ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Xρίστου Xριστάκης ν. Aγαθοκλή Hροδότου και Άλλων (2008) 1 ΑΑΔ 676
Μάρκαρη Μάρκος ν. Μάρκου Παρασκευά (2012) 1 ΑΑΔ 1493
L. Papaphilippou & Co Ltd ν. Δήμητρας Λουκά (2014) 1 ΑΑΔ 1193, ECLI:CY:AD:2014:A410
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ν. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 336/2012, 10/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:A352
Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320
Ξυδιάς & άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174
Kαϊλής Kυριάκος ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 251
Τυμπιώτης Γιώργος ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 612
Αριστείδου Μιχάλης ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 32
Ιωάννου Λεόντιος ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 104
Μιχαήλ Κωστάκης ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 345
Trussler Sammy John Lee και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2013) 2 ΑΑΔ 38
Αγαθοκλέους Χριστάκης Αγαθοκλή ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 564
Π.Σ. ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 468, ECLI:CY:AD:2014:B426
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Bουλής των Aντιπροσώπων (Aρ. 2) (2000) 3 ΑΑΔ 238
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:B281
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 162/2018)
5 Ιουλίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΓΙΑΤΡΟΥ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Α. Ευτυχίου με Ε. Χειμώνα, για τον Εφεσείοντα.
Α. Μιχαήλ (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε κατηγορητήριο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και κρίθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε τέσσερεις κατηγορίες για άσεμνη επίθεση, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (κατηγορίες 2, 5, 8 και 11) και τρεις κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση εργαζομένου, κατά παράβαση των άρθρων 12(1) και 30(1) του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου του 2002, Ν.205(Ι)/2002 (κατηγορίες 3, 6 και 9). Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης μέχρι 9 μήνες.
Ο εφεσείων κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ο Κοινοτάρχης Ποταμιάς, και η παραπονούμενη, ΜΚ2, εργαζόταν ως ωρομίσθια γενική βοηθός στο Κοινοτικό Συμβούλιο Ποταμιάς (στο εξής «το ΚΣΠ»).
Αναφορικά με τις κατηγορίες της άσεμνης επίθεσης, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της 2ης κατηγορίας, αυτό που αποδίδεται στον εφεσείοντα είναι ότι, μεταξύ Ιουλίου 2011 και τέλους Οκτωβρίου 2013, στο ΚΣΠ παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε εναντίον της παραπονουμένης, δηλαδή την τραβούσε με τα χέρια του από τα χέρια και τη μέση και την έβαζε να καθίσει πάνω στα πόδια του, τη φιλούσε στο μάγουλο και την έπιανε βίαια από την κοιλιά και το στήθος. Με τις λεπτομέρειες της 5ης κατηγορίας του αποδίδεται ότι τον Οκτώβριο του 2013 στο ΚΣΠ παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε εναντίον της παραπονουμένης, δηλαδή την αγκάλιασε και τη φίλησε στα μάγουλα. Με την 8η κατηγορία ότι τον Οκτώβριο του 2013 τη φίλησε στο δεξί μάγουλο ενώ με την 11η κατηγορία ότι τον Ιούλιο του 2012 σε γραφείο στη φάρμα «Alpina» άρχισε να τη φιλά με βία στο πρόσωπο και ενώ αυτή σηκώθηκε για να φύγει, την τράβηξε με τη βία πάνω του και τη σήκωσε πάνω.
Αναφορικά με τις κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση εργαζομένου, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 3, 6 και 9, ο εφεσείων κατά τους χρόνους και τόπους που αναφέρονται πιο πάνω, προέβη σε πράξεις εναντίον της οι οποίες συνιστούν σεξουαλική παρενόχληση, δηλαδή τις πράξεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω αναφορικά με την άσεμνη επίθεση.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης δόθηκε μαρτυρία από πέντε μάρτυρες εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, ήτοι τον Λοχ. 1xx4 Π. Χ., ΜΚ1, εξεταστή της υπόθεσης, την παραπονούμενη ΔΜ, ΜΚ2, την Δ. Μ., ΜΚ3, μητέρα της παραπονούμενης, τον Κ. Μ. ΜΚ4, θείο της παραπονούμενης και Α. Μ., ΜΚ5, αδελφή της παραπονούμενης. Αφού κλήθηκε σε απολογία, ο εφεσείων επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία και κάλεσε ακόμα οκτώ μάρτυρες, ήτοι τον Ι. Τυπογράφο, ΜΥ1, δικηγόρο, Ρ. Δ., ΜΥ2, Κ. Ι., ΜΥ3, θυγατέρα του εφεσείοντα, Π. Π., ΜΥ4, γενικό ωρομίσθιο εργάτη στο ΚΣΠ, Λ. Β., ΜΥ5 διευθυντή τραπεζικών εργασιών στην Περιφερειακή ΣΠΕ Λευκωσίας, Γ. Μ., ΜΥ6, ανώτερο οικονομικό λειτουργό του Υπουργείου Οικονομικών στην υπηρεσία φοιτητικής μέριμνας, Αστ. 3xx7 Ι. Ι., ΜΥ7 και Γ/Αστ. 4xx6 Θ. Ν..
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
«Στις 1.7.2010 η παραπονούμενη Μ.Κ.2 εργοδοτήθηκε στο Κοινοτικό Συμβούλιο Ποταμιάς, και έναν χρόνο αργότερα μονιμοποιήθηκε, ως γενική ωρομίσθια βοηθός. Ο Κατηγορούμενος ήταν και εξακολουθεί να είναι Πρόεδρος του εν λόγω Κ.Σ. Από τα μέσα προς τέλη του έτους 2011 μέχρι και τον Οκτώβριο του έτους 2013, ο Κατηγορούμενος, το γραφείο του οποίου, ως Κοινοτάρχη, ήταν στο ίδιο δωμάτιο με το γραφείο της Μ.Κ.2, σε αρκετές περιπτώσεις όταν ήταν μόνοι τους εντός του γραφείου (όταν ο Κατηγορούμενος μετέβαινε στο γραφείο του Κ.Σ., εφόσον παράλληλα εργαζόταν σε ιδιωτική εταιρεία), τη φιλούσε στο μάγουλο παρά τις προσπάθειές της να τον αποφύγει, όταν αυτή δεν τον πλησίαζε όπως της ζητούσε, την τραβούσε με τα χέρια του από τα χέρια της και από τη μέση της για να πάει κοντά του και την έβαζε να καθίσει πάνω στα πόδια του παρά τη θέλησή της ενώ αυτός καθόταν στην καρέκλα του, την αγκάλιαζε και την έπιανε βίαια από την κοιλιά και το στήθος. Η Μ.Κ.2 διαμαρτυρόταν και προσπαθούσε να τον αποκρούσει. Η συμπεριφορά αυτή του Κατηγορούμενου συνεχίστηκε μέχρι τον Οκτώβριο του 2013. Εντός Οκτωβρίου του 2013 υπήρξαν δύο περιστατικά, όπου στο ένα ο Κατηγορούμενους τη φίλησε στο μάγουλο και στο άλλο την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μάγουλο, παρά τις παρακλήσεις της να σταματήσει και τις προσπάθειές της να τον αποκρούσει.
Περαιτέρω, τον Ιούλιο του 2012 ο Κατηγορούμενος ζήτησε από τη Μ.Κ.2 να του πάρει κάποια έγγραφα του Κ.Σ. στη φάρμα 'Alpina' στην Ποταμιά όπου αυτός εργαζόταν. Αρχικά αρνήθηκε επειδή φοβόταν, αλλά ο Κατηγορούμενος επέμεινε και η Μ.Κ.2 μετέβη στη φάρμα όπου συνάντησε τον Κατηγορούμενο σε λυόμενο γραφείο μόνο του. Σε κάποια στιγμή, ο Κατηγορούμενος της είπε να έρθει να της δώσει φιλιά καθότι την πεθύμησε, την πλησίασε και άρχισε να τη φιλά στο πρόσωπο με τη βία. Όταν η Μ.Κ.2 επιχείρησε να αποχωρήσει, ο Κατηγορούμενος την τράβηξε με τη βία πάνω του και τη σήκωσε πάνω, ενώ αυτή φώναζε να την αφήσει και τον έσπρωχνε. Εν τέλει την άφησε κάτω και η Μ.Κ.2 διέφυγε τρέχοντας προς το αυτοκίνητό της και αποχώρησε.
Από τον Δεκέμβριο του 2011 η Μ.Κ.2 ανέφερε αυτή τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στους γονείς της, ενώ στις 4.11.2013, εφόσον δεν σταματούσε, διευθετήθηκε συνάντηση με τον Κατηγορούμενο, τη Μ.Κ.2 και τον θείο της, Μ.Κ.4, για να τον αντιμετωπίσουν και να σταματήσει να την παρενοχλεί. Η Μ.Κ.2 προέβαλε ένα βίντεο στο κινητό της όπου φαινόταν να τη φιλά και ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι δεν έγινε κάτι περισσότερο και της απολογήθηκε. Ο Μ.Κ.4 εισηγήθηκε ότι θα ήταν σοφό όπως αυτός παραιτηθεί από τη θέση του Κοινοτάρχη, αλλά αυτός αρνήθηκε. Στις 6.11.2013 ο Κατηγορούμενος ζήτησε να συναντηθεί με τον Μ.Κ.4 στον χώρο εργασίας του τελευταίου στη Λάρνακα, όπως και έγινε. Στη συνάντηση έγιναν όσα κατέθεσε ο Μ.Κ.4 (βλ. σελίδα 12 πιο πάνω). Ο Κατηγορούμενος ζητούσε όπως αποδεχθούν μια συγγνώμη, καθότι είχε κάνει ένα λάθος, και εν τέλει αποφάσισε ότι θα παραιτηθεί εντός των επόμενων ημερών. Εν τούτοις, δεν το έπραξε και η Μ.Κ.2 κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία στις 11.11.2013, μετά που είχε προσέλθει στην εργασία και αντιληφθεί ότι είχε αλλαχθεί η κλειδωνιά του γραφείου.
Σημειώνεται ότι ο Κατηγορούμενος αρχικά απέστελλε στη Μ.Κ.2 μηνύματα στο κινητό τα οποία δεν ήταν καθαρά επαγγελματικής φύσης και η ίδια του ζητούσε να σταματήσει να την ενοχλεί και ότι δεν θέλει να συναντηθεί μαζί του και στη συνέχεια σταμάτησε να του απαντά. Σημειώνεται επιπλέον, αναφορικά με τα χρήματα που δάνεισε ο Κατηγορούμενος στη Μ.Κ.2 για τα δίδακτρα του κολεγίου, ότι αρχικά την έπεισε ότι προέρχονταν από το Κ.Σ. και όχι από τον ίδιο προσωπικά, αλλά και ότι κάποια στιγμή, όταν του είχε αναφέρει ότι θα του τα επιστρέφει σταδιακά ένεκα της κακής οικονομικής της κατάστασης, της ανέφερε ότι μπορεί να τον εξοφλήσει με το να βγουν έξω μαζί για φαγητό και αυτή αρνήθηκε.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συνέχεια, εξέτασε τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων, σε συνάρτηση με τα ευρήματά του ως προς τα γεγονότα, και κατέληξε ως ακολούθως:
«Έχοντας κατά νουν το λεκτικό του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα και τη νομολογία που έχει παρατεθεί στο μέρος της παρούσας απόφασης με πλαγιότιτλο «Νομική Πτυχή» πιο πάνω, σημειώνω ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι πράξεις και η επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου που περιέγραψε η Μ.Κ.2 και καταγράφεται στα ευρήματα του Δικαστηρίου αμέσως πιο πάνω, συνιστούν άσεμνες επιθέσεις εντός της έννοιας του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα. Ο Κατηγορούμενος σε αρκετές περιπτώσεις εντός της χρονικής περιόδου που προαναφέρθηκε την τραβούσε με τα χέρια του από τα χέρια της και από τη μέση της για να πάει κοντά του, όταν αυτή αρνείτο να τον πλησιάσει και την έβαζε να καθίσει πάνω στα πόδια του παρά τη θέλησή της, τη φιλούσε στο μάγουλο, την αγκάλιαζε και την έπιανε βίαια από την κοιλιά και το στήθος, ενώ η ίδια διαμαρτυρόταν και προσπαθούσε να τον αποφύγει ή να τον αποκρούσει. Επιπλέον, εντός Οκτωβρίου 2013 σε μια περίπτωση την αγκάλιασε και τη φίλησε στα μάγουλα, και σε άλλη περίπτωση τη φίλησε στο μάγουλο. Δεν επρόκειτο για φιλιά, αγκαλιές και φιλική συμπεριφορά κοινωνικής φύσης, με τη θέληση της Μ.Κ.2, αλλά σεξουαλικής υφής πράξεις, όποτε ήθελε ο Κατηγορούμενος και παρά τις αντιρρήσεις της Μ.Κ.2. Παρομοίως, οι πράξεις και η συμπεριφορά του τον Ιούλιο του 2012 στο γραφείο στη φάρμα 'Alpina', ως καταγράφεται στα ευρήματα του Δικαστηρίου, πιο πάνω, επίσης συνιστούν χωρίς καμία αμφιβολία άσεμνη επίθεση. Ενυπάρχουν όλα τα στοιχεία των σκόπιμων και με πρόθεση, από μέρους του Κατηγορούμενου, εχθρικών πράξεων, ενώ η φύση των πράξεων, οι οποίες δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθούν ως σεξουαλικές, τις καθιστά άσεμνες. Εξάλλου, η θέση της Υπεράσπισης ότι το μόνο που συνέβαινε ήταν κάποια αμοιβαία φιλιά στα μάγουλα και κάποιες περιπτώσεις όπου από μόνη της καθόταν στα πόδια του, δεν έγινε αποδεκτή. Ως εκ των ανωτέρω, οι κατηγορίες 2, 5, 8 και 11 έχουν αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας.»
Αναφορικά με τις κατηγορίες 3, 6 και 9, που αφορούσαν τη σεξουαλική παρενόχληση εργαζομένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, στη βάση των ίδιων γεγονότων των κατηγοριών 2, 6 και 9, ότι συνιστούν και σεξουαλική παρενόχληση εργαζομένου εντός του άρθρου 2 και 12(1) του Ν.205(I)/2002. Έκρινε, συναφώς, ότι αποδείχθηκε η εκ προθέσεως διενέργεια των πράξεων που καταγράφονται στις λεπτομέρειες των εν λόγω αδικημάτων, οι οποίες αποτελούν ανεπιθύμητη από τη ΜΚ2, ως αποδέκτη, συμπεριφορά σεξουαλικής φύσεως. Η ΜΚ2 περιέγραψε τα αισθήματα προσβολής της αξιοπρέπειας και ταπείνωσης, ως αποτέλεσμα της επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς του εφεσείοντα κατά την απασχόληση, εν ώρα υπηρεσίας, που δημιούργησε ένα εξευτελιστικό και ταπεινωτικό περιβάλλον στο χώρο εργασίας.
Με την υπό κρίση έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου, ενώ η έφεση κατά της ποινής αποσύρθηκε.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο κατά την καταγραφή της μαρτυρίας των ΜΚ3, 4 και 5 συμπεριλαμβάνει στο περιεχόμενο των καταθέσεων που έδωσαν στην Αστυνομία και μαρτυρία που δόθηκε δια ζώσης στο Δικαστήριο. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του μαρτυρία του ΜΚ1 εξεταστή της υπόθεσης αναφορικά με ένα βίντεο, ενώ αυτή η μαρτυρία διαγράφηκε και δεν προσφέρθηκε το βίντεο ως μαρτυρία. Με τον τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να απορρίψει τις κατηγορίες στις οποίες κρίθηκε ένοχος, λόγω αντιφατικότητας της μαρτυρίας που τις υποστήριζε. Επικαλείται, με τον έκτο λόγο, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν προχώρησε να αξιολογήσει τις αντιφάσεις που υπήρχαν στους διάφορους μάρτυρες κατηγορίας. Η μαρτυρία των διαφόρων μαρτύρων κατηγορίας δεν ενισχύουν τις θέσεις της παραπονουμένης, αλλά, αντίθετα, αφαιρούν από τα όσα αυτή ανέφερε, ισχυρίζεται ο εφεσείων με τον έβδομο λόγο. Η μη αποδοχή προσκόμισης μαρτυρίας αναφορικά με τις καταθέσεις που είχαν οι γονείς της παραπονουμένης σε λογαριασμούς στην περιφερειακή ΣΠΕ Λευκωσίας αποτελούν τους λόγους έφεσης οκτώ και εννέα. Με τον λόγο έφεσης δέκα προσβάλλεται ως λανθασμένη και πλημμελής η αξιολόγηση της παραπονούμενης ΜΚ2 και με τον ενδέκατο λόγο αμφισβητείται η αποδοχή της μαρτυρίας της χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.
Στο διάγραμμα αγόρευσης που καταχωρήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα, οι λόγοι έφεσης 1 - 9 αναπτύσσονται μαζί σε 218 παραγράφους, ενώ οι τελευταίοι λόγοι έφεσης αναπτύσσονται ξεχωριστά. Όπως ορθά επεσήμανε και η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, με τον τρόπο αυτό υπάρχει ασάφεια στις θέσεις που προβάλλονται και αρκετές επαναλήψεις. Παρατηρούμε επίσης πως ενώ με την έφεση δεν αμφισβητείται ευθέως η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, στο διάγραμμα αγόρευσης προβάλλονται ισχυρισμοί περί λανθασμένων αναφορών στην απόφαση περί της μαρτυρίας του εφεσείοντα και λανθασμένης αξιολόγησης. Θα εξετάσουμε την έφεση στη βάση των λόγων έφεσης που προβλήθηκαν, τους οποίους θα ομαδοποιήσουμε.
Σε τέτοιου είδους υποθέσεις η κυριότερη μαρτυρία είναι αυτή της παραπονουμένης και του κατηγορουμένου. Η εκδοχή της παραπονουμένης, ΜΕ2, έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο και παρατίθεται μέσω των ευρημάτων του όπως έχουν καταγραφεί πιο πάνω. Η εκδοχή του εφεσείοντα, η οποία δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, συνοψίζεται ως ακολούθως:
Η παραπονούμενη προσελήφθη στο ΚΣΠ την 1.7.2010 ως έκτακτη ωρομίσθια εργάτρια για να εκτελεί καθήκοντα γενικού ωρομίσθιου λειτουργού ενόσω ο πατέρας και ο νονός της ήταν μέλη του ΚΣΠ και ένα χρόνο αργότερα μονιμοποιήθηκε ως Γενικός Ωρομίσθιος Βοηθός. Είχαν φιλική επαγγελματική σχέση και σε αρκετές περιπτώσεις αντάλλαξαν φιλιά κοινωνικού χαρακτήρα. Πολλές φορές έκανε λάθη στην εργασία της με τον ίδιο να επιδεικνύει υπομονή και κατανόηση, ενώ η παραπονούμενη απολογείτο και είτε καθόταν στα γόνατά του και είτε του έδινε φιλιά φιλικά, είτε τον αγκάλιαζε. Λόγω συζητήσεων για μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ο εφεσείων της πρότεινε να συνεχίσει τις γραμματειακές σπουδές της με δική του οικονομική βοήθεια κάτι που αυτή αποδέχτηκε και ο ίδιος έλαβε δάνειο από την ΣΠΕ γι' αυτό το σκοπό. Οι καλές σχέσεις με την παραπονούμενη και την οικογένεια της άρχισαν να διασαλεύονται μετά τον Σεπτέμβριο του 2010, λόγω διαφορών με τον πατέρα και θείο της αναφορικά με τον μπουφετζιή στο οίκημα της ΠΕΟ. Πιο έντονα μετά την αποτυχία του πατέρα της να εκλεγεί μέλος του ΚΣΠ. Αντιπαράθεση προέκυψε και το 2013 όταν ζήτησε από την παραπονούμενη να του επιστρέψει το ποσό του δανείου.
Η ΜΚ2 του έδιδε φιλιά, κάτι που τον κολάκευε, και ανταπέδιδε τα φιλιά χωρίς να υπάρχει οτιδήποτε το σεξουαλικό. Της έστελλε μηνύματα στο κινητό μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για να της εκφράσει την ευαρέσκεια του για την εκτέλεση κάποιας εργασίας που της ανατίθετο. Ως τέτοιο μήνυμα αποτελούσε το Τεκμήριο 19 όπου σε ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 25.7.2013, 10:30 π.μ. ανέφερε: «ΔM σε ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση. Είσαι ΓΛΥΚΑ!!!».
Ως κίνητρο για την καταγγελία προέβαλε ότι η οικογένεια της παραπονούμενης από τους γονείς μέχρι και τρίτου και τέταρτου βαθμού συγγενείς της, ο καθένας για δικούς του λόγους ήθελε να τον απομακρύνει από τη θέση του Κοινοτάρχη.
Προκύπτει, συναφώς, ότι είναι αποδεκτό από τον ίδιο ότι έδιδε στην παραπονούμενη φιλιά, ότι αυτή καθόταν στα γόνατά του και την αγκάλιαζε. Βεβαίως, με βάση τη δική του εκδοχή, αυτό γινόταν με πρωτοβουλία της παραπονουμένης. Συνεπώς, τα φιλιά, οι αγκαλιές και το γεγονός ότι καθόταν στα γόνατα του είναι πράξεις που παραδεκτά εγίνοντο.
Η μαρτυρία του εφεσείοντα κρίθηκε αναξιόπιστη, με το Δικαστήριο να σχολιάζει «ότι η μοναδική του έγνοια ήταν να στρεβλώσει τα γεγονότα για να καταδειχθεί ότι η επίδικη καταγγελία ήταν κατασκευασμένη/προσχεδιασμένη από ολόκληρη την οικογένεια της Μ.Κ.2 με σκοπό να τον εξαναγκάσουν να παραιτηθεί από τη θέση του Κοινοτάρχη, αλλά παράλληλα και να δημιουργήσει εντυπώσεις όσον αφορά τη συμπεριφορά της παραπονούμενης απέναντί του, έτσι ώστε να παρουσιάσει την εικόνα ότι είναι εκείνη που του έδειχνε ότι είχε έλξη προς το πρόσωπό του και είναι εκείνη που ντυνόταν και συμπεριφερόταν προκλητικά και τον φιλούσε και αγκάλιαζε στην εργασία.». Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα δεν αμφισβητείται ευθέως με την παρούσα έφεση.
Θα εξετάσουμε πρώτα το δέκατο λόγο έφεσης, που αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης.
Ως προς τον τρόπο που αξιολογούνται οι μάρτυρες και τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου, παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Εργοληπτική Εταιρεία Αμφιαράος Λτδ ν. Mikeilov, Πολ. Έφ. Αρ. 173/2012, ημερομηνίας 28.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A421, όπου συνοψίζεται η νομολογία ως ακολούθως:
«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αίθουσας με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1493, Τσιαττές ν. Κ. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1B ΑΑΔ 974 και xxx Ιωαννίδης ν. xxx Χαραλαμπίδη, Πολ. Έφ. 336/2012, ημ. 10/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:A352. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο που το δικαστήριο αξιολογεί την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1E ΑΑΔ 691 και Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1A ΑΑΔ 339). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. (βλ. Γιάλλουρος ν. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552 και Δήμος Παπαδόπουλος ν. Σωτήρη Παναγιώτου Κo Λίμιτεδ, Πολ. Έφ. 399/11, ημ. 15/11/17), ECLI:CY:AD:2017:A402. Όπως αναφέρθηκε στην Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ 676 η μαρτυρία του κάθε μάρτυρα κρίνεται κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο της το οποίο ελέγχεται με τη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λεπτομερή αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης, η οποία καταλαμβάνει τις σελίδες 33 - 40. Ο εφεσείων παραπονείται ότι η μαρτυρία της ήταν αντιφατική αφ΄ εαυτής, καθώς και με τη μαρτυρία των ΜΚ3, 4 και 5 επί ουσιωδών πτυχών. Παρουσιάζει ασάφειες, αμφιβολίες, κενά και αδυναμίες που την καθιστούν ακροσφαλή, ανεπαρκή και δεν μπορεί να υποστηρίξει την εκδοχή της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ως στοιχεία αντιφατικότητας αναφέρονται ο χρόνος έναρξης των ισχυριζόμενων παρενοχλήσεων. Η ΜΚ2 ως νεαρή, αλλά ώριμη και μορφωμένη γυναίκα που κατέθετε για ένα τόσο σοβαρό θέμα, αναμένετο να ήταν θετική ως προς τον προσδιορισμό του χρόνου έναρξης των ισχυριζόμενων παρενοχλήσεων ενώ αυτή ανέφερε άλλοτε ότι ξεκίνησαν τον Ιούλη του 2011 με την εργοδότησή της, άλλοτε ότι δεν θυμόταν ακριβώς και άλλοτε, ανέφερε περί το Δεκέμβριο του 2011. Περαιτέρω, έδωσε αντιφατικές δικαιολογίες για τη μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή καταγγελίας εκ μέρους της. Αφενός ανέφερε ότι επέδειξε ανοχή και υπομονή με την ελπίδα ότι ο εφεσείων θα αντιλαμβανόταν το λάθος του και θα σταματούσε και αφετέρου τελικά μετέβη στην Αστυνομία «όταν έφτασε ο κόμπος στο κτένι» όταν πήγε στο γραφείο της και βρήκε την κλειδωνιά αλλαγμένη, κάτι που απέδωσε στο ότι ο εφεσείων την έβγαλε έξω από την εργασία της. Παρατίθεται επίσης το περιστατικό στη φάρμα Alpina το οποίο σύμφωνα με την ίδια ήταν σοβαρό και την αναστάτωσε, χωρίς όμως να το αναφέρει στην Αστυνομία παρά μόνο στη συμπληρωματική της κατάθεση και αφού κλήθηκε προς τούτο από την Αστυνομία μετά που έδωσε κατάθεση περί του συμβάντος η μητέρα της. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της ΜΚ2 ότι ο εφεσείων της ζήτησε να του εξοφλήσει τα χρήματα που της έδωσε για φοίτηση σε κολλέγιο και του απάντησε ότι θα του τα επιστρέψει σταδιακά, διότι τα οικονομικά της δεν είναι καλά, αυτή ανέφερε κατά τρόπο που άφηνε σαφή υπαινιγμό εναντίον του εφεσείοντα ότι ήθελε να την παρενοχλήσει, αναφέροντας ότι της είπε μπορεί να τα εξοφλήσει με το να βγουν έξω μαζί για φαγητό. Σε μεταγενέστερη κατάθεσή της στην Αστυνομία, στις 20.11.2013, ανέφερε ότι για τα χρήματα που της έδωσε για το κολλέγιο δεν της ζήτησε να έχουν σεξουαλική σχέση, απλώς της ζήτησε να βγουν έξω για φαγητό, αναιρώντας τον προηγούμενο υπαινιγμό που προέκυψε με τη μαρτυρία της ότι σκοπός της πρόσκλησης για φαγητό ήταν να την παρενοχλήσει. Ο ισχυρισμός της ΜΚ2 ότι η οικονομική βοήθεια για τη φοίτησή της στο κολλέγιο προερχόταν από το Συμβούλιο, διότι ενισχύετο από το Τεκμ. 5 (επιστολή που έστειλε ο εφεσείων εκ μέρους του Συμβουλίου προς το κολλέγιο, με παράκληση να παραχωρήσει σ΄ αυτήν μερική υποτροφία) είναι ψευδής και ανυπόστατος και δεν έπρεπε να γίνει δεκτός από το Δικαστήριο, καθότι η ΜΚ2, ως γραμματέας - υπάλληλος του Συμβουλίου, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το Συμβούλιο ουδέποτε πήρε τέτοια απόφαση και ούτε μπορούσε να πάρει τέτοια απόφαση.
Ως προς τον ισχυρισμό της για παρενοχλητικά μηνύματα που της έστελλε στο κινητό της ο εφεσείων, και πως τα ανέφερε στο συνάδελφό της ΜΥ4, δεν επιβεβαιώνεται από τον εν λόγω μάρτυρα και λανθασμένα το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του.
Αναφορικά με το ισχυριζόμενο περιστατικό στη φάρμα της Alpina, υπάρχουν αντιφάσεις ή διαφοροποιήσεις με τη μαρτυρία των ΜΚ3 και ΜΚ5, μητέρα και αδελφή αυτής αντίστοιχα, στις οποίες η ΜΚ2 διηγήθηκε το εν λόγω περιστατικό. Υπήρχαν ουσιώδεις διαφορές ως προς τον τρόπο περιγραφής του ισχυριζόμενου επεισοδίου και τις ημερομηνίες που έλαβε χώρα, τις οποίες λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ως επηρεάζουσες την αξιοπιστία της ΜΚ2. Περαιτέρω, ουσιώδεις διαφορές υπήρξαν μεταξύ της μαρτυρίας του ΜΚ4, θείου της ΜΚ2, ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος από το Δικαστήριο και της μαρτυρίας της ΜΚ2. Ως τέτοιες προσδιορίζονται η αναφορά της ΜΚ2 ότι τον Οκτώβριο του 2013 ήθελε να σταματήσει από την εργασία της λόγω των παρενοχλήσεων του εφεσείοντα, ο οποίος της πρότεινε να πάνε σε ξενοδοχείο και εστιατόριο, ενώ στην αντεξέταση ανέφερε ότι δεν του είπε κάτι τέτοιο η ΜΚ2, αλλά το υπέθεσε ο ίδιος, ενώ η ίδια η ΜΚ2 ανέφερε ότι δεν ήθελε να χάσει τη δουλειά της και προσπαθούσε με το καλό να τον πείσει να σταματήσει. Αποσύρθηκε επίσης κατά την αντεξέταση ο ισχυρισμός που πρόβαλε ο ΜΚ4 κατά την κυρίως εξέταση ότι ο εφεσείων ζήτησε από την ΜΚ2 ως αντάλλαγμα για την πληρωμή των διδάκτρων του κολλεγίου της να έχουν σεξουαλική σχέση, με στόχο να συνάδει με τη μαρτυρία της ΜΚ2 η οποία διευκρίνισε ότι ο εφεσείων της πρότεινε να βγουν έξω για φαγητό και τίποτε άλλο. Σημειώνεται μία εχθρική στάση στο στενό οικογενειακό περιβάλλον της ΜΚ2 εναντίον του εφεσείοντα οι οποίοι ήθελαν την παραίτησή του λόγω διεκδίκησης από μία πρώτη εξαδέλφη του ΜΚ4 της θέσης του Κοινοτάρχη Ποταμιάς, κάτι που δεν αποδέχθηκαν οι ΜΚ2 και ΜΚ4. Προβάλλεται ως άξιον απορίας γιατί ο εφεσείων να αρχίσει να την παρενοχλεί ενάμιση χρόνο μετά που προσλήφθηκε ως υπάλληλος στην ΚΣΠ και όχι ενωρίτερα. Συνεπάγεται, κατά τον εφεσείοντα ότι ο ΜΚ4 ζήτησε την παραίτηση του εφεσείοντα όχι λόγω παρενοχλήσεων προς τη ΜΚ2, αλλά λόγω απαίτησης της οικογένειας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως προαναφέραμε, αξιολόγησε τη μαρτυρία της παραπονουμένης, στις σελίδες 33-40, και εξέτασε λεπτομερώς τις εισηγήσεις του συνηγόρου υπεράσπισης που προβλήθηκαν σε συνάρτηση με επιμέρους ζητήματα. Αναφέρεται από το Δικαστήριο ότι η ΜΚ2 υπέστη εξαντλητική αντεξέταση που διήρκησε τρεις δικασίμους, χωρίς όμως η μαρτυρία της να κλονιστεί ουσιωδώς σε κανένα σημείο και πως αυτή δίδετο με φυσικότητα και χωρίς ίχνος επιτήδευσης, έδωσε δε λογικές και πειστικές εξηγήσεις για όλα τα σημεία που προβάλλονταν από την άλλη πλευρά.
Αναφορικά με το χρόνο έναρξης των ισχυριζόμενων παρενοχλήσεων, το Δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα:
«Όσον αφορά το πότε ακριβώς άρχισαν τα μηνύματα και η παρενόχληση, είναι γεγονός ότι στις καταθέσεις και στην κυρίως εξέταση αναφέρει ότι ξεκίνησαν περί τον Ιούλιο του 2011, ενώ σε κάποιο σημείο της αντεξέτασης, μετά από επίμονες ερωτήσεις, ανέφερε ότι δεν θυμάται επακριβώς τον χρόνο και στη συνέχεια αναφέρεται χρονικά στην επανεκλογή του τον Δεκέμβριο του 2011. Συναφώς, σημειώνω ότι στη Σ.Π. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 207/2013 ημερ. 25 Ιουνίου 2014, ECLI:CY:AD:2014:B426 το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε χρήσιμη αναφορά στην απόφαση στην Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612, «τόσο ως προς τη σκίαση της χρονικής ανάμνησης για τον ακριβή χρόνο των διάφορων γεγονότων λόγω της παρατεταμένης δυσάρεστης εμπειρίας, όπως ακριβώς επιβεβαίωνε η μαρτυρία της κλινικής ψυχολόγου που είχε δώσει εκεί μαρτυρία, όσο και ως προς το ότι δεν αποτελεί κατ΄ ανάγκην στοιχείο αναξιοπιστίας η χρήση των λέξεων «δεν θυμούμαι»..». Συναφώς, όσον αφορά τις περιγραφές της συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου, σημειώνω ότι δεν επρόκειτο για ένα περιστατικό ή μεμονωμένο αριθμό πανομοιότυπων περιστατικών, τα οποία να περιέγραψε με διαφορετικό τρόπο κατά την αντεξέταση. Αντίθετα, επρόκειτο για συμπεριφορά που κράτησε για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο ετών, η οποία δεν ήταν κάθε φορά ακριβώς η ίδια, για να δύναται να έχει κάποια βάση η θέση της Υπεράσπισης ότι η Μ.Κ.2 τα περιέγραψε με διαφορετικό ή αντιφατικό τρόπο. Όπως εξήγησε η Μ.Κ.2, ο Κατηγορούμενος άλλοτε επιχειρούσε να τη φιλήσει στο μάγουλο, άλλοτε την άρπαζε να τη φιλήσει ή να την αγκαλιάσει ή για να τη βάλει να καθίσει στα πόδια του. Έγινε δε αντιληπτό από τη μαρτυρία της ότι πρώτα άρχισαν τα μηνύματα και κάποια παρενόχληση, η οποία γινόταν πιο έντονη στην πορεία. Ως εκ των ανωτέρω, θεωρώ ότι δεν υπάρχει ουσιαστική και καθοριστική διάσταση μεταξύ των όσων αναφέρει στις καταθέσεις και των όσων ανέφερε κατά την αντεξέταση και ουδόλως επηρεάζεται η αξιοπιστία της. Επαναλαμβάνω ότι για όλα τα ουσιαστικά επίδικα ζητήματα, και ειδικότερα για την περιγραφή της επίδικης συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου, η μαρτυρία της Μ.Κ.2 ήταν σταθερή και πειστική και δεν κλονίστηκε.»
Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία συνάδει και με τη νομολογία στην οποία παραπέμπει. Εφόσον δεν πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά για μία πανομοιότυπη συμπεριφορά που κράτησε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, η μη ακριβής περιγραφή και προσδιορισμός του χρόνου, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα αναξιοπιστίας.
Το περιστατικό στη φάρμα Alpina είναι γεγονός ότι αναφέρθηκε από τη ΜΚ2 στη συμπληρωματική της κατάθεση, μετά που κλήθηκε από την Αστυνομία ως αποτέλεσμα της αναφοράς σ΄ αυτό από τη μητέρα της, ΜΚ3. Το Δικαστήριο έκρινε πως, εάν επρόκειτο για φανταστικό γεγονός για το οποίο υπήρξε προσυνεννόηση με τη μητέρα και την αδελφή της, ως εισηγήθηκε η υπεράσπιση, τότε σίγουρα θα το προέβαλλε με την αρχική της κατάθεση, έτσι ώστε να ενισχυθεί η θέση της με τις καταθέσεις της μητέρας και αδελφής της. Η προσέγγιση αυτή είναι ορθή και λογική και δεν δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου.
Το γεγονός ότι ο ΜΥ4 αρνήθηκε ότι η ΜΚ2 του είχε δείξει κάποια μηνύματα και ότι γνώριζε για την παρενόχληση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος η ΜΚ2 να αναφερθεί σε αυτό το πρόσωπο εάν όντως δεν του υπέδειξε τα μηνύματα ή δεν του είχε μιλήσει για το θέμα, εφόσον ήταν δεδομένο από τη στιγμή που αναφέρθηκε το όνομά του ως μάρτυρας, ότι αυτός θα ερωτάτο από την Αστυνομία.
Αναφορικά με το θέμα των διδάκτρων, το Δικαστήριο έκρινε ότι με την επιστολή ημερομηνίας 17.9.2012, Τεκμ. 5, όπου ο εφεσείων, ως Πρόεδρος και Γραμματέας του ΚΣΠ, σε επιστολόχαρτο του ΚΣΠ, απευθύνει παράκληση προς το κολλέγιο για να εξετάσει την πιθανότητα παραχώρησης μερικής υποτροφίας στη ΜΚ2, υπάλληλο του ΚΣΠ, όπως είχε παραχωρήσει σε άλλες κοπέλες της κοινότητας στο παρελθόν, δηλώνοντας παράλληλα ότι το ΚΣΠ «θέλοντας να αναβαθμίσει την μισθολογική κλίμακα της ΔM καθώς επίσης και την προσφερόμενη εξυπηρέτηση προς τους συγχωριανούς μας, αποφάσισε να συμβάλει στην εξασφάλιση από την ΔM του σχετικού πτυχίου του Κολλεγίου σας» ορθά εκλήφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι συνηγορούσε υπέρ της θέσης της ΜΚ2 ότι είναι το ΚΣ που θα παρέσχε την οικονομική βοήθεια για τα δίδακτρα κολλεγίου. Βεβαίως, αυτό που σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι «η Μ.Κ.2 ήταν ειλικρινής ότι στην πορεία αντιλήφθηκε ότι ο Κατηγορούμενος κατέβαλλε τα χρήματα προσωπικά, εφόσον παρέδιδε κάθε δόση σε μετρητά αντί σε επιταγή του Κ.Σ. και κάθε μήνα απέφευγε να παρουσιάσει το θέμα στη συνεδρία του Κ.Σ. παρά τις παροτρύνσεις της Μ.Κ.2. Όταν εν τέλει παραδέχθηκε ότι ήταν ο ίδιος προσωπικά που πλήρωνε, του δήλωσε έντονα ότι πρέπει να σταματήσει, θα τον αποπληρώσει και θα συνέχιζε μόνη της.».
Αναφορικά με το χρόνο που επέλεξε η ΜΚ2 να μεταβεί στην Αστυνομία, δε διαπιστώνουμε ότι υπήρξε αντιφατική δικαιολογία, όπως εισηγείται ο εφεσείων. Το γεγονός ότι επεδείκνυε ανοχή και υπομονή δεν αντιμάχεται του γεγονότος ότι σε κάποιο στάδιο, όταν πλέον ο εφεσείων είχε αλλάξει την κλειδωνιά του γραφείου και η ίδια θεώρησε ότι την έβγαλε έξω από την εργασία της, προέβη στην καταγγελία.
Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τη νομολογία, οι μικροαντιφάσεις και μικροανακρίβειες σε επουσιώδεις λεπτομέρειες, εξεταζόμενες στο σύνολο της όλης μαρτυρίας, δυνατό να ενδυναμώσουν την αξιοπιστία των μαρτύρων και δυνατό να προβάλουν το φυσικό τρόπο με τον οποίο διατύπωσαν τα σχετικά γεγονότα που είχαν στη μνήμη τους (βλ. Λεόντιος Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 104, Ξυδιάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174, Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320).
Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις εισηγήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων του εφεσείοντα και έχοντας διεξέλθει τα πρακτικά της υπόθεσης, δεν διαπιστώνουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης ΜΚ2 είναι εσφαλμένη ή ανεπαρκής. Ούτε κρίνουμε ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία. Θεωρούμε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε σε σχέση με την αξιοπιστία της παραπονούμενης, ΜΚ2.
Οι λόγοι έφεσης 8 και 9 αφορούν την απόρριψη αιτήματος του εφεσείοντα για προσκόμιση μαρτυρίας αναφορικά με τις καταθέσεις και λογαριασμούς που διατηρούσε η οικογένεια της παραπονουμένης στην περιφερειακή ΣΠΕ Λευκωσίας και σε μαρτυρία αναφορικά με λογαριασμούς που διατηρούσε η οικογένειά της.
Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι δεδομένης της θέσης της παραπονουμένης ότι οι γονείς της δεν διέθεταν χρήματα για να πληρώσουν τα δίδακτρα προς περαιτέρω φοίτηση της στο κολλέγιο, θα έπρεπε να επιτραπεί η κατάθεση από το μάρτυρα που κλήθηκε από την Περιφερειακή ΣΠΕ Λευκωσίας. Με την άρνηση του Δικαστηρίου να επιτρέψει τέτοια μαρτυρία επλήγη η δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης.
Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της ευπαίδευτου συνήγορου για την Κατηγορούσα Αρχή η οποία υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση εισηγούμενη ότι η προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας αντίκειτο προς το Άρθρο 15 του Συντάγματος και του Άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»). Επίσης, πρόβαλε ότι δεν συνέτρεχε οποιαδήποτε προϋπόθεση που να δικαιολογεί την άρση του τραπεζικού απορρήτου, σύμφωνα με το άρθρο 39 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 1997, Ν.66(Ι)/1997, ούτε πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001, Ν.138(Ι)/2001.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την αίτηση που υποβλήθηκε από την υπεράσπιση για προσκόμιση μαρτυρίας με σκοπό να παρουσιάσει όλους του λογαριασμούς και συναλλαγές της παραπονουμένης και των γονέων της που διατηρούσαν στην Περιφερειακή ΣΠΕ Λευκωσίας από το 2012 μέχρι το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης. Στόχος ήταν η αντίκρουση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας και η πλήξη της αξιοπιστίας τους για την οικονομική κατάσταση της οικογένειας και την αδυναμία τους να καταβάλλουν τα δίδακτρα κολλεγίου για να συνεχίσει τις σπουδές της η παραπονούμενη, αφού οι φήμες ήθελαν την οικογένεια να έχει ψηλές καταθέσεις στη ΣΠΕ.
Σημειώνεται ότι ο λόγος που υπεβλήθη η εν λόγω αίτηση είναι γιατί ο Διευθυντής τραπεζικών εργασιών της ΣΠΕ, ο οποίος προσήλθε ενώπιον του Δικαστηρίου, δήλωσε ότι θα προσκόμιζε οποιαδήποτε στοιχεία μόνο με διάταγμα Δικαστηρίου, καθότι παραβιάζονταν τα προσωπικά δεδομένα των επηρεαζόμενων και το τραπεζικό απόρρητο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση, έκρινε πως η ακριβής οικονομική κατάσταση της οικογένειας δεν ήταν ουσιώδες ζήτημα στην υπόθεση αλλά συνακόλουθο ή δευτερεύον θέμα καθότι δεν έγκειτο στην περί των οικονομικών ζητημάτων διαφωνία αλλά στη γνώση της παραπονουμένης ως προς την πραγματική προέλευση του δανείου για τα δίδακτρα του κολλεγίου. Το Δικαστήριο θεώρησε την επιδιωκόμενη άρση του τραπεζικού απορρήτου ως μη αναγκαία για την εκδίκαση των ποινικών αδικημάτων τα οποία αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος εφόσον τα σκοπούμενα προς αποκάλυψη στοιχεία δεν άπτονταν της ουσίας των εν λόγω ποινικών αδικημάτων. Απορρίπτοντας τη θέση ότι η προσκόμιση των λογαριασμών της οικογένειας ήταν απαραίτητη ως σχετιζόμενη με το αδίκημα της σεξουαλικής παρενόχλησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν καταδείχθηκε από το συνήγορο Υπεράσπισης με ποιο τρόπο η οικονομική κατάσταση της οικογένειας της παραπονουμένης αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Το Δικαστήριο, επίσης, έκρινε πως δεν συνέτρεχε καμιά από τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, του Συντάγματος ή των προαναφερόμενων Νόμων για άρση του τραπεζικού απορρήτου ή για αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων.
Το Δικαστήριο στην απόφασή του αναφέρθηκε στο άρθρο 22(4) του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, σε σχέση με τα τραπεζικά βιβλία καθώς και στο εδάφιο (5) αυτού αναφορικά με την εξουσία του Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα επιθεώρησης σε διάδικο και λήψης αντιγράφων από τραπεζικό βιβλίο. Παραπομπή έγινε επίσης στο σύγγραμμα των Ηλιάδη και Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης» (σελ. 362), στο οποίο εξηγούνται οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες ένας τραπεζίτης υποχρεούται να παρουσιάσει τραπεζικό βιβλίο. Στη συνέχεια το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ για την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής από παρεμβάσεις δημόσιας αρχής το οποίο συνάδει με το Άρθρο 15 του Συντάγματος. Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2000) 3 ΑΑΔ 238, στην οποία κρίθηκε ότι τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου αποτελούν μέρος της ιδιωτικής του ζωής και η αποκάλυψη συνιστά επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής των επηρεαζόμενων προσώπων. Το Δικαστήριο προέβη επίσης σε αναφορά στο Ν.138(Ι)/2001 ως προς το πότε επιτρέπεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς τη ρητή συγκατάθεση του υποκειμένου καθώς και σε αναφορά στο Μέρος ΧΙ του Ν.66(Ι)/1997, το οποίο αφορά το τραπεζικό απόρρητο και ειδικότερα το άρθρο 29(1) και (2) αυτού.
Καταλήγοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η επιδιωκόμενη άρση τραπεζικού απορρήτου και επέμβαση στα συνταγματικά δικαιώματα μαρτύρων κατηγορίας, αλλά και προσώπου που δεν παρουσιάστηκε καν ως μάρτυρας (ο πατέρας της παραπονουμένης) δεν δικαιολογείται εν προκειμένω. Τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα αποτελούσε μέτρο δυσανάλογο εφόσον η επέμβαση δεν ήταν αναγκαία για τη δίκαιη εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης και δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της δικαιοσύνης.
Δεν κρίνουμε ότι υπήρξε σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση υπό το φως των νομοθετικών διατάξεων στις οποίες παρέπεμψε. Ούτε τέθηκε ενώπιόν μας οτιδήποτε από πλευράς εφεσείοντα που να υποδηλοί ότι στην παρούσα περίπτωση συνέτρεχε οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που τίθενται από τους προαναφερόμενους Νόμους για άρση του τραπεζικού απορρήτου ή για αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων. Συνακόλουθα, οι αντίστοιχοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Με τον ενδέκατο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία. Οι αντιφάσεις που υπήρχαν στη μαρτυρία της παραπονούμενης αφ΄ εαυτής και σε σχέση με τις μαρτυρίες των ΜΚ3, ΜΚ4 και ΜΚ5, δημιουργούν αμφιβολίες κατά πόσο η καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση ήταν αληθής και κατά πόσο υπήρχε άλλο κίνητρο για την υποβολή της καταγγελίας, κάτι που καθιστούσε αναπόφευκτο να υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, πράγμα το οποίο δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της φύσης των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο εφεσείων, καθοδηγήθηκε, ορθά κατά την κρίση μας, ως προς τις αρχές που διέπουν το θέμα απόδειξης σεξουαλικών αδικημάτων και έκρινε ότι η μαρτυρία των ΜΚ3 και ΜΚ5, στις οποίες φαίνεται να εκμυστηρευόταν η ΜΚ2 την εκάστοτε συμπεριφορά του εφεσείοντα στο χώρο εργασίας και στη φάρμα Alpina, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενισχυτική. Έκρινε, περαιτέρω, ότι στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας της ΜΚ2, και έχοντας προειδοποιήσει τον εαυτό του ως προς τον κίνδυνο που συνεπάγεται η υιοθέτηση μαρτυρίας νεαρής παραπονούμενης σε αδικήματα αυτής της φύσης χωρίς ενίσχυση, ότι χωρίς κανένα ενδοιασμό μπορούσε να καταδικάσει με βάση μόνο τη δική της μαρτυρία.
Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν υπάρχει κανόνας ή θεμελιωμένη αρχή ότι για σεξουαλικά αδικήματα είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας για να θεμελιωθεί η καταδίκη. Υπάρχει, όμως, ως θέμα πρακτικής, ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας στη βάση των έμφυτων ανθρώπινων ελαττωμάτων και αδυναμιών που πιθανόν να οδηγούν τις γυναίκες στην επινόηση ψευδών καταγγελιών για δικούς τους σκοπούς (βλ. Καϊλής ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 251, Trussler v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 2 ΑΑΔ 38). Ωστόσο, η καταδίκη μπορεί να θεμελιωθεί με βάση μόνο τη μαρτυρία της παραπονουμένης, εφόσον το Δικαστήριο προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του για τον κίνδυνο που ενυπάρχει, όταν βασίζεται μόνο στη μαρτυρία της (βλ. Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 564, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 612). Στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο προειδοποίησε δεόντως τον εαυτό του ως προς τον κίνδυνο που υπάρχει για καταδίκη στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Περαιτέρω, στη βάση αποδοχής της μαρτυρίας της παραπονουμένης ως αξιόπιστης, ορθά κατά την κρίση μας κατέληξε σε καταδίκη του εφεσείοντα.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται λανθασμένη καταγραφή της μαρτυρίας των ΜΚ2, 3 και 4 από το Δικαστήριο με τη συμπερίληψη στο περιεχόμενο των γραπτών καταθέσεων που έδωσαν στην Αστυνομία και μαρτυρία που δόθηκε δια ζώσης. Στο εκτεταμένο διάγραμμα αγόρευσης αναλύονται σε 218 παραγράφους οι 9 πρώτοι λόγοι έφεσης μαζί. Γίνονται εκτεταμένες αναφορές σε μαρτυρία που δόθηκε, σε κατ΄ ισχυρισμόν παραλείψεις του Δικαστηρίου να αναφερθεί σε δοθείσα μαρτυρία και διαφοροποιήσεις μεταξύ των καταθέσεων των μαρτύρων στην Αστυνομία και της δια ζώσης μαρτυρίας τους, καθώς και σε διαφορές ανάμεσα στη μαρτυρία των διαφόρων μαρτύρων κατηγορίας. Δεν προτιθέμεθα να αναφερθούμε με λεπτομέρεια στο κάθε ένα στοιχείο της εισήγησης. Τις έχουμε εξετάσει υπό το φως των πρακτικών της υπόθεσης.
Κατ΄αρχάς σημειώνουμε ότι οι ΜΚ έχουν υποστεί εκτεταμένη αντεξέταση επί κάθε πτυχής της μαρτυρίας τους. Όπως δε ορθά παρατήρησε η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, οι μάρτυρες κατηγορίας αντεξετάστηκαν επί μακρόν, όχι μόνο σε ουσιώδη θέματα, αλλά και σε μη ουσιώδη, που αφορούσαν διαφορές που είχε ο εφεσείων με άλλα πρόσωπα από την κοινότητά του, για καταγγελίες που έγιναν από τον ίδιο εναντίον άλλων προσώπων για άσχετα περιστατικά, για το πότε υπήρξε και αν υπήρξε μείωση μισθού της παραπονουμένης, ακόμα και για τα άτομα που ήταν παρόντα κατά τις διάφορες δικασίμους, οι σχέσεις τους με την οικογένεια της παραπονούμενης και άλλα. Η μακρά αντεξέταση που έγινε στους μάρτυρες είχε ως αποτέλεσμα να απαντούν για το ίδιο θέμα με διαφορετικό τρόπο, χωρίς όμως να αλλάζει η ουσία της κατάθεσής τους. Μικροδιαφορές με τις καταθέσεις τόσο μεταξύ της μαρτυρίας του ίδιου μάρτυρα και σε σχέση με τους άλλους όχι μόνο δεν επηρεάζουν την αξιοπιστία τους αλλά είναι και φυσικό να υπάρχουν, νοουμένου ότι δεν αλλοιώνεται ο πυρήνας των ισχυρισμών τους και δεν έχουν δυναμική να καταστρέψουν την αξιοπιστία των μαρτύρων (Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 345, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 32). Ως προς τον τρόπο συγγραφής μίας δικαστικής απόφασης, επαφίεται στην κρίση του δικαστή και, δεν υπάρχει τυποποιημένος τρόπος, δεδομένου ότι υπάρχουν σ΄ αυτήν όλα τα απαραίτητα στοιχεία μίας αιτιολογημένης απόφασης. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση L. Papaphilippou & Co Ltd v. Λουκά (2014) 1 ΑΑΔ, ECLI:CY:AD:2014:A410 1193 «. Ενώ, λοιπόν, η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται στον ίδιο το Δικαστή, θα πρέπει η τελική αυτή δικαστική κρίση να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς». Είναι σαφές ότι δεν απαιτείται η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Στην παρούσα περίπτωση θεωρούμε ότι στην απόφαση του Δικαστηρίου γίνεται αναφορά στη μαρτυρία τόσο στις καταθέσεις των μαρτύρων, όσο και στη δια ζώσης μαρτυρία, η οποία αναλύεται και αξιολογείται ορθά. Κατά την κρίση μας, δε, υπάρχει υπαγωγή των ευρημάτων στο νομικό καθεστώς της υπόθεσης. Συνακόλουθα, δεν θεωρούμε ότι υπάρχει πεδίο παρέμβασής μας. Ούτε η αξιολόγηση, όπως ούτε και τα συμπεράσματα στα οποία το Δικαστήριο κατέληξε δεν ήταν αυθαίρετα ή λανθασμένα ώστε να διαπιστώνεται σφάλμα. Αντίθετα, ήταν εύλογα τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε. Επαναλαμβάνουμε την ιδιαιτερότητα της υπόθεσης όπου τα αδικήματα διαπράχθηκαν σε μία μεγάλη χρονική περίοδο με επαναλαμβανόμενη και παρόμοια συμπεριφορά, όπου δύσκολα ελλείπουν κάποιες ανακρίβειες και μικροαντιφάσεις, ιδιαίτερα ως προς το χρόνο διάπραξής τους.
Η εισήγηση του εφεσείοντα ότι το βίντεο που κατέγραψε η ΜΚ2 λανθασμένα συμπεριλήφθηκε στην απόφαση, εφόσον το περιεχόμενο του ουδέποτε τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Αναφορά στο εν λόγω βίντεο έγινε τόσο από τους ΜΚ όσο και από τον ίδιο τον εφεσείοντα, χωρίς το υλικό να κατατεθεί στο τέλος ως τεκμήριο. Το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής σχετικά με αυτό στις σελ. 31 - 32 της απόφασης:
«Όσον αφορά τα βίντεο που έβγαλε η Μ.Κ.2 με το κινητό της στο γραφείο, τα οποία, σύμφωνα με τη μαρτυρία τους, παρακολούθησαν οι Μ.Κ.3 και 4, και τα οποία σύμφωνα με τη μαρτυρία του εξεταστή Μ.Κ.1 παρέδωσε η Μ.Κ.2 στην αστυνομία για έλεγχο από εμπειρογνώμονες, σημειώνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν επιχείρησε να καταθέσει το κινητό τηλέφωνο και τα ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης των βίντεο που κατέθεσε ο Μ.Κ.1 ότι είχε στην κατοχή του. Συγκεκριμένα, προτού επιχειρηθεί η κατάθεση των εν λόγω αντικειμένων, η Υπεράσπιση δήλωσε ότι θα έφερνε ένσταση με την αιτιολογία ότι περιέχεται υλικό το οποίο λήφθηκε παράνομα, ήτοι εν αγνοία του Κατηγορούμενου, αλλά και ότι είχαν παραδοθεί στην Υπεράσπιση μόνο οι ψηφιακοί δίσκοι και όχι το κινητό και το usb για έλεγχο από δικό του εμπειρογνώμονα. Στη συνέχεια, η Κατηγορούσα Αρχή δήλωσε ότι δεν θα επιμένει να κατατεθούν ως τεκμήρια. Εν τούτοις, σημειώνω ότι ο ίδιος ο Κατηγορούμενος, στην αντεξέτασή του, αλλά και στην κατάθεση που λήφθηκε από την αστυνομία Τεκμήριο 7 και στο κείμενο που παρέδωσε στην αστυνομία Τεκμήριο 2, το περιεχόμενο των οποίων δήλωσε κατά την ένορκή του μαρτυρία ότι είναι ορθά και αληθινά, επιβεβαιώνει την ύπαρξη ενός βίντεο στο κινητό της Μ.Κ.2 ενός περιστατικού που έγινε περί τα μέσα Οκτωβρίου 2013 και αφορά «την τελευταία προσπάθεια φιλιού», αλλά, σύμφωνα με τη δική του θέση, δεν δείχνει το πρώτο φιλί που ισχυρίστηκε ότι του έδωσε η Μ.Κ.2 στο μάγουλο. Ειδικότερα, η θέση του είναι ότι είχε αρχικά εισέλθει στο γραφείο. Μάλιστα, στο Τεκμήριο 2 αναφέρει ότι η τελευταία αυτή προσπάθεια φιλιού έγινε αφότου του έδωσε η ίδια φιλί και μετά έκανε ο ίδιος μια-δυο απόπειρες, αλλά η Μ.Κ.2 έδειξε ότι δεν ήθελε και δεν συνέχισε, αλλά το βίντεο δείχνει μόνο τις δικές του προσπάθειες.»
Αναμφίβολα, δεν θα έπρεπε να είχε γίνει αναφορά στο περιεχόμενο του βίντεο, εφόσον δεν είχε κατατεθεί ως τεκμήριο. Τα όσα είπε ο εφεσείων ως προς το περιεχόμενό του και το τι έδειχνε ή τι δεν έδειχνε ήσαν εξ ακοής ως περιγραφές που αποτυπώνονται σε πραγματική μαρτυρία που δεν είχε όμως παρουσιαστεί. Ο εφεσείων παρουσίασε, επομένως, μια εκδοχή, όπως ο ίδιος την ήθελε, που δεν μπορούσε να υποστηριχθεί χωρίς αναφορά στην πραγματική μαρτυρία.
Εν πάση όμως περιπτώσει, η αξιολόγηση της ευρύτερης μαρτυρίας και εκδοχής του εφεσείοντα στη βάση της οποίας κρίθηκε αναξιόπιστος, δεν αλλοιώνεται από τη λανθασμένη αυτή θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ή το σχετικό εύρημά του σε ένα επί μέρους και μόνο στοιχείο, που ήταν λεπτομέρεια στην όλη συμπεριφορά του. Ούτε, βεβαίως, η συμπερίληψη της αναφοράς στο εν λόγω βίντεο στα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.