ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B289
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση αρ. 236/2017)
9 Ιουλίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΖΩΔΙΑΤΗ,
Εφεσείοντα
και
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
-----------------------
Ν. Παναγιώτου (κα.) για Κ. Σταύρου (κα.), για τον Εφεσείοντα.
Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως, για την Εφεσίβλητη.
-----------------------
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Μετά από ακροαματική διαδικασία, το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα (κατηγορούμενο 2 πρωτοδίκως) στις κατηγορίες της κατοχής 95 κιλών και 699,2 γραμμαρίων κοκαΐνης (ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α, 2η κατηγορία) και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια του εν λόγω φαρμάκου σε άλλο πρόσωπο (1η κατηγορία) και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 19 ετών στην 1η κατηγορία, ενώ στη 2η δεν του επέβαλε ποινή αφού τα γεγονότα της εν λόγω κατηγορίας κρίθηκε πως εμπεριέχονταν στην 1η κατηγορία.
Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων, προσβάλλει την καταδίκη του με 16 Λόγους Έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα σκιαγραφήσουμε το αδιαμφισβήτητο πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης. Έχει ως ακολούθως:-
Στη βάση πληροφορίας ότι στις 27.3.2015 θα γινόταν διακίνηση μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών στην περιοχή «Εναέριος», στη Λεμεσό, άνδρες της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ) έθεσαν την εν λόγω περιοχή υπό παρακολούθηση.
Όπως διαπιστώθηκε, η πληροφορία ήταν ακριβής αφού γύρω στις 3:50 μ.μ. εισήλθε στο χώρο στάθμευσης του «Εναερίου» το Mitsubishi Pajero xxx x19 - το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων με συνοδηγό τον xxx Παπανικολάου (κατηγορούμενο 1 πρωτοδίκως) - οι ύποπτες κινήσεις του οποίου επέσυραν την προσοχή των καιροφυλακτούντων αστυνομικών, με αποτέλεσμα η παρακολούθηση να επικεντρωθεί στα πρόσωπα που επέβαιναν σ΄ αυτό. Το τι έγινε στη συνέχεια, δεν αμφισβητείται:- Ο συνοδηγός αφού κατέβηκε από το Pajero, επιβιβάστηκε στο βαν ενοικιάσεως xxxx x61, το οποίο ήταν σταθμευμένο στο χώρο στάθμευσης του «Εναερίου» και ακολουθούμενο από το Pajero με οδηγό τον εφεσείοντα, εισήλθε στον παραλιακό δρόμο με κατεύθυνση τη Λευκωσία. Αμφότερα όμως τα οχήματα, με οδηγίες του επικεφαλής της αστυνομικής ομάδας, ανακόπηκαν στη Μουτταγιάκα και όταν ο αστυνομικός Χρ. (ΜΚ6) ρώτησε τον εφεσείοντα αν γνώριζε τον οδηγό του βαν, αυτός απάντησε «είμαστε μαζί». Ακολούθως ερευνήθηκε το βαν, στην παρουσία τόσο του Παπανικολάου (κατηγορούμενου 1) όσο και του εφεσείοντα, όπου εντοπίστηκαν σε 2 ταξιδιωτικές τσάντες μέσα στις οποίες υπήρχαν 67 κυλινδρικές συσκευασίες που περιείχαν 95 κιλά και 699,2 γραμμάρια κοκαΐνης. Με τον εντοπισμό δε του εν λόγω φαρμάκου - όπως ήταν η μαρτυρία του ΜΚ6 - αυτός επέστησε την προσοχή του εφεσείοντα στο Νόμο και αυτός απάντησε «περιμένω τηλεφώνημα πού εννά τα παραδώσω». Όμως όταν ρωτήθηκε - πάντα σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ6 - για το πρόσωπο στο οποίο θα παραδίδονταν τα ναρκωτικά, αυτός απάντησε «είδε μας πολλύς κόσμος δαμαί, προτιμώ να μην πω οτιδήποτε άλλο» και ακολούθως αρνήθηκε να απαντήσει σε οποιαδήποτε περαιτέρω ερώτηση.
Τόσο ο εφεσείων όσο και ο Παπανικολάου οδηγήθηκαν στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λεμεσού, όπου και συνελήφθησαν αργότερα με δικαστικό ένταλμα σύλληψης. Το ίδιο δε βράδυ συνελήφθη και τρίτο πρόσωπο, ο xxx Καλλής (κατηγορούμενος 3 πρωτοδίκως), ο οποίος σύμφωνα με τη μαρτυρία που είχε εξασφαλίσει στο μεταξύ η αστυνομία είχε εμπλοκή στην υπόθεση. Ακολούθησαν περαιτέρω αστυνομικές ενέργειες προς πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης, στο πλαίσιο των οποίων εξετάστηκαν και τηλεπικοινωνιακά δεδομένα των 3 συλληφθέντων, λήφθηκαν οπτικά πλάνα από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης της Atlas Bank και του εστιατορίου Bennigan's, τα οποία κατέγραψαν τόσο τις κινήσεις των 2 οχημάτων - του Pajero και του βαν - όσο και του εφεσείοντα και του Παπανικολάου, σε χώρο της οδού Προμαχώνος Ελευθερίας στη Λεμεσό. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι ότι τα εν λόγω οπτικά πλάνα απεικονίζουν τα 2 οχήματα να φτάνουν στην εν λόγω οδό η ώρα 12:17 μ.μ., να σταθμεύουν εκεί και ο Παπανικολάου να δίνει τα κλειδιά του βαν στον εφεσείοντα και στη συνέχεια, αφού γευμάτισαν στο Bennigan's, να αποχωρούν απ΄ αυτό με το Pajero, ενώ κάποιο άλλο πρόσωπο είχε πάρει, στις 1:08 μ.μ., το βαν που όπως τελικά διαπιστώθηκε το είχε οδηγήσει και σταθμεύσει στο χώρο στάθμευσης του «Εναερίου».
Στη βάση των πιο πάνω στοιχείων, αλλά και των καταθέσεων που λήφθηκαν, κατηγορήθηκαν για την υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού τα προαναφερθέντα 3 πρόσωπα και για απόδειξη των κατηγοριών κατέθεσαν για την Κατηγορούσα Αρχή 33 ΜΚ, με πιο βασικό τον Παπανικολάου (ΜΚ18) ο οποίος είχε παραδεχθεί τις εναντίον του κατηγορίες και καταδικάστηκε σε 16 χρόνια φυλάκιση. Σ΄ ό,τι δε αφορά τον εφεσείοντα, αυτός όταν κλήθηκε σε απολογία επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση και να καλέσει προς υπεράσπισή του 5 μάρτυρες υπεράσπισης. Με τελική κατάληξη, το Κακουργιοδικείο να δεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και να καταδικάσει τον εφεσείοντα.
Όπως σημειώσαμε στην αρχή της παρούσας, ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του με 18 Λόγους Έφεσης. Απ΄ αυτούς οι πρώτοι 6 Λόγοι Έφεσης αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Παπανικολάου (κατηγορούμενου 1, ΜΚ18), τους οποίους θα εξετάσουμε πρώτα. Παρατηρούμε συναφώς τα εξής:-
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε και αξιολόγησε τη μαρτυρία του Μ.Κ. 18 έχοντας υπόψιν του τις νομολογιακά καθιερωμένες αρχές που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού. Ο Μ.Κ. 18, πρώην πρώτος κατηγορούμενος, ήταν συνεργός στη διάπραξη των αδικημάτων και επομένως «σπιλωμένος μάρτυρας», για τον οποίο το Κακουργιοδικείο προειδοποίησε τον εαυτό του επαρκώς ότι είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του, χωρίς ενίσχυση. Στις σελ. 80-95 της απόφασης του το Κακουργιοδικείο ασχολείται εκτενώς με τη μαρτυρία του Μ.Κ. 18. Αφού προειδοποιεί τον εαυτό του, το Κακουργιοδικείο, προχωρεί στη συνέχεια σε επισήμανση των αντιφάσεων που είχε η μαρτυρία του σε σύγκριση με τις γραπτές του δηλώσεις. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε συναφώς σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ειδικά στις αποφάσεις Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 ΑΑΔ, 628, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ, 172, Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ, 510, Τεβλετιάν κ.α. ν. Αστυνομίας (2006) 2ΑΑΔ, 512, R. v. Pestano and Others (1981) Cr. L.R., 397 (C.A.) και Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 142/14, ημερ. 17.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:D834).
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προηγούμενες αντιφατικές δηλώσεις του πρώην κατηγορούμενου 1, Μ.Κ. 18, αφορούσαν τον κατηγορούμενο 3 και όχι τον κατηγορούμενο 2-εφεσείοντα. Σε σχέση όμως με δήλωση που, κατ΄ ισχυρισμό, έκαμε ο κατηγορούμενος 2-εφεσείων στον πρώην κατηγορούμενο 1, Μ.Κ. 18, σε σχέση με τον κατηγορούμενο 3, που ήταν όλοι συνεργοί στη διάπραξη των αδικημάτων, το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι επρόκειτο για εξ ακοής μαρτυρία, στην οποίαν δεν έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα εφόσον η κατάθεση ενός συγκατηγορουμένου δεν μπορεί να αποτελέσει μαρτυρία εναντίον άλλου συγκατηγορουμένου, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα. Και η περίπτωση αυτή δεν ενέπιπτε σε οποιαδήποτε από τις εξαιρέσεις του γενικού κανόνα (Δέστε: Blackstone΄s Criminal Practice, 2013, par. F16.82 και Αριστοφάνους ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ, 450, Καττής κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ, 262, R. v. Finch (2007) 1 Cr. App. R., 439, R. v. Hayter (2005) 2 All E.R., 209 και R. v. Rhodes (1959) 44 Cr. App. R., 23).
Ενόψει των αντιφάσεων στη μαρτυρία του Μ.Κ. 18 το Κακουργιοδικείο απέρριψε κάποια μέρη της μαρτυρίας του που ενέπλεκαν τον κατηγορούμενο 2-εφεσείοντα στη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων. Αυτά τα σημεία αναφέρονται ειδικά στη σελ. 85 της πρωτόδικης απόφασης. Παράλληλα όμως το Κακουργιοδικείο, ορθά, παρατηρεί ότι σε σχέση με γεγονότα που προηγήθηκαν της ανακοπής του αυτοκινήτου του εφεσείοντα από την Αστυνομία, το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ. 18 δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση του κατηγορούμενου 2-εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στα σημεία της μαρτυρίας του Μ.Κ. 18 στα οποία ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε. Έλαβε επίσης υπόψιν του ότι ισχυρισμοί της υπεράσπισης του κατηγορούμενου 2-εφεσείοντα δεν τέθηκαν ευθέως και σαφώς στον Μ.Κ. 18 ώστε να έχει την ευκαιρία να δώσει τη θέση του, όπως θα έπρεπε (Δέστε: Πολυκάρπου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 149/15, ημερ. 25.4.2017, ECLI:CY:AD:2017:D145).
Αφού εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τη μαρτυρία του Μ.Κ. 18, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα σημαντικός μάρτυρας και η μαρτυρία του ήταν κρίσιμη για την καταδίκη του εφεσείοντα, καταλήγομε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην εξέταση και αξιολόγηση της μαρτυρίας του από το Κακουργιοδικείο. Το Κακουργιοδικείο προειδοποίησε επαρκώς τον εαυτό του για την επικινδυνότητα αποδοχής μαρτυρίας συνεργού, χωρίς ενίσχυση. Εντόπισε όλες τις αντιφατικές δηλώσεις του Μ.Κ. 18, παρατηρώντας όμως ότι αυτές αφορούσαν κυρίως στον κατηγορούμενο 3. Επεσήμανε την εξ ακοής μαρτυρία και σ΄ αυτήν δεν έδωσε σημασία στο βαθμό μάλιστα που αφορούσε σε ενοχοποίηση ενός συγκατηγορούμενου από άλλο συγκατηγορούμενο. Επεσήμανε σημαντικά σημεία της μαρτυρίας του Μ.Κ. 18 για τα οποία αυτός δεν αντεξετάστηκε και δεν του υποβλήθηκαν οποιεσδήποτε αντίθετες θέσεις. Επεσήμανε ακόμα ότι ο Μ.Κ. 18, εξαρχής, παραδέχθηκε τις πλέον σοβαρές κατηγορίες που αντιμετώπιζε και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 16 ετών, πριν αρχίσει η ακρόαση για τον εφεσείοντα. Παρατήρησε ότι ο Μ.Κ. 18, αμέσως μετά τον εντοπισμό της προαναφερόμενης ποσότητας κοκαίνης, από την Αστυνομία, και χωρίς ουσιαστικά να έχει χρόνο κατασκευής μαρτυρίας, ομολόγησε τη διάπραξη των αδικημάτων εμπλέκοντας σ΄ αυτά τον κατηγορούμενο 2-εφεσείοντα. Δεν αναφέρθηκε σε «Res Gestae» το Κακουργιοδικείο, αλλά ουσιαστιά τη δέχθηκε την ομολογία του, και ως μέρος του Res Gestae. Επεσήμανε σημεία της αντεξέτασης του Μ.Κ. 18 από τα οποία μπορούσε εύλογα να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν αμφισβητείτο πως ο κατηγορούμενος 2-εφεσείων ήταν γνώστης της παράνομης κοινής επιχείρησης, πολύ πριν τα οχήματα των κατηγορουμένων 1 και 2 ανακοπούν από την Αστυνομία και ανευρεθεί η προαναφερόμενη ποσότητα ναρκωτικών.
Έχοντας υπόψιν όλα τα προαναφερόμενα καταλήγομε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά εξέτασε και αξιολόγησε τη μαρτυρία του Μ.Κ. 18, απορρίπτοντας το μέρος της μαρτυρίας του που θα έπρεπε να απορρίψει και δεχόμενος το υπόλοιπο μέρος, το οποίον ήταν απόλυτα επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να το δεχθεί. Δεν εντοπίζουμε οποιαδήποτε ουσία στους πρώτους 6 λόγους έφεσης οι οποίοι απορρίπτονται.
Ο 7ος λόγος έφεσης αφορά στην περιστατική μαρτυρία, η οποία οδήγησε το Κακουργιοδικείο στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε γνώση αναφορικά με τα επίδικα αδικήματα και επομένως ότι αποδείχθηκε και η υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων (Mens Rea). Προς τούτο το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν του το αποδεκτό μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ. 18, τις εισηγήσεις που έγιναν από την Υπεράσπιση στον Μ.Κ. 18 αλλά και δήλωση στην οποία προέβη ο ίδιος ο εφεσείων στον Μ.Κ. 6, Αστυφύλακα xxxx, xxx Χρ., αμέσως μετά την ανακοπή του οχήματος του από την Αστυνομία. Στο μάρτυρα αυτό, ο οποίος πληροφόρησε τον εφεσείοντα για τον εντοπισμό της κοκαίνης και του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο, ο εφεσείων απάντησε «περιμένω τηλεφώνημα για το πού ε να τα παραδώσω». Η μαρτυρία του Μ.Κ. 6 έγινε δεκτή ως αξιόπιστη από το Κακουργιοδικείο, το οποίο τόνισε ότι ο Μ.Κ. 6 δεν αντεξετάστηκε γι΄ αυτό το μέρος της μαρτυρίας του. Η μαρτυρία του Μ.Κ. 6 επιβεβαιώθηκε και από τον Μ.Κ. 5, ο οποίος ήταν παρών, κατά τον ουσιώδη χρόνο και αντεξετάστηκε σχετικά με το θέμα αυτό.
Με αυτά τα δεδομένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε αβίαστα στο συμπέρασμα, ορθά κατά την κρίση μας, ότι αποδείχθηκε και η απαραίτητη υποκειμενική υπόσταση (mens rea) των δύο αδικημάτων. Όπως υπογράμμισε το Κακουργιοδικείο στη σελ. 107 και επόμενες της απόφασής του, η ύπαρξη της απαραίτητης γνώσης δεν είναι κάτι που συνήθως αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία (Δέστε: Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ, 211). Σπάνια υπάρχει άμεση μαρτυρία της γνώσης. Στις πλείστες περιπτώσεις η γνώση συνάγεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης αυτής, το Κακουργιοδικείο αναφέρεται στις σελ. 107-113 της απόφασής του. Στη σελ. 113 το Κακουργιοδικείο υπογραμμίζει ότι η διακίνηση των επίδικων ναρκωτικών ουσιών ήταν αποτέλεσμα κοινής επιχείρησης του πρώην κατηγορούμενου 1, Μ.Κ. 18, και του κατηγορούμενου 2-εφεσείοντα. Ο εφεσείων είχε την κατοχή των ναρκωτικών υπό την έννοιαν του ελέγχου, υπό τη νομική του έννοια, στα πλαίσια της κοινής επιχείρησης.
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην Ποινική Έφεση αρ. 228/17, Προκοπίου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 21.2.2019, το παρόν Εφετείο ασχολήθηκε με την περιστατική μαρτυρία. Η καταδίκη βάσει περιστατικής μαρτυρίας θα πρέπει να είναι ασυμβίβαστη με οποιονδήποτε άλλον εύλογο συμπέρασμα, πλην της ενοχής. Στην προκείμενη περίπτωση και παρόλον που το Κακουργιοδικείο δεν αναφέρθηκε ρητά σε αποκλεισμό οποιουδήποτε άλλου ευλόγου συμπεράσματος, θεωρούμε πως η περιστατική μαρτυρία αναφορικά με τη γνώση του εφεσείοντα και κατ΄ επέκταση την απόδειξη της υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων, ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να οδηγήσει σε οποιοδήποτε άλλο εύλογο συμπέρασμα πλην της ενοχής του. Επομένως και ο 7ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο 8ος λόγος έφεσης αφορά ουσιαστικά στην προαναφερόμενη ενοχοποιητική δήλωση που έκαμε ο εφεσείων στον Μ.Κ. 6 αμέσως μετά την ανακοπή του οχήματος του από την Αστυνομία. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στο ότι οι γραπτές καταθέσεις των Μ.Κ. 5 και Μ.Κ. 6 (οι οποίες περιείχαν την ενοχοποιητική δήλωση) κατατέθηκαν στο δικαστήριο, χωρίς οποιαδήποτε ένσταση εκ μέρους της Υπεράσπισης του εφεσείοντα, και ακόμη πιο σημαντικό, ο Μ.Κ. 6 δεν αντεξετάστηκε αναφορικά με την προαναφερόμενη δήλωση. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε και στις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η προαναφερόμενη ενοχοποιητική δήλωση του εφεσείοντα στον Μ. Κ. 6. Παρατήρησε συναφώς ότι ο εφεσείων δεν βρισκόταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπό καθεστώς στέρησης της ελευθερίας του. Αναφέρθηκε στην απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Iskandarov v. Russia, 17185/05, 23.9.2010, στην οποίαν το ΕΔΔΑ επεξήγησε την έννοια της στέρησης της ελευθερίας σύμφωνα με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ. Με αναφορά σε Κυπριακή νομολογία το Κακουργιοδικείο, ορθά κατά την κρίση μας, κατέληξε σε συμπέρασμα ότι η ανακοπή και ακινητοποίηση του οχήματος του εφεσείοντα, υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις, και χωρίς αυτός να συλληφθεί, δεν συνιστούσε στέρηση της προσωπικής του ελευθερίας και δεν καθιστούσε την ενοχοποιητική δήλωση του στο Μ.Κ. 6, ανεπίτρεπτη (Δέστε: Κάππελος ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ, 241). Υπό τις περιστάσεις και ο 8ος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.
Ο 9ος λόγος έφεσης αφορά στον, κατ΄ ισχυρισμό, κακό χειρισμό της υπόθεσης, πρωτοδίκως, εκ μέρους των δικηγόρων του (κου Ε. Πουργουρίδη και κας Μ. Νεοφύτου), με αποτέλεσμα αυτός να υποστεί ουσιαστική αδικία. Ο λόγος αυτός βασίζεται κυρίως στο γεγονός της μη αντεξέτασης του Μ.Κ. 6 αναφορικά με την ενοχοποιητική δήλωση που ο Μ.Κ. 6 είπε ότι έκανε ο εφεσείων, αμέσως μετά την ανακοπή του οχήματος του από την Αστυνομία. Είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του εφεσείοντα ότι υπήρξε κακός χειρισμός του δικηγόρου του εφεσείοντα πρωτοδίκως, καθότι αυτός αντεξέτασε τον Μ.Κ. 5 αλλά δεν αντεξέτασε τον Μ.Κ. 6 αναφορικά με την ενοχοποιητική δήλωση του εφεσείοντα προς τον Μ.Κ. 6, στην παρουσία του Μ.Κ. 5, αμέσως μετά την ανακοπή του οχήματος του εφεσείοντα από τους δύο Αστυνομικούς Μ.Κ. 5 και Μ.Κ.6. Όπως αναφέραμε η δήλωση που έκαμε ο εφεσείων στον Μ.Κ. 6 ήταν ότι περίμενε τηλεφώνημα αναφορικά με το πού θα παρέδιδε τα ναρκωτικά.
Στην υπόθεση Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ, 402 υπογραμμίστηκε ότι ο δικηγόρος φέρει την ευθύνη για τη δικανική διαμόρφωση και προβολή της υπεράσπισης στο πλαίσιο της δίκης. Σύμφωνα με τη νομολογία μια καταδίκη μπορεί να ακυρωθεί ένεκα του χειρισμού του δικηγόρου της υπεράσπισης, μόνον όταν ο χειρισμός αποκαλύπτει καταφανώς ανίκανη δικηγορία η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μη ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Στην Boodram v. The State (2001) UKPC 20 υπογραμμίστηκε ότι αν οι παραλείψεις του δικηγόρου υπεράσπισης είναι θεμελιώδεις, το δικαστήριο θα πρέπει να προχωρήσει με πολλή προσοχή πριν να συμπεράνει ότι αν οι παραλείψεις δεν είχαν συμβεί η απόφαση, αναπόφευκτα, θα ήταν η ίδια.
Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων, πρωτοδίκως, εκπροσωπήθηκε από έμπειρο δικηγόρο, ο οποίος χειρίζεται κυρίως ποινικές υποθέσεις. Η όλη προώθηση της υπεράσπισης του εφεσείοντα πρωτοδίκως δεν παρουσιάζει οποιεσδήποτε αδυναμίες. Είναι γεγονός ότι επί της συγκεκριμένης ενοχοποιητικής δηλώσεως του εφεσείοντα αντεξετάστηκε ο Μ.Κ. 5, αλλά όχι ο Μ.Κ. 6. Κατά την κρίση μας αυτή η παράλειψη δεν αποκαλύπτει καταφανώς ανίκανη δικηγορία (flagrantly incompetent advocacy), η οποία μάλιστα είχε ως αποτέλεσμα την κακοδικία. Πέραν της μαρτυρίας του Μ.Κ. 6, επί του ιδίου σημείου, υπήρχε και η μαρτυρία του Μ.Κ. 5, ο οποίος επιβεβαίωσε την ενοχοποιητική δήλωση και αντεξετάστηκε, και η μαρτυρία του κρίθηκε ως αξιόπιστη. Υπήρχαν επίσης οι γραπτές καταθέσεις των Μ.Κ. 5 και Μ.Κ. 6, στις οποίες αναφερθήκαμε. Επιπρόσθετα, υπήρχε η καταπελτική μαρτυρία του Μ.Κ. 18, η οποία κρίθηκε ως αξιόπιστη, στα βασικά της σημεία, τα οποία απεδείκνυαν τόσο την αντικειμενική, όσο και την υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων (actus reus και mens rea), για τα οποία κατηγορείτο ο εφεσείων. Έστω λοιπόν και αν αντεξεταζόταν ο Μ.Κ. 6 επί του σημείου, η κρίση και η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου θα ήταν, αναπόφευκτα, η ιδία. Κατά συνέπεια και ο 9ος λόγος απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 10, 11, 12 και 13 αφορούν στην ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα, η ουσία της οποίας, ως προς την υπεράσπιση που προέβαλε, έχει ως ακολούθως:
Το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι η ανώμοτη δήλωση ενός κατηγορουμένου εξετάζεται και αξιολογείται μέσα στα πλαίσια του συνόλου της μαρτυρίας (Δέστε: Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ, 22). Στην υπόθεση R. v. Campell (1979) 69 Cr. App. R., 221 τονίστηκε ότι σε μια ανώμοτη δήλωση μπορεί να δοθεί το βάρος που το δικαστήριο κρίνει ότι της αξίζει, αλλά δεν μπορεί να της δοθεί η ίδια αξία που έχει μια ένορκη μαρτυρία που δοκιμάστηκε με την αντεξέταση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο χαρακτήρισε την ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου 2-εφεσείοντα ως «μεικτή», δηλαδή ως εμπεριέχουσα στοιχεία που μπορούσαν να λειτουργήσουν ενοχοποιητικά και στοιχεία που μπορούσαν να θεωρηθούν ως δικαιολογητικά. Το δικαστήριο εξέτασε την ανώμοτη δήλωση πολύ προσεκτικά, στα πλαίσια της όλης μαρτυρίας, υπό το φως της νομολογίας και καθοδηγούμενο από τις ορθές αρχές και κατέληξε, στις σελ. 100 και 101 της απόφασης του, στο να δεχθεί μόνο συγκεκριμένα σημεία από την ανώμοτη δήλωση, απορρίπτοντας άλλα. Κατά την κρίση μας, η αξιολόγηση της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα έγινε στο πλαίσιο του συνόλου των γεγονότων της υπόθεσης και η βαρύτητα που δόθηκε σε συγκεκριμένα σημεία της αιτιολογήθηκε επαρκώς και δεν ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Αναφορικά με τη σύγκριση του περιεχομένου της ανώμοτης δήλωσης με τη μαρτυρία του κρίσιμου μάρτυρα Μ.Κ. 18 δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο.
Εξετάσαμε, συναφώς, με προσοχή τα σημεία της μαρτυρίας του Μ.Κ. 18, τα οποία δέχθηκε το Κακουργιοδικείο, και τα σημεία της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα, τα οποία επίσης δέχθηκε το Κακουργιοδικείο, και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα ότι αυτά ήταν αντιφατικά. Έστω όμως και αν το Κακουργιοδικείο ήταν λανθασμένο ως προς το κατά πόσον ο Μ.Κ. 18 αντεξετάστηκε επί συγκεκριμένων σημείων, το λάθος του δεν είχε οποιαδήποτε ουσιαστική επίδραση στην έκβαση της υπόθεσης. Κατά συνέπεια και αυτοί οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Ο 14ος λόγος έφεσης αφορά σε, κατ΄ ισχυρισμό, μη δίκαιο σχόλιο του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το χρόνο που ο εφεσείων πρόβαλε τους ισχυρισμούς του, για πρώτη φορά, στην ανώμοτη δήλωση του. Βασίζεται ο λόγος αυτός κυρίως στα όσα αναγράφονται στη σελ. 97 της πρωτόδικης απόφασης, στην οποίαν το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε πως ο εφεσείων δεν είχε υποχρέωση να πει οτιδήποτε σε οποιοδήποτε χρόνο, επισημαίνοντας όμως ότι ο χρόνος που επέλεξε να προβάλει, για πρώτη φορά, τους ισχυρισμούς του μπορούσε να ληφθεί υπόψιν, από το δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών αυτών. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε συναφώς στην υπόθεση Πιτσιλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ, 662 για να τονίσει ότι, όταν μια θέση δεν προβάλλεται, με την πρώτη ευκαιρία, μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά εκ των υστέρων σκέψη. Με αυτό το σκεπτικό, το πρωτόδικο δικαστήριο, αξιολόγησε σημεία της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα. Βασικά το πρωτόδικο δικαστήριο αναφερόταν σε ισχυρισμούς του εφεσείοντα, στην ανώμοτη του δήλωση, αναφορικά με το σκοπό για τον οποίο αυτός εισήλθε στο εστιατόριο Bennigan΄s στη Λεμεσό, οι οποίοι δεν είχαν προβληθεί προηγουμένως. Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση αυτή και την άσκηση της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου και κατά συνέπεια και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Ο 15ος λόγος έφεσης αφορά σε, κατ΄ ισχυρισμό, παραλείψεις της Αστυνομίας κατά το στάδιο της ανάκρισης, οι οποίες κατέληξαν σε, κατ΄ ισχυρισμό, μη δίκαιη δίκη για τον εφεσείοντα. Κατά τον εφεσείοντα, η Αστυνομία παρέλειψε να παραλάβει το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του πρακτορείου ΟΠΑΠ δίπλα από το χώρο στάθμευσης του Εναερίου, από το οποίον θα διαφαινόταν ότι κάποιοι ισχυρισμοί του Μ.Κ. 18, ως προς τις κινήσεις του εφεσείοντα, ήταν ψευδείς. Επιπρόσθετα η Αστυνομία δεν παρουσίασε τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του κινητού τηλεφώνου του Μ.Κ. 18, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατά παράβαση διατάγματος του δικαστηρίου. Δεν εξέτασε τα κλειδιά του οχήματος «βαν» που ενέχετο στη διάπραξη των αδικημάτων, για σκοπούς DNA. Δεν κάλεσε ως μάρτυρα Λοχία της ΥΚΑΝ αναφορικά με τους λόγους που δεν συνελήφθη ο εφεσείων κατά το χρόνο της ανακοπής του οχήματος του από την Αστυνομία κλπ..
Το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, σύμφωνα με την νομολογία, επεκτείνεται και στο στάδιο των ανακρίσεων. Στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, που ακολουθείται στην Κύπρο όπως και σε άλλες χώρες του Κοινού Δικαίου, επαφίεται στην κάθε πλευρά να καλέσει μάρτυρες και να παρουσιάσει στοιχεία που προωθούν την υπόθεση της. Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσιάζει τη δική της υπόθεση και η Υπεράσπιση είναι ελεύθερη να καλέσει τους μάρτυρες που επιθυμεί και να παρουσιάσει ενώπιον του δικαστηρίου τα στοιχεία που προωθούν την υπόθεση της (Δέστε την πρόσφατη απόφαση στην Ποινική Έφεση αρ. 208/15, Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 12.6.2019). Στην υπόθεση Mouat v. D.P.P. (2001) 2 Cr. App. R., 23, στην οποία αναφέρθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα, αποφασίστηκε ότι μια ταινία βίντεο την οποία είχε στην κατοχή της η Αστυνομία και η οποία αφορούσε στην ταχύτητα του οχήματος του κατηγορουμένου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, θα έπρεπε να είχε παρουσιαστεί στο δικαστήριο, σε υπόθεση κατηγορίας για υπερβολική ταχύτητα. Η ταινία αυτή θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να ήταν σχετική με την πορεία των αστυνομικών ανακρίσεων.
Στην προκείμενη περίπτωση η μη παρουσίαση πλάνων από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του Πρακτορείου ΟΠΑΠ, που αφορούσε στο χώρο στάθμευσης οχημάτων στον Εναέριο στη Λεμεσό, εντός του οποίου είχε σταθμεύσει το όχημα βαν με τα ναρκωτικά, κατά την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα, στέρησε από αυτόν ενισχυτική μαρτυρία αναφορικά με την εισήγηση του ότι ο ίδιος ουδέποτε μετέβη στο συγκεκριμένο μέρος, αναζητώντας τον κατηγορούμενο 3 για να παραλάβει τα κλειδιά του βαν, όπως ισχυρίστηκε ο Μ.Κ. 18.
Ο 15ος λόγος έφεσης καλύπτει πολλά και ουσιαστικά θέματα τα οποία αφορούν στο δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη. Το ζήτημα της δίκαιης δίκης το εξέτασε το Κακουργιοδικείο στις σελ. 69 και επόμενες της απόφασης του. Διαπίστωσε, καταρχάς, ότι το θέμα της δίκαιης δίκης εκτείνεται και στο στάδιο των ερευνών και ανακρίσεων της Αστυνομίας (Δέστε: Νικολάου ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ, 376).
Αναφορικά με το μαρτυρικό υλικό που συνέλεξε η Αστυνομία, στα πλαίσια της διερεύνησης της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο παρατηρεί στη σελ. 70 της απόφασης του, ότι αυτό ήταν τεράστιο, ιδιαίτερα όσον αφορά οπτικά πλάνα από κλειστά συστήματα παρακολούθησης. Τα οπτικά πλάνα λήφθηκαν από διάφορα υποστατικά και κάλυπταν μια μεγάλη περιοχή. Το υλικό αυτό έτυχε ενδελεχούς επιστημονικής εξέτασης από εμπειρογνώμονες της Αστυνομίας. Όσον αφορά τα οπτικά πλάνα από υποστατικό του ΟΠΑΠ, που βρίσκεται στην περιοχή Εναερίου, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η μη λήψη τέτοιων πλάνων δεν ισοδυναμούσε με πλημμελή διερεύνηση της υπόθεσης εκ μέρους της Αστυνομίας. Δεν αναμενόταν από την Αστυνομία να λάβει οπτικά πλάνα από όλα τα υποστατικά της παραλιακής οδού και των παρακείμενων οδών ή της περιοχής του Εναερίου. Στο σημείο αυτό το Κακουργιοδικείο επεσήμανε ότι, από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, προέκυπτε σαφώς ότι οι έρευνες της Αστυνομίας δεν περιορίστηκαν στα υποστατικά από τα οποία λήφθηκαν οπτικά πλάνα που κατατέθηκαν στο δικαστήριο. Η Αστυνομία προέβη σε ελέγχους και σε άλλα κτίρια για να εξεύρει οπτικά πλάνα από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, οι έλεγχοι όμως αυτοί δεν απέφεραν οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
Η μη επιστημονική εξέταση κάποιων αντικειμένων που βρίσκονταν στο προαναφερόμενο βαν ή και των κλειδιών του βαν, δεδομένου ότι το βαν ήταν ενοικιαζόμενο όχημα, δηλαδή δημόσιας χρήσης, θεωρήθηκε από το Κακουργιοδικείο ως μη σημαντική παράλειψη. Από την όλη μαρτυρία, που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το συμπέρασμα που προέκυπτε ήταν ότι η όλη επιχείρηση διεξήχθη με επαγγελματικό τρόπο και είναι πολύ αμφίβολο το κατά πόσον αν γίνονταν περαιτέρω εξετάσεις θα μπορούσαν να εντοπιστούν οποιαδήποτε στοιχεία που θα βοηθούσαν στην περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης.
Στη βάση της όλης μαρτυρίας, που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, δεν μπορούμε να διαφωνήσουμε με αυτό και ως προς τα δύο προαναφερόμενα θέματα, αλλά και ως προς το συμπέρασμα του ότι η Αστυνομία ενήργησε με επαγγελματικό και επαρκή τρόπο, υπό τις περιστάσεις.
Το ζήτημα των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων των κινητών τηλεφώνων του Μ.Κ. 18 και του κατηγορούμενου 2-εφεσείοντα εξετάζεται από το Κακουργιοδικείο στις σελ. 89 και επόμενες της πρωτόδικης απόφασης. Το Κακουργιοδικείο, με βάση το τεκμήριο 74, εξέτασε τις κλήσεις που λήφθηκαν στα κινητά τηλέφωνα του Μ.Κ. 18 κατά τις ουσιώδεις ημερομηνίες, δηλαδή στις 25.3.2015, στις 26.3.2015 και την ημέρα της επιχείρησης στις 27.3.2015. Από τις επαφές που είχε ο Μ.Κ. 18 με τον κατηγορούμενο 2-εφεσείοντα στις 26 και 27.3.2015 προκύπτει, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο, η στενή επαφή και συνεργασία μεταξύ των δύο, η οποία επιβεβαιώνεται και από τα οπτικά πλάνα που καταγράφηκαν από τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, από τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του κατηγορούμενου 2-εφεσείοντα και από τη δήλωση του προς τον Μ.Κ. 6 αμέσως μετά την ανακοπή του όταν του υποδείχθηκαν οι συσκευασίες με την κοκαίνη, που ήταν ότι «περιμένω πού ε να τα παραδώσω».
Το Κακουργιοδικείο συγκρίνει τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα των τριών ημερών με τη μαρτυρία του Μ.Κ. 18, την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα, αλλά και τις εισηγήσεις που έγιναν στον Μ.Κ. 18 κατά την αντεξέταση του από τον ευπαίδευτο συνήγορο του κατηγορούμενου 2-εφεσείοντα. Από αυτές προέκυπτε, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο, ότι ο κατηγορούμενος 2-εφεσείοντας ήταν γνώστης της παράνομης επιχείρησης μεταφοράς και παράδοσης των ναρκωτικών πολύ πριν τα δύο οχήματα ανακοπούν από την Αστυνομία.
Δεν μπορούμε να διαφωνήσουμε με τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, αλλά ούτε και μπορούμε να δεχθούμε τις εισηγήσεις και τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, όπως φαίνονται στο λόγο έφεσης 15, για ανεπαρκή έρευνα της Αστυνομίας με αποτέλεσμα τη μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Η Αστυνομία, στην προκείμενη περίπτωση, φαίνεται να έπραξε το καθήκον της κατά το στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης και της παρουσίασης της στο πρωτόδικο δικαστήριο, τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν εύλογα και δεόντως αιτιολογημένα, πουθενά δεν φαίνεται να επηρεάστηκαν δυσμενώς τα δικαιώματα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη και η καταδικαστική ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου φαίνεται να είναι ορθή και δίκαιη. Εν πάση περιπτώσει, ο εφεσείων, αν επιθυμούσε θα μπορούσε ο ίδιος να ζητήσει να παρουσιαστούν τα οπτικά πλάνα από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του καταστήματος του ΟΠΑΠ, να γίνουν έρευνες γενετικού υλικού στα κλειδιά του βαν και να κληθεί ο προαναφερόμενος Λοχίας της ΥΚΑΝ, πράγματα που δεν έπραξε.
Κατά συνέπεια και ο 15ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο 16ος λόγος έφεσης εισηγείται ότι η καταδίκη του εφεσείοντα είναι ακροσφαλής και αντινομική ως παραβιάζουσα το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη. Η καταδίκη του εφεσείοντα και η αθώωση του κατηγορούμενου 3 στις ίδιες κατηγορίες είναι λογικά ασυνεπής. Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψιν του μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντα, η οποία αφορούσε τον κατηγορούμενο 3, ο οποίος αθωώθηκε. Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε την εμπλοκή των τριών αρχικών κατηγορουμένων, Μ.Κ. 18, εφεσείοντα και κατηγορούμενου 3, ισχυρίζεται η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα.
Θεωρούμε ότι τα θέματα που εγείρονται στο 16ο λόγο έφεσης έχουν ήδη απαντηθεί καθότι, ουσιαστικά, καλύπτονται από προηγούμενους λόγους έφεσης. Σημειώνουμε συναφώς τα όσα αναφέραμε για τη δίκαιη δίκη, για τη μαρτυρία του Μ.Κ. 18 και την αξιολόγηση της από το πρωτόδικο δικαστήριο και προσθέτουμε ότι η αθώωση του κατηγορούμενου 3, για τους λόγους που αναφέρονται στη σελ. 114 της πρωτόδικης απόφασης, αλλά και προηγουμένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, την καταδίκη του κατηγορούμενου 2-εφεσείοντα. Η μαρτυρία και τα στοιχεία εναντίον του κατηγορούμενου 2-εφεσείοντα ήταν πολύ διαφορετικά από τη μαρτυρία και τα στοιχεία που υπήρχαν εναντίον του κατηγορούμενου 3. Στην παρούσα υπόθεση ισχύουν τα όσα παρατηρήσαμε και στην Προκοπίου (ανωτέρω) ότι ενόψει της προαναφερόμενης εμπλοκής του εφεσείοντα στη διάπραξη των δύο αδικημάτων, το νομικό βάρος της απόδειξης το είχε ικανοποιήσει η εφεσίβλητη, ενώ το αποδεικτικό βάρος, που μετατοπίστηκε στον εφεσείοντα δεν αποσείσθηκε από αυτόν. Επομένως και ο 16ος λόγος έφεσης απορρίπτεται, ως αβάσιμος.
Ενόψει των προαναφερθέντων η έφεση απορρίπτεται.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/ΕΑΠ. Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.