ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Χ. Ιωάννου, για εφεσίβλητους και στις δύο εφέσεις CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-06-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο SERGEI κ.α. ν. VASILYEVA κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 159/2017, 160/2017, 11/6/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B227

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Ποινική Έφεση Αρ. 159/2017

(σχ. με την 160/2017)

 

 

11 Ιουνίου, 2019

 

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

1.      χχχχ SERGEI

2.      χχχχ LIUBOV

                                                                                      Εφεσειόντων

-      ν  -

 

χχχχ  VASILYEVA      

                                                                   Εφεσίβλητης

........

 

Ποινική Έφεση Αρ. 160/2017

(σχ. με την 159/2017)

 

ΜΕΤΑΞΥ:

1.    χχχχ SERGEI

2.    χχχχ LIUBOV

                                                                                      Εφεσειόντων

-      ν  -

 

χχχχ  ΦΥΣΕΝΤΖΟΥ

                                                                   Εφεσίβλητου

Μ. Ιωάννου, για εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις

Χ. Ιωάννου,  για εφεσίβλητους και στις δύο εφέσεις

 

........

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Οι εφεσείοντες, Ρώσοι υπήκοοι και σύζυγοι, ήσαν παραπονούμενοι (κατήγοροι) στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 11635/2016 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία προσήψαν  εναντίον της Vasilyeva (κατηγορούμενης 1, στο εξής η εφεσίβλητη), του Φυσέντζου (κατηγορούμενου 2, στο εξής ο εφεσίβλητος) και της Nικολάου (κατηγορούμενης 3) 13 κατηγορίες.  Αφορούσαν παράνομη είσοδο σε ξένη περιουσία (άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ), Κεφ. 154), κλοπή (άρθρο 255 ΠΚ), κλεπταποδοχή (άρθρο 306 ΠΚ), παράνομη κατοχή περιουσίας (άρθρο 309 ΠΚ), απάτη (άρθρο 300 ΠΚ), εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις (άρθρο 305 ΠΚ) και απόπειρα απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις (άρθρα 298 και 366 ΠΚ), αδικήματα που σύμφωνα με τις λεπτομέρειες διαπράχθηκαν μεταξύ της 25.6.2015 και 17.9.2015.

 

      Για απόδειξη των πιο πάνω κατηγοριών κατέθεσαν για τους εφεσείοντες 9 μάρτυρες κατηγορίας (ΜΚ), με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας των οποίων ο ευπαίδευτος συνήγορος των κατηγορουμένων υπέβαλε πως δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ώστε αυτοί να κληθούν να προβάλουν την υπεράσπισή τους, ενώ αντίθετη ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων.

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού συνόψισε την ενώπιον του μαρτυρία και αφού αναφέρθηκε στις επί του θέματος νομικές αρχές, έκρινε ότι όντως η ενώπιον του μαρτυρία δεν στοιχειοθετούσε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον οποιουδήποτε από τους κατηγορουμένους σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, με αποτέλεσμα να τους αθωώσει και να τους απαλλάξει από όλες τις κατηγορίες.

 

      Οι εφεσείοντες αντέδρασαν στην αθώωση των κατηγορουμένων με 3 ξεχωριστές εφέσεις, πλην όμως κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης απέσυραν την υπ΄ αρ. 161/2017 έφεση που αφορούσε την Νικολάου (κατηγορούμενη 3, πρωτοδίκως) και ως εκ τούτου παρέμειναν προς εκδίκαση οι δύο πρώτες εφέσεις (οι υπ΄ αρ. 159/2017 και 160/2017). Επιπρόσθετα ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων απέσυρε τους Λόγους Έφεσης που αφορούσαν στην αθώωση των εφεσιβλήτων στις κατηγορίες 3, 4, 5, 6, 7, 9, 10, 11, 12 και 13 και περιόρισε τα παράπονα των πελατών του σε ό,τι αφορά την αθώωση τους από τις κατηγορίες 1, 2 και 8 μόνο.  Με αυτές είχε καταλογιστεί στους εφεσίβλητους ότι μεταξύ 25.6.2015 και 17.9.2015,

 

1.    Εισήλθαν παράνομα στο διαμέρισμα των εφεσειόντων, το οποίο βρίσκεται στον 3ο όροφο της πολυκατοικία χχχχ χχχ της λεωφόρου χχχχχχ (στο εξής το Διαμέρισμα) και έκτοτε κατέχουν το Διαμέρισμα «παράνομα με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος και όχλησης των παραπονουμένων ως κατόχων του διαμερίσματος» (1η κατηγορία).

 

2.    Εισήλθαν στο Διαμέρισμα και χωρίς τη συναίνεση των εφεσειόντων έκλεψαν από το χρηματοκιβώτιο τους «€47.000.-  εις  μετρητά   ένα  κλειδί  του   διαμερίσματος,   2 κλειδιά αυτοκινήτου αρ. εγγραφής χχχ χχx μάρκας MAZDA 6 SALOON, το πρωτότυπο έγγραφο ασφαλιστικού συμβολαίου δια το ίδιο αυτοκίνητο εις την ασφαλιστική εταιρεία AIG LIMITED   το   οποίο   αυτοκίνητο   οι  παραπονούμενοι  αγόρασαν  καινούργιο από αντιπροσωπεία για το ποσό των €26.000.-, την πρωτότυπη απόδειξη για αγορά από την αντιπροσωπεία του αυτοκινήτου χχχ χχx, 2 τηλεχειριστήρια του γκαράζ που ευρίσκετο εις το ισόγειο της πολυκατοικίας, αποδείξεις πληρωμής των κοινοχρήστων φόρων προς τις αρμόδιες αρχές παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και υδατοπρομήθειας για το διαμέρισμα πρωτότυπα έγγραφα και αποδείξεις που αφορούσαν δοσοληψίες των παραπονουμένων με την κατηγορουμένη 1 εις την Ρωσία.» (2η κατηγορία) και

 

3.    Έκλεψαν το αυτοκίνητο των εφεσειόντων «χχχ χχx, μάρκας ΜΑZDA 6 SALOOΝ το οποίο ευρίσκετο σταθμευμένο  εις το κλειστό με πόρτα γκαράζ το οποίο γκαράζ άνοιγε με τηλεχειριστήριο του ισογείου της πολυκατοικίας»,  στην οποία βρίσκεται το Διαμέρισμα.

 

      Είναι θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε πως με την ενώπιον του δεν αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων στις προαναφερθείσες κατηγορίες, ενώ αντίθετη είναι η θέση των εφεσιβλήτων.   Έχοντας επί του προκειμένου υπόψιν την πάγια επί του θέματος νομολογία (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Ιn Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, Azinas and another v. The Republic (1981) 2 C.L.R., την οποία εφάρμοσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο), ότι δηλαδή η αθώωση ενός κατηγορουμένου στο εκ πρώτης όψεως στάδιο δικαιολογείται μόνο όταν η μαρτυρία (α) δεν στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος ή (β) έχει κλονιστεί σε τέτοιο βαθμό ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης ή είναι τόσο έκδηλα αβάσιμη σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασιστεί σ΄ αυτή για καταδίκη, καθίσταται αναγκαία η σκιαγράφηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και πώς αυτό την προσέγγισε ώστε να γίνουν κατανοητές και οι  θέσεις/παράπονα των εφεσειόντων.

 

      Όπως ήδη σημειώθηκε πιο πάνω, για απόδειξη των κατηγοριών που προσάφθηκαν εναντίον των εφεσιβλήτων κατέθεσαν 9 ΜΚ.  Ωστόσο η βασική μαρτυρία προήλθε από τον εφεσείοντα 1 (τον xxx Sergei)[1] η ουσία της οποίας, όπως διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα της αντεξέτασής του, έχει σε συντομία ως ακολούθως:-

 

      Ο ίδιος και η σύζυγος του γνώρισαν την εφεσίβλητη Vasilyeva το 2006 στη Ρωσία και στη συνέχεια ανέπτυξαν μαζί της στενές φιλικές σχέσεις, σε βαθμό που όποτε έρχονταν στην Κύπρο για διακοπές τους φιλοξενούσε στο σπίτι της.

 

      Το Διαμέρισμα το αγόρασαν το 2012 από τον υιό της εφεσίβλητης μέσω της μητέρας του, προς την οποία είχε χορηγήσει γενικό πληρεξούσιο έγγραφο, αντί του ποσού των €250.000.

 

      Αρχικά η πρόθεση τους ήταν όπως το Διαμέρισμα εγγραφεί εξ ολοκλήρου επ΄ ονόματι της συζύγου του, αλλά τον Ιανουάριο του 2013 που βρίσκονταν στην Κύπρο αποφάσισαν να εγγραφεί επ΄ ονόματι αμφοτέρων με μερίδιο ½ έκαστος.  Προς τούτο απευθύνθηκαν στο δικηγόρο της εφεσίβλητης xxxx, ο οποίος μεταξύ άλλων ετοίμασε και το σχετικό αγοραπωλητήριο έγγραφο ημερ.  8.2.13, στο οποίο καταγράφηκε ως τίμημα πωλήσεως  το ποσό των €140.000.  Περαιτέρω υπέγραψαν και δύο πληρεξούσια,  με τα οποία διόριζαν την εφεσίβλητη αντιπρόσωπό τους προκειμένου να ενεργήσει για λογαριασμό τους ώστε το Διαμέρισμα να εγγραφεί επ΄ ονόματι τους.  Τα πληρεξούσια αυτά καταρτίστηκαν στην αγγλική γλώσσα - την οποία δεν γνωρίζουν -   και το περιεχόμενο τους δεν τους επεξηγήθηκε στην ολότητά του.  Αργότερα δε, το Σεπτέμβριο του 2015, διαπίστωσαν μέσω δικηγόρου ότι με αυτά καθιστούσαν την εφεσίβλητη γενικό πληρεξούσιο αντιπρόσωπο τους στην Κύπρο, ενώ οι ίδιοι ήταν με την αντίληψη ότι την καθιστούσαν αντιπρόσωπο τους ειδικά και μόνο για τη μεταβίβαση του Διαμερίσματος επ΄ ονόματί τους. 

 

      Στις 16.5.2013 το Διαμέρισμα γράφτηκε επ΄ ονόματι τους και μερικές μέρες αργότερα, στις 29.5.2013, αγόρασαν και το αυτοκίνητο xxx xxx. αντί του ποσού των €26.000 που γράφτηκε επ΄ ονόματι του.  

 

      Το τίμημα πωλήσεως του Διαμερίσματος ύψους €250.000 το εξόφλησαν με εμβάσματα που έκαναν από τη Ρωσία στον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσαν στην Ελληνική Τράπεζα, στην Κύπρο, την απόλυτη διαχείριση του οποίου παραχώρησαν με την υπογραφή σχετικών εγγράφων στην εφεσίβλητη. Συγκεκριμένα μεταξύ 14.5.2013 και 3.7.2014 έμβασαν στην Κύπρο το συνολικό ποσό των €600.000, από το οποίο ποσό €250.000 ήταν προς εξόφληση του τιμήματος πωλήσεως του Διαμερίσματος και το υπόλοιπο εκ €350.000 ήταν «οικονομική βοήθεια» των ιδίων προς την εφεσίβλητη. Συμφώνησε όμως ότι και η εφεσίβλητη είχε χορηγήσει  γενικό πληρεξούσιο προς όφελος της συζύγου του δυνάμει του οποίου, η σύζυγος του, πώλησε περιουσία της εφεσίβλητης στη Ρωσία, στις 14.5.2013, αντί του ποσού των  33.500.000 ρουβλιών (€820.000), ποσό που ισχυρίστηκε πως η σύζυγος του κατέβαλε στην εφεσίβλητη.  Συμφώνησε επίσης πως ρωσικό Δικαστήριο εξέδωσε, στις 18.10.2016, απόφαση προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον της συζύγου του για το ποσό των 13.700.000 ρουβλιών πλέον τόκους και έξοδα που αποτελούσε μη καταβληθέν ποσό από τη σύζυγο του προς την εφεσίβλητη από το προαναφερθέν ποσό των 33.500.000 ρουβλίων.   Επικαλέστηκε όμως άγνοια κατά πόσο η σύζυγος του εξουσιοδότησε την εφεσίβλητη να πωλήσει το Διαμέρισμα  και το αυτοκίνητο για εξόφληση του εκ  δικαστικής (ρωσικής) απόφασης χρέος της.

 

      Σε σχέση με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 1, 2 και 8, ισχυρίστηκε τα ακόλουθα:-

 

      Τον Ιούνιο του 2015, όταν βρίσκονταν στην Κύπρο, άλλαξαν τον κωδικό του χρηματοκιβωτίου που υπήρχε στο Διαμέρισμα και φεύγοντας για τη Ρωσία είχαν τοποθετήσει στο χρηματοκιβώτιο ό,τι αναφέρεται στις λεπτομέρειες της 2ης κατηγορίας, με μόνη διαφορά ότι στο χρηματοκιβώτιο είχαν βάλει €45.000 και όχι €47.000.  Όταν όμως στις 17.9.2015 ξαναήλθαν στην Κύπρο διαπίστωσαν ότι είχε εγκατασταθεί ακόμη μία κλειδαριά στην πόρτα εισόδου του Διαμερίσματος και όταν επικοινώνησαν με την εφεσίβλητη, αυτή τους απέστειλε μήνυμα (SMS)  ότι «το διαμέρισμα είναι πουλημένο, το αυτοκίνητο είναι πουλημένο» και τους προειδοποίησε να μην ενοχλήσουν την πόρτα γιατί θα είχαν πρόβλημα με την αστυνομία.  Σ΄ ό,τι δε αφορά το χρηματοκιβώτιο, ισχυρίστηκε πως αυτό ανοίχθηκε από ειδικό εφόσον μόνο ο ίδιος και η σύζυγός του γνώριζαν τον κωδικό.

 

      Τέλος, προς ολοκλήρωση του πραγματικού υπόβαθρου της υπόθεσης, είναι αρκετό να προσθέσουμε και τα ακόλουθα:-

 

      Στις 17.9.2015 οι εφεσείοντες κατήγγειλαν την υπόθεση στην αστυνομία και την επομένη μετέβησαν με αστυνομικούς και την εφεσίβλητη στο Διαμέρισμα, όπου η τελευταία τους παρέδωσε μια σακούλα με άχρηστα πράγματα λέγοντας τους «Εγώ και ο xxxx (κατηγορούμενος 2) βγάλαμε όλα τα πράγματα και τα βάλαμε στο γκαράζ».

 

      Ο xxxx (εφεσίβλητος), σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, έχει δεσμό με την εφεσίβλητη και το Διαμέρισμα μεταβιβάστηκε επ΄ ονόματί του από την εφεσίβλητη στις 2.9.2015 αντί του ποσού των €140.000, η οποία χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό τα δύο πληρεξούσια που της χορήγησαν οι εφεσείοντες.  Έκτοτε το διαμέρισμα χρησιμοποιείται ως κοινή κατοικία των εφεσιβλήτων και τα αδικήματα που διαπράχθηκαν εις βάρος των εφεσειόντων ήταν και με τη συνδρομή του εφεσίβλητου, μέσω του οποίου έγινε κατορθωτή και η πώληση του αυτοκινήτου, στις 12.8.2015, στην Νικολάου (κατηγορούμενη 3).

 

      Στις 21.9.2015 οι εφεσείοντες καταχώρισαν εναντίον των εφεσιβλήτων και της xxx Νικολάου την υπ΄ αρ. 3789/15 αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, αξιώνοντας διάφορες θεραπείες.  Στο πλαίσιο δε της εν λόγω αγωγής, εκδόθηκε μονομερώς και προσωρινό διάταγμα εναντίον του εφεσίβλητου με το οποίο του απαγορεύτηκε να αποξενώσει το Διαμέρισμα.  Την ίδια δε ημέρα, οι εφεσείοντες κατήγγειλαν την υπόθεση στο ΤΑΕ και μερικούς μήνες αργότερα, στις 2.6.2016, καταχώρισαν και την επίδικη ιδιωτική ποινική υπόθεση.  Και αυτό, όπως ισχυρίστηκε ο εφεσείοντας, λόγω της αδράνειας των αστυνομικών αρχών να προχωρήσουν την καταγγελία τους.  Όμως, όπως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του, η αστυνομία δεν αδράνησε και οι έρευνες της αναστάληκαν λόγω της καταχώρισης της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης.

 

      Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων και υπενθυμίζουμε καταρχάς ότι το έργο του Δικαστηρίου στο εκ πρώτης όψεως στάδιο περιορίζεται αποκλειστικά στη διαπίστωση  του κατά πόσο, πρώτο, η προσαχθείσα μαρτυρία στοιχειοθετεί ή όχι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και, δεύτερο, κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία έχει κλονιστεί ή όχι σε τέτοιο βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο να μην μπορεί να βασιστεί σε αυτή για καταδίκη (Χριστοδούλου, Ιn Re Kakos και Αzinas ανωτέρω).   Κατά συνέπεια η ενασχόληση με άλλα θέματα δεν έχει θέση στο πρώιμο αυτό στάδιο της δίκης.  Επομένως οι εκτεταμένες επισημάνσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στον κυπριακό Ποινικό Κώδικα υπάρχουν αδικήματα που δεν απαντώνται στο κοινοδίκαιο, ότι στην Αγγλία προέκυψαν προβλήματα σε περιπτώσεις όπου ήταν δύσκολο να διαχωριστεί η διάπραξη του αδικήματος της κλοπής από τη διάπραξη των αδικημάτων των ψευδών παραστάσεων και της απάτης ως και άλλες σχετικές επισημάνσεις, ήταν αφενός αχρείαστες και αφετέρου εκτός του σκοπού της διαδικασίας.  Εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένου υπόψιν ότι η έφεση περιορίστηκε τελικά στην αθώωση των εφεσιβλήτων στις κατηγορίες 1, 2 και 8, στρέψαμε την προσοχή μας να εντοπίσουμε, από την 43σέλιδη πρωτόδικη απόφαση, ποιο ή ποια συστατικά στοιχεία κρίθηκε πως δεν αποδείχθηκαν σε σχέση με τις κατηγορίες αυτές ώστε οι εφεσίβλητοι να αθωωθούν από το εκ πρώτης όψεως στάδιο.  Επί του προκειμένου εντοπίσαμε ως πρώτο σημαντικό στοιχείο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι βάσει της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του - αντικειμενικά κρινόμενης - οι εφεσείοντες είχαν χορηγήσει στην εφεσίβλητη γενικό πληρεξούσιο έγγραφο για διαχείριση της κινητής και ακίνητης τους περιουσίας στην Κύπρο, η εγκυρότητα του οποίου δεν προσβάλλεται με τις κατηγορίες 1, 2 και 8 και επομένως το ζήτημα αυτό είναι εκτός του πλαισίου της έφεσης.

 

      Με δεδομένο λοιπόν ότι η εφεσίβλητη είχε εξουσία να πωλήσει και μεταβιβάσει οποιαδήποτε κινητή και ακίνητη περιουσία των εφεσιβλήτων στην Κύπρο, το πρώτο ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο βάσει της προσαχθείσας μαρτυρίας αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως ότι ο εφεσίβλητος ενέχεται στη διάπραξη των τριών αδικημάτων που του καταλογίστηκαν με τις κατηγορίες 1, 2 και 8.   Η απάντηση, κατά την άποψή μας, είναι αρνητική.  H κλήση του εφεσίβλητου σε απολογία προϋπόθετε την εκ πρώτης όψεως απόδειξη πως (α) εισήλθε παράνομα στο Διαμέρισμα, που είναι βασικό συστατικό στοιχείο της 2ης κατηγορίας και (β) χωρίς τη συναίνεση των εφεσειόντων απέκτησε τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών 2 και 8, που επίσης συνιστούν συστατικά στοιχεία των εν λόγω κατηγοριών.  Με τη μαρτυρία όμως που προσήχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσίβλητος, αφενός, απέκτησε το Διαμέρισμα δυνάμει αγοράς από την πληρεξούσιο αντιπρόσωπο των εφεσιβλήτων και, αφετέρου, ουδέν περιουσιακό στοιχείο των εφεσειόντων απέκτησε.  Κατά συνέπεια, όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν στοιχειοθετήθηκε εναντίον του οποιαδήποτε από τις επίδικες κατηγορίες και το γεγονός ότι έχει δεσμό με την εφεσίβλητη ή ότι είχε εμπλοκή στην πώληση από την εφεσίβλητη του αυτοκινήτου στην κατηγορούμενη 3, δεν συνιστά άνευ ετέρου και εκ πρώτης όψεως απόδειξη των προαναφερθέντων συστατικών στοιχείων των αδικημάτων που του καταλογίστηκαν.

 

      Ενόψει των πιο πάνω η έφεση (η υπ΄ αρ. 160/2017) εναντίον του εφεσίβλητου είναι καταδικασμένη σε απόρριψη και προχωρούμε τώρα σε εξέταση της έφεσης (της υπ΄ αρ. 159/2017) που αφορά την εφεσίβλητη.

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την ενώπιον του μαρτυρία, έκρινε πως η υπόθεση εναντίον της εφεσίβλητης «. ξεκίνησε σαν μια καθαρά αστική διαφορά μεταξύ τριών προσώπων που ενεπλάκησαν σε αμοιβαίες συμφωνίες συνεργασίας, οι οποίες ήδη εκδικάστηκαν από ένα αστικό Δικαστήριο στη Ρωσία και αναμένεται να εκδικαστούν και από ένα αστικό Δικαστήριο στην Κύπρο, ως τέτοια παρέμεινε μέχρι και σήμερα και ουδέποτε έλαβε το στίγμα της ποινικής υπόθεσης».  Παρέπεμψε συναφώς στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 417 και Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861, κρίνοντας ότι δεν δικαιολογείτο η κλήση τόσο της εφεσίβλητης όσο και των συγκατηγορουμένων της σε απολογία.  Παραγνώρισε, όμως, ότι μια αστική διαφορά δεν συνιστά εμπόδιο για καταχώριση παράλληλα και ιδιωτικής ποινικής δίωξης (βλ. απόφαση πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522).  Κατά συνέπεια η προσοχή του θα έπρεπε να στραφεί στη διαπίστωση κατά πόσο η ενώπιον του μαρτυρία, κρινόμενη με τον πιο επιεική για τους εφεσείοντες τρόπο, στοιχειοθετούσε ή όχι τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που καταλογίστηκαν στην εφεσίβλητη.

 

      Έχουμε ήδη προσδιορίσει τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αφορούν οι κατηγορίες 1 και 8.   Παρατηρούμε καταρχάς ότι δεν μπορεί να λεχθεί ότι η εφεσίβλητη εισήλθε παράνομα στο Διαμέρισμα ή ότι έκλεψε το αυτοκίνητο των εφεσειόντων, τη στιγμή που οι εφεσείοντες - μεταξύ άλλων - την είχαν εξουσιοδοτήσει με γενικό πληρεξούσιο έγγραφο να πωλεί και μεταβιβάζει την κινητή και ακίνητη περιουσία που είχαν στην Κύπρο.   Έπεται ότι σε σχέση με τις δύο αυτές κατηγορίες δεν αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εφεσίβλητης, όπως ορθώς αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ωστόσο τα πράγματα με τη 2η κατηγορία είναι διαφορετικά.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, το χρηματοκιβώτιο που βρισκόταν εντός του Διαμερίσματος άνοιγε μόνο με κωδικό που μόνο αυτός και η σύζυγος του γνώριζαν.  Με συνεπακόλουθο να μην καλύπτεται από τα πληρεξούσια που χορήγησαν στην εφεσίβλητη.  Περαιτέρω ότι σ΄ αυτό  υπήρχαν ό,τι αναφέρεται στις λεπτομέρειες της 2ης κατηγορίας - με μόνη διαφορά σε σχέση με το ποσό των €47.000 που ήταν €45.000,00 - τα οποία χωρίς την συναίνεση των εφεσειόντων αποκτήθηκαν από το πρόσωπο που είχε πρόσβαση στο Διαμέρισμα, το οποίο δεν είναι άλλο από την εφεσίβλητη.  Αποδείχτηκε επομένως εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εφεσίβλητης αναφορικά με τη 2η κατηγορία, στην οποία εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν την κάλεσε να προβάλει την Υπεράσπισή της.

 

      Για όλα τα πιο πάνω η μεν έφεση 160/2017 απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με €1.500,00 έξοδα πλέον ΦΠΑ προς όφελος του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων, η δε έφεση 159/2017 επιτυγχάνει μερικώς και η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με την αθώωση και την απαλλαγή της εφεσίβλητης στη 2η κατηγορία, στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, παραμερίζεται, ο δε φάκελος της υπόθεσης παραπέμπεται στον ίδιο Δικαστή για ολοκλήρωση της υπόθεσης σε σχέση με την κατηγορία αυτή.  Αναφορικά δε με τα έξοδα της έφεσης αυτής, κρίνουμε ότι είναι ορθό, ενόψει της μερικής μόνο επιτυχίας της, έκαστος των διαδίκων να επωμισθεί τα δικά του έξοδα.

 

 

                                                                   Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                                   Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/κβπ



[1] Η σύζυγος του, εφεσείουσα 2, δεν προσήλθε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για να δώσει μαρτυρία.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο