ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B261
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 71/2019
26 Ιουνίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΔΔ]
χχχ ΚΙΤΣΙΟΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσίβλητη.
*************
Π. Σιαηλή (κα), για τον Εφεσείοντα.
Σπ. Χρυσοστόμου, για την εφεσίβλητη, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Εφεσείων παρών.
**************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
****************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ex-tempore)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η έφεση επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με την οποία ο εφεσείων τέθηκε υπό προσωποκράτηση για μία ημέρα με σκοπό τη διερεύνηση αδικημάτων από την αστυνομία στη βάση των γεγονότων που αναφέρθηκαν από τον αστυφύλακα χχχ Μ.Σ. ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της κράτησης των τριών υπόπτων.
Τα γεγονότα σε συντομία είναι ότι στις 10/4/2019 και ώρα 02.45 το πρωί σε διενέργεια αστυνομικού ελέγχου τροχαίας εντοπίστηκε ένα αυτοκίνητο χρώματος μαύρου ο οδηγός του οποίου όταν αντιλήφθηκε την παρουσία της αστυνομίας ελίχθηκε ώστε να εισέλθει σε άλλη οδό, αλλά ανεκόπη από την αστυνομική περιπολία. Διαπιστώθηκε ότι στο όχημα επέβαιναν δύο άντρες νεαρής ηλικίας ο ένας εκ των οποίων ήταν ο εφεσείων και μια γυναίκα. Κατά την έρευνα του αυτοκινήτου εντοπίστηκε μια αρκετά μεγάλη τηλεόραση χρώματος μαύρου μάρκας L.G.. Και οι τρεις επιβαίνοντες στο όχημα έδωσαν διάφορες απαντήσεις.
Ο εφεσείων συγκεκριμένα ανέφερε ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε και ότι είχε εισέλθει στο όχημα πριν δύο λεπτά. Στο όχημα επίσης είχε εντοπισθεί ένα κατσαβίδι με κίτρινη χειρολαβή το οποίο παραλήφθηκε από την αστυνομία ως τεκμήριο, ερωτώμενοι δε οι ύποπτοι έδωσαν διάφορες απαντήσεις εκ των οποίων ο εφεσείων και πάλι ανέφερε ότι δεν γνώριζε οτιδήποτε και ότι μόλις είχε εισέλθει στο όχημα.
Η αστυνομία συνέλαβε γύρω στις 3 το πρωί τον ένα εκ των τριών, στις 3.02 λεπτά συνέλαβε την κοπέλα που επέβαινε στο όχημα και στις 3.05 συνέλαβε τον εφεσείοντα για το επ' αυτοφώρω αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος και παράνομης κατοχής περιουσίας, ο οποίος και απάντησε ότι δεν γνώριζε τίποτε. Σε σωματική έρευνα εντοπίστηκε σε τσαντάκι που έφερε χρηματικό ποσό €200 σε διάφορα χαρτονομίσματα και απάντησε ότι πάντοτε είχε χρήματα πάνω του και ότι δεν εργαζόταν.
Ενώπιον του Δικαστηρίου ο αστυφύλακας ζήτησε την κράτηση και των τριών υπόπτων για δύο μέρες στη βάση του ότι υπήρχε μαρτυρία που εκ πρώτης όψεως τους ενέπλεκε στα αδικήματα της συνωμοσίας και της παράνομης κατοχής περιουσίας, ότι είχαν ληφθεί τρεις καταθέσεις και αναμενόταν η λήψη άλλων δέκα τουλάχιστον καταθέσεων από το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον των υπόπτων, καθώς και από τους ίδιους τους υπόπτους. Λέχθηκε επίσης ότι ενώ η αστυνομία είχε υπό κράτηση τον εφεσείοντα είχε κληθεί και ο αδελφός του ο οποίος έδωσε κατάθεση και θα λαμβανόταν επίσης κατάθεση και από τον πατέρα του. Θα γίνονταν επίσης εξετάσεις από το facebook για τους ισχυρισμούς της κοπέλας ότι είχε παραληφθεί η τηλεόραση από κάποια γυναίκα μέσω διαδικτύου και εν πάση περιπτώσει η θέση του αστυφύλακα ήταν ότι ενδεχόμενη απόλυση των υπόπτων θα οδηγούσε σε επηρεασμό μαρτύρων και θα οδηγούσε επίσης σε ενδεχόμενη ενημέρωση των προσώπων από τους οποίους θα λαμβάνονταν καταθέσεις και ιδιαίτερα από τον πατέρα του εφεσείοντα. Οι δύο εκ των τριών υπόπτων δεν έφεραν ένσταση στην κράτηση τους. Ο εφεσείων ήγειρε ένσταση και το Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του από τον αστυφύλακα και σε όλα τα δεδομένα, αλλά και με αναφορά στη σχετική νομολογία, έκρινε ότι δικαιολογείτο η κράτηση και του εφεσείοντα για σκοπούς της διερεύνησης των αδικημάτων για μία μέρα, λέγοντας ότι αν οι εξετάσεις και το ανακριτικό έργο περατωνόταν προηγουμένως θα αφήνονταν ελεύθεροι οι ύποπτοι.
Η έφεση επιδιώκει την ανατροπή αυτής της κρίσης του Δικαστηρίου λέγοντας ότι ήταν νομικά εσφαλμένη διότι εξεδόθη το διάταγμα προσωποκράτησης με μόνο το γεγονός ότι πιθανόν να είχαν διαπραχθεί τα υπό διερεύνηση αδικήματα και χωρίς μαρτυρία ότι όντως είχαν διαπραχθεί, ότι η μαρτυρία στην οποία στηρίχθηκε το Δικαστήριο από πλευράς της αστυνομίας δεν ήταν γνήσια και αξιόπιστη διότι με αυτή επιδιώκονταν αλλότριοι σκοποί και ότι είχε αναφερθεί κατά τη διαδικασία ότι θα διερευνείτο και η διάπραξη και άλλων αδικημάτων, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη λανθασμένες αρχές δικαίου διότι υπήρχε κάποιο υπολειπόμενο ανακριτικό έργο με κάποια κατεύθυνση, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να προσδώσει ορθή βάση στο αίτημα προσωποκράτησης. Επομένως λανθασμένη ήταν η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι υπολείπετο ανακριτικό έργο και ότι η κράτηση ήταν αναγκαία για την διευκόλυνση του ανακριτικού έργου, ενώ η αστυνομία μπορούσε από τη σύλληψη μέχρι την παρουσίαση των υπόπτων στο Δικαστήριο να περατώσει το ανακριτικό της έργο με μεγάλη ευκολία.
Η αντίθετη άποψη κατατέθηκε από πλευράς της εφεσίβλητης αστυνομίας μέσω της αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου. Το Δικαστήριο, όπως αναφέρθηκε ήδη, κατέγραψε τα δεδομένα και το γεγονός ότι η κράτηση, που επηρεάζει την ελευθερία του ατόμου, επιβάλλεται μόνον όταν υπάρχει ανακριτικό έργο το οποίο πρέπει να διεξαχθεί από την αστυνομία, ότι υπάρχει μαρτυρία η οποία συνδέει τον ύποπτο με τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η κράτηση και ότι είναι αναγκαία η κράτηση για σκοπούς του ανακριτικού έργου, λαμβάνοντας υπόψη και τον κίνδυνο εάν αφεθεί ελεύθερος ένας ύποπτος να επηρεαστούν μάρτυρες, να καταστρέψουν ή και να εξαφανίσουν τεκμήρια.
Έχοντας εξετάσει τους λόγους που έχει αναφέρει η συνήγορος του εφεσείοντα κρίνεται ότι κανένας από αυτούς δεν δικαιολογεί την επιτυχία της έφεσης.
Το Δικαστήριο ορθά αναφέρθηκε σε κάθε προϋπόθεση που απαντάται από τη νομολογία για την κράτηση ενός ατόμου. Έχει επίσης αναφερθεί ορθά στη νομολογία που επιβεβαιώνει κατ' επανάληψη ότι κατά τη διάρκεια της προσωποκράτησης δεν αξιολογείται επισταμένα η μαρτυρία που υπάρχει εναντίον υπόπτου ως να ήταν η δίκη του διότι περί υπονοιών και μόνο ο λόγος και τίποτε άλλο. (Ιωσήφ Δημητρίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 549, Κουννάς ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 423 και Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790).
Εδώ υπήρχε μαρτυρία από την αστυνομία, η οποία επ' αυτοφώρω συνέλαβε τρία άτομα μεταξύ των οποίων και τον εφεσείοντα να κινούνται κατά περίεργο τρόπο με το να έχουν προσπαθήσει με ελιγμό να αποφύγουν την αστυνομία όταν την αντιλήφθηκαν και να έχουν στην κατοχή τους μια μεγάλη τηλεόραση αξίας για την οποία δόθηκαν διάφοροι ισχυρισμοί οι οποίοι έπρεπε αναμφίβολα να διερευνηθούν. Το ανακριτικό έργο επομένως ήταν δεδομένο ότι υπήρχε, οι συνθήκες εντοπισμού των υπόπτων οδηγούσαν σε ενδεχόμενα αδικήματα τα οποία έπρεπε να διερευνηθούν, ενώ είχε ήδη δοθεί, σύμφωνα με το Δικαστήριο, μια κάπως διαφορετική εκδοχή από τον αδελφό του εφεσείοντα ως προς τις κινήσεις του τελευταίου και από πού ακριβώς παραλήφθηκε από τους άλλους υπόπτους για να βρεθεί στο όχημα το οποίο ανέκοψε η αστυνομία. Από τον πατέρα του εφεσείοντα δεν είχε ακόμα προλάβει η αστυνομία να λάβει κατάθεση εν όψει της ώρας που συνελήφθησαν οι ύποπτοι.
Το Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε κανένα λάθος, όπως καταλογίζει η συνήγορος του εφεσείοντα. Εξέτασε, κάθε πτυχή της αιτήσεως προσωποκράτησης διακριβώνοντας τη συνδρομή των παραμέτρων εκείνων που δικαιολογούσαν στην κράτηση (Σιμιλλίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 160, Economides v. Police (1983) 2 C.L.R. 301 και Τσακαρίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 396). Ό,τι αναφέρθηκε από τον εξεταστή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσωποκράτησης που ήταν άσχετα με το ανακριτικό έργο το οποίο τω όντι διερευνάτο από την αστυνομία, δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο και ρητά λέχθηκε τούτο. Υπήρχε ανακριτικό έργο το οποίο θα έπρεπε να περατωθεί, εξού και το Δικαστήριο ενέκρινε μόνο μία ημέρα προς το σκοπό αυτό.
Ορθά λοιπόν το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε όλες τις νομολογιακές παραμέτρους με αναφορά στα συγκεκριμένα γεγονότα και δεν παρίσταται λόγος ανατροπής της απόφασης του.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.