ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B206
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 252/2018
31 Μαΐου, 2019
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΔΔ
χχχ HUSSEIN,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
- - - - - -
Α. Αλεξάνδρου για τον Εφεσείοντα
Β. Δανιηλίδου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Εφεσίβλητου
----------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
-----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος με δική του παραδοχή σε έξι κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπής και σε τέσσερις κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση των άρθρων 292(α) και 255 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στη Λεμεσό σε διαφορετικές ημερομηνίες και καλύπτουν την περίοδο από τον Ιούνιο του 2015 μέχρι τον Μάρτιο του 2018.
Κατόπιν αιτήματος του δικηγόρου του εφεσείοντα και με τη συγκατάθεση της Κατηγορούσας Αρχής λήφθηκαν υπόψη άλλες τρεις υποθέσεις δηλ: α) Η υπόθεση αρ. 730/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που αφορούσε σε έξι κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και έξι για κλοπή από κατοικία που διαπράχθηκαν σε διαφορετικές ημερομηνίες μεταξύ Σεπτεμβρίου του 2010 και Οκτωβρίου του 2017, β) η υπόθεση 1507/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που αφορούσε σε τροχαίες παραβάσεις και συγκεκριμένα για οδήγηση οχήματος χωρίς άδεια και χωρίς ασφάλεια έναντι τρίτου, αδικήματα που διαπράχθηκαν στις 9/4/2017 στην Πάφο και γ) η υπόθεση 1514/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που αφορούσε σε επίθεση που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη, σε επίθεση εναντίον οργάνου της τάξης κατά τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντος του, σε αντίσταση κατά της μη σύλληψης, σε ανυπακοή σε νόμιμες διαταγές, σε πλαστοπροσωπία, σε κατοχή οργάνου με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος και σε παράνομη κατοχή περιουσίας.
Στη βάση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, που πολύ συνοπτικά καταγράφονται στην απόφαση, για όλες τις διαρρήξεις που αφορούσαν η υπό κρίση υπόθεση και η 730/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που λήφθηκε υπόψη, είχαν γίνει σχετικές καταγγελίες στην Αστυνομία, η οποία κατόπιν επιτόπιων εξετάσεων εντόπισε δακτυλικά αποτυπώματα. Στις 9/4/2018 θεάθηκε όχημα που κινείτο ύποπτα στην περιοχή Τάφοι των Βασιλέων στην Πάφο και αφού ανακόπηκε από την Αστυνομία, ο οδηγός του τράπηκε σε φυγή. Στην προσπάθεια διαφυγής του που, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, επρόκειτο για τον εφεσείοντα, αυτός διέπραξε τα αδικήματα της υπόθεσης 1514/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, που είναι μια απ' εκείνες που ζητήθηκε να ληφθούν υπόψη. Κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αυτής ο εφεσείων ταυτοποιήθηκε με όλες τις διαρρήξεις και κλοπές που αφορά η υπό κρίση υπόθεση και η 730/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Κατά την παράθεση των γεγονότων, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής κατέστησε σαφές ότι κανένα από τα αντικείμενα που κλάπηκαν από τις κατοικίες που αναφέρονται στην υπό κρίση υπόθεση και σε εκείνη του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Λευκωσίας, κυρίως τιμαλφή, δεν έχει ανευρεθεί ή επιστραφεί.
Ο εφεσείων πρωτόδικα για σκοπούς μετριασμού της ποινής έδωσε έμφαση, μέσω της αγόρευσης του δικηγόρου του, στις προσωπικές του συνθήκες και στα δύσκολα παιδικά χρόνια που βίωσε συμπεριλαμβανομένης και της παρότρυνσης που έτυχε από τους γονείς και τον αδελφό του να εγκληματεί από παιδικής ηλικίας. Επικαλέστηκε επίσης την παραδοχή του, το λευκό ποινικό του μητρώο και την μεταμέλεια του καλώντας το Δικαστήριο να τα προσμετρήσει προς όφελος του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιβολή ποινής αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων, παραπέμποντας σε νομολογία ως προς την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιας φύσεως αδικήματα (βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, Somilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ.248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9, Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138 κ.ά.), στην έξαρση που παρατηρείται στα αδικήματα αυτά, στις περιστάσεις διάπραξης τους, τον αριθμό των αδικημάτων που αφορούσαν οι κατηγορίες και τα αισθήματα ανασφάλειας που προκαλούνται στα θύματα τέτοιας φύσεως αδικημάτων πέραν της οικονομικής απώλειας, ανασφάλεια που αντανακλά και στα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας.
Σημειώνει περαιτέρω τη σωρευτική διάπραξη των αδικημάτων, που διέπραξε ο εφεσείων, τον τρόπο και το χρόνο δράσης του, την αξία των κλαπέντων που σύμφωνα με την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής ανέρχετο στο ποσό των €30.000 για την οποία δεν αποζημίωσε τα θύματα και ότι ενόψει του αριθμού των διαρρήξεων που διέπραξε σε Λεμεσό και Λευκωσία αλλά και θα διέπραττε στην Πάφο, αφού θεάθηκε με κουκούλα, ήταν στοιχεία που δήλωναν ότι η διάρρηξη ήταν η κύρια δραστηριότητα του η οποία με τη σύλληψη του ανακόπηκε.
Στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής έλαβε υπόψη του την άμεση παραδοχή του στο Δικαστήριο, χωρίς να παραγνωρίζει την περιθωριακή της σημασία ενόψει της ταύτισης των δακτυλικών του αποτυπωμάτων στη σκηνή καθώς και το περιεχόμενο της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας που αφορούσε τον εφεσείοντα. Έδωσε έμφαση στα δύσκολα παιδικά του χρόνια λόγω των οικονομικών δυσκολιών της οικογένειας του που είχε 16 παιδιά, ότι είναι αναλφάβητος και ότι διδάχθηκε να εγκληματεί από την οικογένεια του, σημειώνοντας ότι το τελευταίο δεν δικαιολογεί την μετέπειτα συμπεριφορά του στην ώριμη ηλικία που ήταν κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, παραπέμποντας σε νομολογία. Έλαβε επίσης υπόψη την ηλικία του, 47 χρονών και ότι είναι πατέρας πέντε ανήλικων παιδιών, σημειώνοντας ότι εξ' ού και όφειλε στην οικογένεια του να εξεύρει άλλες λύσεις για αποκόμιση κέρδους μέσω της εργασίας του και όχι να εγκληματεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο για σκοπούς επιβολής ποινής αφού άντλησε καθοδήγηση από τη νομολογία που αφορούσε σε αδικήματα διάρρηξης κατοικίας και κλοπής (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583, Ilie κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 280 και Τράντα ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 8/2016, ημερ. 14/11/2016) επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1 μέχρι10 και η έκτιση της να αρχίζει από τις 24/4/2018 που τέθηκε υπό κράτηση.
Η ορθότητα του ύψους της ποινής φυλάκισης προσβάλλεται από πλευράς εφεσείοντα με την παρούσα έφεση με τρεις λόγους έφεσης.
Με τους λόγους έφεσης 1 και 2 εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά τη σχετική φραστική αναφορά του στην απόφαση, δεν απέδωσε ουσιαστικά καμιά ή τη δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες που επικαλέστηκε ο εφεσείων. Παραπονείται επίσης ότι λανθασμένα και αντινομικά έκρινε, μέσω της απόφασης του, ότι ο εφεσείων θα διέπραττε και άλλα παρόμοια αδικήματα στην Πάφο. Με το λόγο έφεσης 3 προσβάλλεται ως λανθασμένη η επιβολή σωρευτικά σε όλες τις κατηγορίες την ίδια ποινή φυλάκισης των τεσσάρων χρόνων, αγνοώντας ότι από τις διαρρήξεις που αφορούν οι κατηγορίες 3, 5, 7 και 9 δεν υπήρξε κλοπή οποιουδήποτε αντικειμένου.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα επανέλαβε στην ουσία όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έθεσε πρωτόδικα δηλ. το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, την άμεση παραδοχή και έμπρακτη μεταμέλεια του, ότι είναι πατέρας πέντε ανηλίκων παιδιών το μικρότερο εκ των οποίων 1 ½ έτους, που αντιμετωπίζει μάλιστα προβλήματα υγείας, τα τραγικά παιδικά χρόνια που βίωσε και τη λανθασμένη καθοδήγηση που έτυχε από τους γονείς του, ότι είναι αναλφάβητος, ότι τα αδικήματα που διέπραξε δεν έχουν το στοιχείο της βίας και το σύνολο γενικά των οικογενειακών προβλημάτων που αντιμετώπιζε.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα προβαλλόμενα από τον εφεσείοντα στοιχεία προς υποστήριξη της εισήγησης του περί υπερβολικής ποινής.
Υπάρχει πλούσια νομολογία στην οποία τονίστηκε η σοβαρότητα των αδικημάτων της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών.
Στην υπόθεση Ahmed Saadi v. Αστυνομίας Ποιν. Έφ. 308/14 ημερ. 24/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:B300 που αφορούσε επίσης σε κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή, το Εφετείο τόνισε τα εξής:
«Η νομολογία είναι αυστηρή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους τις υποθέσεις. Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου, αδήρητη αναγκαιότητα, (Φραντζίδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77, Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785 και Georghe κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 824).»
Η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα επαναλήφθηκε και στην πρόσφατη υπόθεση Balampanidis v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 210/18 ημερ. 10/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:B178 όπου αναφέρθηκε επίσης ότι σε υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών «ναι μεν λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται το αποτρεπτικό στοιχείο της ποινής».
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν διαφωνεί ότι τα αδικήματα που διέπραξε ο πελάτης του είναι σοβαρά. Η διαφωνία του έγκειται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες ιδιαίτερα στις προσωπικές και στις οικογενειακές του περιστάσεις.
Να υπενθυμίσουμε κατ' αρχάς ότι κατά πάγια νομολογία η επιμέτρηση της ποινής αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταδεικνύεται ότι υπήρξε σφάλμα αρχής ή όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής (βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, χχχ Ιορδάνους ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 152/2014 ημερ. 19/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:B175 και χχχ Παναγή ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 45/2016 ημερ. 23/11/2018), ECLI:CY:AD:2018:B510. Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής αλλά εξετάζει αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. (βλ. Selmani κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφέσεις 235/2013 και 236/2013 ημερ. 5/10/2016).
Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε έμφαση στην απόφαση του στη σοβαρότητα των αδικημάτων αλλά και στις περιστάσεις της υπόθεσης, τον τρόπο και χρόνο δράσης του εφεσείοντα, την αξία των κλαπέντων που δεν επιστράφηκαν και χωρίς να αποζημιωθούν τα θύματα και τη τάση και ροπή του εφεσείοντα προς το έγκλημα με σκοπό την εξασφάλιση οικονομικού οφέλους. Είναι φανερό ότι δεν μιλούμε για ένα μεμονωμένο περιστατικό διάρρηξης κατοικίας και κλοπής αλλά για δεκαέξι συνολικά διαρρήξεις σε διάστημα τριών χρόνων περίπου ενώ σε μια από τις περιπτώσεις της Υπόθ. 730/2018, που λήφθηκε υπόψη, το αδίκημα διαπράχθηκε το 2010. Το γεγονός ότι δεν κλάπηκε οτιδήποτε σε ορισμένες εκ των περιπτώσεων που αφορούν τέσσερις κατηγορίες δεν μειώνει τη σοβαρότητα των αδικημάτων της διάρρηξης ή την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Σημασία ενέχει ότι απ' όλη την παράνομη δραστηριότητα του αποκόμισε όφελος εκ €30.000 για το οποίο δεν αποζημίωσε τα θύματα.
Σ' όσον αφορά την αναφορά του Δικαστηρίου ότι ενόψει της σωρευτικής εγκληματικότητας σε διαρρήξεις «θα διέπραττε ως διαφαίνεται και στην Πάφο.....» δεν βρίσκουμε ότι αποτελεί σφάλμα αρχής που να χρειάζεται η παρέμβαση του Εφετείου, ενόψει των γεγονότων που αναφέρθηκαν από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής για την υπόθεση 1514/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που λήφθηκε υπόψη, όπου μεταξύ των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ήταν και για κατοχή οργάνου με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος δηλ. διαρρηκτικών εργαλείων και για παράνομη κατοχή περιουσίας.
Είναι η διαπίστωση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε ακριβοδίκαια όλα τα ενώπιον του δεδομένα προς το σκοπό καθορισμού της ποινής. Συνεκτίμησε κάθε παράγοντα με παραπομπή σε σχετική νομολογία τόσο ελαφρυντικό όσο και επιβαρυντικό. Ορθά συνεκτίμησε και τις προσωπικές του περιστάσεις, όπως διαφαίνοντο από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, σημειώνοντας, με αναφορά στην υπόθεση Φραντζίδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ, 77, ότι «η δυστυχία που πλήττει ένα άνθρωπο στην παιδική του ηλικία δεν αποτελεί μόνιμη ασπίδα κατά της συνέχισης της παρανομίας με ατιμωρησία» τονίζοντας ταυτόχρονα την ηλικία του εφεσείοντα, 47 χρονών με πέντε παιδιά.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι δεν χωρεί πεδίο επέμβασης μας καθότι η ποινή φυλάκισης δεν είναι έκδηλα υπερβολική αλλά βρίσκεται εντός του ορθού νομικού πλαισίου.
Υπό τις περιστάσεις η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.