ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Χρ. Χρυσάνθου, για τον Εφεσείοντα Ε. Θεοδότου (κα) για την Εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-09-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΛΟΥΚΑ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 187/18, 18/9/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B375

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 187/18

 

 

18 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019

 

 

[Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.,  ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

xxx ΛΟΥΚΑ

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑΣ

και

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ

------------------------

 

Χρ. Χρυσάνθου, για τον  Εφεσείοντα

Ε. Θεοδότου (κα) για την Εφεσίβλητη

-----------------------------

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η  απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.  Ο Εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία, κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 και επιβλήθηκε σε αυτόν χρηματική ποινή ύψους €3.000, 8 βαθμοί ποινής και αποστέρησης του δικαιώματος να κατέχει άδεια οδήγησης για περίοδο 6 μηνών.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο τα διαπίστωσε και τα καταγράφει στην απόφαση του για επιβολή ποινής είναι:

 

"Την 17.9.2013 και περί ώρα 18:00 , ο κατηγορούμενος ήταν οδηγός του βυτιοφόρου οχήματος μεταφοράς καυσίμων με αριθμούς εγγραφής xxx xxx το οποίο βρισκόταν σε αναμονή στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της Λεωφόρου Ακροπόλεως στο Στρόβολο της Επαρχίας Λευκωσίας, σε σημείο που απείχε τουλάχιστον 1.90μ. από διάβαση πεζών που προηγείτο της εισόδου στην διασταύρωση της εν λόγω λεωφόρου με τις οδούς Καραϊσκάκη και Παναγιώτη Κασπή. Η είσοδος στην εν λόγω διασταύρωση σε σχέση με την πορεία του βυτιοφόρου οχήματος ρυθμιζόταν από φωτεινούς σηματοδότες των οποίων η ένδειξη ήταν κόκκινη.

 

Με την ένδειξη να γίνεται πράσινη , η πεζή Στέλλα Ζαννίδου που βρισκόταν εκείνη την στιγμή στην άκρη του πεζοδρομίου και λοξώς αριστερά από τα μπροστινά φανάρια του βυτιοφόρου οχήματος , χωρίς να κοιτάξει προς τα δεξιά της, κινήθηκε για να εισέλθει στην διάβαση πεζών. Σχεδόν ταυτόχρονα και χωρίς να αντιληφθεί την παρουσία της πεζής και την κίνηση της ,παρά το ότι είχε καθαρό οπτικό πεδίο , ο κατηγορούμενος εκκίνησε το όχημα του και με πολύ χαμηλή ταχύτητα κατευθύνθηκε προς την διάβαση πεζών για να εισέλθει στην διασταύρωση. Διανύοντας απόσταση μεταξύ του σημείου αναμονής και της διάβασης πεζών και με την ορατότητα του προς τα εμπρός να περιορίζεται πλέον λόγω τυφλών σημείων που δημιουργεί το ύψος του βυτιοφόρου οχήματος, ο κατηγορούμενος μη αντιλαμβανόμενος τις προσπάθειες της πεζής να γίνει αντιληπτή από τον ίδιο αλλά και τις προειδοποιήσεις άλλων οδηγών μέσω κορναρισμάτων, συνέχισε την πορεία του με αποτέλεσμα να επέλθει επί της διάβασης επαφή του βυτιοφόρου οχήματος με την πεζή. Συνεπεία της επαφής αυτής , η πεζή κατέληξε, σε σημείο μετά την διάβαση πεζών και εντός πλέον της διασταύρωσης , κάτω από το βυτιοφόρο όχημα με αποτέλεσμα να βρει επί τόπου τραγικό θάνατο."

 

Ο Εφεσείων θεωρεί ότι τόσο η καταδικαστική απόφαση  όσο και η ποινή που του επεβλήθη, είναι εσφαλμένες και τις προσβάλλει με την παρούσα έφεση προβάλλοντας προς τούτο τέσσερις λόγους.  Οι τρεις πρώτοι αφορούν την καταδίκη του ενώ ο τέταρτος την επιβληθείσα ποινή.

 

Ως πρώτο λόγο που ο Εφεσείων προβάλλει είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι είχε ο ίδιος "καθαρό οπτικό πεδίο να αντιληφθεί την πεζή και ότι η οδική του συμπεριφορά συνιστούσε αλόγιστη, επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση".  Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι είναι εσφαλμένη η κατάληξη του ίδιου του Δικαστηρίου ότι απεδείχθησαν όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και εσφαλμένα ερμήνευσε ότι η οδήγηση του ήταν επικίνδυνη σε βαθμό που να στοιχειοθετεί το αδίκημα του Άρθρου 210 του ποινικού κώδικα.  Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ως εσφαλμένη η νομική ανάλυση και εφαρμογή του Άρθρου 210 του ΚΕΦ. 154 στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο "αδιαφόρησε" για τις ενέργειες της πεζής οι οποίες ήταν ιδιαίτερα συνυφασμένες με την πρόκληση του δυστυχήματος.

 

Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι η επιβληθείσα σ' αυτόν ποινή είναι υπέρμετρα αυστηρή έχοντας υπόψιν και τους λόγους έφεσης επί της καταδίκης.

 

ΕΦΕΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ

 

Λαμβάνοντας υπόψιν το περιεχόμενο των τριών λόγων έφεσης που αφορούν την καταδίκη του Εφεσείοντα θα προχωρήσουμε σε συνεξέταση τους καθότι αφορούν κοινά σημεία και αλληλοκαλύπτονται.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα αγορεύοντας ενώπιον μας εισηγήθηκε ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν καταδεικνύουν ότι ο Εφεσείων μπορούσε να αντιληφθεί την πεζή, λόγω τυφλού σημείου και περαιτέρω ότι αυτά δεν οδηγούν σε ασφαλή κατάληξη αλόγιστης, επικίνδυνης και απερίσκεπτης πράξης ώστε να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα του Άρθρο 210.  Πολύ περισσότερο εάν ληφθεί υπόψιν ότι ο Εφεσείων σταμάτησε πριν τη διάβαση, ανέμενε την ένδειξη του φωτεινού σηματοδότη να γίνει πράσινη, εκκίνησε ακριβώς ως και το διπλανό του όχημα και η ταχύτητα του ήταν πολύ μικρή τόσο κατά την εκκίνηση του αλλά και στην συνέχεια. Η αμέλεια του οδηγού, συνέχισε, προκειμένου να κριθεί ένοχος σύμφωνα με το Άρθρο 210 θα πρέπει να είναι αυξημένη και να είναι είτε αλόγιστη, είτε απερίσκεπτη ή επικίνδυνη και εδώ δεν ήταν.

 

Αντίθετη, βεβαίως, ήταν η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Εφεσίβλητης η οποία υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον Εφεσείοντα ένοχο με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

"Με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία ως έχει αξιολογηθεί , τα ευρήματα μου, το νομοθετικό υπόβαθρο της υπό κρίση κατηγορίας και την σχετική με αυτή νομολογία, κρίνω ότι η παράλειψη του κατηγορούμενου να αντιληφθεί από απόσταση τουλάχιστον Ι.90μ. και με καθαρό οπτικό πεδίο την παρουσία της πεζής στην άκρη του πεζοδρομίου και αμέσως μετά την είσοδο ·της στην διάβαση πεζών, κατέστησε την οδήγηση του επικίνδυνη.

 

Η παράλειψη του θύματος να ελέγξει τον δρόμο πριν εισέλθει στην διάβαση πεζών ή ακόμα και το ότι η κίνηση του προς την διάβαση έγινε ταυτόχρονα με την πράσινη ένδειξη του φωτεινού σηματοδότη που έλεγχε την είσοδο στην διασταύρωση της λεωφόρου, δεν αναιρεί την ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου ως προς τον θάνατο του θύματος."

