια ερμηνεία στο άρθρο 281, η οποία να συνάδει με τη λογική, αφού, κατά την εισήγησή του ευπαιδεύτου συνηγόρου, η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνάδει με τη λογική. Επίσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε πως η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο παραβιάζει τα θεμιτά και νόμιμα δικαιώματα του κατηγορούμενου-Εφεσείοντα και του αποστερεί δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση, αν και όχι εκτεταμένη και μακροσκελής, εντούτοις είναι απόλυτα ορθή και απόλυτα αιτιολογημένη και εκφράζουμε την ευαρέσκειά μας για τον τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένη.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ανέλυσε το συγκεκριμένο άρθρο 281(1) και την υπεράσπιση του άρθρου 281(2) με τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια οποιασδήποτε κριτικής. Το σαφές κείμενο του νόμου δεν επιδεχόταν διαφορετικής ερμηνείας ούτε και χωρούσε αναζήτηση, με δεδομένη τη σαφήνεια του συγκεκριμένου άρθρου, ερμηνείας στη βάση του ερμηνευτικού κανόνα της λογικής ή της τελεολογικής προσέγγισης. Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι αυτά που ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 108 των πρακτικών, δηλαδή η καλλιέργεια ή η κατοχή ή η νομή ή η χρήση γης, η οποία είναι εγγεγραμμένη στο όνομα αλλά και η οποία γίνεται χωρίς τη συναίνεση του εγγεγραμμένου κυρίου. Αφού η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε τα προαναφερόμενα στοιχεία τα οποία, στην προκείμενη περίπτωση, αποδείχθηκαν μεταξύ άλλων και από παραδοχή του κατηγορούμενου-Εφεσείοντα, το βάρος της απόδειξης μετατοπίζεται στον κατηγορούμενο, ο οποίος, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα έπρεπε ο ίδιος να αποδείξει ότι η υπόθεση του ενέπιπτε σε μια από τις συγκεκριμένες υπερασπίσεις, οι οποίες αναγράφονται στο άρθρο 281(2) και συνίστανται στο ότι αυτός αγόρασε, ή απέκτησε από διανομή, ανταλλαγή, αιτία θανάτου η λόγω γάμου την γη την οποία καλλιεργεί, ή κατέχει, ή νέμεται ή χρησιμοποιεί από τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη ή από τους κληρονόμους του. Ο κατηγορούμενος-Εφεσείων, στην προκείμενη περίπτωση, δεν απέδειξε κάτι τέτοιο και επομένως, κατά την κρίση μας, ορθά καταδικάστηκε πρωτοδίκως.
Οσον αφορά τα ευρήματα αξιοπιστίας και τα ευρήματα ως προς τα γεγονότα στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι θεμελιωμένες οι αρχές στη βάση των οποίων επεμβαίνει το Εφετείο στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση, θεωρούμε πως δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης μας είτε στα ευρήματα αξιοπιστίας, είτε στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, επέσυρε την προσοχή μας σε μη αξιολόγηση μέρους της μαρτυρίας εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραθέτοντας νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παρατήρησε ότι ένεκα των παραδεκτών γεγονότων που δηλώθηκαν αλλά και των γεγονότων που συνιστούν κοινό και αδιαμφισβήτητο έδαφος μεταξύ των μερών, σε συνδυασμό και με τις δηλώσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων, η παράθεση και αξιολόγηση όλης ανεξαιρέτως της τεθείσας ενώπιόν του μαρτυρίας, κατέστη αχρείαστη και μη εξυπηρετούσα οποιοδήποτε ουσιαστικό σκοπό, ιδιαιτέρως λαμβανομένης υπόψη και της φύσης του αδικήματος, ως αυτό περιέχεται στο άρθρο 281(1)(α) του Κεφαλαίου 154. Επικροτούμε αυτή τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και θεωρούμε ότι ενήργησε ορθώς αξιολογώντας τη μαρτυρία που έπρεπε και παραλείποντας να προχωρήσει σε εκτεταμένη αναφορά και αξιολόγηση μαρτυρίας, η οποία αποτελούσε κοινό τόπο μεταξύ των δύο πλευρών. Αυτή η πρακτική διασώζει πολύτιμο δικαστικό χρόνο και επικροτείται από το παρόν Δικαστήριο.
Εν πάση περιπτώσει, εν κατακλείδι, τονίζουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσισε την καταδίκη του κατηγορούμενου-Εφεσείοντα σε αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά γεγονότα που κάλυπταν τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
Ενόψει των προαναφερθέντων οι εφέσεις απορρίπτονται χωρίς έξοδα.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΣΦ.