ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Datamedia A.E. ν. K.S.N. (1990) 1 ΑΑΔ 13
Ευθυμίου Ανδρέας (2007) 1 ΑΑΔ 424
Χριστοδουλίδης Όμηρος ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 636
Σάντης Κώστας ν. Interfund Investments Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 1670
POLICE ν. ATHIENITIS (1983) 2 CLR 194
Δήμος Παραλιμνίου και άλλος (2012) 2 ΑΑΔ 312
Κακαράντζας Γεώργιος (Αρ. 1) (2015) 2 ΑΑΔ 1, ECLI:CY:AD:2015:D40
Τρύφωνος Ανδρέας (2016) 2 ΑΑΔ 343, ECLI:CY:AD:2016:D208
L.C.A DOMIKI LIMITED , Ποινική Αίτηση Αρ. 14/2018, 2/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:D424
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2015) 3 ΑΑΔ 634, ECLI:CY:AD:2015:C812
ESSAM MOAWAD IBRAHIM MOAWAD, Αίτηση Αρ. 2/2015, 10/3/2015, ECLI:CY:AD:2015:D171
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 111/1985 - Ο περί Δήμων Νόμος του 1985
Ν. 129(I)/2018 - Ο περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2018
Ν. 166/1987 - Ο περί Αυξήσεως των Χρηματικών Ποινών Νόμος του 1987
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:D404
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 23/2019
30 Σεπτεμβρίου, 2019
[Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.]
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ
(ΚΕΦ. 155)
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ
****************************
Άλεξ Θέμης, για τον Αιτητή.
***************************
ΑΠΟΦΑΣΗ
Στις 19/7/2019, μέσω του δικηγόρου του, ο Δήμος Αγλαντζιάς, παρουσίασε, σύμφωνα με το άρθρο 43(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, αριθμό κατηγορητηρίων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για καταχώρηση τους για αδικήματα δυνάμει προνοιών των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών. Στις 22/7/2019 ενημερώθηκε για την άρνηση από πλευράς του αρμόδιου Δικαστή καταχώρησης των κατηγορητηρίων. Στη βάση της βεβαίωσης άρνησης καταχώρησης που εξασφαλίστηκε από τον Δικαστή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 43(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ημερομηνίας 30/7/2019, ο λόγος άρνησης ήταν γιατί τα προτεινόμενα προς καταχώρηση κατηγορητήρια περιλάμβαναν κατηγορίες για αδικήματα που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι 12 μήνες και με χρηματική ποινή μέχρι του ποσού των €1708 ή και με τις δύο ποινές τα οποία είχαν παραγραφεί, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 88(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 155.
Τα κατηγορητήρια έχουν επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση ημερ. 8/8/2019 του xxx Τσαγγαρίδη, υπαλλήλου του Δήμου Αγλαντζιάς, που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, ημερ. 8/8/2019 και τους δόθηκαν από το Πρωτοκολλητείο οι αριθμοί 17815/19 μέχρι 17827/19. Αυτά αφορούν σε κατηγορίες για το αδίκημα της στάθμευσης μηχανοκινήτου οχήματος σε οδό σημασμένη κατά το μήκος της με διπλή κίτρινη γραμμή κατά παράβαση του Κανονισμού 58(2)(δ), για στάθμευση σε πεζοδρόμιο κατά παράβαση του Κανονισμού 58(9)(στ), για στάθμευση σε ποδηλατόδρομο κατά παράβαση του Κανονισμού 58(9)(ε) και για στάθμευση σε απόσταση μικρότερη των 15 μέτρων από καθορισμένη στάση λεωφορείων κατά παράβαση του Κανονισμού 5(9)(δ) των πιο πάνω Κανονισμών.
Η αναγκαιότητα παρουσίασης του κατηγορητηρίου ενώπιον του αρμοδίου Δικαστή, προτού καταχωρηθεί, προκύπτει από το άρθρο 43(1)(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155 που προβλέπει τα εξής:
«43.(1) Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε Δικαστή του Δικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται.
(2) Κατόπιν μελέτης του κατηγορητηρίου ο Δικαστής δύναται να διατάξει όπως αυτό καταχωριστεί ή, αν αρνείται να δώσει τέτοια διαταγή, αυτός πρέπει, αν παρακληθεί με αυτό τον τρόπο από το πρόσωπο που απαγγέλλει την κατηγορία εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της άρνησης, να δώσει σε αυτό βεβαίωση της άρνησης, και το πρόσωπο αυτό δύναται, εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της εξασφάλισης της βεβαίωσης να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο ή Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την καταχώριση του κατηγορητηρίου και, αν το διάταγμα εκδοθεί, το κατηγορητήριο καταχωρίζεται ανάλογα.»
Στο σύγγραμμα Α.Ν. Λοΐζου και Γ. Μ. Πική Criminal Procedure in Cyprus, σελ. 61 και 62 αναφέρονται τα εξής για το θέμα:
«Before a charge is filed, it must be approved by a Judge of the Court before which the charge is preferred.
The Judge may, after perusal of the charge, either approve it by directing that the same shall be filed or may withhold approval. In the event of refusal the Judge must, if he is so requested, give within ten days from the date of refusal, a certificate of such refusal whereupon it will be open to an aggrieved party to apply within ten days to the Supreme Court to review the decision. If the Supreme Court decides that the filing of the charge was wrongly refused, they may make an order directing that the charge be filed. A certificate of refusal must be in the form prescribed by the Criminal Procedure Rules.»
Η αναγκαιότητα λήψης της συγκατάθεσης του αρμόδιου Δικαστή για καταχώρηση έχει τονιστεί σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως στις υποθέσεις Police v. Athienitis (1983) 2 CLR 194, 231, Ευθυμίου (2007) 1 ΑΑΔ 424, Δήμος Παραλιμνίου κ.ά. (2012) 2 ΑΑΔ 312, Γεώργιος Κακαράντζα, Ποινική Αίτηση 2/2015, ημερ. 29/1/2015, Αντρέας Τρύφωνος, Ποιν. Αίτηση 15/2015, ημερ. 18/4/2016, ECLI:CY:AD:2016:D208 και L.C.A. Domiki Limited, Ποιν. Αιτ. 14/2018, ημερ. 2/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:D424.
Ο μοναδικός λόγος για τον οποίον ο Επαρχιακός Δικαστής δεν επέτρεψε την καταχώρηση των κατηγορητηρίων ήταν ότι ενόψει της τροποποίησης του άρθρου 88 της Ποινικής Δικονομίας, ΚΕΦ. 155, με το Νόμο 129(Ι)/2018 τα αδικήματα που αφορούσαν οι κατηγορίες είχαν ήδη παραγραφεί, εφόσον η ποινή που προβλέπεται από το Νόμο είναι αυτή της φυλάκισης μέχρι 12 μηνών ή της χρηματικής ποινής που δεν υπερβαίνει το ποσό των €1.708 ή και οι δύο ποινές.
Έκρινε τον τροποποιητικό Νόμο, με αναφορά σε νομολογία, (βλ. Datamedia A.E. v. K.S.N (Business Aid) Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 13, Χριστοδουλίδης ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1 A.A.Δ. 636 και Τhe King v. Chandra Dharma α.ο. (1905) 2 Κ.Β. 335) ότι ήταν δικονομικού χαρακτήρα καθότι δεν επηρέαζε το χαρακτήρα των αδικημάτων αλλά έθετε ένα δικονομικό φραγμό στην προώθηση τους προς το σκοπό της καλύτερης και αρτιότερης απονομής της δικαιοσύνης. Κατέληξε δε ότι ενόψει του χαρακτήρα του αυτού, ο τροποποιητικός Νόμος ο οποίος δημοσιεύθηκε στις 26/10/2018 έχει αναδρομική ισχύ και γι' αυτό καλύπτει και αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν καν να τεθεί σε εφαρμογή ο Νόμος.
Προέβη δε στη διαπίστωση ότι κατά την παρουσίαση των κατηγορητηρίων για καταχώρηση, η προθεσμία των 12 μηνών από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων που αφορούσαν τα πλείστα κατηγορητήρια είχεν ήδη παρέλθει ενώ για μερικά παρέμεινε πολύ μικρή προθεσμία για καταχώρηση τους.
Κοινή συνισταμένη των αδικημάτων που αφορούν στα υπό έφεση κατηγορητήρια είναι το άρθρο 72 των πιο πάνω Κανονισμών που προνοεί τα εξής:
«72. Πας όστις παραβαίνει οιανδήποτε των διατάξεων των παρόντων Κανονισμών ή οιουδήποτε όρον αδείας χορηγηθείσης αυτώ δυνάμει οιουδήποοτε των παρόντων Κανονισμών, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις ποινή φυλακίσεως μέχρις ενός έτους ή εις χρηματική ποινή μέχρι χιλίων λιρών [€1.708] ή εις αμφοτέρας τα ποινάς ταύτας»
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το άρθρο 88 του ΚΕΦ. 155, όπως ίσχυε κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«88. Εκτός όπου ειδικά επιτρέπεται μεγαλύτερος χρόνος από οποιοδήποτε Νόμο που ισχύει εκάστοτε, καμιά κατηγορία δεν δύναται να προσαφθεί εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκημα για το οποίο η ποινή δεν υπερβαίνει φυλάκιση τριών μηνών ή πρόστιμο εκατόν είκοσι πέντε λιρών ή και τις δύο αυτές ποινές, εκτός αν η κατηγορία προσαφθεί εντός περιόδου έξι μηνών από την ημέρα της διάπραξης του ποινικού αδικήματος.»