 

Κατ'  αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι η εισήγηση του Εφεσείοντα αναφορικά με το εύρημα του Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο ο Εφεσείοντας σταμάτησε το βυτιοφόρο όχημα του, 1.90μ πριν τη διάβαση πεζών, είναι αυθαίρετο και ακροσφαλές, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.  Στο εύρημα αυτό κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού δέχθηκε προς τούτο ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Μ.Κ.5 η οποία βίωσε το θανατηφόρο δυστύχημα σε συνδυασμό με τα σχέδια της σκηνής του δυστυχήματος τα οποία είναι επί κλίμακος.  Συνεπώς, ορθά κατέληξε στο εύρημα αυτό, το οποίο να σημειωθεί ότι ουδεμία σχέση έχει με την αναφερόμενη στο πρώτο λόγο έφεσης, μαρτυρία του Μ.Κ.10 αναφορικά με τα τυφλά σημεία που υπάρχουν σε οχήματα του τύπου όπως αυτό που οδηγούσε ο Εφεσείων.  Το κενό ορατότητας που σημειώθηκε επί του σχεδίου, Τεκμ. 7, από τον Α/φ 814, Μ.Κ.1 καλύπτει μια απόσταση 1.10μ έμπροσθεν και αριστερά του επίδικου οχήματος που εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τον Μ.Κ.1, η ορατότητα σ'  αυτό το κενό είναι δυνατή με τον καθρέφτη του οχήματος που ευρίσκετο στην αριστερή πάνω γωνιά του ανεμοθώρακα.  Όσον αφορά το κενό ορατότητας που υπέδειξε και σημείωσε επί του Τεκμ. 7, αυτό είναι έμπροσθεν και στο αριστερό πλευρό οχήματος προς τα πίσω.  Να σημειωθεί ότι το μήκος αυτό έμπροσθεν δεν είναι μεγαλύτερο από αυτό που σημείωσε ο Μ.Κ.1 και είναι 1.10μ.  Συνεπώς ουδεμία χρησιμότητα έχει για τον Εφεσείοντα.

 

Επανερχόμαστε τώρα να εξετάσουμε κατά πόσο η οδήγηση του Εφεσείοντα σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου εμπίπτει στα όρια που οριοθέτησε η νομολογία αναφορικά με την ευθύνη σύμφωνα με το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154.

 

Το Άρθρο 210 του ΚΕΦ. 154 έχει ως ακολούθως:        

 

"210. Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες."

 

 

Στην Πέτρου ν. Αστυνομία (1994) 2 Α.Α.Δ. 233 έγινε ανάλυση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος.

 

"..........  Έτσι για να βρεθεί τώρα κάποιος ένοχος πρέπει η πρόκληση θανάτου να οφειλόταν σε αλόγιστη (rash), απερίσκεπτη (reckless) ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά. Το άρθρο δεν καθορίζει κριτήρια ως προς το τι αποτελεί αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη και αφήνεται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το νομοθέτημα με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Σε σχέση με επικίνδυνη οδήγηση, σύμφωνα με τη νομολογία, απαιτείται τουλάχιστο απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους (fault) εκ μέρους του οδηγού.

 

Στην Αγγλική υπόθεση R. v. Gosney [1971] 55 Cr. App.R. 502 σε σχέση με κατηγορία επικίνδυνης οδήγησης αναφέρεται ότι: "fault certainly does not necessarily involve deliberate misconduct or recklessness or intention to drive in a manner inconsistent with proper standards or driving ... Fault involves a failure; a falling below the care or skill of a competent and experienced driver, in relation to the manner of the driving and to the relevant circumstances of the case."

 

'Οσον αφορά την έννοια της απερίσκεπτης (reckless) οδήγησης σχετική είναι η απόφαση R. v. Lawrence [1981] 1 All Ε.R. 974, όπου αποφασίστηκε ότι ένα στοιχείο του αδικήματος της απερίσκεπτης οδήγησης είναι η πρόθεση (mens rea) με την έννοια ότι τέτοια πρόθεση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία ένας οδηγός ο οποίος πριν αρχίσει να οδηγά με τρόπο που περιέχει καθαρό και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή άλλης ζημιάς παραλείπει να λάβει υπόψη μιά τέτοια πιθανότητα ή την αγνοεί και αποφασίζει να διακινδυνεύσει οδηγώντας με αυτό τον τρόπο. (Δέστε και R. v. Caldwell [1981] 1 All E.R. 961)."

 

Αναφορικά με την έννοια του σφάλματος που αρκεί για την επικίνδυνη οδήγηση υιοθετήθηκε στην Σάββα ν. Αστυνομία (2000) 2 Α.Α.Δ. 115 το ακόλουθο απόσπασμα από την R. v. Gosney (1971) 55 Cr. App. R. 502:

 

"Fault involves a failure; a falling below the care or skill of a competent and experienced driver, in relation to the manner of the driving and to the relevant circumstances of the case.  A fault in that sense, even though it might be slight, even though it be a momentary lapse, even though normally no danger would have arisen from it, is sufficient. The fault need not be the sole cause of the dangerous situation. it is enough if it is, looked at sensibly, a cause.

 

Σε μετάφραση:

 

"Σφάλμα εμπεριέχει αποτυχία· πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλμα με αυτή την έννοια, αν και μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επίκινδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντάς το λογικά, αποτελεί μια αιτία.".

 

Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι η οδήγηση του Εφεσείοντα ήταν επικίνδυνη διότι "... η παράλειψη του κατηγορούμενου να αντιληφθεί από απόσταση τουλάχιστον Ι.90μ. και με καθαρό οπτικό πεδίο την παρουσία της πεζής στην άκρη του πεζοδρομίου και αμέσως μετά την είσοδο ·της στην διάβαση πεζών, κατέστησε την οδήγηση του επικίνδυνη.

 

Ο άνω καταλογισμός ευθύνης παραγνωρίζει ένα σοβαρό παράγοντα που αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή σχεδόν ταυτόχρονα κινήθηκαν οι δύο, πεζή και εφεσείων και αμέσως επήλθε η σύγκρουση.  Λαμβάνοντας υπόψιν την μικρή απόσταση των 1.90μ και την μικρή ταχύτητα (επίσης ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου) με την οποία κινήθηκε προς τα εμπρός ο Εφεσείων όταν άναψε το πράσινο φως στη μεριά του, κρίνουμε ότι, υπό τις περιστάσεις, η οδήγηση του δεν ήταν επικίνδυνη, ως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Παρ΄ όλα ταύτα ο Εφεσείων είναι ένοχος για αμελή οδήγηση κατά παράβαση του Άρθρου 8 του Περί  Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμου του 1972 Ν.86/72, ως ήτο και η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του.  Η παράλειψη του Εφεσείοντα να αντιληφθεί την κίνηση του δρόμου και την πορεία της πεζής, παρόλο που η ορατότητα του ήταν ανεμπόδιστη, συνιστά αμέλεια.  Σε ποινική υπόθεση, έστω και μικρού βαθμού αμέλεια είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη.  Ασκώντας την εξουσία που μας παρέχεται από το Άρθρο 145(Ι)(γ) βρίσκουμε τον Εφεσείοντα ένοχο για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης του Άρθρου 8 του Ν.86/72.

Διά τους πιο πάνω λόγους η καταδίκη του Εφεσείοντα για το αδίκημα που προβλέπεται από το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, παραμερίζεται.  Κρίνεται όμως ένοχος για το αδίκημα του Άρθρου 8 του Ν.86/72.

 

Π Ο Ι Ν Η

 

Με δεδομένη την ακύρωση της καταδίκης του Εφεσείοντα για την πιο σοβαρή κατηγορία του Άρθρου 210 του ΚΕΦ. 154 και τη δική μας κρίση για επίδειξη υπό του Εφεσείοντα αμέλειας σύμφωνα με το Άρθρο 8 του Ν.86/72, για τους λόγους που έχουμε αναφέρει, μειώνουμε το επιβληθέν πρόστιμο σε €1.000 και τέσσερις (4) βαθμούς ποινής.  Επίσης η στέρηση του δικαιώματος να κατέχει άδεια οδήγησης περιορίζεται σε δύο (2) μήνες από 16.4.2018 που του επεβλήθηκε η ποινή.

 

 

 

Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π. 

 

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

 

Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο