ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B407
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις αρ. 108/2019 και 109/2019)
2 Οκτωβρίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ.]
(Ποινική Έφεση αρ. 108/2019)
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,
Εφεσείοντα
KAI
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
........
(Ποινική Έφεση αρ. 109/2019)
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείοντα
KAI
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
Αντ. Δημητρίου με Μ. Καούλα και Π. Νικολάου (κα.), για τους Εφεσείοντες.
Θ. Παπανικολάου εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείοντες παρόντες.
.......
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Νικολάτο, Π.
........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex Tempore)
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας-Αμμοχώστου εμφανίστηκαν οι εφεσείοντες στις Ποινικές Εφέσεις 108/19 και 109/19 ως κατηγορούμενοι 1 και 2. Πρώτος κατηγορούμενος ήταν ο κ. xxx Γεωργίου, εφεσείων στην 109/19 και δεύτερος κατηγορούμενος ήταν ο κ. xxx Ευαγγέλου, εφεσείων στην 108/19. Οι κατηγορούμενοι-εφεσείοντες αντιμετωπίζουν τέσσερις κατηγορίες, τις εξής: κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄, κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος και προμήθεια ναρκωτικών τάξεως Α΄, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, όπως έχει τροποποιηθεί και των άρθρων 20 και 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, στις 25.5.2019, στη Λάρνακα, είχαν στην κατοχή τους ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α΄, ήτοι 1 κιλό και 502.5 γραμμάρια κοκαΐνης, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας. Οι κατηγορούμενοι-εφεσείοντες δεν παραδέχθηκαν ενοχή ενώπιον του Κακουργιοδικείου και στις 9.7.2019 η υπόθεση εναντίον τους ορίστηκε για ακρόαση την 16.10.2019. Μετά από αίτημα κράτησης των κατηγορουμένων μέχρι τη δίκη τους και ένσταση που υποβλήθηκε, το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε απόφαση κράτησης τους μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, δηλαδή μέχρι την 16.10.2019.
Η πρωτόδικη απόφαση για κράτηση αμφισβητείται ως εσφαλμένη, ενώπιον μας με πέντε λόγους έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι υπήρχε κίνδυνος φυγοδικίας. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη νομική προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο έλαβε μόνον υπόψιν του τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και την πιθανολόγηση καταδίκης ενώ δεν έλαβε καθόλου υπόψιν του και την πιθανότητα και προσδοκία αθώωσης των κατηγορουμένων-εφεσειόντων. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά και πάλι στο κατ΄ ισχυρισμόν εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα για κίνδυνο διαφυγής των εφεσειόντων, με βάση την πιθανολόγηση καταδίκης και με παραγνώριση των σοβαρών προσωπικών περιστάσεων των εφεσειόντων καθώς και τους στενούς δεσμούς τους με την Κύπρο, που αν λαμβάνονταν υπόψιν, θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει το Κακουργιοδικείο σε διαφορετικό συμπέρασμα. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμόν παράβαση, από το Κακουργιοδικείο, των ευρωπαϊκών συνθηκών για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, καθώς και των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και του Συντάγματος της Δημοκρατίας. Ο πέμπτος λόγος επίσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμόν πεπλανημένη πρωτόδικη απόφαση του Κακουργιοδικείου για κράτηση των εφεσειόντων ένεκα κινδύνου φυγοδικίας, παρά το ότι είχε προσφερθεί εκ μέρους των κατηγορουμένων-εφεσειόντων μεγάλο ποσό εγγύησης το οποίο, κατά τους εφεσείοντες, θα εκμηδένιζε τον οποιονδήποτε κίνδυνο φυγοδικίας τους.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Το πρώτο ουσιαστικό ζήτημα που μας απασχόλησε ήταν το κατά πόσον το Κακουργιοδικείο έσφαλε αναφορικά με τα νομικά κριτήρια τα οποία εφάρμοσε σε σχέση με την κατ΄ ισχυρισμό παραγνώριση της πιθανολόγησης αθώωσης των κατηγορουμένων-εφεσειόντων. Στην προκείμενη περίπτωση, η Υπεράσπιση ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου αμφισβήτησε ουσιαστικά την ισχύ της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, χωρίς όμως να προβάλει οποιοδήποτε ισχυρό στοιχείο υπό τύπον άλλοθι ή άλλως πως υπέρ των κατηγορουμένων, το οποίο θα μπορούσε να εξουδετερώσει την ισχύ της πιθανολόγησης καταδίκης και να εκμηδενίσει ή να μειώσει σημαντικά την αξία της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Δεν θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε στη συνεκτίμηση της όποιας προσδοκίας αθώωσης έναντι της πιθανότητας καταδίκης ώστε να χωρούσε επέμβαση στη διακριτική του ευχέρεια (βλ. Savva & Another (No. 2) v. The Police (1977) 2 CLR, 292 και Τσεκκούρας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ, 32,
Το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε ορθές νομικές αρχές και δεν μπορεί να αποδοθεί στο Κακουργιοδικείο οποιοδήποτε σφάλμα αρχής έτσι ώστε να ανατραπεί η απόφαση του επί του σημείου αυτού. Το Κακουργιοδικείο, κατά την κρίση μας, ορθά εξέτασε τη μαρτυρία στην όψη της και κατέληξε σε συμπέρασμα πιθανολόγησης καταδίκης χωρίς να παραγνωρίζει, έστω και αν δεν το ανέφερε ρητώς, τις θέσεις της Υπεράσπισης. Όσον αφορά τον κίνδυνο φυγοδικίας, εκ μέρους των κατηγορουμένων-εφεσειόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο επίσης ενήργησε μέσα στα ορθά πλαίσια των αρχών της νομολογίας, εκτιμώντας ότι υπήρχε εγγενής κίνδυνος φυγοδικίας ένεκα της σοβαρότητας των αδικημάτων που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι-εφεσείοντες και της πιθανολόγησης καταδίκης τους.
Οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων-εφεσειόντων λήφθηκαν δεόντως υπόψιν από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο ρητώς αναφέρεται σ΄ αυτές σε αρκετές σελίδες της απόφασης του. Συγκεκριμένα, στις σελ. 12, 13 και 14, το Κακουργιοδικείο αναλύει τις προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων-εφεσειόντων. Όπως ορθά παρατηρεί, στη σελ. 15 της απόφασης του, και μετά από αναφορά στις αποφάσεις Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ, 790 και Μαρκίδης ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 50/17, ημερ. 22.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:B96, η στάθμιση όλων των δεδομένων γίνεται στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, η οποία, βεβαίως, ασκείται δικαστικά. Το απαύγασμα της σχετικής νομολογίας είναι ότι, αν οι προσωπικές αλλά και οικογενειακές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου είναι ικανές να υπερφαλαγγίσουν, σε τέτοιο βαθμό που να εξανεμίσουν ή να μειώσουν επαρκώς τον κίνδυνο μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στη δίκη του, τότε ο παράγων αυτός είναι ισχυρό στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της μη κράτησης του κατηγορουμένου.
Στην προκείμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο, αφού στάθμισε με προσοχή τους παράγοντες που συνδέουν τους κατηγορούμενους-εφεσείοντες με την Κύπρο και τις ιδιαίτερες προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις, τα προσωπικά προβλήματα υγείας τους και τα οικογενειακά προβλήματα υγείας κατέληξε, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δικαστικά, σε συμπέρασμα ότι οι προαναφερόμενοι παράγοντες δεν υπερφαλαγγίζουν τον εγγενή κίνδυνο μη προσέλευσης των κατηγορουμένων-εφεσειόντων στη δίκη τους.
Το Εφετείο δεν θεωρεί ότι, υπό τις περιστάσεις, συντρέχουν λόγοι ανατροπής της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Αναφορά έγινε από την πλευρά των εφεσειόντων και στην υπόθεση xxx Αντωνίου ν. Αστυνομίας, Ποινικής Έφεση αρ. 319/15, ημερ. 21.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:B855, στην οποία το Εφετείο έκρινε ότι οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου-εφεσείοντα ήταν τέτοιες που υπερφαλάγγιζαν, ουσιαστικά, τον κίνδυνο μη προσέλευσης του στο δικαστήριο κατά την ημερομηνία της δίκης. Εκείνη η υπόθεση όμως βασίστηκε στα ιδιαίτερα περιστατικά και τις ιδιάζουσες συνθήκες του εφεσείοντα, ο οποίος ήταν ηλικίας 70 ετών με οικογένεια μονίμως εγκατεστημένη στην Κύπρο και ο οποίος είχε πολλαπλά προβλήματα υγείας για πολλά χρόνια. Ακόμα η κατάσταση της υγείας του είχε πρόσφατα επιδεινωθεί και επιβαλλόταν η εισαγωγή του σε Νοσοκομείο και συνεχής ιατρική φροντίδα. Θεωρούμε ότι η προκείμενη υπόθεση διαφοροποιείται ουσιωδώς, επί των γεγονότων της, από την υπόθεση Αντωνίου (ανωτέρω).
Ένα άλλο θέμα που έθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων ήταν το ζήτημα της προσφερθείσας εγγύησης εκ μέρους των εφεσειόντων. Θεωρούμε ότι, παρόλον που το Κακουργιοδικείο δεν αναφέρθηκε ρητώς στο θέμα αυτό, εντούτοις είναι προφανές ότι το ζήτημα ήταν ενώπιον του και εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι λήφθηκε υπόψιν και εξυπακουόμενα απερρίφθη ενόψει του εγγενούς κινδύνου φυγοδικίας τον οποίο διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο και ο οποίος υπερίσχυε και υπερφαλάγγιζε όλους τους άλλους παράγοντες, περιλαμβανομένης και της διαζευκτικής πιθανότητας επιβολής όρων στους κατηγορούμενους-εφεσείοντες, αντί διατάγματος κράτησης τους.
Αναφορικά με το παράπονο που συμπεριλαμβάνεται στον τέταρτο λόγο έφεσης, περί ανομοιομορφίας προηγούμενων επί του θέματος αποφάσεων του ιδίου Κακουργιοδικείου, παρατηρούμε, συναφώς, ότι η νομολογία και οι σχετικές αποφάσεις βασίζονται πάνω στα δικά τους γεγονότα η κάθε μια, όπως και η προκείμενη περίπτωση βασίζεται πάνω στα δικά της γεγονότα.
Δεν μας διαφεύγει ότι το διάταγμα κράτησης των εφεσειόντων εκδόθηκε στις 9.7.2019 και ισχύει μέχρι τις 16.10.2019, δηλαδή σε ημερομηνία που απέχει από τη σημερινή κατά δύο εβδομάδες. Η πληροφόρηση μας από τους ευπαίδευτους συνηγόρους ήταν συγκρουόμενη. Κατά πάσαν πιθανότητα θα αρχίσει η δίκη στις 16.10.2019, είπε η Κατηγορούσα Αρχή, υπάρχει αμφιβολία ότι θα αρχίσει η δίκη στις 16.10.2019, ανέφερε η Υπεράσπιση. Εάν τα δεδομένα ως προς το χρόνο κράτησης διαφοροποιηθούν στις 16.10.2019, οι εφεσείοντες είναι ελεύθεροι βεβαίως να επαναφέρουν το ζήτημα ενώπιον του δικαστηρίου πρωτοδίκως ή κατ΄ έφεση, με βάση τα νέα δεδομένα.
Για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, οι εφέσεις απορρίπτονται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.