ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Χρ. Χριστάκη, για τον Εφεσείοντα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-07-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 46/2017, 19/7/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B334

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 46/2017)

 

19 Ιουλίου, 2019

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

χχχχ ΧΡΙΣΤΟΥ,

Εφεσείων,

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

Χρ. Χριστάκη, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Παπαλοΐζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την

 Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας κατηγορητήριο με πέντε κατηγορίες, ήτοι  συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (3η κατηγορία), προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄ από άλλο πρόσωπο (4η κατηγορία), εισαγωγής (5η κατηγορία), κατοχής (6η κατηγορία) και κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (7η κατηγορία), ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, (Ν.29/1977), όπως τροποποιήθηκε. Στο ίδιο κατηγορητήριο περιλαμβάνονται ακόμη δύο κατηγορίες για τις οποίες καταχωρήθηκε αναστολή ποινικής δίωξης.

 

Η υπόθεση αφορούσε 20401 γρ. φυτικής ύλης κάνναβης. Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε όλες τις κατηγορίες, πλην της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μέγιστη αυτή των 14 χρόνων.

 

Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής προωθήθηκε με την κατάθεση ενός μόνο μάρτυρα κατηγορίας, του Υποδιοικητή της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών χχχχ, ΜΚ1, και την καταχώρηση παραδεκτών γεγονότων. Ο δε εφεσείων, όταν κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, χωρίς να καλέσει οποιουσδήποτε μάρτυρες υπεράσπισης.

 

Αρκετά γεγονότα καταχωρήθηκαν ως παραδεκτά, τα οποία παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:

 

«1.  Την 30.5.2014 αφίχθηκε από την Αθήνα μέσω αερολιμένος Λάρνακος η A.C. (ΜΚ32 στο κατηγορητήριο) από τη Ρουμανία, κάτοικος Ελλάδος, έχοντας στην κατοχή της δύο χειραποσκευές.

 

2.   Ο Χ. Ι (ΜΚ1 στο κατηγορητήριο), Λειτουργός στο Τελωνείο του αερολιμένος Λάρνακος, ζήτησε από την ΜΚ32 όπως ελεγχθούν οι αποσκευές της από ακτινοδιαγνωστικό μηχάνημα. Από τον έλεγχο διεφάνη ότι εντός των αποσκευών υπήρχαν αντικείμενα τα οποία δεν μπορούσαν να συγκεκριμενοποιηθούν. Ο ΜΚ1 θεώρησε τα αντικείμενα αυτά ύποπτα και ζήτησε από την ΜΚ32 να ανοίξει τις αποσκευές της για περαιτέρω έλεγχο. Παρόλο που η ΜΚ32 έδωσε τη συγκατάθεση της για έρευνα, ανέφερε στον ΜΚ1 ότι δεν είχε τα κλειδιά των αποσκευών και αφού χρησιμοποιήθηκε ειδικός κόπτης, αφαιρέθηκε η κλειδωνιά. Έγινε έρευνα των αποσκευών και εντοπίστηκαν 20.401 γραμμάρια πράσινης ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης από την οποία δεν έχει εξαχθεί η ρητίνη, με περιεκτικότητα σε Δ.9 Τετραϋδροκανναβινόλης (Δ.9 THC) άνω του 0,5%.  Η ΜΚ32 συνελήφθηκε από τον ΜΚ1 και ακολούθως ενημέρωσε το Κλιμάκιο της Υ.ΚΑ.Ν. Λάρνακας.

 

3.   Η ΜΚ32 εξέφρασε την επιθυμία για συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές. Αφού εξασφαλίστηκε συγκατάθεση για ελεγχόμενη παράδοση, άρχισε την ίδια μέρα η διαδικασία με τη συμμετοχή και της ΜΚ32.

 

4.   Οι χειραποσκευές τις οποίες είχε στην κατοχή της η ΜΚ32, ήταν διαστάσεων 45cm X 15cm.

 

5.   Κατά τη διαδικασία της ελεγχόμενης παράδοσης, οι συσκευασίες των ναρκωτικών ουσιών οι οποίες βρίσκονταν στις αποσκευές της ΜΚ32, αντικαταστάθηκαν με συσκευασίες χώματος.

 

6.   Η ΜΚ32 κατά την άφιξη της στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, είχε στην κατοχή της κινητό τηλέφωνο μάρκας NOKIA με αριθμό χχχχ και αριθμό κλήσης xxx506 (Τεκμήριο 7).

 

7.   Ως τεκμήριο κατακρατήθηκε χαρτονόμισμα των 50 ευρώ με αριθμό χχχ (Τεκμήριο 8).

 

8.   Στις 30.5.2014 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του κατηγορούμενου. Συνελήφθη την 21.10.2014 στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού (Τεκμήριο 6).

 

9.   Στις 4.6.2014 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας έκδωσε διάταγμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, ως η αίτηση της Αστυνομίας με αριθμό 29/14 (Τεκμήριο 4).

 

10.    Στις 11.6.2014 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας έκδωσε διάταγμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, ως η αίτηση της Αστυνομίας με αριθμό 30/14 (Τεκμήριο 5).

 

11.    Η αλήθεια του περιεχομένου των αποτελεσμάτων των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων (Τεκμήρια 10, 11, 12 και 13), τα οποία ετοιμάστηκαν με βάση τα Διατάγματα Τεκμήρια 4 και 5, είναι αποδεκτή και από τις δύο πλευρές.

 

12.    Καταχωρήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, η ποινική υπόθεση με αρ. 8934/14, με κατηγορούμενη την A.C. (ΜΚ32 στο κατηγορητήριο), τον xxx Ανδρέου και χχχχ Φραγκίσκου. Η A.C. παραδέχθηκε ενοχή και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 10 χρόνων, για τα ίδια αδικήματα τα οποία αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση, ενώ ο χχχχ Φραγκίσκος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 12 χρόνων.  Εναντίον του κατηγορούμενου, εκκρεμούσε τότε ένταλμα συλλήψεως και αναζητείτο. Μετά τον εντοπισμό του κατηγορούμενου στη Λεμεσό, καταχωρήθηκε εναντίον του, στο Κακουργιοδικείο Λάρνακας, η ποινική υπόθεση με αρ. 2199/15, η οποία αφορούσε τα ίδια γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Ο κατηγορούμενος παρουσιάστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, αφέθηκε ελεύθερος με όρους, εμφανίσθηκε δύο φορές και στη συνέχεια δεν εμφανίστηκε, με αποτέλεσμα την αναστολή της ποινικής δίωξης εναντίον του. Ακολούθησε η καταχώρησης της παρούσας υπόθεσης με αρ. 3233/16 η οποία αφορά τα ίδια γεγονότα και ίδια αδικήματα.

 

13.    Η αλήθεια του περιεχομένου της κατάθεσης της χχχ  xxxx   Μιχαήλ στην Αστυνομία ημερ. 8.6.2014 (Τεκμήριο 14) είναι αποδεκτή και από τις δύο πλευρές.

 

14.    Η αλήθεια του περιεχομένου της Έκθεσης θεραπεύτριας της Θεραπευτικής Κοινότητας «Αγία Σκέπη» για την C.A., ημερ. 28.11.2016 (Τεκμήριο 15) είναι αποδεκτή και από τις δύο πλευρές.

 

15.   Ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης της μοτοσικλέτας με αρ. εγγραφής χχχχ είναι ο Μ. Παρασκευάς και ο αδελφός του Α. Παρασκευάς, την είχε παραδώσει στον κατηγορούμενο η ώρα 8:00μ.μ. της 29.5.2014, ώστε να μεσολαβήσει για την πώληση της σε ενδιαφερόμενο αγοραστή που θα την έβλεπε στις 30.5.2014.»

 

 

Στα πλαίσια των παραδεκτών γεγονότων κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ως Τεκμ. 1, η επιστολή του Διοικητή της Υ.ΚΑ.Ν. προς τον Αρχηγό Αστυνομίας, ημερομηνίας 30.5.2014, με τη σχετική έγκριση του για ελεγχόμενη παράδοση των ναρκωτικών, ως Τεκμ. 2 η επιστολή του Διοικητή της Υ.ΚΑ.Ν. προς τον Αν. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, ημερομηνίας 30.5.2014, προς ενημέρωσή του για την έγκριση του Αρχηγού Αστυνομίας για την ελεγχόμενη παράδοση και ως Τεκμ. 3 η επιστολή του Διοικητή της Υ.ΚΑ.Ν. προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 30.5.2014, επίσης προς σχετική ενημέρωσή του.

 

Περαιτέρω, κατατέθηκε ως Τεκμ. 9 η ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου.

 

Το Κακουργιοδικείο, στη συνέχεια, παρέθεσε συνοπτικά τη μαρτυρία του ΜΚ1 και την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα, τις αξιολόγησε και κατέληξε σε αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΚ1, ενώ έκρινε ότι οι αναφορές του εφεσείοντα στην ανώμοτή του δήλωση, αντικριζόμενες σε συνάρτηση με το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του, στερούνταν κάθε πειστικότητας.

 

Ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης και των ευρημάτων του Δικαστηρίου, ανάλογα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και τα δηλωθέντα παραδεκτά γεγονότα, επεσήμανε τα ακόλουθα:

 

«1.  Στις 30.5.2014, μετά την άφιξη της C.A. στο αεροδρόμιο Λάρνακας, τη σύλληψη της για εισαγωγή 20,401 γραμμαρίων πράσινης ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης και τη συγκατάθεση της για διενέργεια ελεγχόμενης παράδοσης, ο ΜΚ1 υποδυόμενος τον οδηγό ταξί, επιβιβάστηκε σε ταξί μαζί με την C.A και τις αποσκευές της με τα ομοιώματα των ναρκωτικών, ως ήταν οι οδηγίες του κατηγορουμένου προς αυτήν, ο οποίος την καλούσε στο κινητό τηλέφωνο της με αρ. χχχχ506, από το κινητό τηλέφωνο με αρ. χχχ086. Ο ΜΚ1 ζήτησε από την  C.A να καλέσει τον κατηγορούμενο στον πιο πάνω αριθμό και συνομίλησε ο ίδιος μαζί του, ο οποίος του έδωσε οδηγίες για το δρομολόγιο που θα έπρεπε να ακολουθήσει. Στην πορεία, ο κατηγορούμενος τηλεφώνησε στην C.A και συνομίλησε ακόμη μια φορά με τον ΜΚ1, δίδοντας του οδηγίες για το δρομολόγιο τους. Βγαίνοντας από την έξοδο Ξυλοτύμπου-Άχνας ο ΜΚ1 εντόπισε τον κατηγορούμενο με μοτοσικλέτα να τον ακολουθεί. Σε λίγο ο κατηγορούμενος τους προσπέρασε, μπήκε σε χωματόδρομο αριστερά, σταμάτησε, έβγαλε το κράνος και χρησιμοποίησε το τηλέφωνο του. Ταυτόχρονα χτύπησε το τηλέφωνο της C.A.και ο κατηγορούμενος συνομίλησε ξανά με τον ΜΚ1 δίδοντας του οδηγίες να προχωρήσει στο round about των Βρυσούλων και να σταματήσει.

 

2.   Όταν ο ΜΚ1 έφτασε στο συγκεκριμένο round-about, σταμάτησε στην αριστερή πλευρά του δρόμου, πριν την έξοδο προς Βρυσούλες και ταυτόχρονα σταμάτησε πίσω του ένα όχημα με αρ. εγγραφής XXX 229. Τυχαία, πέρασαν από δίπλα τους δύο περιπολικά των Βάσεων, ένα ασθενοφόρο και ένα τρίτο περιπολικό σταμάτησε πίσω από το όχημα XXX 229. Ο ΜΚ1 κατέβηκε από το ταξί και κατευθύνθηκε προς τον οδηγό του XXX 229. Αυτός ξεκίνησε για να φύγει και όταν ο ΜΚ1 τον ρώτησε ποιος θα πάρει την κοπέλα, αυτός του απάντησε «Έσιη Αστυνομία εννά ξανάρτουμε». Τότε ο ΜΚ1 ζήτησε από την C.A να τηλεφωνήσει στον κατηγορούμενο, συνομίλησε ο ίδιος μαζί του και τον ενημέρωσε ότι αυτός που είχε έρθει να παραλάβει την κοπέλα έφυγε και του είπε ότι θα ξαναρχόταν. Ο κατηγορούμενος του απάντησε «έρχομαι κοντά σου με την μοτόρα» και ταυτόχρονα τον είδε να έρχεται από απέναντι. Σταμάτησε δίπλα από το ταξί, έκλεισαν τα τηλέφωνα, αντάλλαξαν χαιρετισμό και ο ΜΚ1 - ο οποίος γνώριζε τον κατηγορούμενο λόγω της εμπλοκής του σε υποθέσεις ναρκωτικών - του είπε «έλα ρε κουμπάρε, εσύ είσαι ο Κυριάκος;» Ο κατηγορούμενος δεν απάντησε.

 

3.   Εκείνη τη στιγμή πίσω από τη μοτοσικλέτα σταμάτησε ένα αυτοκίνητο μάρκας ΒΜW με αρ. εγγραφής XXX 041 στο οποίο επέβαιναν δύο άτομα. Αυτά κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και κινήθηκαν στην δεξιά πλευρά της μοτοσικλέτας. Ο κατηγορούμενος ζήτησε από την C.A να ανέβει στην μοτοσικλέτα. Ο ΜΚ1 ρώτησε τον κατηγορούμενο ποιος θα τον πληρώσει και τι να κάνει τις βαλίτσες της C.. Ο κατηγορούμενος έδωσε στον ΜΚ1 δύο χαρτονομίσματα των €20 και του είπε ότι τις βαλίτσες θα τις έπαιρναν τα δύο άτομα που επέβαιναν στο BMW. 

 

4.   Ο ΜΚ1 προσπαθώντας να τους καθυστερήσει, διότι τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας δεν έφταναν στην σκηνή για να τον βοηθήσουν στην ακινητοποίηση των υπόπτων, ζήτησε από τον κατηγορούμενο €50. Τότε ο κατηγορούμενος πήρε τα δύο χαρτονομίσματα των €20 και έδωσε στον ΜΚ1 ένα χαρτονόμισμα των €50. Απευθύνθηκε ξανά στην C.A, της ζήτησε να ανέβει στην μοτοσικλέτα για να φύγουν και ο ΜΚ1 τον ρώτησε τι θα γίνει με τις βαλίτσες. Ο κατηγορούμενος επανέλαβε ότι τις βαλίτσες θα τις έπαιρναν τα άτομα που είχαν αφιχθεί με το BMW, τα οποία του υπέδειξε.

 

5.   Ο ΜΚ1 άνοιξε τον χώρο των αποσκευών, κατέβασε τις βαλίτσες της C.A. κατά τρόπο που την εμπόδιζε να πάρει την τσάντα ώμου της από την αριστερή πλευρά του πίσω καθίσματος του ταξί. Τα δύο άτομα που επέβαιναν στο BMW πήραν από μια βαλίτσα στην οποία υπήρχαν τα ομοιώματα και τις τοποθέτησαν στον χώρο αποσκευών του BMW. Ο ένας από αυτούς πήρε την τρίτη βαλίτσα με τα ρούχα της C.  και την τοποθέτησε στο πίσω κάθισμα του BMW. Τότε ο κατηγορούμενος, αφού διαπίστωσε την καθυστέρηση που είχε προκληθεί, ξεκίνησε με την μοτοσικλέτα του και κατευθύνθηκε σιγά-σιγά προς Άχνα. Όταν ο συνοδηγός του BMW ζήτησε από την C.A να επιβιβαστεί στο πίσω κάθισμα του BMW, ο ΜΚ1 ακινητοποίησε τον συνοδηγό που ήταν ο  xxxx   Φραγκίσκου, αποκαλύπτοντας την ταυτότητα του. Τότε ο οδηγός του BMW ξεκίνησε και με ιλιγγιώδη ταχύτητα κατευθύνθηκε προς Άχνα.

 

6.   Ενώ ο ΜΚ1 έδιδε οδηγίες τηλεφωνικώς στον υπεύθυνο της ομάδας προς αναζήτηση του οχήματος XXX 041, του κατηγορουμένου και του οχήματος XXX 229, πίσω από το ταξί σταμάτησε το όχημα XXX 229 με οδηγό τον  xxxx   Ανδρέου, άλλως «Λ.». Γύρω στις 12:30 έφτασαν στο μέρος αστυνομικοί των Βρετανικών Βάσεων οι οποίοι συνέλαβαν τον  xxxx   Φραγκίσκου και xxxx Ανδρέου».

 

Εξέτασε, στη συνέχεια, τη νομική πτυχή της υπόθεσης, στη βάση και των εισηγήσεων της υπεράσπισης, και κατέληξε στην καταδίκη του εφεσείοντα σε όλες τις κατηγορίες, εκτός από την κατηγορία της συνωμοσίας.

 

Ο εφεσείων, με δώδεκα λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης του Κακουργιοδικείου. Σημειώνουμε ότι στο εφετήριο που καταχώρησε ο ίδιος ο εφεσείων προβάλλει και ως έκδηλα υπερβολική την επιβληθείσα ποινή. Τόσο στους λόγους έφεσης που καταχώρησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα όσο και στο εκτεταμένο διάγραμμα αγόρευσης, καθώς και στην προφορική του αγόρευση ουδέν ανεφέρθη και θεωρούμε ότι η έφεση κατά της ποινής έχει εγκαταληφθεί.

 

Λόγος Έφεσης 1

 

Ο εφεσείων προβάλλει ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα, υπό πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα και με πάσχουσα αιτιολογία, απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι η διαδικασία της ελεγχόμενης παράδοσης ήταν παράνομη, ως αντίθετη στις πρόνοιες του περί Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και Άλλες Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 1995, Ν.3(Ι)/1995, του περί Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών εναντίον της Παράνομης Διακίνησης Ναρκωτικών και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1990, Ν.49/1990, της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και του περί Αστυνομίας Νόμου, Ν.73(Ι)/2004.

 

Η θέση του εφεσείοντα, όπως τέθηκε πρωτοδίκως και επαναλήφθηκε ενώπιόν μας, είναι ότι η διαδικασία της ελεγχόμενης παράδοσης ναρκωτικών ουσιών, η οποία διέπεται από τις πρόνοιες του Ν.3(Ι)/1995, επιτρέπει τη διακίνηση απαγορευμένων ουσιών από και διαμέσου του εδάφους της επικράτειας μίας ή περισσότερων χωρών, υπό την προϋπόθεση ότι η διακίνηση γίνεται εν γνώσει και υπό την επίβλεψη των αρμόδιων Αρχών. Στη δεδομένη περίπτωση, η ελεγχόμενη παράδοση έγινε σε περιοχή που δεν αποτελεί μέρος της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας και δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις που τίθενται από την πιο πάνω νομοθεσία. Η μόνη σχετική μαρτυρία που προσκομίστηκε ήταν η αναφορά του ΜΚ1 ότι οι Βάσεις ήταν ενήμερες για το ενδεχόμενο να εισέλθουν σε έδαφος των Βρετανικών Βάσεων, η οποία όμως δεν ικανοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 2 του Ν.3(Ι)/95. Και αυτό γιατί απαιτείτο όχι μόνο η ενημέρωση της αρμόδιας αρχής και/ή γνώση της, αλλά και επίβλεψη από την «αρμόδια Αρχή» του Ηνωμένου Βασιλείου και δεν τέθηκε μαρτυρία ως προς το ποια είναι η αρμόδια Αρχή. Ο δε ισχυρισμός του ΜΚ1 στη μαρτυρία του ότι μίλησε με τον Εισαγγελέα των Βάσεων, ο οποίος του είπε «έχε το νου σου γιατί είσαι μόνος σου», επιβεβαιώνει ότι η όλη επιχείρηση δεν έγινε υπό την επίβλεψη των Βάσεων. Ούτε μπορεί να υποτεθεί ότι ο Εισαγγελέας των Βάσεων ήταν η αρμόδια Αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου ή ότι αυτός νομιμοποιείτο να εξουσιοδοτήσει τη συγκεκριμένη επιχείρηση σε έδαφος των Βάσεων και να δώσει στην Κυπριακή Αστυνομία αρμοδιότητες και εξουσίες που δεν της δίνει ούτε ο νόμος, ούτε κάποια διμερής συμφωνία μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ηνωμένου Βασιλείου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παρέπεμψε, τόσο στις πρόνοιες του Ν.3(1)/1995, όσο και στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης και στο Ν.49/1990, καθώς και στο Ν.73(Ι)/2004, προς υποστήριξη της θέσης του ότι η ελεγχόμενη παράδοση είναι παράνομη και, κατ΄ επέκταση, η προσκομισθείσα μαρτυρία αντινομική και δεν θα έπρεπε το Κακουργιοδικείο να βασιστεί σ΄ αυτή και να καταδικάσει τον εφεσείοντα.

 

Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της Δημοκρατίας όπου, με αναφορά σε νομολογία και στις πρόνοιες της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς επίσης και στη μαρτυρία του ΜΚ1 η οποία κρίθηκε αξιόπιστη, εισηγήθηκε ότι οι Αρχές των Βάσεων είχαν ενημερωθεί και υπήρχε συνεργασία με τις Κυπριακές Αρχές.

 

Το ζήτημα αυτό τέθηκε και πρωτοδίκως  και το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στα άρθρα 2 και 5(1) του Ν.3(Ι)/1995, καθώς και στην υπόθεση Graham Thomas Preece v. «Εστία» Ασφαλιστική & Αντασφαλιστική Εταιρεία Α.Ε. (1991) 1 ΑΑΔ 568, κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Ενόψει του ότι οι Κυρίαρχες Περιοχές των Βάσεων, με βάση την πιο πάνω Νομολογία, δεν αποτελούν Κράτος αλλά περιοχές της νήσου Κύπρου στις οποίες το Ηνωμένο Βασίλειο κατά τον χρόνο της Εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας της Κύπρου, διατήρησε την επικυριαρχία της μόνο για στρατιωτικούς και αμυντικούς σκοπούς, η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του κατηγορουμένου περί ανυπαρξίας αμοιβαίας Συμφωνίας μεταξύ Κύπρου και Βρετανικών Βάσεων ως Κράτος, σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Ν.3(Ι)/95 (ανωτέρω) εκθεμελιώνεται. Επομένως, δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται. Ούτε και η εισήγηση της Υπεράσπισης ότι η ελεγχόμενη παράδοση έγινε χωρίς την επίβλεψη των αρμοδίων αρχών των Βρετανικών Βάσεων γίνεται αποδεκτή, εφόσον οι Βρετανικές Βάσεις, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, δεν αποτελούν Κράτος και επομένως δεν τίθεται θέμα επίβλεψης αρμοδίων αρχών άλλης χώρας, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 2 ανωτέρω. Εν πάση περιπτώσει επισημαίνουμε ότι με βάση την μαρτυρία του ΜΚ1, οι Βρετανικές Βάσεις ήταν ενήμερες για το ενδεχόμενο να διενεργηθεί ελεγχόμενη παράδοση σε έδαφος των Βρετανικών Βάσεων. Περαιτέρω, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι μετά την αποχώρηση του κατηγορουμένου από το round about των Βρυσούλων και αφού έδωσε οδηγίες στην υπεύθυνο της ομάδας για αναζήτηση του οχήματος XXX 041, του κατηγορουμένου και του οχήματος XXX 229, επικοινώνησε και με τον Διοικητή για να ζητήσει βοήθεια από την αστυνομία των βρετανικών Βάσεων. Στη συνέχεια, μετά τη διαπίστωση ότι ο οδηγός του XXX 229 ήταν ο  xxxx   Ανδρέου, άλλως « xxxx », γύρω στις 12:30 έφτασαν στο μέρος αστυνομικοί των Βρετανικών Βάσεων, οι οποίοι συνέλαβαν τον  xxxx   Φραγκίσκου και  xxxx   Ανδρέου.»

 

Το άρθρο 2 του Ν.3(Ι)/1995 καθορίζει την ελεγχόμενη παράδοση ως ακολούθως:

 

"ελεγχόμενη παράδοση" σημαίνει τη μέθοδο σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η διέλευση απαγορευμένων ουσιών ή απαγορευμένων αντικειμένων από, προς, ή μέσω της επικράτειας μιας ή περισσότερων χωρών, εν γνώσει και υπό την επίβλεψη των αρμόδιων αρχών με σκοπό την αναγνώριση προσώπων αναμεμιγμένων στη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων·»

 

 

Το δε άρθρο 5(1) του ιδίου Νόμου αναφέρει:

 

«5.-(1) Η ελεγχόμενη παράδοση σε συνεργασία με άλλα κράτη διενεργείται μόνο με εκείνα τα κράτη με τα οποία η Κυπριακή Δημοκρατία έχει προβεί στη σύναψη αμοιβαίων συμφωνιών ή διευθετήσεων προς το σκοπό εξακρίβωσης της ταυτότητας προσώπων ενεχομένων σε καθορισμένα αδικήματα για τη λήψη νομικών μέτρων εναντίον αυτών.»

 

 

Στη θεμελιακή για το ζήτημα απόφαση, στην οποία παρέπεμψε και το Κακουργιοδικείο, Graham Thomas Preece v. «Εστία» Ασφαλιστική & Αντασφαλιστική Εταιρεία Α.Ε. (πιο πάνω), αναφέρθηκαν τα ακόλουθα, στη σελίδα 568:

 

«Οι δύο περιοχές των Βάσεων με τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως παρέμειναν κάτω από την επικυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου. Το προηγούμενο καθεστώς των περιοχών αυτών, μέρος της αποικίας της Κύπρου, έπαυσε να υφίσταται. Το καθεστώς των Βάσεων καθορίζεται, ρυθμίζεται και διέπεται από τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως περιλαμβανομένων Δηλώσεων, Παραρτημάτων και Νότων που αντηλλάγησαν. Το όνομα των περιοχών αυτών ελέγχεται από τη λέξη "base", (βάση), το οποίο καθαρά δηλώνει στρατιωτική χρήση. Με βάση την τελεολογική μέθοδο και τις αρχές ερμηνείας, που αναφέρθηκαν πιο πάνω, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι Κυρίαρχες Περιοχές των Βάσεων δεν είναι ούτε κράτος, ούτε αποικία, αλλά περιοχές της νήσου Κύπρου στις οποίες το Ηνωμένο Βασίλειο κατά το χρόνο της εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας της Κύπρου για στρατιωτικούς και αμυντικούς σκοπούς μόνο διατήρησε την επικυριαρχία με τους περιορισμούς και προσδιορισμούς που αναφέρονται στα πιο πάνω διεθνή και διμερή έγγραφα».

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χαράλαμπου Χειμώνα, Πολιτική Έφεση Αρ. 190/2015, ημερομηνίας 10.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:A81, κρίθηκε, στη βάση της υπόθεσης Preece, πιο πάνω, ότι οι περιοχές των Βάσεων κατά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας παρέμειναν στην κυριαρχία ή επικυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου.

 

Στην πρώτη παράγραφο του Παραρτήματος «Ο» της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, που αποτελεί τη δήλωση της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου αναφορικά με τη διοίκηση των κυρίαρχων περιοχών των Βάσεων, διακηρύσσεται ότι οι κύριοι σκοποί είναι η αποτελεσματική χρήση των κυρίαρχων περιοχών των Βάσεων ως Στρατιωτικών Βάσεων και η πλήρης συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία. Στη δεύτερη παράγραφο δηλώνεται ότι σκοπός της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου είναι η χρήση των δύο περιοχών ως Στρατιωτικών Βάσεων, χωρίς πρόθεση δημιουργίας ή διοίκησης αποικιών και χωρίς πρόθεση δημιουργίας τελωνειακών σταθμών ή συνοριακών εμποδίων μεταξύ των Βάσεων και της Δημοκρατίας. Στην παράγραφο 15 του Παραρτήματος, κάτω από τον τίτλο «Αστυνομία», αναφέρεται ότι θα υπάρχει συνεργασία μεταξύ της Αστυνομίας της Δημοκρατίας και της Αστυνομίας των Βάσεων για την αποτροπή και διερεύνηση αδικημάτων και ότι θα παρέχονται διευκολύνσεις στην Αστυνομία της Δημοκρατίας για τη διερεύνηση αδικημάτων που εκδικάζονται από τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας.

 

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ότι η πρωτόδικη κρίση επί του εγειρόμενου ζητήματος είναι ορθή. Δεν απαιτείτο η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ Κύπρου και Βρετανικών Βάσεων για να εφαρμοστεί η ελεγχόμενη παράδοση των ναρκωτικών. Η συνεργασία που θεμελιώθηκε με το Παράρτημα «Ο» της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης επέτρεπε τη διεκπεραίωση, στην παρούσα περίπτωση, της ελεγχόμενης παράδοσης με τον τρόπο που έγινε, όπως καταγράφηκε στην πρωτόδικη απόφαση. Ειδικότερα, έχοντας υπόψη ότι οι Βρετανικές Βάσεις ήταν σύμφωνες περί τούτου, όπως ανέφερε ο ΜΚ1. Δεν τίθεται επομένως κατά βάσιμο τρόπο ζήτημα ότι είχε εφαρμογή ο Νόμος 3(Ι)/1995 εφόσον οι Βρετανικές Βάσεις δεν είναι άλλη χώρα ούτε η διέλευση μέσο του αποτελεί διέλευση σε «επικράτεια» άλλης χώρας.

 

Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 2

 

Ο εφεσείων προβάλλει ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα έλαβε υπόψη του και στήριξε την καταδίκη του εφεσείοντα σε εξ ακοής μαρτυρία, προερχόμενη μάλιστα από συνεργό, χωρίς (α) να πληρούνται οι σχετικές, νομοθετικές και νομολογιακές, προϋποθέσεις, (β) να υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, (γ) να αυτοπροειδοποιηθεί σχετικά και (δ) να την αξιολογήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 του Κεφ. 9. Προς υποστήριξη των θέσεών του, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παρέπεμψε στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, όπου, κατ΄ ισχυρισμό, ο ΜΚ1 μετέφερε στο Δικαστήριο εξ ακοής δηλώσεις της C.A:

 

«Φθάνοντας στο Αεροδρόμιο και αφού ενημέρωσε την C.A για την ιδιότητα του, η C.A πήρε μήνυμα στο κινητό της τηλέφωνο, από το άτομο στην Ελλάδα, ο οποίος της έλεγε μόλις πάρει και την δεύτερη βαλίτσα να επικοινωνήσει μαζί του. Στη συνέχεια την ρώτησε ποιος θα την παραλάμβανε από το αεροδρόμιο, πού θα έπαιρνε τα ναρκωτικά και αυτή του απάντησε ότι όταν θα έβγαινε έξω από την αίθουσα του Αεροδρομίου ή κάποιος θα την παραλάμβανε ή θα της έλεγαν που θα πήγαινε. Τις οδηγίες αυτές θα της τις έδινε το άτομο που την καλούσε από την Ελλάδα ή κάποιος με το όνομα «Κυριάκος» από την Κύπρο, τον οποίον γνώριζε από την προηγούμενη φορά που ήρθε στην Κύπρο και του έφερε ναρκωτικά. Την ρώτησε επίσης κατά πόσο ήταν πρόθυμη να προχωρήσουν στην παράδοση των ναρκωτικών στους τελικούς παραλήπτες. Η απάντηση της ήταν ότι αφού για αυτήν όλα είχαν τελειώσει, δεν είχε άλλη επιλογή και ίσως με τη συνεργασία της αυτή, δεν θα έμενε για όλη της την ζωή στις Φυλακές.»

 

 

Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι η δήλωση της A. προς το ΜΚ1 ότι «θα έπαιρνε οδηγίες από κάποιο πρόσωπο με το όνομα «Κυριάκος»» αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία, η οποία άπτεται ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης και με την αποδοχή της, το Κακουργιοδικείο, έκρινε ουσιαστικά από πρώιμο στάδιο της δίκης και την ενοχή του εφεσείοντα. Με βάση το άρθρο 24, του Κεφ. 9, και νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος, εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να αποδεχθεί την εξ ακοής δήλωση της A. και να προβεί σε εύρημα ότι ο εφεσείων της έδωσε οδηγίες για το πού να πάρει τα ναρκωτικά.

 

Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, επεσήμανε ότι το Κακουργιοδικείο δεν στήριξε την καταδίκη του εφεσείοντα σε εξ ακοής μαρτυρία, αλλά στην άμεση μαρτυρία του ΜΚ1, την οποία έκανε αποδεκτή μετά από ενδελεχή αξιολόγηση.

 

Το Κακουργιοδικείο, κατά την αξιολόγηση του ΜΚ1, ανέφερε τα ακόλουθα στη σελίδα 22 της απόφασής του, σε συνάρτηση με το εγειρόμενο ζήτημα:

 

«Διευκρινίζουμε ότι από το σύνολο της μαρτυρίας του ΜΚ1 δεν γίνεται αποδεκτή η αναφορά του ότι η C.A του είχε πει στο χώρο του αεροδρομίου ότι γνώριζε το άτομο με το όνομα «Κυριάκος» από την προηγούμενη φορά που ήρθε στην Κύπρο και του είχε φέρει ναρκωτικά. Και τούτο γιατί η C.A, παρόλο που συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο μαρτύρων στο κατηγορητήριο με αρ. 32, δεν κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ως μάρτυρας κατηγορίας, αν και όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 15 - η αλήθεια του οποίου είναι παραδεκτή - αυτή βρίσκεται στην Κύπρο και από τις 18.2.2016 λαμβάνει μέρος στο κλειστό θεραπευτικό πρόγραμμα της Θεραπευτικής Κοινότητας «Αγία Σκέπη» για απεξάρτηση από εξαρτησιογόνες ουσίες. Περαιτέρω, καμιά εξήγηση δόθηκε εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής για το κατά πόσο ήταν ή όχι εύλογο και εφικτό να την καλέσει ως μάρτυρα στο Δικαστήριο με βάση το άρθρο 27 του Κεφ. 9. Επομένως το Δικαστήριο καμιά βαρύτητα προσδίδει στην πιο πάνω αναφορά του ΜΚ1, η οποία αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία.

 ...............................

Διευκρινίζουμε περαιτέρω ότι η αναφορά του ΜΚ1 ότι η C.A του είχε πει ότι θα έπαιρνε οδηγίες από κάποιο πρόσωπο με το όνομα «Κυριάκος», αν και εξ ακοής μαρτυρία, γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο, εφόσον στη συνέχεια η εν λόγω αναφορά της μετουσιώθηκε σε πραγματικότητα για την οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η άμεση μαρτυρία του ΜΚ1. Ειδικότερα, ο ΜΚ1 αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις που είχε ο ίδιος με τον κατηγορούμενο, μέσω του κινητού τηλεφώνου με αρ.  xxx 086   που χρησιμοποιούσε ο κατηγορούμενος και του κινητού τηλεφώνου που είχε στην κατοχή της η C.A με αρ.  xxx 506   - στο οποίο έβλεπε τον αριθμό που καλούσε και ήταν ο αριθμός xxx086   - και στις οδηγίες που ο ίδιος ο κατηγορούμενος του είχε δώσει για το δρομολόγιο που θα ακολουθούσε και τον ακριβή τόπο όπου θα μετέφερε την C.A

 

Θεωρούμε ορθή την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου. Η αποδοχή της αναφοράς του ΜΚ1 ότι η A. του είχε πει ότι θα έπαιρνε οδηγίες από κάποιο πρόσωπο με το όνομα «Κυριάκος», δεν εμπίπτει στην ίδια κατηγορία όπως οι υπόλοιπες αναφορές της A., οι οποίες δεν έγιναν αποδεκτές, για τους λόγους που εξηγούνται στο πρώτο μέρος του αποσπάσματος της απόφασης που έχουμε παραθέσει πιο πάνω. Η εν λόγω αναφορά του ΜΚ1 μετουσιώθηκε σε πράξη και δόθηκε περί τούτου άμεση μαρτυρία από τον μάρτυρα.  Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εν λόγω εξ ακοής μαρτυρία στη συνέχεια μετουσιώθηκε σε πραγματικότητα είναι ορθή. Οι εξηγήσεις που δίδονται από το Δικαστήριο δεν επιδέχονται οποιασδήποτε επέμβασης από το Εφετείο. Όπως σημειώνει το Δικαστήριο στην απόφασή του, οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις που έγιναν μεταξύ των δύο τηλεφωνικών αριθμών που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο του Τεκμ. 12, η αλήθεια του οποίου είναι παραδεκτή από τον εφεσείοντα.  Σχετικό, επίσης είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, στο οποίο μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία:

 

«Είναι δε σημαντικό ότι η Υπεράσπιση ουδόλως αμφισβήτησε τις εν λόγω τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ της C. A. και του αρ.  xxx086. Ό,τι αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση είναι το κατά πόσο ο αρ.  xxx086   χρησιμοποιήθηκε κατά τον κρίσιμο χρόνο από τον κατηγορούμενο και συνεπώς αν είναι ο κατηγορούμενος το πρόσωπο με το οποίο συνομιλούσε τηλεφωνικώς ο ΜΚ1, στον οποίο και έδινε οδηγίες για την μεταφορά και προορισμό της C.  και των αποσκευών που είχε μαζί της. 

 

...

 

Αποδεχόμενοι την άμεση μαρτυρία του ΜΚ1, σημειώνουμε ότι σ΄ ότι αφορά την εμπλοκή του κατηγορουμένου, εκείνο που έχει σημασία στην παρούσα υπόθεση, είναι το γεγονός ότι: (α) ο κατηγορούμενος, χρησιμοποιώντας το κινητό τηλέφωνο με αρ.  xxx086  , επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με το τηλέφωνο της C. A. και έδιδε οδηγίες απευθείας στον ΜΚ1 ως προς το δρομολόγιο που ο ΜΚ1 θα έπρεπε να ακολουθήσει, (β) ότι ο ΜΚ1 βγαίνοντας από την έξοδο προς Ξυλοτύμπου-Άχνα εντόπισε τον κατηγορούμενο να τον ακολουθεί με την μοτοσικλέτα, (γ) ότι ο κατηγορούμενος αφίχθηκε στο round-about των Βρυσούλων ως ήταν οι οδηγίες του με την ίδια μοτοσικλέτα, (δ) ότι πλήρωσε τον ΜΚ1, έχοντας κατά νου ότι ήταν ο οδηγός του ταξί, (ε) ότι κάλεσε την C.A να ανέβει στην μοτοσικλέτα του (στ) ότι υπέδειξε στον ΜΚ1 τα δύο άτομα που είχαν αφιχθεί στο ίδιο σημείο με το αυτοκίνητο BMW, ως τα πρόσωπα που θα μετέφερναν τις αποσκευές της C. A. και (ζ) ότι τελικά εγκατέλειψε τον χώρο χωρίς να μεταφέρει την C.  με την μοτοσικλέτα του.»

 

Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι, με βάση τη νομολογία του ΕΔΑΔ (Delta v. France (1993) 16 E.H.R.R. 574 και Saidi v. France (1994) 17 E.H.R.R. 251), όταν η εξ ακοής μαρτυρία συνιστά τη μοναδική ή την κύρια μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου, κατά τρόπο ώστε να ανάγεται στον πυρήνα του δικαιώματος, για το οποίο δεν υπάρχει σε οποιοδήποτε στάδιο δυνατότητα αντεξέτασης του προσώπου που προέβη στην αρχική δήλωση προς αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του, παραβιάζεται το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν ευσταθεί στην παρούσα περίπτωση. Πέραν του ότι, όπως αναλύεται πιο πάνω, το Κακουργιοδικείο ορθά κατέληξε ότι υπήρχε άμεση μαρτυρία του ΜΚ1, ο εφεσείων είχε κάθε δικαίωμα να ζητήσει όπως αντεξετάσει την A., όταν προσφέρθηκαν για αντεξέταση οι μάρτυρες επί του κατηγορητηρίου.

 

Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγοι έφεσης 3 και 4

 

Ο εφεσείων προβάλλει με τον τρίτο λόγο ότι η καταδίκη του είναι λανθασμένη και ακροσφαλής, καθότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε την εκδοχή του, όπως αναδύεται από τη γραπτή του κατάθεση στην Αστυνομία, Τεκμ. 9, και/ή την απέρριψε λανθασμένα, κατά τρόπο που ισοδυναμούσε με εναπόθεση στον εφεσείοντα βάρους απόδειξης της αθωότητάς του κατά παράβαση του δικαιώματός του να μην προβεί, σύμφωνα με το άρθρο 74(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σε ένορκη μαρτυρία. Με τον τέταρτο λόγο ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα την ανώμοτή του δήλωση κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας.

 

Οι δύο λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί, λόγω της συνάφειάς τους.

 

Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι στην κατάθεσή του στην Αστυνομία, την οποία υιοθέτησε με την ανώμοτή του δήλωση, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες γνώρισε την A.. Συγκεκριμένα, ανέφερε, απαντώντας συγκεκριμένες ερωτήσεις, ότι την γνώρισε κάτω από εντελώς αθώες συνθήκες, πριν τον επίδικο χρόνο, στην πίστα αυτοκινήτων του αδελφού του και βγήκαν μαζί για φαγητό. Η A. ήθελε να έχει σεξουαλική επαφή μαζί του, ενώ αυτός, νιώθοντας τύψεις για τη σύζυγό του, δεν δέχθηκε.  Η A. ήθελε να τον χωρίσει από τη γυναίκα του. Περί ώρα 01.00 της 30.5.2014 του έστειλε μήνυμα στο κινητό του τηλέφωνο που του ανέφερε ότι ερχόταν στην Κύπρο για διακοπές και ήθελε να τον δεί. Το μήνυμα το είδε η σύζυγός του και καυγάδισαν. Την ίδια ημέρα (30.5.2014), ενόσω βρισκόταν στη δουλειά του, στην πίστα αυτοκινήτων του αδελφού του, έλαβε τηλεφώνημα από την  A., η οποία του είπε ότι ήθελε να πάει στην πίστα να τον δει. Εκείνος αρνήθηκε, λόγω φόβου προς τη σύζυγό του, και διευθέτησε να βρεθούν στον κυκλικό κόμβο Βρυσούλων.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι αποτελούσαν μέρος της μαρτυρίας του και θα έπρεπε να αξιολογηθούν. Προς τούτο, παρέπεμψε στις υποθέσεις Alibrahim Muhy Iddin v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 47/2014, ημερομηνίας 29.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:B125 και R v. Graham Alan Hamand [1985] 82 Cr. App. R. 65. Επίσης, εισηγήθηκε ότι η παράλειψη του Δικαστηρίου να προβεί σε ευρήματα επί των ισχυρισμών του αποτελεί σφάλμα που καθιστά ακροσφαλή την ετυμηγορία του και δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου. Προς τούτο, παρέπεμψε στις υποθέσεις Χάρης Φωτίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 192/2014, ημερομηνίας 16.9.2015 και Τιμοθέου ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 671. Διερωτάται ο εφεσείων κατά πόσο εάν η A. έστειλε το μήνυμα που ισχυρίζεται στις 01.00 της 30.5.2014 μπορούσε το Δικαστήριο να καταλήξει ότι ο εφεσείων είχε οιανδήποτε ανάμειξη με τα ναρκωτικά. Πέραν τούτου, ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε καθόλου τις θέσεις του εφεσείοντα ότι τη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε του την πήρε την προηγούμενη ημέρα κάποιος  xxxx   Μιρίζης από την Ορμήδεια, για να φροντίσει να την πωλήσει, ότι την πήρε στις 30.5.2014 στην πίστα και ο ενδιαφερόμενος αγοραστής πήγε στην πίστα μαζί με το μηχανικό του, είδαν τη μοτοσυκλέτα και την οδήγησε έξω από την πίστα.

 

Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της Δημοκρατίας, η οποία προέβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εντός των ορθών πλαισίων, τόσο την ανώμοτη δήλωση, όσο και την κατάθεση του  εφεσείοντα.  Το Κακουργιοδικείο, παρέθεσε αυτούσια την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα και, στη βάση της νομολογίας που διέπει την αξιολόγηση τέτοιας δήλωσης, την αξιολόγησε, αφού την αντιπαράθεσε με την ένορκη μαρτυρία που δόθηκε από τον ΜΚ1 και τα παραδεκτά γεγονότα, έχοντας προηγουμένως αξιολογήσει τη μαρτυρία του ΜΚ1, την οποία αποδέχτηκε. Στην πρωτόδικη απόφαση παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο, σύμφωνα με την εισήγηση, σε αντίθεση με την υπόθεση Alibrahim Muhy Iddin v. Δημοκρατίας, πιο πάνω, εξέτασε τη βασική εκδοχή του εφεσείοντα, και ορθά την απέρριψε. Οι αναφορές του εφεσείοντα ως προς τον τρόπο που περιήλθε στην κατοχή του η μοτοσυκλέτα που οδηγούσε κατά τον επίδικο χρόνο, αποτελούν λεπτομέρειες, ενώ η ουσία είναι οι πράξεις και η συμπεριφορά του εφεσείοντα κατά την συνάντησή του με την A. και τον ΜΚ1. Επισημαίνεται, επίσης, από τη Δημοκρατία πως η εκδοχή του εφεσείοντα ότι δεν είδε τις χειραποσκευές που είχε η A., συγκρούεται με το παραδεκτό γεγονός ότι κατά την εν λόγω συνάντηση η A. είχε στην κατοχή της χειραποσκευές διαστάσεων 45εκ. χ 12εκ.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά, κατά την κρίση μας, ως προς τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μίας ανώμοτης δήλωσης, αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

«Η φύση και αποδεικτική αξία δηλώσεων αυτής της μορφής έχει εξεταστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου [Anastassiades ν. The Republic (1977) 2 CLR 97, 210-211, Themistocleous v. The Police (1981) 2 CLR 200, Onisiforou v. The Police (1987) 2 CLR 261, Ιωάννου και άλλου ν. Δημοκρατία (2001) 2 ΑΑΔ 195 και Γ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 7655, ημερομηνίας 28.9.05]. Ό,τι προκύπτει ως σημαντικό από το σύνολο της σχετικής νομολογίας είναι ότι η ανώμοτη δήλωση δεν αποτελεί μαρτυρία με την αυστηρή έννοια του όρου, ούτε αξιολογείται από το Δικαστήριο όπως η μαρτυρία. Αναγνωρίζεται ως κάτι περισσότερο από ένα απλό σχόλιο. Δεν μπορεί να αποδείξει γεγονότα που μόνο με μαρτυρία μπορούν να αποδειχθούν, αλλά μπορεί να βοηθήσει στην θεώρηση της μαρτυρία κάτω από μια διαφορετική σκοπιά. Δεν παραμερίζεται η αξία της, η οποία είναι πειστική μάλλον παρά αποδειχτική. Θα πρέπει, τελικά, να αντικρίζεται μια τέτοια δήλωση σε συνάρτηση με το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας.»

 

Προχώρησε δε στη βάση των πιο πάνω αρχών και αξιολόγησε το περιεχόμενο της δήλωσης ως ακολούθως:

 

«Αντίκρυση του περιεχομένου της ανώμοτης δήλωσης του κατηγορουμένου, υπό το φως των πιο πάνω αρχών εξανεμίζει κάθε ίχνος πειστικότητας της. Ειδικότερα, ήταν έκδηλη η προσπάθεια του κατηγορουμένου μέσα από την ανώμοτη δήλωση του, να πείσει το Δικαστήριο ότι ο ίδιος δεν είχε καμιά ανάμειξη, γνώση και συμμετοχή στην εισαγωγή και μεταφορά των ναρκωτικών ουσιών από το αεροδρόμιο Λάρνακας μέχρι το round about των Βρυσούλων, όπου, όπως και ο ίδιος δέχθηκε, μετέβηκε για να συναντήσει και παραλάβει με τη μοτοσικλέτα του την C.A, η οποία, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, είχε στην κατοχή της δύο χειραποσκευές διαστάσεων 45cm Χ 15cm. Η θέση του ότι κάλεσε την C.A να ανέβει στην μοτοσικλέτα, χωρίς να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο θα εγίνετο τελικά η μεταφορά των δύο χειραποσκευών της C. , που εκ των πραγμάτων αντιλήφθηκε επί τόπου, καταδεικνύει με τον πιο έκδηλο τρόπο την προσπάθεια του ενώπιον του Δικαστηρίου να παραποιήσει την αλήθεια. Το Δικαστήριο ήδη αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΚ1 και είμαστε πεπεισμένοι ότι η θέση που προέβαλε μέσα από την ανώμοτη του δήλωση περί επιθυμίας της C. A. να έχει ερωτική σχέση μαζί του, ως και όλες οι εξηγήσεις που έδωσε για τη συνάντηση του με αυτήν στο round about των Βρυσούλων, αποτελεί μια απεγνωσμένη προσπάθεια του να κατασκευάσει μια εκδοχή που προκαλεί την κοινή νοημοσύνη. Είναι δε εντυπωσιακή η άρνηση του ότι είχε χρησιμοποιήσει κατά τον επίδικο χρόνο τον αριθμό κινητού τηλεφώνου  xxxx  086 επικαλούμενος ότι αυτός, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, ανήκε σε κάποια  xxxx    xxxx   Μιχαήλ, ενώ παράλληλα καμιά αναφορά έκαμε στον δικό του τηλεφωνικό αριθμό που κατ΄ ισχυρισμό του είχε χρησιμοποιήσει για να επικοινωνήσει με την C.A. Σημειώνεται επίσης ότι και στην ανακριτική του κατάθεση (Τεκμήριο 9) είχε αναφέρει ότι χρησιμοποιούσε δύο τηλέφωνα και δύο αριθμούς, τους οποίους όμως δεν θυμόταν.

 

Επομένως, κρίνουμε ότι οι αναφορές του κατηγορουμένου στην χωρίς όρκο κατάθεση του, αντικριζόμενες σε συνάρτηση και με το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μας, στερούνται κάθε πειστικότητας.»

 

Στην πρωτόδικη απόφαση παρατίθεται αυτούσιο το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα, η οποία ήταν μακροσκελής, όπου στο τέλος υιοθετεί τα όσα ανέφερε στην κατάθεση του στην Αστυνομία, Τεκμ. 19. Έχοντας διεξέλθει τόσο την ανώμοτη δήλωση όσο και την κατάθεση, διαπιστώνουμε ότι η ουσία της κατάθεσής του εμπεριέχεται στην ανώμοτή του δήλωση. Ο εφεσείων προβάλλει, τόσο στην κατάθεσή του όσο και στην ανώμοτή του δήλωση, τη δική του εκδοχή ως προς τη σχέση του με την A. και τους λόγους για τους οποίους τη συνάντησε. Είναι τον πυρήνα αυτής την εκδοχής που εξέτασε το Δικαστήριο και απέρριψε, στη βάση του πιο πάνω σκεπτικού, αφού προηγουμένως αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΚ1. Τα όσα αναφέρει ο εφεσείων ότι παρέλειψε να αξιολογήσει το Δικαστήριο, αποτελούν τις λεπτομέρειες της εκδοχής αυτής. Η μαρτυρία, (και τονίζεται και πάλι ότι εδώ δεν υπάρχει «μαρτυρία» στην αυστηρή έννοια της), όμως, θα πρέπει να εξετάζεται στο σύνολό της και δεν είναι ορθό να απομονώνονται επιμέρους στοιχεία (Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 195, Σιβιτανίδης κά ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 166 και Ξυδάς ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 807).

 

Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Alibrahim Muhy Iddin v. Δημοκρατίας, πιο πάνω, που μας παρέπεμψε ο κ. Χριστάκη. Σ΄εκείνη την υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά ουσιαστικό τρόπο την εξαρχής προβληθείσα θέση του εφεσείοντα στην γραπτή του κατάθεση στην Αστυνομία που αποτελούσε μέρος του μαρτυρικού υλικού, παραλείποντας έτσι να εξετάσει τον πυρήνα της διαζευκτικής εκδοχής που προέβαλε ο εφεσείων. Στην προκείμενη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο εξέτασε τον πυρήνα της διαζευκτικής εκδοχής που προέβαλε ο εφεσείων, την οποία απέρριψε, για τους λόγους που εξήγησε, ως παρατίθεται πιο πάνω. Όπως τέθηκε στην υπόθεση Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 211, η θεωρία της διαζευκτικής εκδοχής λειτουργεί εκεί όπου τα γεγονότα είναι βοηθητικά προς τον κατηγορούμενο, αλλά δεν αναβαθμίζεται σε άξια λόγου εκδοχή, όπου η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν την υποστηρίζει.

 

Το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνο εκεί όπου η αξιολόγηση και τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή συγκρούονται με την αποδεκτή μαρτυρία ή και εκεί όπου παρουσιάζεται λογική ανακολουθία ή πλημμελής αξιολόγηση δεδομένων (Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 ΑΑΔ 41, Χ»Παύλου ν. Κυριάκου κα (2006) 1 ΑΑΔ 236). Εδώ δεν διακρίνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση που έγινε από το Κακουργιοδικείο, έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβαση μας.

 

Αναφορικά με την εισήγηση του εφεσείοντα ότι με τον τρόπο που το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή της υπεράσπισης εναπόθεσε βάρος στον εφεσείοντα, δεν κρίνουμε ότι ευσταθεί. 

 

Παρατηρούμε ότι στην εισήγηση του εφεσείοντα περί του λανθασμένου της απόρριψης της δικής του εκδοχής προβάλλονται και λόγοι που άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ1. Με δεδομένη την αξιολόγηση του εν λόγω μάρτυρα και την αποδοχή της μαρτυρίας του, η εκδοχή του εφεσείοντα παραμένει μετέωρη.

 

Συνακόλουθα οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Λόγος έφεσης 6

 

Με αυτό το λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΚ1. Ο εφεσείων στο διάγραμμα παραθέτει ορθά τις αρχές που διέπουν το ζήτημα.

 

Η νομολογία επί του θέματος είναι ευθυγραμμισμένη. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο, κατά τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, παρακολούθησε τους μάρτυρες και, συνεπώς, είναι σε καλύτερη  θέση να σταθμίσει και να κρίνει με αντικειμενικό τρόπο την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Το Εφετείο δύναται να επέμβει όπου η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή συγκρούονται από την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή ακόμη και όπου τα ευρήματα παρουσιάζονται προβληματικά, υπό το φως λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων.

 

Στο διάγραμμα αγόρευσης σημειώνονται όλα τα στοιχεία μαρτυρίας που, κατ΄ ισχυρισμό, υποδηλούν το αναξιόπιστο της μαρτυρίας του ΜΚ1. Δεν θα αναφερθούμε λεπτομερώς στο κάθε ένα από αυτά. Τα έχουμε εξετάσει με τη δέουσα προσοχή υπό το φως της νομολογίας που διέπει το θέμα. Τονίζουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν πρέπει να γίνεται αποσπασματικά ούτε πρέπει να γίνεται μικροσκοπική εξέταση. Τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι αλληλένδετα με τη συνολική εκτίμηση της μαρτυρίας και των προεκτάσεων της και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 254). Επουσιώδεις αντιφάσεις σε επουσιώδη και δευτερευούσης σημασίας ζητήματα, δεν οδηγούν σε κατάληξη περί αναξιοπιστίας, σε αντίθεση με τις αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής που οδηγούν σε ρήγματα στην υπόθεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λεπτομερή αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ1 στις σελίδες 21-25, όπου εξέτασε όλες τις σημαντικές πτυχές της μαρτυρίας του. Οι εισηγήσεις του εφεσείοντα περί αντιφάσεων, οι οποίες δεν λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο, αφορούν επουσιώδη και δευτερευούσης σημασίας ζητήματα που δεν μπορούν να πλήξουν το εύρημα αξιοπιστίας του ΜΚ1. Παράδειγμα αποτελεί η αντίφαση στη μαρτυρία του ΜΚ1 που εντοπίζεται από τον εφεσείοντα ως προς το πότε είδε και πώς αναγνώρισε τον εφεσείοντα όταν προσέγγιζε με τη μοτοσυκλέτα το όχημα που οδηγούσε ο ΜΚ1, η οποία ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως επουσιώδες στοιχείο. Αποτελεί κοινώς αποδεκτή θέση ότι ο εφεσείων, οδηγώντας τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα, σταμάτησε στον κυκλικό κόμβο των Βρυσούλων και συνομίλησε με τον ΜΚ1. Σε ποιόν ανήκε η εν λόγω μοτοσυκλέτα και πώς αναγνώρισε ο ΜΚ1 τον κατηγορούμενο, όταν αυτός προσέγγιζε το μέρος, δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, ούτε μπορεί να έχει οποιαδήποτε καταλυτική επίπτωση στην αξιοπιστία του ΜΚ1.

 

Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγος έφεσης 7

 

Ο εφεσείων προβάλλει ότι λανθασμένα απορρίφθηκε πρωτοδίκως η θέση του ότι η παράλειψη της κατηγορούσας αρχής να καλέσει σημαντικούς για την υπόθεση μάρτυρες, στέρησε από το Δικαστήριο ουσιώδη μαρτυρία για την αξιολόγηση, τόσο της μαρτυρίας του εφεσείοντα όσο και του ΜΚ1, άφησε δε κενό σε ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης και κλόνισε το θεμέλιο των κατηγοριών.

 

Η εισήγηση που προβλήθηκε, τόσο πρωτοδίκως, όσο και ενώπιόν μας, αφορά την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει τα ακόλουθα πρόσωπα ως μάρτυρες, αφήνοντας, σύμφωνα με την εισήγηση του εφεσείοντα, σκοτεινές πτυχές στην υπόθεση που θα μπορούσαν να φωτιστούν με τη μαρτυρία τους: (α) Λοχ. χχχ Μ. Α., ΜΚ28 στο κατηγορητήριο, (β) Ανακριτή της υπόθεσης, (γ) C.A, MK32 στο κατηγορητήριο, (δ)  xxxx   Μιχαήλ, ΜΚ14 στο κατηγορητήριο, (ε) Π.Κ., σύζυγο της  xxxx   Μιχαήλ, (στ)  xxxx   Ανδρέου άλλως «xxxx», (ζ) Ταξιτζή, (η) Άγγλο περαστικό, και, (θ) Εισαγγελέα των Βάσεων με τον οποίο είχε επικοινωνία ο ΜΚ1.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή, σύμφωνα με τη νομολογία, έχει υποχρέωση να προσάγει κατά τη δίκη, κάθε μέρος της μαρτυρίας το οποίο είναι ουσιώδες για την κρίση της ενοχής του κατηγορούμενου. Η παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει ουσιώδη μάρτυρα κλονίζει το θεμέλιο της κατηγορίας, διότι αφήνει σκοτεινές διάφορες πτυχές της υπόθεσης που θα μπορούσαν να φωτιστούν με τη μαρτυρία του και αποστερεί το Δικαστήριο ουσιώδους μαρτυρίας για την αξιολόγηση της εκδοχής του κατηγορούμενου για τα διαδραματισθέντα (βλ. Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 143, Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490, Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 17, Fournaris α.o. v. The Republic (1978) 2 CLR 28 και Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 242, ECLI:CY:AD:2014:B209).

 

Προτού εξετάσουμε τις επί μέρους εισηγήσεις του εφεσείοντα, θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι στην παρούσα περίπτωση ένα μεγάλο μέρος των γεγονότων της υπόθεσης έχουν γίνει παραδεκτά. Επίσης, ο ΜΚ1 είναι το μόνο μέλος της αστυνομικής δύναμης που έλαβε μέρος στην επιχείρηση της ελεγχόμενης παράδοσης των ναρκωτικών,  από το στάδιο αναχώρησης της A. από το αεροδρόμιο Λάρνακας μέχρι και την αναχώρηση του εφεσείοντα από τη σκηνή και τη σύλληψη των άλλων δύο ενεχόμενων προσώπων.

 

Περαιτέρω, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα πρακτικά της υπόθεσης, πρόθεση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν να καλέσει ως μάρτυρα την A., ΜΚ32 στο κατηγορητήριο, η οποία βρισκόταν στην Αγία Σκέπη, σε κλειστό πρόγραμμα απεξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες, και έπρεπε να γίνουν ειδικές διευθετήσεις για τη μεταφορά της στο Δικαστήριο. Αναφέρθηκε, περαιτέρω, στο Δικαστήριο ότι, ανάλογα με το κατά πόσο θα προσερχόταν η εν λόγω μάρτυς στο Δικαστήριο να καταθέσει, θα γίνονταν τα ανάλογα γεγονότα παραδεκτά. Προς τούτο, ανεβλήθη κατά μία δικάσιμο η υπόθεση. Κατά την επόμενη δικάσιμο, δηλώθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή ότι η εν λόγω μάρτυς δεν προτίθετο να καταθέσει. Στη συνέχεια, δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα και κατατέθηκαν ως τεκμήρια η ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου και διάφορα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Μετά από αυτή την εξέλιξη, δηλώθηκε από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής ότι προσφέρονται οι υπόλοιποι μάρτυρες, πλην του ΜΚ1 που είχε καταθέσει, προς αντεξέταση. Ο κ. Χριστάκη ερωτήθηκε από το Δικαστήριο κατά πόσο επιθυμούσε να αντεξετάσει οποιονδήποτε μάρτυρα που περιέχεται στον κατάλογο μαρτύρων στο κατηγορητήριο και απάντησε αρνητικά.

    

Τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το ίδιο επιχείρημα το οποίο απέρριψε με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση, ο Λοχ. xxxx Μ. Α. ήταν το πρόσωπο που ενημέρωσε τον ΜΚ1 για την άφιξη της C. A. στο αεροδρόμιο Λάρνακας, τη σύλληψη της, ως και ότι αυτή δεχόταν στο κινητό τηλέφωνο της κλήσεις από πρόσωπο στην Ελλάδα, το οποίο την είχε στείλει για να φέρει ναρκωτικά στην Κύπρο. Έχουμε την άποψη ότι η απουσία του Λοχ. xxx από το εδώλιο του μάρτυρα, η μαρτυρία του οποίου σχετίζεται με τα διαδραματισθέντα στο αεροδρόμιο πριν την άφιξη του ΜΚ1, δεν λειτουργεί κατά τρόπο άδικο προς τον κατηγορούμενο. Και τούτο γιατί, η άφιξη της C. A. στο αεροδρόμιο Λάρνακας από την Ελλάδα, ο εντοπισμός της επίδικης ποσότητας ναρκωτικών στις αποσκευές της και η σύλληψη της, συμπεριλαμβάνονται στα παραδεκτά γεγονότα ως ανωτέρω. Σημειώνουμε επίσης ότι η Υπεράσπιση κατά την αντεξέταση του ΜΚ1, δεν αμφισβήτησε την ενημέρωση του από τον Λοχ. xxx ότι η C.δεχόταν κλήσεις στο κινητό της τηλέφωνο από άτομο στην Ελλάδα. Περαιτέρω, το κατά πόσο είναι ο Λοχ. xxx ή άλλοι ανακριτές που σημείωσαν τον αριθμό  xxxx  086, δεν κρίνεται ως ουσιώδες γεγονός, με βάση τις επισημάνσεις του Δικαστηρίου ανωτέρω, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ1. Εξάλλου, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων - τα οποία είναι παραδεκτά - είναι με αυτόν τον αριθμό που εγίνετο η τηλεφωνική επικοινωνία κατά τον κρίσιμο χρόνο, με το τηλέφωνο της C. A..

 

Επομένως κρίνουμε ότι η απουσία του Λοχ. xxx από το εδώλιο του μάρτυρα, δεν άφησε οποιοδήποτε κενό στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, τονίζοντας συγχρόνως ότι οι ενέργειες του στο χώρο του αεροδρομίου, καμιά σχέση έχουν με την μεταγενέστερη εμπλοκή του κατηγορουμένου ως και την οποιαδήποτε εκδοχή του στην Αστυνομία και στο Δικαστήριο.

 

Σ΄ ότι αφορά την C.A, η Υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι η απουσία της από το εδώλιο του μάρτυρα αφήνει κενά ως προς:

 

(α) το πρόσωπο που την έστειλε να φέρει τα ναρκωτικά στην Κύπρο, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το γνώρισε και πότε, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες της ανέθεσε την μεταφορά των ναρκωτικών στην Κύπρο και πότε, το περιεχόμενο των τηλεφωνικών επικοινωνιών μαζί της ενόσω βρισκόταν στο αεροδρόμιο Λάρνακας, ποιοι ήταν οι όροι εντολής της από το εν λόγω άτομο στην Ελλάδα και για πόσες μέρες ήρθε στην Κύπρο.

 

(β) αν προτού αφιχθεί στην Κύπρο, επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο και συνωμότησε μαζί του για την εισαγωγή της επίδικης ποσότητας ναρκωτικών.

 

(γ) πότε ήρθε στην Κύπρο την προηγούμενη φορά και έφερε ναρκωτικά στον κατηγορούμενο, κάτω από ποιες συνθήκες έγινε αυτό, ποιος την έστειλε και αν του τα παράδωσε.

 

(δ) τη θέση της ως προς τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου στην κατάθεση του (Τεκμήριο 9).

 

Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, η C.είναι το πρόσωπο που εισήξε τα επίδικα ναρκωτικά και συγκατατέθηκε στη συμμετοχή της για ελεγχόμενη παράδοση. Ωστόσο, έχουμε την άποψη ότι το γεγονός ότι αυτή δεν έδωσε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με τα πιο πάνω σημεία τα οποία συγκεκριμενοποίησε η Υπεράσπιση, δεν δημιουργεί οποιαδήποτε αδικία στον κατηγορούμενο, ούτε και αφήνει κενά σε ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης που αφορούν την εμπλοκή του κατηγορουμένου, για τους εξής λόγους:

 

Σ΄ ότι αφορά το (α) ανωτέρω, το οποίο σχετίζεται με το πρόσωπο που έστειλε την C.στην Κύπρο, σημειώνουμε ότι δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, ούτε και αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι το πρόσωπο αυτό είχε οποιαδήποτε σχέση με τον κατηγορούμενο. Σημειώνουμε επίσης ότι όπως ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ1, σε σχέση με τις οδηγίες τις οποίες, όπως επικαλέστηκε η C.A, θα ελάμβανε από τον κατηγορούμενο, υπάρχει η άμεση μαρτυρία του ΜΚ1 με τον οποίο ο κατηγορούμενος συνομιλούσε απευθείας. Σ΄ ότι αφορά το (β) ανωτέρω, σημειώνουμε ότι στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας δεν αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η C.επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο πριν τις 30.5.2014. Σ΄ ότι αφορά το (γ) ανωτέρω, τονίζουμε ότι το Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του ΜΚ1 και λόγω ακριβώς της απουσίας της C. A. από το εδώλιο του μάρτυρα, δεν αποδέχθηκε το μέρος της μαρτυρίας του ΜΚ1 που αφορούσε την αναφορά της C. A. ότι είχε φέρει σε προγενέστερο χρόνο, ακόμα μια φορά, ναρκωτικά στον κατηγορούμενο. Τέλος, σ΄ ότι αφορά το (δ) ανωτέρω, τονίζουμε ότι ο κατηγορούμενος δεν κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά προέβηκε σε ανώμοτη δήλωση, χωρίς να αντεξεταστεί ούτε και ως προς το περιεχόμενο της ανακριτικής του κατάθεσης (Τεκμήριο 9). Επομένως δεν τέθηκε θέμα αξιολόγησης εκ μέρους του Δικαστηρίου της εκδοχής του κατηγορουμένου. Εν πάση περιπτώσει, διευκρινίζουμε ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου περιορίζονται στις ενέργειες, κινήσεις και συμπεριφορά του κατηγορουμένου κατά τον κρίσιμο χρόνο, για τις οποίες υπάρχει η άμεση μαρτυρία του ΜΚ1.

 

Σε σχέση με τον  xxxx   Ανδρέου άλλως « xxxx », η Υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι το γεγονός ότι δεν κατέθεσε ως μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου, αφήνει κενά ως προς τον λόγο και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες μετέβηκε δύο φορές στον κυκλικό κόμβο των Βρυσούλων με το όχημα XXX 229, γιατί παρέμεινε στο μέρος τη δεύτερη φορά και συλλήφθηκε, αν ήταν αυτός που έστειλε το BMW στο μέρος ως και αν ήταν συνεργάτης της Αστυνομίας.

 

Είναι η θέση του Δικαστηρίου ότι η απουσία και αυτού του προσώπου από το εδώλιο του μάρτυρα, δεν δημιουργεί οποιαδήποτε αδικία στον κατηγορούμενο. Και τούτο γιατί αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι το εν λόγω πρόσωπο πράγματι μετέβηκε στην σκηνή δύο φορές με το όχημα XXX 229 και συλλήφθηκε από την Αστυνομία την δεύτερη φορά. Ωστόσο τονίζουμε ότι αυτό που έχει σημασία, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, δεν είναι το συγκεκριμένο πρόσωπο που έδωσε οδηγίες στα δύο άτομα που επέβαιναν στο BMW για να αφιχθούν στην σκηνή, αλλά το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, είχε υποδείξει στον ΜΚ1, ότι αυτοί θα μετέφερναν τις βαλίτσες της C. A. με το όχημα BMW, γεγονός που καταδεικνύει με τον πιο εμφανή τρόπο ότι ο κατηγορούμενος, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες κι αν το BMW μετέβηκε στην σκηνή, γνώριζε τα δύο άτομα που επέβαιναν σ΄ αυτό, στα οποία και εμπιστεύθηκε τη μεταφορά των αποσκευών της C. A.. Διευκρινίζουμε επίσης ότι ο ΜΚ1 με κατηγορηματικό τρόπο αρνήθηκε στη μαρτυρία του ότι ο « xxxx » ήταν συνεργάτης της Αστυνομίας.

 

Σ΄ ότι αφορά την  xxxx   Μιχαήλ, σημειώνουμε ότι κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμήριο 14 η κατάθεση της στην Αστυνομία, η αλήθεια του περιεχομένου της οποίας είναι παραδεκτή και αναφέρει όλα όσα γνωρίζει σε σχέση με τον αριθμό τηλεφώνου  xxxx  086.

 

Τέλος, κρίνουμε ότι ο ταξιτζής ο οποίος είχε παραδώσει το ταξί του στον ΜΚ1 για σκοπούς ελεγχόμενης παράδοσης και ο Άγγλος περαστικός, δεν αποτελούν ουσιώδεις μάρτυρες και η απουσία της μαρτυρίας τους δεν αφήνει κανένα κενό στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Η χρήση του ταξί από τον ΜΚ1 δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση και η παρουσία του Άγγλου περαστικού στην σκηνή, κάτω από τις συνθήκες που περιέγραψε ο ΜΚ1, μετά την αναχώρηση του κατηγορουμένου από την σκηνή, δεν σχετίζεται με τον κατηγορούμενο.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι η απουσία των πιο πάνω προσώπων από το εδώλιο του μάρτυρα, δεν άφησε οποιοδήποτε κενό σε ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης και συνεπώς δεν γεννάται ζήτημα απόκλισης της Κατηγορούσας Αρχής από το καθήκον να προσαγάγει ενώπιον του Δικαστηρίου ουσιώδη, για τα επίδικα θέματα, μαρτυρία. Είναι εμφανές ότι όλα τα σημεία που παραθέσαμε πιο πάνω, τα οποία επεσήμανε η Υπεράσπιση, αφορούν περιθωριακά ζητήματα, τα οποία ουδόλως σχετίζονται με τον πυρήνα των γεγονότων που αφορούν αυτή καθ΄εαυτή την εμπλοκή του κατηγορουμένου. Πρόκειται για παρεμφερή γεγονότα που είτε συνέβηκαν πριν την εμπλοκή του κατηγορουμένου είτε αφορούν θέματα επουσιώδη για τα επίδικα γεγονότα. Επομένως, η σχετική εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του κατηγορουμένου δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

Επισημαίνουμε περαιτέρω ότι υπάρχει ακόμα ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο η πιο πάνω εισήγηση της Υπεράσπισης θα πρέπει να απορριφθεί. Αυτός συνίσταται στο γεγονός ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης κατά την ακροαματική διαδικασία, ούτε επεφύλαξε το δικαίωμα του να ζητήσει την κλήτευση των πιο πάνω προσώπων για αντεξέταση, ούτε και άσκησε το δικαίωμα αυτό, δηλώνοντας στο Δικαστήριο ότι δεν επιθυμεί την κλήτευση οποιουδήποτε για σκοπούς αντεξέτασης [βλ. Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 32]. Ειδικότερα, σ΄ ότι αφορά την δήλωση της C. A. προς τον ΜΚ1, η οποία αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία - και την οποία, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο δεν έκαμε αποδεκτή - σημειώνουμε ότι με βάση το άρθρο 26(1) του Κεφ. 9, εάν ένας διάδικος προσαγάγει εξ ακοής μαρτυρία και δεν κλητεύει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο το οποίο είχε προβεί στην αρχική δήλωση, τότε οποιοσδήποτε άλλος διάδικος δύναται, με την άδεια του Δικαστηρίου, πριν ο διάδικος που έχει προσάξει την εξ ακοής μαρτυρία κλείσει την υπόθεση του, να κλητεύσει το εν λόγω πρόσωπο για να το αντεξετάσει σε σχέση με τη δήλωση του. [βλ. Ανδρέου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 152 και Κωνσταντινίδη Ελενίτσα ν. Nur Habib Hissin (2007) 1 ΑΑΔ 1140].  Αυτό το δικαίωμα του ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης επέλεξε να μην το ασκήσει. Επομένως κρίνουμε την πιο πάνω θέση της Υπεράσπισης παντελώς αδικαιολόγητη και απορρίπτεται.»

 

Αναφορικά με την A., το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι η απουσία της από το εδώλιο του μάρτυρα άφησε κενό ως προς το πρόσωπο που την έστειλε να φέρει τα ναρκωτικά στην Κύπρο και τη σχέση του με τον κατηγορούμενο. Δεδομένου ότι δεν έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΚ1 ως προς την αναφορά της A. ότι είχε φέρει σε προγενέστερο χρόνο ναρκωτικά στον κατηγορούμενο, δημιουργείται κενό ως προς το κατά πόσο γνώριζε τον κατηγορούμενο και τις συνθήκες γνωριμίας τους, καθώς και τη θέση της ως προς τα όσα ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε αναφορικά με τη σχέση τους.

 

Τα στοιχεία αυτά εξετάστηκαν από το Κακουργιοδικείο και δε διαπιστώνουμε σφάλμα ως προς την προσέγγισή του. Θα πρέπει να τονιστεί ότι, όσα έλαβαν χώρα από την ώρα που ο ΜΚ1 με την A. έφυγαν από το αεροδρόμιο Λάρνακας μέχρι την ώρα που ο εφεσείων αποχώρησε από τον κυκλικό κόμβο των Βρυσούλων, ο ΜΚ1 μπορούσε να δώσει άμεση μαρτυρία ως προς τα διαμειφθέντα, τα οποία ήταν και τα μόνα αποδεκτά στοιχεία επί των οποίων εξετάστηκε η ποινική συμπεριφορά του εφεσείοντα.  Τα υπόλοιπα, όπως η εξ ακοής δήλωση της A. περί προηγούμενης δοσοληψίας ναρκωτικών με τον εφεσείοντα, δεν έγινε αποδεκτή, πρός όφελος βεβαίως του εφεσείοντα. Γεγονότα που αφορούσαν στο πρόσωπο που απέστειλε την A. στην Κύπρο δεν υπήρχαν, συνεπώς και δεν αποκαλύφθηκαν, προς όφελος και πάλι του εφεσείοντα, σε περίπτωση που αποδεικνυόταν κάποια μεταξύ τους σύνδεση.

 

Ως προς τη μη κλήτευση της ΜΚ14, όπως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, η κατάθεσή της έγινε παραδεκτή ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της. Ο ταξιτζής που είχε παραδώσει το ταξί στο ΜΚ1 για σκοπούς ελεγχόμενης παράδοσης και ο άγγλος περαστικός θεωρούμε, σε συμφωνία με το Κακουργιοδικείο, ότι η μαρτυρία τους ήταν επουσιώδης και ότι η παράλειψη κλήσης τους ως μάρτυρες κατηγορίας δεν θα προσέθετε οτιδήποτε το σημαντικό στην υπόθεση.

 

Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται από τον εφεσείοντα στον αριθμό τηλεφώνου  xxx086, τόσο ως προς το ποιός το κατέγραψε, όσο και ως προς την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να προσφέρει μαρτυρία του συζύγου της ΜΚ14, στον οποίο άφησε η εν λόγω μάρτυς το τηλέφωνο. Δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της υπόθεσης ποιός κατέγραψε το συγκεκριμένο αριθμό τηλεφώνου, εφόσον έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΚ1 ότι είδε τον εν λόγω αριθμό καταγραμμένο στο τηλέφωνο της A., το τηλέφωνο κτύπησε την ίδια ώρα που ο ΜΚ1 είδε τον εφεσείοντα να παίρνει τηλέφωνο και μίλησε ο ίδιος στο τηλέφωνο με τον εφεσείοντα. Περαιτέρω, καταχωρήθηκαν ως παραδεκτά τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, με βάση τα οποία είναι εμφανές ότι κατά τον επίδικο χρόνο γίνονταν εισερχόμενες κλήσεις προς το τηλέφωνο της A. από το συγκεκριμένο αριθμό.

 

Για την A. ιδιαιτέρως η οποία αποτελούσε ουσιώδη μάρτυρα στην υπόθεση, έχει αναλυθεί πιο πάνω για ποιο λόγο δεν προσήλθε να δώσει μαρτυρία. Βεβαίως, η υπεράσπιση είχε το δικαίωμα, εάν επιθυμούσε να ζητήσει όπως κληθεί για αντεξέταση εφόσον αυτή προσφέρθηκε από την κατηγορούσα αρχή, έστω με τη γενικότητα που ανέφερε ο εκπρόσωπος της ότι όλοι οι υπόλοιποι μάρτυρες προσφέρονται για αντεξέταση.

 

Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγος έφεσης 8

 

Ο εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο στην κατηγορία της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών ουσιών.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αναλύει στο διάγραμμα αγόρευσης του τα συστατικά στοιχεία των δύο κατηγοριών και προβαίνει σε εκτενή αναφορά σε νομολογία. Παρατηρεί ο συνήγορος ότι ο εφεσείων δεν είχε ποτέ φυσική επαφή με τα ναρκωτικά. Παρέμενε, συνεπώς, προς εξέταση κατά πόσο ο εφεσείων απέκτησε κατοχή, υπό την έννοια του ελέγχου εξ αποστάσεως, καθ΄ον χρόνο τα ναρκωτικά είτε ευρίσκοντο υπό τη φύλαξη της A., είτε της Αστυνομίας. Το Κακουργιοδικείο, κατά την εξέταση κατά πόσο ο εφεσείων είχε τον έλεγχο των ναρκωτικών, υπέπεσε, κατά την εισήγηση, σε διάφορα σφάλματα τα οποία παραθέτουμε συνοπτικά:  

 

Το Δικαστήριο αθώωσε τον εφεσείοντα στο αδίκημα της συνωμοσίας, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να τεκμηριώνει ότι ο εφεσείων στις 30.5.2014 και προτού η A. αφιχθεί με τα ναρκωτικά στην Κύπρο, είχε οποιαδήποτε επαφή και συμφωνία μαζί της για εισαγωγή των ναρκωτικών. Δεν υπήρξε μαρτυρία που να τεκμηριώνει ύπαρξη συμφωνίας και κοινού σκοπού ότι το πρόσωπο εξ Ελλάδος το οποίο έστειλε την A. στην Κύπρο είχε οποιαδήποτε σχέση με τον εφεσείοντα και ότι η εμπλοκή του εφεσείοντα άρχισε μετά την άφιξη της A. στην Κύπρο. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου περιορίζονται στις ενέργειες και συμπεριφορές του εφεσείοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο για τις οποίες υπάρχει άμεση μαρτυρία του ΜΚ1.

 

Η Α. αφίχθηκε στην Κύπρο στις 30.5.2014 στις 09.20 και ο εφεσείων επικοινώνησε μαζί της στις 11.00, όταν ήδη αφίχθηκε στο αεροδρόμιο ο ΜΚ1 και τα ναρκωτικά είχαν ήδη κατασχεθεί από την Αστυνομία και αντικατασταθεί με ομοιώματα. Σύμφωνα με την εισήγηση, με παραπομπή στη Σιβιτανίδης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, από τη στιγμή που η Αστυνομία ανακάλυψε τα ναρκωτικά και τα κατέσχε και μετά, ο εφεσείων δεν μπορούσε να έχει τον έλεγχο των ναρκωτικών, ως λανθασμένα έκρινε το Δικαστήριο. Δεν υπάρχει εύρημα ότι ο εφεσείων είχε τον έλεγχο των ναρκωτικών πριν την παρέμβαση της αστυνομίας και την αντικατάσταση των ναρκωτικών. Αντίθετα, υπήρξε εύρημα ότι η εμπλοκή του εφεσείοντα ξεκίνησε όταν ο εφεσείων επικοινώνησε τηλεφωνικά με την A. και της είπε πού να συναντηθούν. Προβάλλει, επίσης, ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν υπήρξε νόμιμη ελεγχόμενη παράδοση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν.3(Ι)/1995.

 

Περαιτέρω, ο εφεσείων εισηγείται ότι η περιστατική μαρτυρία, στην οποία αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο, δεν είναι ικανή να στοιχειοθετήσει γνώση του εφεσείοντα για τη φύση των αντικειμένων που μετέφερε η A. στις αποσκευές της. Αναλύεται με λεπτομέρεια στο διάγραμμα αγόρευσης ο κάθε κρίκος περιστατικής μαρτυρίας που έλαβε υπόψη του το Κακουργιοδικείο, οι οποίοι, όπως εξηγείται εκτενώς στο διάγραμμα, λανθασμένα θεωρήθηκαν ως τέτοιοι. Ούτε, εισηγείται ο εφεσείων, η μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο συνάδει μόνο με ενοχή και δεν στοιχειοθετεί από μόνη της γνώση.

 

Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της Δημοκρατίας, η οποία θεωρεί ορθά τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία υποστήριξε ότι είναι άνευ σημασίας η αθώωση του εφεσείοντα στην κατηγορία της συνωμοσίας. Ο εφεσείων είχε γνώση της εισαγωγής των ναρκωτικών από την A. και την ανέμενε, ενώ η A. ανέμενε τις οδηγίες του εφεσείοντα ως προς το πού να κατευθυνθεί. Από τη στιγμή της εισαγωγής τους και μετά, αυτός είχε τον έλεγχο και, συνεπώς, την κατοχή τους. Αυτό που επιζητείται από τον εφεσείοντα, σύμφωνα με την εισήγηση, είναι η απομονωμένη και αποσπασματική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αντίθετα με τη νομολογία.

 

Κατ΄ αρχάς, σημειώνουμε την κοινή θέση ότι στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρξε φυσική επαφή του εφεσείοντα με τα ναρκωτικά και πως η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηρίχθηκε σε περιστατική μαρτυρία.

 

Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις νομοθετικές και νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα της «κατοχής», κάτι για το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει αμφισβήτηση από τον εφεσείοντα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

"Κατοχή στα πλαίσια του Νόμου σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόσημη γνώση της φύσεως του αντικειμένου που αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής [Καΐμης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ, 662, Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ, 211.]

 

Η έννοια της κατοχής έχει ευρύτητα τέτοια ούτως ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις φύλαξης ναρκωτικών σε υποστατικό τρίτου, εφόσον ο κατηγορούμενος διατηρεί τον έλεγχο τους. Ως εκ τούτου η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για στήριξη καταδίκης [Ιωάννου άλλως Τίτος κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ, 409, 416-417].

 

Η έννοια του όρου "κατοχή'", όπως την έχουμε ήδη διαγράψει, στηρίζεται και νομοθετικά από τη Διάταξη 2 (3) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 1977, Ν. 29/77, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Αναφέρεται:

 

"(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, παν πρόσωπον θεωρείται ως έχον εν τη κατοχή αυτού οιαδήποτε αντικείμενα τελούντα υπό τον έλεγχον αυτού καίτοι ταύτα ευρίσκονται υπό την φύλαξιν ετέρου προσώπου."

 

Η νομολογία καθιστά δυνατή την εξ αποστάσεως εμπλοκή [R. ν. Blake 68 Cr. R. 1, R. v. Peaston 69 Cr. App. R. 203 και Χαράλαμπου Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 2 ΑΑΔ 388]. Στην απόφαση Peaston το Αγγλικό Εφετείο υιοθέτησε τη θέση ότι αφού ο Εφεσείων είχε παραγγείλει τα ναρκωτικά από τον προμηθευτή και αυτά στάληκαν μέσω του ταχυδρομείου στη διεύθυνση που διέμενε, τότε ορθά θεωρήθηκε (από το πρωτόδικο Δικαστήριο) ότι τα ναρκωτικά ήταν στην κατοχή του από τη στιγμή που εναποτέθηκαν από τον ταχυδρόμο μέσα στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού που διέμενε και στο οποίο σπίτι ο κατηγορούμενος ενοικίαζε ένα από τα πολλά δωμάτια που υπήρχαν.

 

Παραπέμπουμε επίσης στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 256, της οποίας τα γεγονότα προσομοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.»

 

(Βλ. επίσης την πιο πρόσφατη απόφαση στην Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 123/2015 ημερ. 10.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B385).

 

Το Κακουργιοδικείο απαντώντας το ερώτημα κατά πόσο τελικά ο εφεσείων κατέστη κάτοχος των ναρκωτικών εν τη εννοία του Νόμου, ανέφερε τα εξής:

 

«Η απάντηση στο ερώτημα αν τελικά ο κατηγορούμενος κατέστη κάτοχος των ναρκωτικών εν τη εννοία του Νόμου, προβάλλει μέσα από τα ίδια τα γεγονότα, όπως αυτά εκτυλίχθηκαν από τον χρόνο άφιξης της C. A. στον χώρο του αεροδρομίου και μεταγενέστερα και έχουν ήδη καταγραφεί στα ευρήματα μας. Αβίαστα προκύπτει μέσα από αυτά ότι τα ναρκωτικά, από την άφιξη τους στην Κυπριακή Δημοκρατία και μέχρι την διαφυγή του κατηγορουμένου από το round about των Βρυσούλων, τελούσαν υπό τον έλεγχο του κατηγορουμένου. Έλεγχος που λάμβανε χώρα μέσω της ουσιαστικής εξουσίας που ασκούσε πάνω τους ο κατηγορούμενος και η οποία τεκμηριώνεται από την καθοδήγηση και οδηγίες που έδιδε τηλεφωνικώς στην C.μέσω του ΜΚ1, ως προς τον συγκεκριμένο τόπο όπου θα έπρεπε να μεταφερθούν, ως και από τις οδηγίες που έδωσε στον ΜΚ1 για τα συγκεκριμένα πρόσωπα που θα παραλάμβαναν τις αποσκευές της C.A. που περιείχαν τα ομοιώματα των ναρκωτικών, οδηγίες που η C.και ο ΜΚ1 ακολούθησαν. Συνεπώς, είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος, από τη στιγμή που τα ναρκωτικά εισήχθηκαν στην Κύπρο, είχε τον φυσικό έλεγχο τους όσον αφορά τον προορισμό τους, παρόλο που αυτά ευρίσκοντο υπό τη φύλαξη της C. A..»

 

Ως προς τη γνώση της φύσης του αντικειμένου που αποτελεί το αντικείμενο κατοχής, εν προκειμένω των ναρκωτικών, το Δικαστήριο παρέπεμψε στα ακόλουθα στοιχεία μαρτυρίας:

 

«Η γνώση της φύσεως του αντικειμένου που αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής, αποδεικνύεται συνήθως, με την τεκμηρίωση μέσω στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την γνώση. Προκύπτει στην παρούσα υπόθεση, από τα περιστατικά της και την εν γένει συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα: (α) από τις προφυλάξεις που έπαιρνε, οι οποίες συνίστατο στην παράλειψη του να μεταβεί ο ίδιος στον χώρο του αεροδρομίου για να παραλάβει την C.A, όπως θα αναμένετο λογικά να πράξει αν ήταν φίλη του και ήθελε νε αποφύγει οποιαδήποτε συνάντηση της με τη σύζυγο του, ως ήταν η θέση του στην ανώμοτη του δήλωση, (β) από το γεγονός ότι έδινε οδηγίες τηλεφωνικώς στον ΜΚ1 - πιστεύοντας ότι ήταν ο οδηγός ταξί - ως προς τον συγκεκριμένο τόπο όπου θα μετέβαινε για να παραλάβει την C.A, (γ) από την προσπάθεια του με τον πιο πάνω τρόπο να αποστασιοποιηθεί από την μεταφορά των ναρκωτικών, ακολουθώντας το ταξί που την μετέφερε και δίδοντας εξ αποστάσεως οδηγίες στον ΜΚ1, (δ) από το γεγονός ότι εν τέλει συναντήθηκε με τον ΜΚ1 όταν πληροφορήθηκε από αυτόν ότι το όχημα XXX 229 που είχε έρθει για να παραλάβει την C.  είχε φύγει λόγω του ότι ο οδηγός του είχε αντιληφθεί την ύπαρξη περιπολικού των Βάσεων, γεγονός που καταδεικνύει με τον πιο εμφανή τρόπο ότι ο κατηγορούμενος είχε γνώση για την μετάβαση του εν λόγω οχήματος επί τόπου, (ε) από το γεγονός ότι όταν κάλεσε την C.να ανέβει στη μοτοσικλέτα, υπέδειξε στον ΜΚ1 τα δύο άτομα που είχαν μεταβεί επί τόπου με το όχημα BMW, ως αυτά που θα μετέφερναν τις αποσκευές της C. οι οποίες περιείχαν τα ομοιώματα των ναρκωτικών. Αυτό το γεγονός καταδεικνύει με τον πιο εμφανή τρόπο ότι ο κατηγορούμενος είχε γνώση για την μετάβαση του BMW επί τόπου και συνεπώς γνώριζε ότι η C.  κατείχε αποσκευές τις οποίες βεβαίως δεν θα μπορούσε να μεταφέρει ο ίδιος με την μοτοσικλέτα, (στ) το ότι τελικά, εγκατέλειψε αδικαιολόγητα την C.και έφυγε από το μέρος μόλις αυτός προφανώς αντιλήφθηκε την καθυστέρηση που δημιουργούσε ο ΜΚ1, αρχικά με την αμοιβή του ως ταξιτζής και στη συνέχεια με την παραλαβή των αποσκευών της C.  από τα δύο άτομα που επέβαιναν στο BMW. Όλες αυτές οι ενέργειες του κατηγορουμένου τεκμηριώνουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι γνώριζε τη φύση του παράνομου περιεχομένου των βαλιτσών που μετέφερε η C.A. Οι περιστάσεις της υπόθεσης σωρευτικά αποτιμούμενες, οδηγούν σε ένα και μόνο λογικό συμπέρασμα, ότι ο κατηγορούμενος είχε συνεργασία με το βασικό εμπλεκόμενο πρόσωπο, δηλαδή την C.A, ως και με τα πρόσωπα που είχαν μεταβεί στην σκηνή, δηλαδή τον οδηγό του XXX 229 και των επιβαίνοντων στο BMW και τέτοια ήταν η συμμετοχή του, ως περιγράφηκε πιο πάνω, ώστε δεν μπορεί παρά να είχε γνώση για τη φύση των αντικειμένων που μετέφερε η C.στις αποσκευές της.»

 

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, το κάθε στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας μπορεί από μόνο του να μην είναι αρκετό για να οδηγήσει σε καταδίκη, αλλά το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων των στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας οδηγεί αναπόφευκτα σε συμπέρασμα ενοχής, μη επιδεχόμενη λογικά άλλη ερμηνεία ή εξήγηση και μη ούσα συμβατή με άλλη άποψη των πραγμάτων (Καΐμης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 662 και Σιβιτανίδης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

Ως προς το actus reus της κατοχής, το Δικαστήριο ορθά εξέτασε κατά πόσο τα ναρκωτικά τελούσαν υπό τον έλεγχο του εφεσείοντα. Ο προσδιορισμός του χρόνου όπου ο εφεσείων ασκούσε τον «έλεγχο» των ναρκωτικών περιορίστηκε, ορθά κατά την κρίση μας, από την άφιξή τους στη Δημοκρατία μέχρι τη διαφυγή του εφεσείοντα από τον κυκλικό κόμβο των Βρυσούλων. Η αποδεκτή μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου, ως προς το εγειρόμενο ζήτημα, περιοριζόταν σε αυτό το χρονικό διάστημα. Άλλωστε, η έλλειψη μαρτυρίας ως προς τις επαφές της A. με τον εφεσείοντα πριν τις 30.5.2014 και η ύπαρξη οποιασδήποτε σχέσης του εφεσείοντα με το πρόσωπο εξ Ελλάδος που  έστειλε την A. στην Κύπρο, καθώς και ότι ο εφεσείων επικοινώνησε με την A. μετά την άφιξη της στο αεροδρόμιο Λάρνακας, όπου υπάρχει η άμεση μαρτυρία του ΜΚ1, ώθησαν το Κακουργιοδικείο στην  αθώωση του εφεσείοντα από την κατηγορία της συνωμοσίας.

 

Το Κακουργιοδικείο, όπως προαναφέραμε, έκρινε ότι, με βάση την αποδεκτή μαρτυρία, η εμπλοκή του εφεσείοντα στην υπόθεση περιοριζόταν, μετά την άφιξη της A. στην Κύπρο.  Όπως επίσης προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, μετά την άφιξη της A. στο αεροδρόμιο Λάρνακας και την ανεύρεση των ναρκωτικών, αυτά αφαιρέθηκαν από τις αποσκευές της και αντικαταστάθηκαν στη βάση διαδικασίας ελεγχόμενης παράδοσης. Για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, κρίνουμε ότι η ελεγχόμενη παράδοση έγινε στα πλαίσια του Νόμου. Συνεπώς, η παρούσα διαφοροποιείται από την υπόθεση Σιβιτανίδης (πιο πάνω), που μας παρέπεμψε ο κ. Χριστάκη. Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι δεν υπήρξε ελεγχόμενη παράδοση σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου (Ν.3(1)/1995) και, ενόψει τούτου, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο εφεσείων είχε φυσική κατοχή ή έλεγχο των ναρκωτικών. Συνεπώς, στην υπό κρίση υπόθεση, όπου η ελεγχόμενη παράδοση έγινε νόμιμα, το εύρημα του Δικαστηρίου περί ελέγχου των ναρκωτικών από τον εφεσείοντα δεν είναι λανθασμένο.

 

Τα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο έχουν καταγραφεί πιο πάνω στην απόφασή μας και θεωρούμε ότι εξετάζοντάς τα στο σύνολό τους καταδεικνύουν, όπως άλλωστε αποφάσισε και το Κακουργιοδικείο, ότι ο εφεσείων είχε συνεργασία τόσο με την A., όσο και με τα πρόσωπα που επέβαιναν του BMW και είχαν μεταβεί στη σκηνή. Στη βάση αυτών των στοιχείων, το μόνο λογικό συμπέρασμα ήταν ότι ο εφεσείων είχε γνώση για τη φύση των αντικειμένων που μετέφερε η A. στις αποσκευές της.

 

Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου περί αποσπασματικής ανάλυσης του κάθε στοιχείου περιστατικής μαρτυρίας δεν είναι, με όλο το σεβασμό, ορθή. Το κάθε ένα στοιχείο μπορεί από μόνο του να οδηγούσε σε διαφορετικό συμπέρασμα. Δηλαδή, το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν μετέβη ο ίδιος στο αεροδρόμιο για να παραλάβει την A., σίγουρα μπορεί να χρήζει και διαφορετικής ερμηνείας. Επίσης, ο τρόπος που εξετάζονται τα διάφορα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας, είναι, σύμφωνα με τη νομολογία όπως την έχουμε παραθέσει πιο πάνω, σωρευτικός. Με αυτό τον τρόπο έχουν εξεταστεί και από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συνεπώς, έστω και εάν το κάθε ένα στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας από μόνο του επιδέχεται και άλλης ερμηνείας, η εξέταση του συνόλου των στοιχείων αυτών ορθά οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε κατάληξη περί ενοχής του εφεσείοντα στις κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια (κατηγορίες 6 και 8).

 

Κατά συνέπεια, ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγος έφεσης 9

 

Ο εφεσείων προβάλλει ότι λανθασμένα κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της εισαγωγής ναρκωτικών, η οποία μάλιστα είναι αντιφατική με την απόφαση του Δικαστηρίου να τον αθωώσει από την κατηγορία της συνωμοσίας για εισαγωγή ναρκωτικών. Για να αποδειχθεί το αδίκημα της εισαγωγής, θα έπρεπε να προσαχθεί μαρτυρία ότι ο εφεσείων είτε διέπραξε την πράξη της εισαγωγής, είτε έκανε κάτι που τον καθιστούσε συναυτουργό της A., στη βάση του άρθρου 20, του Κεφ. 154. Στη βάση, όμως, του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι η εμπλοκή του εφεσείοντα ξεκινά μετά την άφιξη της A. στο αεροδρόμιο Λάρνακας στην Κύπρο και πως δεν αποτελεί εύρημά του ότι η A. επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο πριν τις 30.5.2014, η κρίση του περί ενοχής του εφεσείοντα στην εν λόγω κατηγορία είναι λανθασμένη.

 

Ο κ. Χριστάκη, προς υποστήριξη των θέσεών του,  παρέπεμψε στις υποθέσεις Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 510, Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 295 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 259, οι οποίες, σύμφωνα με την εισήγηση, έχουν καθιερώσει την αρχή ότι η αθώωση ενός κατηγορουμένου από ορισμένες κατηγορίες έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση των γεγονότων πάνω στα οποία αυτές στηρίζονται.

 

Όπως έχει επεξηγηθεί στην Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2008) 2 ΑΑΔ 486, δεν αντλείται τέτοια αρχή από τις προαναφερθείσες υποθέσεις. Η ορθή αρχή, όπως αναφέρεται στην απόφαση, είναι ότι δεν εξαφανίζεται η μαρτυρία αυτή καθ΄ αυτή, αλλά μόνο οι κατηγορίες στις οποίες αθωώνεται ενδιαμέσως ο κατηγορούμενος, απογυμνώνονται από τα υποστηρικτικά τους γεγονότα.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, ο εφεσείων αθωώθηκε στην κατηγορία της συνωμοσίας λόγω της απουσίας μαρτυρίας που να τεκμηριώνει ότι ο εφεσείων είχε οποιαδήποτε επαφή και συμφωνία με την A. πριν την άφιξή της με τα ναρκωτικά στην Κύπρο. Η ύπαρξη συμφωνίας αποτελεί συστατικό στοιχείο της εν λόγω κατηγορίας. Η θεμελίωση της κατηγορίας της εισαγωγής στηρίχθηκε στα αποδεκτά από το Κακουργιοδικείο γεγονότα, τα οποία, όμως, δεν ήταν αρκετά για να θεμελιώσουν την κατηγορία της συνωμοσίας. Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι, με βάση τη νομολογία, δεν είναι επιθυμητή η συμπερίληψη της κατηγορίας της συνωμοσίας με το ουσιαστικό αδίκημα, διότι πιθανόν να προκληθούν επιπλοκές. Σχετική ανάλυση του θέματος γίνεται στην υπόθεση Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 221.

 

Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα για την κατηγορία της εισαγωγής:

 

«Η κατηγορία της εισαγωγής του ελεγχόμενου φαρμάκου (5η κατηγορία) τεκμηριώνεται μέσα από την ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία. Η εισαγωγή δεν χωρεί αμφισβήτησης, εφόσον τα ναρκωτικά έφτασαν στην Κύπρο από το εξωτερικό μεταφερόμενα εντός των αποσκευών της C.A.. Η σύνδεση του κατηγορουμένου με το αδίκημα είναι το ουσιαστικό ζητούμενο, υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης. Μέσα από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία προέκυψε ότι μετά την άφιξη της C. A. στο αεροδρόμιο Λάρνακας και ενώ αυτή ακόμα βρισκόταν στον χώρο του αεροδρομίου, ο κατηγορούμενος της έδωσε τηλεφωνικώς οδηγίες να πάρει ταξί και να κατευθυνθεί προς Ξυλοτύμπου, όπως και πράγματι έγινε με την ενεργό δράση του ΜΚ1.  Ο κατηγορούμενος συνέχιζε να δίδει τηλεφωνικώς οδηγίες στον ΜΚ1 σε σχέση με την μεταφορά και διακίνηση των ναρκωτικών. Η γνώση του κατηγορουμένου ως προς την φύση του αντικειμένου που περιείχαν οι αποσκευές της C. , εξάγεται με ασφάλεια από πληθώρα περιστατικής μαρτυρίας, όπως αναλύσαμε αμέσως πιο πάνω κατά την εξέταση των συστατικών στοιχείων των κατηγοριών που περιστρέφονται γύρω από την κατοχή. Το μόνο συμπέρασμα που προκύπτει από την όλη μαρτυρία είναι ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την άφιξη της C. A. στην Κύπρο, ως και τη φύση του αντικειμένου που περιείχετο στις αποσκευές της και προέβηκε σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, όπως περιγράφηκαν πιο πάνω, ώστε να παραλάβει με ασφαλή - όπως ο ίδιος πίστευε - τρόπο την C.A και τις αποσκευές της με το παράνομο περιεχόμενο τους. Με βάση αυτά τα δεδομένα, η τεκμηρίωση της κατηγορίας αυτής σε σχέση με τον κατηγορούμενο έχει συντελεστεί. Η έννοια του όρου «εισαγωγή» έχει τέτοια ευρύτητα, ικανή να καλύψει διάφορα πρόσωπα ως αυτουργούς. Υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το αναπόφευκτο συμπέρασμα του Δικαστηρίου είναι ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την άφιξη της C. A. και των ναρκωτικών στην Κύπρο κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν το πρόσωπο που είχε αναλάβει την παραλαβή τους στην Κύπρο και υπό την έννοια αυτή ήταν και ο εισαγωγέας των ναρκωτικών. Επομένως, τεκμηριώνεται ότι υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ του κατηγορουμένου και αυτής καθ΄εαυτής της πράξης της εισαγωγής. Έτσι τεκμηριώνεται και η ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στο αδίκημα της εισαγωγής της 5ης κατηγορίας.»

 

Δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου και, συνεπώς, ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγος έφεσης 10

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του στην κατηγορία της προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου Β΄ από άλλο πρόσωπο ως λανθασμένη και αντιφατική με τα άλλα ευρήματα του Δικαστηρίου. Με αναφορά σε νομολογία σχετική με την προμήθεια, ο εφεσείων ισχυρίζεται πως, με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία η A., ουδέποτε μεταβίβασε τη φυσική κατοχή των ναρκωτικών στον εφεσείοντα και χωρίς τη μεταφορά φυσικής κατοχής δεν υπάρχει προμήθεια. Περαιτέρω, δεν αναφέρεται στην απόφαση ο χρόνος που προμηθεύτηκε ο εφεσείων τα ναρκωτικά.

 

Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της Δημοκρατίας, η οποία υιοθέτησε την πρωτόδικη απόφαση.

 

Το Κακουργιοδικείο, εξετάζοντας κατά πόσο αποδείχθηκε η εν λόγω κατηγορία, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Το Δικαστήριο για τους λόγους που έχει επεξηγήσει ανωτέρω, έχει καταλήξει στην ενοχή του κατηγορουμένου στην κατηγορία της κατοχής της επίδικης ποσότητας ναρκωτικών (6η κατηγορία). Ως θέμα λογικής συνέπειας, καταλήγουμε ότι ο κατηγορούμενος, ως κάτοχος των εν λόγω ναρκωτικών, υπό την έννοια όχι της φυσικής κατοχής τους αλλά της άσκησης ελέγχου επί αυτών, ενώ βρίσκοντο υπό τη φύλαξη της C. A. όπως αναλύθηκε πιο πάνω, τα προμηθεύτηκε από την C.A. Επομένως, η Κατηγορούσα Αρχή πέτυχε να αποδείξει πέραν από κάθε λογική αμφιβολία την ενοχή του κατηγορουμένου και στην 4η κατηγορία. »

 

Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν κρίνουμε ότι απαιτείται η φυσική κατοχή των ναρκωτικών για να αποδειχθεί το αδίκημα της προμήθειας.

 

Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγος έφεσης 11

 

Η αθώωση του εφεσείοντα στην κατηγορία της συνωμοσίας είναι αντιφατική με την ενοχή του στις κατηγορίες 4, 5, 6 και 7. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί, με βάση τα όσα επεξηγήθηκαν κατά την εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

 

Λόγος έφεσης 12

 

Ο εφεσείων διατείνεται ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης. Η αιτιολογία που δίδεται από τον εφεσείοντα συναρτάται με την ποινή που επιβλήθηκε στην A. και στον Φραγκίσκου και στα όσα αναφέρθηκαν από το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής αυτών των δύο. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι επιβλήθηκε χαμηλότερη ποινή στην A., λόγω του ότι επρόκειτο να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας στην παρούσα, επιδεικνύοντας τοιουτοτρόπως έμπρακτη μεταμέλεια για τις πράξεις της. Περαιτέρω, προβάλλει ότι μόλις πρόσφατα έχει πληροφορηθεί ότι δόθηκε στην A. προεδρική αναστολή της ποινής, παρά το ότι δεν έδωσε μαρτυρία στην υπόθεση. Με αναφορά σε νομολογία, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προβάλλει ότι η απόκρυψη γεγονότων ή μαρτύρων που θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην κρίση του Δικαστηρίου και να βοηθήσουν στην αθωότητά του, είναι ανεπίτρεπτη.

 

Δε θεωρούμε βάσιμο το λόγο έφεσης.

 

Η ποινή που επιβλήθηκε σε άλλους κατηγορούμενους μπορεί να επηρεάσει μόνο την ποινή που θα επιβληθεί σε ένα κατηγορούμενο και όχι το κατά πόσο η δίκη του ήταν δίκαιη. Δεν είναι αντιληπτό με ποιό τρόπο επηρέασε τη δίκαιη δίκη του εφεσείοντα η ποινή που επιβλήθηκε στους άλλους κατηγορούμενους. Αναφορικά με την αναστολή της ποινής της A., όπως παρατήρησε η κα Παπαλοΐζου και προκύπτει από τα πρακτικά, αυτή έχει ανασταλεί υπό όρους εφόσον η A. ευρίσκεται σε πρόγραμμα απεξάρτησης στην Αγία Σκέπη. Το γεγονός αυτό, καθώς και το ότι ανεστάλη η ποινική δίωξη του  xxxx   Ανδρέου τέθηκαν πρωτοδίκως και ήταν σε γνώση του εφεσείοντα.

 

Συνεπώς, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

 

Η έφεση απορρίπτεται στο σύνολο της.

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο