ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B361
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 71/2018)
11 Σεπτεμβρίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
xxx xxx xxx Q.A,
Εφεσείων
- ν. -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
----------------------------------------------
Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.
Ξ. Ξενοφώντος, Δημόσιος Κατήγορος Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
(Ο μεταφραστής κ. Θ. Ζάζας ορκίζεται ότι θα μεταφράζει πιστά και αληθινά από τα Ελληνικά στα Αραβικά και αντίστροφα).
------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Καταδικασθείς για απόπειρα φόνου κατά παράβαση του άρθρου 214(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και σε μια κατηγορία τραυματισμού και βίας στην οικογένεια κατά παράβαση του περί της πρόληψης της Βίας στην Οικογένεια και την Προστασία των Θυμάτων Νόμου αρ. 119(Ι)/2000, ο εφεσείων αμφισβητεί με την έφεση του τόσο την καταδίκη του, όσο και την επιβληθείσα ποινή στην κατηγορία της απόπειρας φόνου των εννέα ετών φυλάκισης που του είχε επιβληθεί.
Τα ευρήματα του Μονίμου Κακουργιοδικείου Πάφου ενώπιον του οποίου εκδικάστηκε ο εφεσείων για τις πιο πάνω κατηγορίες, καθώς και για άλλες τρεις στις οποίες αθωώθηκε, έχουν ως ακολούθως: Ο εφεσείων ήταν νυμφευμένος με τη μητέρα του παραπονούμενου, νεαρού ατόμου 15 ετών. Αρχικά οι σχέσεις μεταξύ εφεσείοντα και παραπονούμενου ήταν καλές, όμως όταν ο πρώτος και η μητέρα του δεύτερου χώρισαν οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν. Στην προσπάθεια του εφεσείοντα και της μητέρας του παραπονούμενου να επανασυνδεθούν, ο παραπονούμενος δεν συμφωνούσε και καθημερινά τσακώνετο με τον εφεσείοντα γιατί ο τελευταίος κτυπούσε τη μητέρα του και τις μικρότερες αδελφές του.
Στις 6.7.2017, ο παραπονούμενος άκουσε τη μητέρα του να συζητά έντονα με τον εφεσείοντα στο τηλέφωνο ο οποίος την ύβριζε. Λόγω των τεταμένων τους σχέσεων ο παραπονούμενος πήρε το τηλέφωνο και ύβρισε και αυτός τον εφεσείοντα. Το επεισόδιο αυτό έλαβε χώραν γύρω στις 21.00. Στις 23.00, επιστρέφοντας ο παραπονούμενος στο σπίτι αφού προηγουμένως είχε επισκεφθεί περίπτερο, μόλις πάτησε το πρώτο σκαλί που οδηγούσε στον όροφο που βρίσκεται η οικία του, ο εφεσείων τον έπιασε από τον λαιμό, τον έριξε στο έδαφος, ξαπλώνοντας δε από πάνω του προσπάθησε να του περάσει ένα σχοινί που κρατούσε γύρω από το λαιμό του. Ο νεαρός με τον αγκώνα του δεξιού του χεριού κτύπησε τον εφεσείοντα στο πρόσωπο, ο οποίος και τον άφησε για να του ξαναπεράσει όμως γύρω από το λαιμό το σχοινί σφίγγοντας το όταν ο παραπονούμενος σηκώθηκε και έκανε μερικά βήματα. Ο νεαρός δεν μπορούσε να αναπνεύσει και γονάτισε με τον εφεσείοντα να βάζει το γόνατο του στην πλάτη του και να τον σφίγγει με μεγαλύτερη δύναμη. Τη σκηνή είδε η μικρή κόρη του εφεσείοντα, ετεροθαλής αδελφή του παραπονούμενου, και φωνάζοντας στον πατέρα της να σταματήσει, ο εφεσείων άφησε τον νεαρό ο οποίος κτύπησε με το πόδι του στο στήθος τον εφεσείοντα και άρχισε να τρέχει.
Σε αυτά τα ευρήματα οδηγήθηκε το Κακουργιοδικείο αφού έκρινε τον νεαρό παραπονούμενο ως πλήρως αξιόπιστο μάρτυρα έχοντας εντυπωσιαστεί από τη φυσικότητα και τον αυθορμητισμό της κατάθεσης του. Ο παραπονούμενος δεν είχε διστάσει να αναφερθεί και σε επιβαρυντικά για τον ίδιο γεγονότα, η δε μαρτυρία του παρέμεινε σταθερή παρά την έντονη αντεξέταση. Η όλη του κατάθεση για τα τραύματα που υπέστη και τις συνέπειες τους υποστηριζόταν πλήρως από τη μαρτυρία της Δρος xxx Χαραλάμπους, Μ.Κ.3, γενικού ιατρού στις Πρώτες Βοήθειες στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου, και του ιατροδικαστή xxx Χαραλάμπους, Μ.Κ.9. Η πρώτη είχε καταθέσει ότι στις 7.7.2017 και είκοσι λεπτά μετά τα μεσάνυκτα είχε εξετάσει τον παραπονούμενο και ετοίμασε σχετική έκθεση εξηγώντας ότι κατά την κλινική της εξέταση είχε διαπιστώσει ότι ο ανήλικος έφερε «ερυθρό εντύπωμα από σχοινί στον τράχηλο (κυκλοτερώς) με βαθιά εκδορά στην πρόσθια επιφάνεια τραχήλου κέντρο καθώς και γραμμοειδή εντυπώματα που εκτείνονται από τις γωνίες του στόματος άμφω κατά μήκος των παρειών άμφω προς τον τράχηλο.». Θυμόταν πολύ καλά την περίπτωση γιατί ο παραπονούμενος είχε εισέλθει στις Πρώτες Βοήθειες σε κατάσταση πανικού με δύσπνοια και χωρίς να ήταν σε θέση να δώσει ιστορικό για το τι είχε συμβεί. Διέρρευσε αρκετή ώρα για να γίνει κατορθωτή η επικοινωνία μαζί του αφού τον είχαν τοποθετήσει σε κρεβάτι και του είχαν δώσει οξυγόνο.
Ο ιατροδικαστής, από την άλλη, κατέγραψε τα ευρήματα της εξέτασης του παραπονούμενου σε δύο σχετικές εκθέσεις, τα οποία ευρήματα αφορούσαν τη διαπίστωση πολλαπλών μικρών εκδορών κάτω από την αριστερή γνάθο, στην αριστερή παρειακή χώρα, στην αριστερή οσφυϊκή χώρα, στη δεξιά θωρακική χώρα, στη δεξιά μετωπιαία χώρα, στη δεξιά στοματική-παρειακή χώρα, στη δεξιά παρειακή χώρα στο ύψος της γνάθου, μια εκχύμωση στη δεξιά γενειακή χώρα, μικρό τραύμα στην πρόσθια χώρα της τραχηλικής περιοχής και μια θλαστική κυκλοτερή εκχύμωση στην περιοχή του λαιμού μήκους 24.5 εκ. και μεγίστου πλάτους 3.5 εκ. η οποία προκλήθηκε από βρόγχο. Ο βρόγχος, εξήγησε στη μαρτυρία του, μπορούσε να ήταν ένα σχοινί, ένα λάστιχο, μια ζώνη, μια γραβάτα, ένα σύρμα ή καλώδιο, κάτι το οποίο περνά γύρω από τον λαιμό με απώτερο σκοπό τον στραγγαλισμό.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε επίσης αξιόπιστο μάρτυρα τον xxx Ηρακλέους, Μ.Κ.6, ο οποίος ήταν υπεύθυνος εστιατορίου στον Κόλπο Κοραλίων στην Πέγεια, ο οποίος και κατέθεσε ότι το βράδυ της 6ης Ιουλίου 2017, γύρω στις 23.30, είχε κληθεί από υπάλληλο του εστιατορίου να κατεβεί από το γραφείο του γιατί ένα νεαρό άτομο ζητούσε βοήθεια. Όταν κατέβηκε, ο νεαρός του ανέφερε ότι του είχε επιτεθεί ο πατριός του προσπαθώντας να τον πνίξει με σχοινί, ο δε νεαρός ήταν πανικόβλητος με κομμένη την αναπνοή, δυσκολευόταν να μιλήσει και τραύλιζε, ενώ ο λαιμός του ήταν κόκκινος. Ο μάρτυρας προσπάθησε να τον ηρεμήσει δίνοντας του νερό και ενημέρωσε την αστυνομία, αλλά πριν αυτή φθάσει στο χώρο, ο νεαρός, ο οποίος ήταν ο παραπονούμενος, έφυγε με την αδελφή του. Ο μάρτυρας είχε εντοπίσει ότι εκτός από κόκκινο λαιμό, υπήρχαν εμφανή σημάδια και στη μέση ακριβώς του λαιμού είχε δει και αίμα.
Παρομοίως αξιόπιστη κρίθηκε και η μαρτυρία της xxx A, Μ.Κ.8, αδελφή του παραπονούμενου, η οποία είχε καταθέσει ότι το βράδυ του επεισοδίου άκουσε τη μικρή της αδελφή Χ να φωνάζει «Σταμάτα» και τρέχοντας προς τις σκάλες είδε το όχημα του εφεσείοντα να φεύγει, συναντώμενη δε με τη μητέρα και την αδελφή της, η τελευταία ανέφερε ότι είχε δει τον πατέρα της να πνίγει τον αδελφό της στο λαιμό. Στη συνέχεια εντόπισαν τον εφεσείοντα στο χωράφι πίσω από το σπίτι τους να ήταν σκυμμένος στο έδαφος και τη στιγμή που σηκώθηκε είδε ότι κρατούσε στο χέρι σχοινί. Μετά εντόπισε τον αδελφό της στο εστιατόριο του Μ.Κ.6, τον βρήκε να ήταν κατακόκκινος, να μην μπορούσε να αναπνεύσει, ούτε να μιλήσει, τα μάτια του ήταν κόκκινα και είχε αίματα στο λαιμό.
Η μαρτυρία των αστυνομικών μαρτύρων έγινε επίσης αποδεκτή πλήρως, ενώ είχαν γίνει παραδεκτά γεγονότα η παραλαβή, συσκευασία, σφράγιση, φύλαξη και διακίνηση όλων των τεκμηρίων. Παραδεκτός επίσης ήταν και ο αποκλεισμός της σκηνής η οποία είχε παραμείνει αναλλοίωτη μέχρι την πλήρη διερεύνηση της από την αστυνομία.
Ο εφεσείων είχε προβεί σε ανώμοτη δήλωση στην οποία ανέφερε ότι τον παραπονούμενο τον γνώριζε από μικρό παιδί, ο ίδιος τον είχε μεγαλώσει, αλλά σε κάποια ηλικία και μετά άρχισε να προκαλεί προβλήματα, έφευγε από το σπίτι, κοιμόταν αλλού και ήθελε απλά να τον φέρει στο σωστό δρόμο, ως πατέρας που ένοιωθε, και ουδέποτε και με κανένα τρόπο δεν ήθελε να τον σκοτώσει, απλά μόνο να τον φοβερίσει και επειδή δεν είχε κάμει οτιδήποτε επήγε μόνος του στην αστυνομία. Ενώπιον του Κακουργιοδικείου υπήρχε και η κατάθεση που είχε δώσει ο εφεσείων στην αστυνομία στην οποία, μεταξύ άλλων, είχε πει ότι γύρω στις 9.00 το βράδυ του επεισοδίου του είχε τηλεφωνήσει η σύζυγος του, μητέρα του παραπονούμενου, ότι είχαν πάει αστυνομικοί της Δίωξης Ναρκωτικών στο σπίτι τους και πήραν τον παραπονούμενο γιατί, όπως της είπαν, αυτός πωλούσε ναρκωτικά με κάποιο Βούλγαρο. Δεν μπόρεσε να πάει στο σπίτι εκείνη την ώρα διότι δεν είχε αυτοκίνητο, αλλά όταν επέστρεψε γύρω στις 15.00 στο σπίτι τσακώθηκε με τη γυναίκα του λόγω του παραπονούμενου και της είπε ότι έπρεπε να διαλέξει μεταξύ του ιδίου και του παραπονούμενου. Η γυναίκα του του είπε ότι θα έφευγε εκείνη από το σπίτι και αργότερα του τηλεφώνησε ότι θα πήγαινε στην Πάφο να ελέγξει για σπίτι για να μετακομίσει από την Πέγεια. Με τη βοήθεια ενός πελάτη στο γκαράζ που εργαζόταν προσπάθησε και ο ίδιος να βρει κάποιο σπίτι προς ενοικίαση, τελικά δεν βρήκαν και αγόρασε εν τέλει από μια υπεραγορά μια μεγάλη μπύρα και ένα μπουκάλι ζιβανία των 250 ml, τα οποία κατανάλωσε όταν επέστρεψε ξανά στο σπίτι χωρίς όμως να εισέλθει σε αυτό, μένοντας έξω στο χωράφι. Άκουσε τον παραπονούμενο να τον βρίζει από το τηλέφωνο όταν ο ίδιος μιλούσε με τη μητέρα του και μετά πέντε με δέκα λεπτά τον είδε να φεύγει από το σπίτι γύρω στις 23.00 και μόλις τον είδε, θόλωσε το μυαλό του και του επιτέθηκε ρίχνοντας τον στο έδαφος. Εκείνη την ώρα ήλθε κοντά του η θυγατέρα του η Χ και με τις παρακλήσεις της άφησε τον παραπονούμενο, ο οποίος έφυγε τρέχοντας μέσα σε ένα χωράφι με δένδρα. Στην ανακριτική του κατάθεση συμπλήρωσε ότι είχε πιάσει τον παραπονούμενο με τα χέρια του, δεν θυμόταν όμως με ποιο τρόπο τον έριξε στο έδαφος λέγοντας ότι επειδή αυτός άρχισε να φωνάζει της μητέρας του, του έκλεισε το στόμα με το δεξί χέρι για να τον αφήσει όμως στο τέλος όταν ήλθε κοντά του η κόρη του.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε την ανώμοτη δήλωση και τα όσα αναφέρθηκαν από τον εφεσείοντα στην ανακριτική του κατάθεση και με αναφορά σε σχετική νομολογία σε σχέση με τον τρόπο αντιμετώπισης μιας ανώμοτης δήλωσης, απέρριψε τις θέσεις που εκεί προβάλλονταν ιδιαίτερα ως προς το ζήτημα ότι σκοπός του ήταν να φοβερίσει τον παραπονούμενο. Η πραγματική μαρτυρία υποστήριζε, αντίθετα, τους ισχυρισμούς του παραπονούμενου ότι δηλαδή τα τραύματα που προκλήθηκαν υποδήλωναν εμμονή του εφεσείοντα να περάσει σχοινί στο λαιμό του παραπονούμενου ώστε να μην ήταν βάσιμος ο ισχυρισμός ότι απλώς ήθελε να τον φοβερίσει. Ούτε και έγινε δεκτή η υπεράσπιση της πρόκλησης από τον παραπονούμενο δεδομένου ότι δεν θα μπορούσε αντικειμενικά η εξύβριση του εφεσείοντα από ένα παιδί ηλικίας 15 ετών και μάλιστα από τηλεφώνου να επηρέαζε τον μέσο λογικό άνθρωπο να συμπεριφερθεί κατά αυτό τον τρόπο.
Στη συνέχεια, το Κακουργιοδικείο με αναφορά στα αδικήματα του άρθρου 214(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 254 και του άρθρου 234(α) του ιδίου Νόμου και των συστατικών στοιχείων αυτών, στη βάση επίσης σχετικής νομολογίας, προχώρησε να καταδικάσει τον εφεσείοντα και να του επιβάλει τη ποινή φυλάκισης των εννέα χρόνων στην πρώτη κατηγορία, αυτή της απόπειρας φόνου, χωρίς να επιβάλει οποιαδήποτε ποινή στην κατηγορία του τραυματισμού, εφόσον τα γεγονότα της απέρρεαν από την πρώτη κατηγορία.
Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της καταδίκης και της ποινής με οκτώ συνολικά λόγους έφεσης, όλοι εκ των οποίων αφορούν την καταδίκη, πλην του τελευταίου. Από τους οκτώ αυτούς λόγους έφεσης οι πρώτοι τέσσερεις αφορούν και βάλλουν κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας στη βάση της οποίας το Κακουργιοδικείο κατέληξε στα ευρήματα του. Ιδιαίτερα με τον πρώτο λόγο, ο εφεσείων παραπονείται για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του παραπονουμένου, όπως έκρινε το Δικαστήριο. Η βασική θέση που αναπτύσσεται στο διάγραμμα που περιλαμβάνει στην ουσία και το δεύτερο λόγο έφεσης που σχετίζεται με την εν γένει αιτιολόγηση της απόφασης επί της κρίσης αξιοπιστίας του παραπονουμένου, είναι ότι ο παραπονούμενος δεν είχε δει οποιοδήποτε σχοινί, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, η δε μετάφραση που γινόταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου φανέρωνε ακριβώς ότι ο παραπονούμενος δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη σχοινί. Και ενώ ο παραπονούμενος αναφερόταν σε σχοινί που προσπάθησε ο εφεσείων να περάσει γύρω από το λαιμό του, από την άλλη επικαλείτο ότι υπήρχε κάτι σαν σίδερο στην άκρη. Η μαρτυρία του συνεπώς ήταν διάτρητη, με τον παραπονούμενο να προσπαθούσε με τρόπο παραπλανητικό και έκδηλα υπερβολικά να αμαυρώσει και να σπιλώσει τον εφεσείοντα και το Εφετείο θα πρέπει να επέμβει προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Στο πλαίσιο αυτό, το Κακουργιοδικείο με μια και μόνο παράγραφο έκρινε τον παραπονούμενο αξιόπιστο χωρίς να δώσει ουσιαστική αιτιολογία και χωρίς να υποστηρίξει τη θέση του ότι ο παραπονούμενος εντυπωσίασε το Δικαστήριο, με οποιεσδήποτε άλλες αναφορές.
Είναι γνωστό, με επιβεβαιωμένη την αρχή από πληθώρα νομολογίας, ότι η μαρτυρία κρίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει το ευεργέτημα να ακούει και να κρίνει την όλη εμφάνιση των μαρτύρων μέσα στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης, με πρόσθετο το γεγονός ότι η κάθε μαρτυρία υπόκειται στη βάσανο της αντεξέτασης. Εφόσον οι διαπιστώσεις ενός Δικαστηρίου αναδύονται ως εύλογες από την όλη μαρτυρία επί των γεγονότων, η δε αξιολόγηση δεν αντιστρατεύεται τη λογική των πραγμάτων ή έρχεται σε αντίθεση με άλλη αποδεκτή μαρτυρία ή με παραδεκτά γεγονότα ή με πραγματική μαρτυρία ή κατατεθέντα τεκμήρια, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Μόνο όπου διαπιστώνεται εξ αντικειμένου ρήγμα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα, είναι δυνατή η παρέμβαση του Εφετείου, (Λ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 21.11.2017. Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706 και Tekinder Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551).
Υπό το φως των νομολογιακών αυτών αρχών, δεν υφίσταται λόγος επέμβασης στην αξιολόγηση του βασικού μάρτυρα της κατηγορούσας αρχής που ήταν ο παραπονούμενος ανήλικος. Η καλή εντύπωση περί της αξιοπιστίας του μάρτυρα αυτού από το Κακουργιοδικείο μπορεί να καταγράφηκε λιτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι πάντοτε αναγκαία η ανάπτυξη της διαπίστωσης αυτής. Η αξιοπιστία του παραπονούμενου πέραν της σαφήνειας της μαρτυρίας του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, της φυσικότητας και του αυθορμητισμού της, όπως αυτά τα χαρακτηριστικά διαπιστώθηκαν πρωτοδίκως, υποστηριζόταν και από άλλη μαρτυρία και ιδιαίτερα από τα ευρήματα της ιατρού και του ιατροδικαστή. Συνέδραμαν επίσης προς την ίδια κατεύθυνση και η πραγματική μαρτυρία και η πρώτη εικόνα που ο xxx Ηρακλέους, Μ.Κ.6, απεκόμισε όταν είδε το νεαρό αυτό άτομο.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα δίδει μεγάλη έμφαση στο κατά πόσο χρησιμοποιήθηκε ή όχι σχοινί και ότι ο ιατροδικαστής χρησιμοποίησε τη λέξη «βρόγχος» για να περιγράψει το αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τον εφεσείοντα. Οι λεπτομέρειες της σχετικής κατηγορίας δεν αναφέρονται σε σχοινί ή οποιοδήποτε άλλο εργαλείο, αλλά καταγράφουν τη θέση ότι ο εφεσείων αποπειράθηκε να επιφέρει το θάνατο του παραπονουμένου στην ημερομηνία και τόπο που αναφέρεται. Οι προϋποθέσεις που καθορίζουν τα άρθρα 38 και 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, δεν εμπεριέχουν την αναγκαιότητα διατύπωσης ή αναφοράς τέτοιου δεδομένου ή στοιχείου. Ιδιαίτερα είναι χρήσιμη η παραπομπή στις παραγράφους (γ) και (ζ) του άρθρου 39, (δέστε και τη σχετική ανάλυση που γίνεται στο σύγγραμμα του Γ.Μ. Πική: Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η Έκδ., σελ. 98-101). Το τι ακριβώς χρησιμοποίησε ο εφεσείων δεν έχει σημασία παρά το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο προέβηκε σε εύρημα ότι ήταν σχοινί, διότι ήταν αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε κάποιος «βρόγχος», η χρήση του οποίου επέφερε αντικειμενικώς τα τραύματα στο λαιμό και τράχηλο του παραπονούμενου, όπως τα διαπίστωσαν χωρίς αμφισβήτηση τόσο η ιατρός όσο και ο ιατροδικαστής. Το ότι η ιατρός ανέφερε ότι θα μπορούσαν τα τραύματα να είχαν προκληθεί και από τον ίδιο τον παραπονούμενο ήταν μια γενική τοποθέτηση σε σχετική ερώτηση κατά την αντεξέταση και δεν αλλοιώνει τη βασική και σταθερή της θέση ότι τα τραύματα που διαπίστωσε ήταν αποτέλεσμα κάποιου εργαλείου που πέρασε από το λαιμό και είχε αφήσει τα ιδιαίτερα εντυπώματα, κυκλοτερώς, με βαθιά εκδορά στην πρόσθια επιφάνεια τραχήλου και τα υπόλοιπα γνωρίσματα τα οποία κατέγραψε.
Τα εντυπώματα αυτά συνάδουν και με τα όσα ο ιατροδικαστής παρατήρησε, πέραν των άλλων εκχυμώσεων και εκδορών που είχε διαπιστώσει στην περιοχή του λαιμού. Ο ιατροδικαστής είχε καταθέσει ότι το εντύπωμα του βρόγχου ήταν τέτοιο που σήμαινε ότι είχε ασκηθεί μεγάλη δύναμη και υπήρχαν συμπτώματα ασφυξίας γεγονός που συνάδει με τη δύσπνοια που παρατήρησε ο Αδάμου, Μ.Κ.6, που πρώτος είδε τον παραπονούμενο μετά το επεισόδιο, αλλά και από την ιατρό xxx Χαραλάμπους, Μ.Κ.3, που θυμόταν πολύ καλά το περιστατικό του νεαρού που εισήλθε πανικόβλητος στις Πρώτες Βοήθειες με δυσκολία στην αναπνοή και χωρίς να ήταν σε θέση να εξηγήσει αμέσως και πριν του δοθεί οξυγόνο, τι είχε συμβεί.
Η αξιολόγηση του Κακουργιοδικείου της όλης μαρτυρίας περιλαμβανομένης και αυτής της Μ.Κ.8, για την οποία επίσης παραπονείται ο εφεσείων με άλλο λόγο έφεσης, παραμένει απρόσβλητη. Η όλη μαρτυρία από όλους τους ουσιώδεις μάρτυρες κατηγορίας, πέραν του ίδιου του παραπονούμενου, ήταν υποστηρικτική της θέσης ότι ο εφεσείων είχε προκαλέσει τους τραυματισμούς αυτούς ενδεχομένως με σχοινί εφόσον και στο όχημα του βρέθηκαν σχοινιά από την αστυνομία κατά την έρευνα, όπως φαίνονται στις φωτογραφίες που κατατέθηκαν. Η Μ.Κ.8 επιβεβαιώνει τον παραπονούμενο περί της ύπαρξης σχοινιού εφόσον είχε εντοπίσει τον εφεσείοντα λίγη ώρα μετά το επεισόδιο να ήταν στο χωράφι, όπου και ο ίδιος είχε τοποθετήσει τον εαυτό του, με κατακόκκινο και τρομακτικό πρόσωπο, κρατώντας σχοινί. Όπως και πάλι νομολογιακά επιβεβαιώνεται, η μαρτυρία κρίνεται σφαιρικά και όχι κατ΄ απομόνωση ορισμένων φράσεων ή λέξεων. Είναι η ολότητα της μαρτυρίας που έχει σημασία ως προς τη συνέπεια, τη λογική και εν τέλει την αξιοπιστία της. Στο πλαίσιο αυτής της αξιολόγησης δεν μπορεί ουδαμώς να παραγνωριστεί ότι ο ίδιος ο εφεσείων δέχθηκε ότι επιτέθηκε στον παραπονούμενο και μάλιστα με θολωμένο μυαλό. Δεν είναι δε χωρίς σημασία και το γεγονός ότι αμέσως προηγουμένως είχε καταναλώσει αλκοόλ.
Οι λόγοι έφεσης που αναφέρονται στη νομική πτυχή των κατηγοριών περί της ύπαρξης πρόθεσης εκ μέρους του εφεσείοντα, εστιάζουν περισσότερο στο ότι δεν υπήρξε ικανή μαρτυρία που να υποστήριζε πέραν από κάθε λογική αμφιβολία ότι ο εφεσείων είχε πρόθεση να θανατώσει τον παραπονούμενο. Σε αυτό το ζήτημα να λεχθεί ότι η πρόθεση εξάγεται κατά κανόνα από την περιστατική μαρτυρία διότι σπάνια αποδεικνύεται άμεσα, εκτός εάν υπάρχει ομολογία. Στην υπό κρίση περίπτωση, η πρόθεση εξαγόταν ως λογικό συμπέρασμα ως αποτέλεσμα όχι μόνο των κακών σχέσεων που υπήρχαν μεταξύ των δύο, αλλά ιδιαιτέρως από το γεγονός ότι τη στιγμή του επεισοδίου, υπήρχε εκ μέρους του εφεσείοντα επανειλημμένη προσπάθεια χρησιμοποίησης του σχοινιού γύρω από τον λαιμό του παραπονούμενου. Σημειώνεται ότι ως ήταν η αποδεκτή μαρτυρία από το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων είχε τοποθετήσει σε κάποια φάση και το γόνατο του στην πλάτη του παραπονούμενου ούτως ώστε να ήταν δυνατή η καθήλωση του στο έδαφος, ενώ ταυτόχρονα έσφιγγε το σχοινί με περισσότερη δύναμη. Όπως δε ορθά σημειώνει η ευπαίδευτη κατήγορος στο δικό της διάγραμμα, σύμφωνα με τη Μ.Κ.8 μετά την επίθεση ο εφεσείων ανέφερε επανειλημμένα στην πρώην σύζυγο του, μητέρα του παραπονούμενου, ότι «Εσκότωσα τον». Αυτό υποδηλώνει και τη δική του αντίληψη των πραγμάτων αμέσως μετά το επεισόδιο ως προς το τι ο ίδιος ήθελε να επιφέρει, ή, πίστευε ότι επέφερε.
Τα όσα κατέγραψε το Δικαστήριο στην απόφαση του στις σελ. 26 και 27, ορθά υποδείκνυαν και οδηγούσαν στο συμπέρασμα περί της ύπαρξης της αναγκαίας πρόθεσης με αναφορά στις αποφάσεις Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 560 και Νιόβη Παρούτη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 446. Όπως περαιτέρω εξηγήθηκε και στην υπόθεση Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 563, «συνιστά διαχρονική αρχή της νομολογίας μας ότι το αδίκημα της απόπειρας φόνου συνεπάγεται την ύπαρξη συγκεκριμένης πρόθεσης για πρόκληση θανάτου του θύματος με την παράνομη ενέργεια.». Η κατηγορούσα αρχή έχει το βάρος να αποδείξει την ύπαρξη πρόθεσης η οποία να είναι τέτοια ώστε να αποκλείει τα οποιαδήποτε άλλα συμπεράσματα που δυνατόν να είναι αντίθετα με την ύπαρξη τέτοιας πρόθεσης. Και όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω, εάν η πρόθεση δεν αποδεικνύεται με ομολογία του δράστη, είναι δυνατόν να συναχθεί από τα όλα περιστατικά της υπόθεσης. Περαιτέρω, είναι αυτή η ειδική πρόθεση που χρειάζεται να αποδειχθεί και όχι οποιοδήποτε συστατικό στοιχείο προμελέτης όπως αναφέρει ο εφεσείων στο διάγραμμα του. Το στοιχείο της προμελέτης, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 204 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, διαφοροποιείται από τη συγκεκριμένη πρόθεση που χρειάζεται να αποδειχθεί για το αδίκημα κάτω από το άρθρο 214(α). Επομένως, οι σχετικοί λόγοι έφεσης που αφορούν τόσο το κατ΄ ισχυρισμόν λανθασμένο εύρημα του Δικαστηρίου ότι υπήρχε προμελέτη ή ότι λανθασμένα κρίθηκε ένοχος στο αδίκημα της απόπειρας φόνου, δεν ευσταθούν. Παρομοίως, το ίδιο ισχύει και για το λόγο που αφορά, όπως ήδη αναλύθηκε πιο πάνω, το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι υπήρχε η αναγκαία πρόθεση θανάτωσης του παραπονούμενου.
Ως προς τον εναπομείναντα λόγο σε σχέση με την επιβληθείσα ποινή των 9 χρόνων φυλάκισης, είναι αρκετό να λεχθεί ότι το Κακουργιοδικείο συνεκτίμησε, καθώς όφειλε, κάθε δυνατό μετριαστικό παράγοντα τονίζοντας ταυτόχρονα ότι αδικήματα του είδους είναι πολύ σοβαρά και, τουλάχιστον για το αδίκημα της απόπειρας φόνου, ο δράστης υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου. Με αναφορά σε νομολογία, όπως τις Ονουφρίου - ανωτέρω - και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστασίου (2005) 2 Α.Α,Δ.492 όπου είχαν επιβληθεί ποινές φυλάκισης 18 χρόνων και 13 χρόνων αντίστοιχα, το Δικαστήριο υπέδειξε την αυστηρότητα με την οποία η νομολογία αντιμετωπίζει τις υποθέσεις του είδους. Έλαβε υπόψη ταυτόχρονα την ηλικία του εφεσείοντα, το γεγονός ότι βρίσκεται στη Δημοκρατία από το 2003, ότι είχαν δημιουργηθεί προβλήματα μεταξύ αυτού και της συζύγου του και ότι κατά τη διάπραξη των αδικημάτων ο εφεσείων τελούσε υπό έντονη συναισθηματική φόρτιση και ψυχολογική πίεση. Έλαβε υπόψη επίσης ότι ο εφεσείων ενήργησε υπό το κράτος απώλειας της ψυχραιμίας του και ότι είχε λευκό ποινικό μητρώο. Τόνισε, βεβαίως, ότι τα εγκλήματα βίας βρίσκονται δυστυχώς σε έξαρση και ότι δεν μπορούσε να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο παραπονούμενος, σύμφωνα και με την ιατρική μαρτυρία, είχε βρεθεί πολύ κοντά στο θάνατο εξ αιτίας των ενεργειών του εφεσείοντα. Επιμετρώντας και το δεδομένο ότι δεν υπήρχε προσχεδιασμός, το Κακουργιοδικείο έκρινε ορθό, στο σύνολο των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντος, να επιβάλει την ποινή των 9 ετών φυλάκισης.
Κρίνεται ότι δεν υπάρχει λόγος επέμβασης από το Εφετείο υπό το φως του γεγονότος ότι το Κακουργιοδικείο συνεκτίμησε ορθά κάθε τι που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη και οι αναφορές σε υποθέσεις στις οποίες είχε γίνει χρήση και πυροβόλου όπλου έγιναν στο πλαίσιο της παραπομπής του Κακουργιοδικείου σε υποθέσεις βίας και στις οποίες βέβαια είχε επιβληθεί πολύ μεγαλύτερη ποινή φυλάκισης. Τονίζεται για ακόμη μια φορά, ότι η ευθύνη για την επιμέτρηση της ποινής και την επιβολή του αρμόζοντος μέτρου ανήκει κατ΄ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο εκτός και εάν διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνεται κανένας από τους προαναφερθέντες λόγους προς διαφοροποίηση της ποινής.
Η έφεση τόσο επί της καταδίκης, όσο και επί της ποινής απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