ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Γ. Αργυρού, για εφεσείουσα Η. Αγαθοκλέους, για εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-05-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ν. ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 277/2018, 10/5/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B179

 ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Ποινική Έφεση Αρ. 277/2018

 

  10 Μαϊου, 2019

 

[NIKOΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]

ΜΕΤΑΞΥ:

AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                                                             Εφεσείουσας

-      ν  -

 

χχχχ  ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ

                                                                             Εφεσίβλητου

 

........

 

Γ. Αργυρού, για εφεσείουσα

Η. Αγαθοκλέους, για εφεσίβλητο

 

.......

 

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Ο 39χρονος εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην κατηγορία της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης της συμβίας του R.V. (στο εξής η Παραπονούμενη), κατά παράβαση των άρθρων 3(1) και 4(1)(2) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν.119(I)/2000 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 μηνών με 3ετή αναστολή.

 

      Η εφεσείουσα θεωρεί έκδηλα ανεπαρκή την επιβληθείσα ποινή (1ος Λόγος Έφεσης) και εσφαλμένη την αναστολή της (2ος Λόγος Έφεσης), λόγους που θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε σε συντομία τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την υπόθεση και αφού σημειώσουμε πως ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε την εναντίον του κατηγορία μετά που η Κατηγορούσα Αρχή ολοκλήρωσε την υπόθεσή της και μετά που και ο ίδιος έδωσε ένορκη μαρτυρία.  Έχουν  ως ακολούθως:-

 

      Στις 17.6.2018 οι εφεσίβλητος και Παραπονούμενη βάφτισαν το 10μηνο (τότε) κοριτσάκι τους και για να γιορτάσουν το γεγονός παρέθεσαν γεύμα στις οικογένειες τους, το οποίο ολοκληρώθηκε γύρω στις 7:00 μ.μ..  Ακολούθως το ζεύγος, μαζί με την αδελφή και τη θεία της Παραπονούμενης, πήγαν σε κέντρο της Λεμεσού για ποτό μέχρι τις πρωινές ώρες της επομένης.  Επέστρεψαν στο σπίτι του εφεσίβλητου, στο Κολόσσι, γύρω στις 4:30 π.μ. και ξάπλωσαν στο κρεβάτι του υπνοδωματίου τους, ενώ στο σαλόνι κοιμόταν το κοριτσάκι τους με τη μητέρα της Παραπονούμενης.  Ο εφεσίβλητος ήθελε σεξ, αλλά η Παραπονούμενη αρνήθηκε να ανταποκριθεί στο σεξουαλικό του κάλεσμα λόγω κούρασης.  Αυτό εξόργισε τον εφεσίβλητο, ο οποίος άρχισε να φωνάζει και να τη κτυπά με τα χέρια του στο κεφάλι και σε άλλα μέρη του σώματός της.  Όπως δε γίνεται αντιληπτό προκλήθηκε αναστάτωση και το μεν κοριτσάκι άρχισε να κλαίει, η δε μητέρα της Παραπονουμένης δέχτηκε χαστούκισμα από τον εφεσίβλητο όταν προσπάθησε να τον εμποδίσει να κτυπά την κόρη της.  Αμέσως μετά η Παραπονούμενη, έντρομη, το έβαλε στα πόδια και στη συνέχεια μεταφέρθηκε από τη θεία της στον αστυνομικό σταθμό Επισκοπής, όπου και κατήγγειλε τον εφεσίβλητο ότι την κτύπησε. Όπως δε διαπιστώθηκε από ιατρό του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, στον οποίο την παρέπεμψε η αστυνομία, έφερε αιμάτωμα στην αριστερή κροταφική χώρα, εκδορές και αιμάτωμα σε δάχτυλο του αριστερού ποδιού και γονάτου, ενώ διαπιστώθηκε και κάταγμα στη 2η φάλαγγα του δεύτερου δαχτύλου του αριστερού ποδιού.  Η ίδια δε παραπονείτο για άλγος στην κεφαλή, στο αριστερό γόνατο και στο άκρο του αριστερού ποδιού.