Παραθέτω επίσης και το νέο άρθρο 88 που εισήχθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 129(Ι)/2019 σε αντικατάσταση του πιο πάνω:
"Παραγραφή κατηγοριών σε συνοπτικές δίκες σε ορισμένες περιπτώσεις
88. Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου με τις οποίες καθορίζεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εντός του οποίου δύναται να προσαφθεί κατηγορία για ποινικό αδίκημα, καμιά κατηγορία δε δύναται να προσαφθεί εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκημα για το οποίο δύναται να επιβληθεί -
(α) Ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα οκτακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ (€854) ή/και οι δύο αυτές ποινές μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την ημέρα της διάπραξης του ποινικού αδικήματος,
(β) ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια οκτώ ευρώ (€1.708) ή/και οι δύο αυτές ποινές μετά την πάροδο δώδεκα (12) μηνών από την ημέρα της διάπραξης του ποινικού αδικήματος."
Σημειώνεται ότι με το Νόμο 129(Ι)/2018 για πρώτη φορά τέθηκε χρονικός περιορισμός για πρόσαψη κατηγοριών για αδικήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης άνω των 3 μηνών και κάτω των 12 καθώς και χρηματική ποινή μέχρι €1708.
Το ερώτημα που έκρινε ο Δικαστής ότι έχρηζε απάντησης για σκοπούς καταχώρησης των κατηγορητηρίων ήταν κατά πόσο ο τροποποιητικός Νόμος ήταν νόμος διαδικασίας οπότε έχει αναδρομική ισχύ και συνεπώς καλύπτει και τα υπό κρίση αδικήματα ή είναι ουσιαστικού δικαίου που δεν εφαρμόζεται αναδρομικά. Σημειώνεται ότι στο Νόμο 129(Ι)/2018 δεν έγινε καμιά πρόνοια ή ρύθμιση ως προς τα αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν τη δημοσίευση του. Ούτε επίσης περιλήφθηκε μεταβατική διάταξη στο Νόμο.
Κατά την αγόρευση του προς υποστήριξη της υπό κρίση αίτησης ο δικηγόρος του Δήμου Αγλαντζιάς, με αναφορά σε νομολογία, εισηγήθηκε ότι ο Νόμος 129(Ι)/2018 είναι ουσιαστικής φύσης και όχι διαδικασίας, όπως έκρινε ο Επαρχιακός Δικαστής, και ως τέτοιας φύσης δεν εφαρμόζεται το τεκμήριο της αναδρομικότητας.
Στην υπόθεση Σάντης ν. Interfund Investments Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1670, αναφέρθηκαν τα εξής ως προς την αναδρομικότητα των Νόμων:
«Η γενική αρχή είναι ότι ένας νόμος, εκτός εάν είναι δηλωτικός ή εάν αφορά μόνο σε θέματα διαδικαστικά ή αποδείξεως, δεν έχει αναδρομική ισχύ. Αυτό τεκμαίρεται, γενικά, σε κάθε περίπτωση και εκεί όπου ο νομοθέτης επιθυμεί να δώσει αναδρομική ισχύ σε μια νομοθετική πρόνοια που δεν περιλαμβάνεται στις προαναφερόμενες εξαιρέσεις, θα πρέπει να το πει ρητά (Δέστε: Halsbury' s Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 44, παραγ. 921 και 922). Υπάρχει δηλαδή γενικό τεκμήριο εναντίον της αναδρομικότητας των νόμων εκτός εάν ο νομοθέτης ανατρέψει το τεκμήριο αυτό με ρητή πρόνοια (Δέστε: Halsbury' s, ανωτέρω, παραγ. 924).
Στην προκείμενη περίπτωση ο νόμος δεν αφορά σε ζητήματα διαδικαστικά ή αποδείξεως και δεν είναι δηλωτικός και ως εκ τούτου ισχύει το γενικό τεκμήριο της μη αναδρομικότητος, το οποίο δεν ανατράπηκε εφόσον ο νομοθέτης δεν προέβη σε οποιαδήποτε ρητή ή και εξυπακουόμενη πρόνοια περί αναδρομικότητος. Η αναφορά του Νομοθέτη σε χρήματα που πληρώθηκαν πριν τη θέσπιση του Νόμου δεν ανατρέπει το τεκμήριο της μη αναδρομικότητας ως προς την υποβολή της αίτησης για εισαγωγή των τίτλων στο Χ.Α.Κ.. Κατά συνέπεια συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο και με την εφεσίβλητη εταιρεία ότι ορθά ερμηνεύθηκε το Άρθρο 3(3) του προαναφερόμενου νόμου ως μη παρέχον δικαίωμα επιστροφής των χρημάτων στον επενδυτή-εφεσείοντα στην παρούσα υπόθεση όπου η αίτηση για εγγραφή στο Χ.Α.Κ. υποβλήθηκε, από την εφεσίβλητη, πριν τη θέσπιση του σχετικού νόμου.
Νομοθετική πρόνοια που καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ληφθεί δικαστικό μέτρο μετά την παρέλευση της οποίας εμποδίζεται η διεκδίκηση δικαιώματος, είναι ουσιαστικής φύσης. Σχετική είναι η υπόθεση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Evropaiki Dynamiki Proigmena Systimata Tilepikoinonion Pliroforikis kai Tilematikis AE v. European Commission C469/11, απόφαση, ημερ. 8/11/2012, παραγρ. 52, όπου αποφασίστηκαν τα εξής:
«In contrast to procedural time-limits, the limitation period in question, by resulting in the extinction of the legal action, is a matter of substantive law since it affects the enforceability of a subjective right which the person concerned can no longer effectively assert before the courts».
Στην παρούσα περίπτωση επαναλαμβάνω ότι ο νομοθέτης δεν προνόησε ως προς το κατά πόσο ο τροποποιητικός Νόμος εφαρμόζεται και σε αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν τη δημοσίευση του. Είναι φανερό ότι ενόψει της μη ύπαρξης προηγουμένως πρόνοιας στο Νόμο για παραγραφή των αδικημάτων για τα οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 12 μηνών ή και πρόστιμο μέχρι €1.708, τυχόν αναδρομικότητα του τροποποιητικού Νόμου θα είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση αδικίας στο Δήμο Αγλαντζιάς, εφόσον δεν του δόθηκε κανένα χρονικό περιθώριο για καταχώρηση των υποθέσεων που αφορούσαν σε αδικήματα τα οποία είτε είχαν ήδη παραγραφεί όπως στις υποθέσεις 17818/19, 17819/19, 17820/19, 17824/19, 17825/19, 17826/19 και 17827/19 κατά τη δημοσίευση του Νόμου ενώ για τις υπόλοιπες του δινόταν ένα μικρό περιθώριο από ½ μήνα μέχρι 1 ½ μήνα για την καταχώρηση τους.
Συνεπώς το κριτήριο για την αναδρομικότητα ή όχι του Νόμου δεν είναι μόνο κατά πόσο είναι δικονομικής ή ουσιαστικής φύσης, όπως θεώρησε ο Επαρχιακός Δικαστής, αλλά θα πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση και με άλλους παράγοντες.
Σύμφωνα με την απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση L' Office Chefifien des Phosphates and Another Respondents v. Yamashita - Shinnihon Steamship Co. Ltd (1994) 1 A.C. 486, για να αποφασιστεί κατά πόσο ένας νόμος έχει αναδρομική ισχύ θα πρέπει να εξακριβωθεί ο ακριβής σκοπός του νομοθέτη που επιθυμούσε να επιτύχει. Στην απόφαση αυτή υιοθετήθηκε το εξής απόσπασμα από την απόφαση στην Secretary of State for Social Security v. Tunnicliffe (1991) 2 All E.R. 712:
«In my judgment the true principle is that Parliament is presumed not to have intended to alter the law applicable to past events and transactions in a manner which is unfair to those concerned in them, unless a contrary intention appears. It is not simply a question of classifying an enactment as retrospective or not retrospective. Rather it may well be a matter of degree - the greater the unfairness, the more it is to be expected that Parliament will make it clear if that is intended."
