ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D283
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 197/2018
(σχ. με 198/2018)
8 ΙΟΥΛΙΟΥ 2019
M. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
xxx xxx xxx DAVIDESCU
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ
και
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 198/2018
(σχ. με 197/2018)
xxx xxx DYMITRU
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ
και
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ
--------------------
Μ. Δαμιανού (κα), για τους Εφεσείοντες
Θ. Παπανικολάου, με Χρ. Προξένου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
Εφεσείοντες παρόντες
-------------------------------------
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Αμφότεροι οι Εφεσείοντες, κατάγονται από την Ρουμανία και ήσαν μέλη Διεθνούς κυκλώματος το οποίο δρούσε τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Ο τρόπος λειτουργίας του απλός. Δημοσίευαν στο διαδίκτυο διάφορες αγγελίες πώλησης αγαθών ή ενοικίασης ακινήτων. Όταν τα υποψήφια θύματα/πελάτες επικοινωνούσαν μαζί τους τότε τους καλούσαν να εμβάσουν τα χρήματα της συναλλαγής σε τραπεζικούς λογαριασμούς που άνοιξαν σε διάφορες τράπεζες στην Κύπρο με πλαστά έγγραφα. Από τους λογαριασμούς αυτούς οι Εφεσείοντες, αφού κρατούσαν το δικό τους ποσοστό, το υπόλοιπο ποσό διοχετεύετο σε συνεργάτες στο εξωτερικό είτε με τραπεζικά εμβάσματα είτε μέσω εταιρειών μεταφοράς συναλλάγματος είτε ακόμη και προσωπικά. Ασφαλώς, όπως γίνεται αντιληπτό, η συναλλαγή ήταν ψεύτικη και ουδέν προϊόν παραδίδετο ή η κατοχή "ενοικιασθέντος" ακινήτου. Όλη η συναλλαγή ήταν μια καλοστημένη απάτη. Η σύλληψη τους ήταν τυχαία και οφείλετο στην παρατηρητικότητα υπαλλήλου Τράπεζας όταν ο 2ος Εφεσείων στις 12.7.2017, επισκέφθηκε την Τράπεζα όπου εργαζόταν ο πιο πάνω υπάλληλος και ζήτησε πληροφορίες συγκεκριμένου λογαριασμού. Λόγω υποψιών του υπαλλήλου τόσο για τον Εφεσείοντα 2 αλλά και τον λογαριασμό, παρακολούθησε αυτόν όταν εξήλθε της Τράπεζας και τον είδε να εισέρχεται σε ένα BMW. Ενημέρωσε σχετικά το ΤΑΕ Λάρνακας το οποίο, στις 28.7.2017, εντόπισε αμφότερους τους Εφεσείοντες και τη συμβία ενός εξ αυτών. Σε έλεγχο που τους έγινε παρουσίασαν τα πραγματικά τους στοιχεία. Από τον έλεγχο που ακολούθησε από την Αστυνομία διαπιστώθηκε ότι τα διαβατήρια και οι ταυτότητες που χρησιμοποιούσαν οι Εφεσείοντες για το άνοιγμα λογαριασμών σε Τράπεζες ήταν πλαστογραφημένα και/ή πλαστά.
Ενώπιον του Κακουργιοδικείου οι Εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, κατόπιν δικής τους παραδοχής, στις ακόλουθες κατηγορίες:
Εφεσείων 1
I. Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του Άρθρου 371 του ΚΕΦ. 154 και του Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν.188(Ι)/07 (Κατηγορία αρ.1)
II. Κυκλοφορία Πλαστού Εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154. (Κατηγορίες αρ. 5, 7, 12, 14, 19, 24, 29, 31 και 33)
III. Πλαστοπροσωπία κατά παράβαση των άρθρων 35 και 360 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154. (Κατηγορίες 6, 8, 13, 15, 20, 25, 30, 32 και 34)
IV. Νομιμοποίηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες κατά παράβαση των άρθρων 2,3,4 (1)(ΙΙ)(ΙΙΙ), 5(α) και 7 του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν.188(Ι)/07. (Κατηγορίες 9, 11, 16, 18, 21, 23, 26 και 28)
V. Μεταβίβαση Περιουσίας που αποκτήθηκε με παράνομο τρόπο κατά παράβαση των άρθρων 2,3,4(1)(Ι), 5 και 7 του Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν.188(Ι)/07. (Κατηγορίες 10, 17, 22 και 27)
ΕΦΕΣΕΙΩΝ 2
I. Κυκλοφορία Πλαστού Εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154. (Κατηγορίες 84, 89, 94, 99 και 104)
II. Πλαστοπροσωπία κατά παράβαση των άρθρων 35 και 360 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154. (Κατηγορίες 85, 90, 95, 100 και 105)
III. Νομιμοποίηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες κατά παράβαση των άρθρων 2,3,4 (1)(ΙΙ)(ΙΙΙ), 5(α) και 7 του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν.188(Ι)/07. (Κατηγορίες 86, 88, 91, 93, 96, 98, 101, 103, 106 και 108)
IV. Μεταβίβαση Περιουσίας που αποκτήθηκε με παράνομο τρόπο κατά παράβαση των άρθρων 2,3,4(1)(Ι), 5 και 7 του Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν.188(Ι)/07. (Κατηγορίες 87, 92, 97, 102 και 107).
Το Κακουργιοδικείο με μια πολυσέλιδη απόφαση του επέβαλε στου Εφεσείοντες τις ακόλουθες συντρέχουσες ποινές φυλακίσεως:
ΕΦΕΣΕΙΩΝ 1
(α) Ποινή φυλάκισης 20 μηνών στις κατηγορίες που αφορούν την κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, κατηγορίες 5, 7,12,14,19,24,29,31 και 33.
(β) Ποινή φυλάκισης 10 μηνών στις κατηγορίες πλαστοπροσωπίας, κατηγορίες 6, 8, 13, 15, 20, 25, 30, 32 και 34.
(γ) Ποινή φυλάκισης 6 ετών στις κατηγορίες που αφορούν Νομιμοποίηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, κατηγορίες 9, 11, 16, 18, 21, 23, 26 και 28.
(δ) Ποινή φυλάκισης 6 ετών στις κατηγορίες που αφορούν Μεταβίβαση Περιουσίας που αποκτήθηκε με παράνομο τρόπο.
Στον Εφεσείοντα 2 επέβαλε τις ίδιες ποινές συντρέχουσας φυλάκισης 20 μηνών, 10 μηνών, 6 ετών και 6 ετών στις αντίστοιχες ως άνω κατηγορίες και που αφορούσαν αντίστοιχα τις κατηγορίες (α) 84, 89, 94, 99 και 104, (β) 85, 90, 95, 100 και 105, (γ) 86, 88, 91, 93, 96, 98, 101, 103, 106 και 108 και (δ) 87, 92, 97, 102 και 107.
Να σημειωθεί ότι ουδεμία ποινή επεβλήθηκε αναφορικά με την πρώτη κατηγορία.
Το συνολικό ποσό που απέσπασαν από τις έκνομες πράξεις τους ανέρχεται σε €160.000. Στο ποσό αυτό θα πρέπει να προστεθεί και το ποσό των €149.873,02 το οποίο ήταν προϊόν άλλης εγκληματικής δραστηριότητας, της ίδιας φύσεως και η οποία ήταν το αντικείμενο πέντε ποινικών φακέλων του ΤΑΕ Λευκωσίας ήτοι οι Σ/501/17, Σ/503/17, Σ/504/17, Σ/505/17 και Σ/506/17 και οι οποίοι λήφθηκαν υπόψη και στην επιμέτρηση της ποινής, ως ζήτησαν οι Εφεσείοντες.
Οι Εφεσείοντες με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλουν την πιο πάνω απόφαση του Κακουργιοδικείου ως εσφαλμένη. Ειδικότερα υποβάλλουν ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε επαρκώς υπόψιν και/ή δεν συνυπολόγισε ιδιαιτέρως σχετικά στοιχεία και γεγονότα και/ή δεν αποτιμήθηκε ορθά η σημασία τους στο πλαίσιο του συνόλου των γεγονότων (πρώτος λόγος). Με το δεύτερο λόγο υποβάλλεται ότι κατά την επιβολή των ποινών δεν διαφοροποιήθηκαν τα επιμέρους στοιχεία της ζημιάς που προκάλεσε έκαστος των Εφεσειόντων εφόσον αυτός ενεργούσε ξεχωριστά και όχι από κοινού ως λανθασμένα το Κακουργιοδικείο εξέλαβε (δεύτερος λόγος). Με τον τρίτο λόγο προσβάλλεται η ποινή των 6 ετών που επεβλήθηκε στις κατηγορίες που αφορούσαν νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και μεταβίβαση περιουσίας που αποκτήθηκαν από παράνομο τρόπο ως προϊόν λανθασμένης καθοδήγησης ως προς τα γεγονότα αλλά και της Νομολογίας. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι οι ποινές που τους επεβλήθησαν είναι υπέρμετρα αυστηρές.
Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε πρώτα το δεύτερο λόγο έφεσης προκειμένου να καθοριστεί πρώτα το πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων.
Είναι η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι το Κακουργιοδικείο αγνόησε τα γεγονότα όπως αναφέρθηκαν από την Υπεράσπιση και έγιναν αποδεκτά από την Κατηγορούσα Αρχή. Ειδικότερα εισηγείται ότι (α) ενώ οι δύο Εφεσείοντες ενεργούσαν ξεχωριστά και όχι από κοινού και χωρίς ο ένας να παρέχει βοήθεια ή συνδρομή στον άλλο κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, το Κακουργιοδικείο στη σελ. 17 της απόφασης του αναφέρθηκε σε συνολική ζημιά €160.000 για την ενώπιον του υπόθεση και συνολική ζημιά ύψους €149.873,02 για τις υποθέσεις που λήφθηκαν υπόψιν με αποτέλεσμα να ληφθεί υπόψιν αυξημένο ή διπλάσιο ποσό κατά τον καθορισμό της ποινής, (β) ο Εφεσείων αρ. 2 μεταξύ Νοεμβρίου 2016 και Ιουλίου 2017 απέστειλε μόνο μια φορά χρήματα στο εξωτερικό και αυτά (€500) στη Ρουμανία για τις ανάγκες της θυγατέρας του. Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του αναφέρει ότι οι Εφεσείοντες στην άνω περίοδο προέβησαν σε αποστολές χρημάτων σε πρόσωπα στο εξωτερικό, (γ) δεν ανέφερε και δεν έλαβε ορθά υπόψιν του τη συνεργασία των Εφεσειόντων με την Αστυνομία, (δ) λανθασμένα γίνεται αναφορά σε μη αποζημίωση των παραπονούμενων εφόσον μόνο ένας παραπονούμενος εντοπίστηκε και η ζημιά του ήταν €7.500 για τα οποία ο Εφεσείων 2 αποδέκτηκε την δέσμευση του αυτοκινήτου του για σκοπούς αποζημίωσης.
Αντίθετη, βεβαίως, ήταν η προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου της Δημοκρατίας, ο οποίος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.
Εξετάσαμε όλα τα πιο πάνω, αφού ανατρέξαμε προς τούτο και στα πρακτικά της υπόθεσης και κρίνουμε ότι ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί. Ενώπιον του Κακουργιοδικείου, στις 25.4.2018, έγιναν γραπτώς παραδεκτά γεγονότα. Το σχετικό έγγραφο με τα παραδεκτά γεγονότα κατετέθη ως "Έγγραφο Α". Επίσης η συνήγορος του Εφεσείοντα 1/Κατηγορούμενου 2 κατάθεσε γραπτή αγόρευση στην οποία γινόταν αναφορά σε λεπτομέρειες της διάπραξης των αδικημάτων η οποία σημειώθηκε από το Κακουργιοδικείο ως "Έγγραφο Β" και η οποία υιοθετήθηκε και από την συνήγορο του Εφεσείοντα 2/Κατηγορουμένου 1. Ολόκληρο το περιεχόμενο του "Έγγραφο Α", ήτοι τα παραδεκτά γεγονότα, αναπαράχθησαν, χωρίς καμία αλλαγή στην πρωτόδικη απόφαση σελ. 3-12. Επίσης μέρος από το "Έγγραφο Β" αναφορικά με περισσότερες λεπτομέρειες διαπράξεως των αδικημάτων καταγράφονται στην σελ. 13 της πρωτόδικης απόφασης. Παρατηρούμε ότι δεν υπάρχει διάσταση τους με τα παραδεκτά γεγονότα του "Εγγράφου Α" και συνεπώς το παράπονο των Εφεσειόντων είναι αβάσιμο. Αβάσιμοι επίσης κρίνονται και οι επιμέρους αιτιάσεις τους. Όλη η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθά δομημένη και καλύπτει πλήρως όλα τα ουσιώδη γεγονότα και μετριαστικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα να μην χωρεί παρέμβαση μας. Το προσωπικό όφελος που είχαν οι Εφεσείοντες και που ήταν 5% από κάθε ανάληψη μετρητών, ως ήταν η εισήγηση τους, λήφθηκε υπόψιν όπως επίσης και τα ποσά που έκαστος απέσπασε με τις έκνομες ενέργειες του. Αναφέρθηκε περαιτέρω, με παραπομπές στην νομολογία, στην διαφορετικότητα ποινικής μεταχείρισης αδικοπραγούντων, όταν οι ρόλοι τους είναι διαφορετικοί και διακριτικοί. Με ορθή δε καθοδήγηση καθόρισε το ρόλο εκάστου των δύο Εφεσειόντων (Δέστε σελ. 22 και 24 πρωτόδικης απόφασης). Επίσης η όποια συνεργασία των Εφεσειόντων λήφθηκε υπόψιν στο βαθμό που μπορούσε να ληφθεί υπόψιν εφόσον κρίθηκε ως "ελάχιστης και περιθωριακής σημασίας" (βλ. σελ. 23 πρωτόδικης απόφασης). Τέλος, η εισήγηση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στην αποδοχή του Εφεσείοντα 2 για πώληση του οχήματος του προκειμένου να αποζημιωθεί ο εις και μοναδικός γνωστός εκ των παραπονουμένων και δεν εξεδόθη προς τούτο σχετικό Διάταγμα, παραγνωρίζει εντελώς το παραδεκτό γεγονός ότι το όχημα αυτό αποτελεί προϊόν αγοράς από την παράνομη δράση των Εφεσειόντων. Η εισήγηση στερείται υγιούς βάσης και ορθά αντιμετώπισε το θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Οι υπόλοιποι τρεις λόγοι έφεσης αφορούν τις επιβληθείσες ποινές και ως αποτέλεσμα θα συνεξετασθούν.
Οι Εφεσείοντες με τους λόγους αυτούς εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα και σημασία στους μετριαστικούς παράγοντες ενώπιον του (πρώτος λόγος). Επίσης ότι έσφαλε κατά την επιβολή της ποινής των έξι (6) ετών στις κατηγορίες που αφορούσαν στην νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και μεταβίβαση περιουσίας που αποκτήθηκε με παράνομο τρόπο καθότι δεν έλαβε υπόψιν τα σχετικά γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και η καθοδήγηση που έλαβε από τις Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 40/15 ημερ. 25.11.16, ECLI:CY:AD:2016:B534 και Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 12/15 ημερ. 4.7.17, ECLI:CY:AD:2017:B241 ήταν εσφαλμένη καθότι τα γεγονότα ήταν διαφορετικά (τρίτος λόγος) και ότι οι επιβληθείσες ποινές ήταν υπέρμετρα αυστηρές.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων προσπάθησε κατά την ακρόαση να πείσει ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διαφοροποιούνται από τις πιο πάνω υποθέσεις.
Εξετάσαμε με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση με έμφαση στις παραμέτρους που εισηγήθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων. Δεν μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε μαζί της. Το Κακουργιοδικείο, ως είναι η διαπίστωση μας, κινήθηκε κατά την επιβολή των ποινών στα ορθά νομολογιακά πλαίσια. Έλαβε υπόψιν του όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες και απέδωσε σ' αυτούς την πρέπουσα βαρύτητα υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Ορθά, κατά τη γνώμη μας καταλήγει στη φύση και ύψος των ποινών που επέβαλε έχοντας πάντοτε υπόψιν τις νομικές αρχές επί του θέματος όπως και τα όρια που θέτει ο Νόμος. Σημειώνουμε ότι τα αδικήματα που αφορούν νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και μεταβίβαση περιουσίας που αποκτήθηκε με παράνομο τρόπο αντιμετωπίζονται από τον Νομοθέτη με ποινή φυλάκισης μέχρι και 14 έτη και συναφώς παραπέμπουμε και στην πρόσφατη απόφαση μας στην υπόθεση Θεοφάνους ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 298/18 ημερ. 27.6.2019. Επίσης, το ενδεχόμενο απέλασης τους, ως εξωδικαστηριακή τιμωρία των Εφεσειόντων, δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη για μείωση των ποινών τους στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Τα γεγονότα των υποθέσεων Qinlong Lin κ.α. ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 501 και Scorteanu v. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 214/13 ημερ. 20.1.2014 που παρέθεσε η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων ήταν πολύ διαφορετικά. Στην πρώτη οι Εφεσείοντες ήταν φοιτητές και στη δεύτερη ο Εφεσείοντας εργαζόταν στην Κύπρο νόμιμα για 6 έτη ως μάγειρας. Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης αμφότεροι οι Εφεσείοντες ήλθαν στην Κύπρο με μοναδικό μέλημα την εγκληματική δραστηριότητα και τίποτε άλλο. Συναφώς, δεν μπορούμε να μιλούμε για εξωδικαστηριακή τιμωρία τους σε περίπτωση απέλασης τους. Όλοι οι σχετικοί παράγοντες ορθά συνεκτιμήθηκαν και ισοζυγήθησαν κατά την κρίση μας.
Με αυτά τα δεδομένα δεν χωρεί επέμβαση μας και οι λόγοι έφεσης 1, 3 και 4 θα πρέπει αποτύχουν.
Η έφεση απορρίπτεται.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/γκ