 

      Τέλος, σ΄ ό,τι αφορά το ποινικό μητρώο του εφεσίβλητου, αυτός παραδέχθηκε ότι (α) στις 14.1.2014 καταδικάστηκε από Δικαστήριο των Βρετανικών Βάσεων Επισκοπής, στην υπόθεση 170/2012,  σε 6 μήνες φυλάκιση με αναστολή για κλοπή, (β) στις 2.7.2014 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στην υπόθεση 3620/2014,  σε 45 ημέρες φυλάκιση με αναστολή για το αδίκημα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, (γ) στις 10.10.2014 καταδικάστηκε από το ίδιο Δικαστήριο, στην υπόθεση 8264/2014,  σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 - 9 μήνες φυλάκιση με αναστολή για τα αδικήματα της κλοπής, πλαστογραφίας, πλαστοπροσωπίας και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, (δ) στις 22.10.2014 καταδικάστηκε από το ίδιο Δικαστήριο, στην υπόθεση 8262/2014, σε 9 μήνες φυλάκιση με αναστολή για το αδίκημα της βαριάς σωματικής βλάβης και (ε) στις 11.5.2018 απαλλάχθηκε υπό όρους από Δικαστήριο των Βρετανικών Βάσεων Επισκοπής, στην υπόθεση 143/2017, για άσκηση βίας μέσα στην οικογένεια.

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου έναντι της Παραπονουμένης «αναιτιολόγητη και αδικαιολόγητη αλλά και βίαιη», το δε αδίκημα του σοβαρό αφού «η σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε ο κατηγορούμενος είναι δεδομένη και αυτό αντικατοπτρίζεται μέσα από τις προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές, οι οποίες αναμφίβολα φέρουν κακουργηματικό χαρακτήρα».  Όμως, αφού έλαβε υπόψιν και τις  προσωπικές του συνθήκες, τη δήλωση της Παραπονούμενης ότι δεν έχει παράπονο, την παραδοχή του, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν σε κατάσταση μέθης και ότι το κάταγμα που υπέστη η Παραπονούμενη στο δάχτυλο της αποθεραπεύτηκε, του επέβαλε ποινή φυλάκισης 18 μηνών.   Στη συνέχεια όμως, με αναφορά στις πρόνοιες του περί της Υφ  Όρων Αναστολής της Εκτέλεσης της Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(I)/2003 και σ΄ ότι κρίθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161, την ανέστειλε. Παραθέτουμε επί του προκειμένου αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Το Δικαστήριο αντλώντας διαφώτιση και καθοδήγηση από το πιο πάνω νομοθετικό και νομολογιακό πλαίσιο και αντλώντας τη διακριτική του ευχέρεια και χωρίς βέβαια να παραγνωρίζει το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου, αλλά έχοντας  υπόψη ότι κάθε περίπτωση κρίνεται με τα δικά της περιστατικά, έχοντας υπόψη έστω και σε τούτο το στάδιο την παραδοχή και απολογία του κατηγορούμενου και κυρίως των δηλώσεων της παραπονούμενης για μη ύπαρξη παραπόνου και διευθέτηση των θεμάτων που αφορούν την ανήλικη θυγατέρα που απέκτησε με την παραπονούμενη σε θέματα δηλαδή διατροφής και επικοινωνίας και ομολογουμένως με πάρα πολύ δισταγμό αναστέλλεται η ποινή φυλάκισης του κατηγορούμενου για περίοδο 3 ετών από σήμερα».

 

      Έχοντας θέσει το υπόβαθρο της υπόθεσης, προχωρούμε να εξετάσουμε τον 1ο Λόγο Έφεσης.

 

      Είναι θέση της εφεσείουσας ότι ο Νομοθέτης προσέδωσε αυξημένη σοβαρότητα στα αδικήματα που διαπράττονται μέσα στην Οικογένεια, εξ  ου και με το Νόμο 212(I)/2004 η ανώτατη  προβλεπόμενη για το επίδικο αδίκημα ποινή αυξήθηκε από τα 7 στα 10 χρόνια.  Το στοιχείο αυτό, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, παραγνωρίστηκε πλήρως από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Όπως παραγνωρίστηκε βασικά και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος βαρύνεται με 5 προηγούμενες καταδίκες, από τις οποίες οι τρεις αφορούν σε αδικήματα άσκησης βίας.  Ενόψει τούτων, εισηγήθηκε, η ποινή φυλάκισης των 18 μηνών είναι έκδηλα ανεπαρκής.