Precisely how the single question of fairness will be answered in respect of a particular statute will depend on the interaction of several factors, each of them capable of varying from case to case. Thus, the degree to which the statute has retrospective effect is not a constant. Nor is the value of the rights which the statute affects, or the extent to which that value is diminished or extinguished by the retrospective effect of the statute. Again, the unfairness of adversely affecting the rights, and hence the degree of unlikelihood that this is what Parliament intended, will vary from case to case. So also will the clarity of the language used by Parliament, and the light shed on it by consideration of the circumstances in which the legislation was enacted. All these factors must be weighed together to provide a direct answer to the question whether the consequences of reading the statute with the suggested degree of retrospectivity are so unfair that the words used by Parliament cannot have been intended to mean what they might appear to say.»
Ανατρέχοντας στην αιτιολογική έκθεση του σχετικού νομοσχεδίου διαφαίνεται καθαρά ότι η ανάγκη τροποποίησης του άρθρου 88 του ΚΕΦ. 155 προέκυψε από την αύξηση της προβλεπόμενης χρηματικής ποινής δυνάμει των διατάξεων του περί Αυξήσεως των Χρηματικών Ποινών Νόμου (Ν. 166/1987), όπου το παλιό άρθρο 88 δεν τύγχανε εφαρμογής, καθώς και την διεύρυνση των αδικημάτων για τα οποία θα ισχύει η παραγραφή που θεωρούνται επίσης ήσσονος σημασίας. Δεν αφορούσε συνεπώς σε ρύθμιση των αδικημάτων που διαπράχθηκαν πριν τη θέσπιση του Νόμου, κατά τρόπο που θα προκαλούσε αδικία στους πολίτες.
Σύμφωνα με την αγόρευση του δικηγόρου του, ο Δήμος Αγλαντζιάς υφίσταται επιπρόσθετα και οικονομική ζημιά από την τυχόν αναδρομικότητα του άρθρου 88 παραβιάζοντας τα Συνταγματικά του Δικαιώματα που προκύπτουν από το Άρθρο 23 αλλά και το 30 του Συντάγματος, με την απαγόρευση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, που σίγουρα δεν ήταν αυτή η πρόθεση του νομοθέτη. Παραβιάζει επίσης, εισηγείται, και το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που προβλέπει για το δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας, εκτός για σκοπούς δημοσίας ωφελείας. Στην παρούσα περίπτωση σαφώς και ο Δήμος Αγλαντζιάς σύμφωνα με το άρθρο 88(4) του περί Δήμων Νόμου (Ν.111/85) που προβλέπει ότι χρηματική ποινή για αδικήματα στη βάση των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμών κατατίθεται στο δημοτικό ταμείο εκάστου Δήμου, σε περίπτωση που ο τροποποιητικός Νόμος 129(Ι)/2018 εφαρμοστεί και για τα υπό κρίση αδικήματα χάνει κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα που συνδέονται με τη δίωξη.
Στην περίπτωση αυτή δεν τίθεται θέμα δημόσιας ωφέλειας.
Συνεπώς η μόνη ερμηνεία που μπορεί να δοθεί στον τροποποιητικό Νόμο 129(Ι)/2018 ώστε να μην παραβλάπτονται συνταγματικά δικαιώματα του Δήμου Αγλαντζιάς και να του προκαλείται αδικία είναι ότι εφαρμόζεται μόνο σε αδικήματα που διαπράττονται από τη δημοσίευση του και μετά δηλ. από τις 26/10/2018.
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Gardner v. Lucas (1878) 3 App. Cas. 582 όπου τονίστηκε ότι:
«Alterations in the form of procedure are always retrospective, unless there is some good reason or other why they should not be».
Ενόψει μη ειδικής ρύθμισης στο Νόμο 129(Ι)/2018 ως προς τα αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν τη δημοσίευση του τροποποιητικού Νόμου, της αδικίας που σίγουρα προκαλείται στον Δήμο Αγλαντζιάς με την ήδη παρέλευση της προθεσμίας για καταχώρηση των κατηγορητηρίων και επηρεασμού των δικαιωμάτων του, κρίνω ότι υπάρχει καλός λόγος όπως θεωρηθεί ότι ο τροποποιητικός Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ.
Ως αποτέλεσμα ο Νόμος αυτός δεν καλύπτει την παρούσα περίπτωση όπου τα αδικήματα είχαν ήδη διαπραχθεί πριν τους 12 μήνες από τη δημοσίευση του Νόμου ή παρέμενε μικρή προθεσμία για συμπλήρωση του χρόνου.
Η αίτηση εγκρίνεται. Διατάσσεται η καταχώρηση των κατηγορητηρίων εντός 15 ημερών από σήμερα.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.