ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B239
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 112/2017)
(σχ. με 113/2017)
26 Ιουνίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
DOCKER RESTAURANT LTD,
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
MARIALA ESTATES LTD,
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
(Ποινική Έφεση Αρ. 113/2017)
(σχ. με 112/2017)
χχχχ ALIMOV,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
MARIALA ESTATES LTD,
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Δ. Μιχαήλ, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Ονουφρίου με Ζ. Ρομανσένκο για Π.Ν. Ονουφρίου, για την
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα στην έφεση 112/2017 και ο εφεσείων στην 113/2017 (εφεσείοντες 1 και 2 αντίστοιχα), μαζί με τρίτο πρόσωπο, αντιμετώπισαν κοινό κατηγορητήριο για τη μη εξόφληση δύο επιταγών κατά παράβαση του άρθρου 305Α(2) του Κεφ. 154. Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα 1 κατηγορείτο για μη εξόφληση της επιταγής με αρ. χχχχ57, ημερομηνίας 29.6.2015, για το ποσό των €2.000 και της επιταγής με αρ. χχχχ58, της ίδιας ημερομηνίας, για το ποσό των €4.000, κατηγορίες 1 και 3 αντίστοιχα. Ο εφεσείων 2 κατηγορείτο ότι κατά ή περί την 1.7.2015 συνήργησε και ή προκάλεσε με τις πράξεις του τη μη εξόφληση των δύο πιο πάνω επιταγών, κατηγορίες 2 και 4 αντίστοιχα. Οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν και τους επιβλήθηκε ποινή προστίμου στην εφεσείουσα 1 €300 στην πρώτη κατηγορία και €700 στην τρίτη κατηγορία και στον εφεσείοντα 2 ποινή προστίμου €300 στη δεύτερη κατηγορία και €700 στην τέταρτη κατηγορία.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αναδύονται από τα παραδεκτά γεγονότα και μέσα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, έχουν ως ακολούθως:
Η εφεσείουσα 1 στις 29.1.2014 ενοικίασε από την εφεσίβλητη, με βάση δύο ενοικιαστήρια έγγραφα, τα καταστήματα με αρ. 5, 6, 7, 8 και 9, τα οποία χρησιμοποιούσε ως εστιατόριο. Οι δύο επίδικες επιταγές, οι οποίες υπεγράφησαν από τον εφεσείοντα 2, δόθηκαν έναντι των οφειλόμενων ενοικίων και ήταν πληρωτέες την 29.6.2015. Η μεν επιταγή χχχχ57 αφορούσε μέρος του ενοικίου του Μαΐου 2015 και η δεύτερη επιταγή το ενοίκιο του Ιουνίου 2015. Οι επίδικες επιταγές κατατέθηκαν από το διευθυντή της εφεσίβλητης, ΜΚ1, στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ την 1.7.2015 και επεστράφησαν την 2.7.2015 στην εφεσίβλητη με την ένδειξη «η πληρωμή έχει ανακληθεί από τον εκδότη της επιταγής» και «payment countermanded by the drawer». Η ανάκληση των επιταγών έγινε με ηλεκτρονικές οδηγίες του εφεσείοντα 2 προς την Τράπεζα.
Με επιστολή ημερομηνίας 10.7.2015, Τεκμ. 3, η εφεσίβλητη, μέσω των δικηγόρων της, ζήτησε από τους εφεσείοντες πληρωμή των επίδικων επιταγών. Με επιστολή ημερομηνίας 4.8.2015, Τεκμ. 9, η οποία εστάλη εκ μέρους της εφεσείουσας 1, ζητείτο χρόνος μέχρι 6.9.2015 για πληρωμή των καθυστερημένων ενοικίων με αναφορά στις συγκεκριμένες επιταγές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε την προσκομισθείσα μαρτυρία και τις πρόνοιες του άρθρου 305Α(2) του Κεφ. 154, επί του οποίου στηρίζετο η υπόθεση, έκρινε τους εφεσείοντες ένοχους στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, ενώ αθώωσε το τρίτο πρόσωπο επί του κατηγορητηρίου. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, πέραν της αναφοράς ότι η ανάκληση έγινε από τον εφεσείοντα 2 με ηλεκτρονικές οδηγίες προς την Τράπεζα, δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε ως προς το λόγο για τον οποίο έγινε η ανάκληση, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχία της υπεράσπισης της εύλογης αιτίας που προβλήθηκε κατά την ακρόαση. Περαιτέρω και ανεξάρτητα από την ύπαρξη εύλογης αιτίας, τα όσα πρόβαλε ο εφεσείων 2 ως λόγους ανάκλησης τέθηκαν εν αμφιβόλω λόγω της ύπαρξης του Τεκμ. 9 με το οποίο ζητείτο από τους εφεσείοντες χρόνος μέχρι 6.9.2015 για την εξόφληση των επιταγών.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν τόσο την καταδίκη, όσο και την ποινή η οποία τους επιβλήθηκε, καθώς και τη διαδικασία η οποία ακολούθησε της καταδίκης μέχρι την επιβολή της ποινής.
Οι λόγοι έφεσης 7, 8 και 9, οι οποίοι θα εξεταστούν μαζί λόγω της συνάφειάς τους, όπως άλλωστε έπραξαν και οι συνήγοροι, αφορούν την καταδίκη. Οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε καθόλου την υπερασπιστική γραμμή των εφεσείοντων ότι είχαν εύλογη αιτία για ανάκληση των επιταγών. Περαιτέρω, προβάλλουν ότι αξιολογήθηκε λανθασμένα η μαρτυρία του εφεσείοντα 2.
Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι οι επιταγές είχαν δοθεί για ενοίκια και είχαν ανακληθεί γιατί, σύμφωνα με τον όρο 16 του συμβολαίου ενοικίασης, Τεκμ. 2, όσα ενοίκια δεν είχαν πληρωθεί θα αποκόπτονταν από το ποσό εγγύησης («ντεπόζιτο») που κατακρατούσε η εφεσίβλητη. Το ποσό των οφειλόμενων ενοικίων ανερχόταν σε €6.000, ενώ το ποσό εγγύησης ανερχόταν σε €15.000.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε λανθασμένα, κατά τους εφεσείοντες, ότι η ανάκληση των επιταγών ήταν γνωστή στο ΜΚ1, αφού όταν ο εφεσείων 2 του παρέδιδε τις επιταγές του είχε αναφέρει ότι θα τις ανακαλούσε. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν αναφέρθηκε από τον εφεσείοντα 2 στη μαρτυρία του. Αυτό που ανέφερε ήταν ότι, αν γνώριζε ότι θα έκλεινε το εστιατόριο, δεν θα εξέδιδε τις επιταγές. Αυτό δεν συνάδει με τη θέση που προώθησε ο εφεσείων 2 στη μαρτυρία του. Ισχυρίζεται ότι το εστιατόριο έκλεισε στις 15.6.2015 και η απόφαση να κλείσει λήφθηκε λίγες ημέρες προηγουμένως. Τότε ο ΜΥ1 ειδοποίησε το ΜΚ1 να του επιστρέψει τις επιταγές και αυτός αρνήθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με την εισήγηση, συγχέει το γεγονός ότι ήταν άλλος ο λόγος της μη πληρωμής των επιταγών και άλλος ο λόγος της ανάκλησης τους. Καθόρισε ως λόγο που δεν πληρώθηκαν οι επιταγές το γεγονός ότι το εστιατόριο είχε παρουσιάσει προβλήματα οικονομικής φύσεως και δεν υπήρχαν χρήματα για να εξοφληθούν. Γι΄ αυτό ο εφεσείων 2 ζήτησε από το ΜΚ1 να του τις επιστρέψει. Ο λόγος, όμως, που ανακλήθηκαν οι επιταγές είναι γιατί υπήρχε το ποσό εγγύησης και δεν υπήρχε λόγος για τους εφεσείοντες να πληρώσουν δύο φορές τα ενοίκια. Περαιτέρω, εισηγούνται πως το γεγονός ότι στο Τεκμ. 9 αναφέρεται ότι η καθυστέρηση της πληρωμής των οφειλόμενων ενοικίων θα διευθετηθεί μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου δεν αναιρεί το λόγο ανάκλησης των επιταγών, εφόσον τα ενοίκια θα έφταναν το ποσό των €15.000 μέχρι τότε και η εφεσίβλητη είχε εξασφαλισμένα τα ενοίκια από το ποσό εγγύησης.
Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Με βάση τα αποδεκτά γεγονότα οι επιταγές εκδόθηκαν με στόχο να πληρωθεί το υπόλοιπο ενοικίου του Μαΐου 2015 και το ενοίκιο Ιουνίου 2015. Το εστιατόριο έκλεισε στις 15.6.2015 και οι επιταγές ανακλήθηκαν την 1.7.2015 με οδηγίες του εφεσείοντα 2. Εφόσον ήδη το εστιατόριο είχε κλείσει, εάν ο λόγος που δεν πληρώθηκαν ήταν η ύπαρξη του ποσού εγγύησης θα έπρεπε αυτό να είχε αναφερθεί στις γραπτές οδηγίες προς την Τράπεζα για να μπορεί να επιτύχει η υπεράσπιση της εύλογης αιτίας, έτσι ώστε να υπάρχει και να καταδεικνύεται εύλογη αιτία για την μη πληρωμή. Στην υπόθεση Ttozios Management Ltd κ.ά. v. Κυριάκου Κυριάκου, Ποινικές Αρ. 96/2014, ημερομηνίας 15.4.2016, στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Η εύλογη αιτία συναρτάται άμεσα και αποκλειστικά με τον λόγο της ανάκλησης που εξεδήλωσε γραπτώς ο Κατηγορούμενος (εκδότης) κατά τον ουσιώδη χρόνο ανάκλησης της και όχι ότι ενδεχομένως πιστεύει ότι αποτελεί καλή Υπεράσπιση ή άλλο λόγο που δεν δηλώθηκε κατά τον ουσιώδη χρόνο της ανάκλησης της επιταγής. Σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου (2) η επίκληση της υπεράσπισης της «εύλογης αιτίας» τελεί υπό την προϋπόθεση ότι κατά/ή περί την παρουσίαση της επιταγής για σκοπούς πληρωμής της ο κατηγορούμενος ως εκδότης γραπτώς παρέθεσε στο πιστωτικό ίδρυμα το λόγο ή λόγους για τους οποίους δίδεται η εντολή μη πληρωμής της. Η αποτυχία απόδειξης της «εύλογης αιτίας» εν τη εννοία του Νόμου και όπως αυτή νομολογιακά ερμηνεύτηκε (βλ. Diamonds Co Ltd ν. Χρήστου Γεωργίου (2011) 2 Α.Α.Δ 763) θέτει τέρμα στην Υπεράσπιση του Κατηγορουμένου περί «εύλογης αιτίας» στην ανάκληση της επιταγής.»
Ακόμα, όμως, και αν θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν απαιτείται αυτή η ενημέρωση προς την Τράπεζα, τότε και πάλι η εισήγηση δε θα μπορούσε να αντέξει τη βάσανο της λογικής. Εάν ο λόγος που ανακλήθηκαν οι επιταγές ήταν η ύπαρξη ποσού εγγύησης, τότε δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την αποστολή της επιστολής Τεκμ. 9. Δεν μπορεί, επίσης, να ευσταθήσει ο ισχυρισμός ότι υπάρχει διαφορετικός λόγος για τη μη πληρωμή των επιταγών και για την ανάκλησή τους. Οι επιταγές ανακλήθηκαν την 1.7.2015 και η επιστολή Τεκμ. 9, με την οποία ζητείτο χρόνος για εξόφληση, απεστάλη στις 4.8.2015. Σημειώνεται, επίσης, ότι το εστιατόριο είχε ήδη κλείσει από τις 15.6.2015.
Ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα 2, ΜΥ1, δεν κρίνουμε ότι υπήρξε οποιοδήποτε σφάλμα του Δικαστηρίου, έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβασή μας. Οι διαφορετικοί λόγοι που προωθήθηκαν από το ΜΥ1 για τους οποίους που δεν πληρώθηκαν οι πιο πάνω επιταγές και ανακλήθηκαν, σε συνάρτηση με το Τεκμ. 9, καθιστούν ορθή τη μη αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της εν λόγω μαρτυρίας.
Για τους πιο πάνω λόγους, οι λόγοι έφεσης 7 μέχρι 10 απορρίπτονται.
Οι λόγοι έφεσης 1 μέχρι 6 αφορούν παράπονο των εφεσειόντων ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε μετά που αυτοί κρίθηκαν ένοχοι από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, με τους πρώτους τέσσερις λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι, μετά που κρίθηκαν ένοχοι και η υπόθεση ορίστηκε για μετριασμό της ποινής, το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά την απουσία της εφεσίβλητης και του δικηγόρου της, ανέβαλε την υπόθεση για περαιτέρω χρόνο 30 λεπτών, μέχρις ότου ειδοποιηθούν οι αντίδικοι δικηγόροι. Μετά την παρέλευση του χρόνου και ενώ οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων είχαν ειδοποιηθεί, το Δικαστήριο, λόγω της απουσίας τους, προχώρησε και άκουσε μετριαστικούς παράγοντες επιφυλάσσοντας την απόφασή του για την ποινή σε 30 λεπτά. Στη συνέχεια, όμως, εμφανίστηκε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης και τότε το Δικαστήριο τον άκουσε ως προς το κατά πόσο υπήρξε συμμόρφωση. Μετά, δε, από παρότρυνση του Δικαστηρίου, ο συνήγορος της εφεσίβλητης τελικά ανέφερε ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση. Ζητήθηκε τότε από τους εφεσείοντες όπως γίνει ακρόαση τύπου Newton, η οποία, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, λανθασμένα απορρίφθηκε. Λανθασμένα, επίσης, απορρίφθηκε αίτημα εξαίρεσης του Δικαστηρίου που υποβλήθηκε στη συνέχεια.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, μετά την καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου, η υπόθεση αναβλήθηκε σε άλλη ημερομηνία για σκοπούς μετριασμού της ποινής (16.3.2017 και ώρα 10.30), ενώ δόθηκαν παράλληλα οδηγίες όπως ετοιμαστεί έκθεση του Γραφείου Ευημερίας αναφορικά με τις οικονομικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα 2. Την ημέρα που ορίστηκε η υπόθεση για επιβολή ποινής, η διαδικασία ξεκίνησε στις 11.30. Διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο ότι δεν ήταν παρών ο συνήγορος της εφεσίβλητης. Παρά ταύτα, ο συνήγορος των εφεσειόντων ζήτησε όπως το Δικαστήριο προχωρήσει. Το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Δικαστήριο: Η υπόθεση ήταν ορισμένη η ώρα 10.30 σύμφωνα με το πρακτικό. Η ώρα είναι 11.30. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε εμφάνιση από μέρους των παραπονουμένων. Έχοντας υπόψη μου το ιστορικό της υπόθεσης και το στάδιο στο οποίο βρίσκεται αλλά και το ότι οι συνήγοροι της παραπονουμένης ήταν τυπικοί πάντοτε ενώπιον του Δικαστηρίου και εμφανίζονταν, θεωρώ ότι θα πρέπει να δοθεί μια ευκαιρία να ενημερωθούν οι συνήγοροι των παραπονουμένων για να εμφανιστούν σήμερα στο Δικαστήριο. Προς τούτο θα δοθεί χρόνος 30 λεπτών.»
Μετά το διάλειμμα, το Δικαστήριο προχώρησε και άκουσε αγόρευση από το συνήγορο των εφεσειόντων προς μετριασμό της ποινής. Ρωτήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος από το Δικαστήριο κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν συμμορφωθεί. Αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Δικαστήριο: Και η κατηγορούμενη 1 και ο κατηγορούμενος 2 έχουν συμμορφωθεί;
κ. Μιχαήλ: Μάλιστα.
Δικαστήριο: Υπάρχει κάποιο έγγραφο που να φαίνεται η σχετική συμμόρφωση;
κ. Μιχαήλ: Όχι, δεν το σκεφτήκαμε επειδή υποθέταμε ότι θα ήταν παρών, εν πάση περιπτώσει.
Δικαστήριο: Η απόφαση της ποινής επιφυλάσσεται, θα δοθεί σε 30 λεπτά.»
Μετά από διάλειμμα, εμφανίστηκε στο Δικαστήριο ο κ. Ρομανσένκο, εκ μέρους της εφεσίβλητης, ο οποίος έδωσε εξηγήσεις για τους λόγους που δεν εμφανίστηκε και, ακολούθως, το Δικαστήριο ζήτησε διευκρινίσεις από τον κ. Μιχαήλ ως προς το πότε και με ποιο τρόπο έγινε η συμμόρφωση των εφεσειόντων, με το συνήγορο να αναφέρει ότι η συμμόρφωση έγινε προς τους παραπονούμενους, τον κ.xxx, ΜΚ1. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά πόσο πληρώθηκε κάποιο ποσό, αυτός απάντησε «Ναι, δόθηκε το ποσό.». Τότε, το Δικαστήριο ζήτησε από το συνήγορο της εφεσίβλητης να τοποθετηθεί και αυτός διαφώνησε ως προς την ύπαρξη συμμόρφωσης. Σε αυτό το σημείο ζητήθηκε εκ μέρους του κ. Μιχαήλ όπως γίνει ακρόαση τύπου Newton, έτσι ώστε να αποφασίσει το Δικαστήριο κατά πόσο υπήρξε συμμόρφωση. Σημειώνεται ότι ο κ. Μιχαήλ, εκ μέρους των εφεσειόντων, διευκρίνισε ότι η συμμόρφωση έγινε στη βάση της ύπαρξης του ποσού εγγύησης των €15.000, που αφορούσε τυχόν καθυστερημένα ενοίκια.
Το Δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφαση έκρινε ότι δε συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για διεξαγωγή ακρόασης τύπου Newton, στη βάση του ότι τα θεωρούμενα από τους εφεσείοντες ως αμφισβητούμενα γεγονότα για σκοπούς επιβολής ποινής, στην ουσία ήταν επίδικα θέματα της ακροαματικής διαδικασίας τα οποία ήδη εξετάστηκαν από το Δικαστήριο και η επ΄ αυτών θέση των εφεσειόντων είχε απορριφθεί. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε να υπάρχει διάσταση γεγονότων για σκοπούς επιβολής ποινής, εφόσον αποτελούσε κοινό έδαφος μεταξύ των μερών τόσο η ύπαρξη του όρου 16 του Τεκμ. 5, όσο και το ποσό εγγύησης των €15.000. Αυτό που ουσιαστικά αμφισβητήθηκε ήταν ο τρόπος διάθεσης αυτού του ποσού και ειδικότερα η ερμηνεία του σχετικού όρου, κάτι το οποίο, όμως, εξετάστηκε κατά την ακροαματική διαδικασία. Σημείωσε, περαιτέρω, ότι ο συνήγορος των εφεσειόντων ανέφερε ότι οι πελάτες του διαθέτουν το ποσό των επιταγών, όμως, ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν ήταν πληρωτέο.
Ακολούθησε αίτημα για εξαίρεση της Δικαστού που εξέτασε την υπόθεση, στη βάση των πιο πάνω στοιχείων, ήτοι του γεγονότος ότι το Δικαστήριο έδωσε 30 λεπτά περιθώριο να ειδοποιηθούν και να εμφανιστούν οι δικηγόροι της εφεσίβλητης και, ενώ επεφύλαξε την απόφαση για την ποινή, ακολούθως όταν επανήλθαν επέτρεψε στο δικηγόρο της εφεσίβλητης να εμφανιστεί, ο οποίος μάλιστα αμφισβήτησε τη θέση των εφεσειόντων ότι υπήρξε συμμόρφωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αιτιολογημένη απόφαση, απέρριψε το αίτημα, θεωρώντας ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος για να εξαιρεθεί, ενώ η εξαίρεσή του υπό αυτές τις συνθήκες θα συνεπάγετο άρνηση άσκησης καθήκοντος του Δικαστηρίου, κάτι που η νομολογία που παρέθεσε θεωρεί ανεπίτρεπτο.
Κατ΄ αρχάς σημειώνουμε, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ακρόαση τύπου Newton διεξάγεται εκεί όπου υπάρχει διάσταση γεγονότων ή εκδοχών αναφορικά με ένα ζήτημα, το οποίο έχει σημασία ως προς την επιμέτρηση της ποινής, με στόχο να καταλήξει το Δικαστήριο επί των γεγονότων για τα οποία υπάρχει διαφωνία μεταξύ των δύο πλευρών.
Στην παρούσα περίπτωση, τα γεγονότα που, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, ήταν αμφισβητούμενα, για σκοπούς επιβολής ποινής, αποτελούσαν την ουσία της επίδικης διαφοράς για την οποία είχε αποφανθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης. Συνεπώς, δε θεωρούμε ότι υπήρχε πεδίο για διεξαγωγή ακρόασης τύπου Newton. Κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Τα υπόλοιπα ζητήματα που εγέρθηκαν αναφορικά με την παροχή χρόνου έτσι ώστε να εμφανιστεί η πλευρά της εφεσίβλητης, καθώς επίσης και το γεγονός ότι δόθηκε σ΄ αυτούς δικαίωμα να αναφερθούν στο κατά πόσο υπήρξε συμμόρφωση εκ μέρους των εφεσειόντων, άπτονται της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να ελέγχει την ενώπιόν του διαδικασία, νοουμένου, βεβαίως, ότι δε δημιουργείται αδικία σε οποιανδήποτε πλευρά. Στην παρούσα περίπτωση, δε διαπιστώνουμε ότι έχει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο επηρεαστεί το δικαίωμα των εφεσειόντων σε δίκαιη δίκη, έτσι ώστε η διαδικασία που επέλεξε να ακολουθήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο να μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα της διαδικασίας. Συνακόλουθα, δε δικαιολογείτο ούτε το αίτημα για εξαίρεση της Δικαστού, υπό τις περιστάσεις.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ποινή που επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως υπέρμετρη και/ή υπερβολική και ως μη δικαιολογημένη από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρούμε ότι έλαβε υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιόν του, συνεκτιμώντας από τη μία τη σοβαρότητα των αδικημάτων και το γεγονός ότι υπήρξε εξόφληση των επιταγών, καθώς και το λευκό ποινικό μητρώο των εφεσειόντων. Δε διαπιστώνουμε ότι υπάρχει περιθώριο επέμβασης στην ποινή που έχει επιβληθεί.
Οι εφέσεις απορρίπτονται. Τα έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο, επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.