 

      Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσίβλητου, ο οποίος υποστήριξε ότι, λαμβανομένων υπόψιν των περιστατικών της υπόθεσης, η ποινή φυλάκισης των 18 μηνών ήταν εξισορροπημένη.

 

      Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων.  Όπως είναι νομολογημένο, ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει όπου είναι φανερό πως  η επιβληθείσα ποινή είναι καταφανώς ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου.  Στην υπό κρίση περίπτωση, η σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε ο εφεσίβλητος είναι δεδομένη και σε τέτοιου είδους αδικήματα πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές.  Τοσούτω μάλλον όταν ενώπιον του Δικαστηρίου βρίσκεται παραβάτης με ποινικό μητρώο - όπως στην παρούσα περίπτωση - που αποκαλύπτει ροπή για διάπραξη αδικημάτων που έχουν στον πυρήνα τους άσκηση βίας.  Υπ΄ αυτά τα δεδομένα ήταν καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιβάλει ποινή με αποτρεπτικό χαρακτήρα, χωρίς αυτό να σημαίνει και απογύμνωση της ποινής από κάθε οφειλόμενη επίδειξη επιείκειας.  Όντως, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο επέδειξε μεγάλη επιείκεια, σε βαθμό που η ποινή φυλάκισης των 18 μηνών που επέβαλε στον εφεσείοντα να ευρίσκεται στο μεταίχμιο της επιείκειας και της ανεπάρκειας.  Κατά συνέπεια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλα ανεπαρκής και ενόψει τούτου δεν δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου.

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο άνω ο 1ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

      Αναφορικά όμως με την αναστολή της ποινής, τα πράγματα είναι διαφορετικά.  Προς τούτο δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στις εκατέρωθεν θέσεις εφόσον το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής (ανωτέρω) αποκαλύπτει λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας.  Όπως συναφώς τονίζεται από τη νομολογία (βλ. ενδεικτικά Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2  Α.Α.Δ. 583, Σώζου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 12/2016 ημερ. 29.3.2016, Γεωργίου κ.α. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 27/2016 ημερ. 19.7.2016, Χαλκιά ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 240/2016 ημερ. 13.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:B90, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσάνθου, Ποιν. Εφ. 137/2015 ημερ. 23.6.2018 και άλλες), η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί από το Νόμο, ώστε αυτή να μπορεί να αποφασίζεται εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών ενός κατηγορουμένου.  Με βασικό πάντοτε το ερώτημα κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, θα μπορούσε ή θα έπρεπε οι παράγοντες αυτοί να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία.  Κατά την εξέταση δε του ζητήματος σημαντικό είναι και το ερώτημα κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος, θα εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

 

      Στην υπό κρίση περίπτωση η σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε ο εφεσίβλητος - όπως ορθά επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο - είναι εξ αντικειμένου δεδομένη.  Όση δε βαρύτητα και να προσέδιδε ένα Δικαστήριο στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσίβλητου, μας είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ότι συνέτρεχαν λόγοι που δικαιολογούσαν αναστολή της ποινής.  Τοσούτω μάλλον όταν στον εφεσίβλητο δόθηκαν επανειλημμένως ευκαιρίες, με την αναστολή ποινών που του επιβλήθηκαν στο παρελθόν, για αδικήματα που είχαν στον πυρήνα τους άσκηση βίας.  Έσφαλε επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας για αναστολή της ποινής, με επακόλουθο τη μη αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου και την αποδυνάμωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής που, κατά πάγια νομολογία, πρέπει να χαρακτηρίζει τις ποινές που επιβάλλονται σε αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως.  Κατά συνέπεια το διάταγμα αναστολής της ποινής ανατρέπεται και ως εκ τούτου ο 2ος Λόγος Έφεσης επιτυγχάνει, με την ενεργοποίηση της εκτέλεσης της ποινής από σήμερα.

 

 

                                                                   Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                                   Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο