ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ε. Ευσταθίου με Κ. Καμένο, για τον Εφεσείοντα. Μ. Χαραλάμπους (κα.), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-05-27 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 199/2017, 27/5/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B197

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 199/2017)

 

27 Μαίου, 2019

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,  Δ/στές]

 

xxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

Εφεσείων,

       v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

_________________________

Ε. Ευσταθίου με Κ. Καμένο, για τον Εφεσείοντα.                

Μ. Χαραλάμπους (κα.), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

__________________________

 

       Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:    Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Κατηγορούμενος 1 - Εφεσείων, αντιμετώπιζε δώδεκα συνολικά κατηγορίες για το αδίκημα της πρόκλησης μη εξόφλησης επιταγής, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Το άρθρο 305Α(2) αναφέρει ότι:

 

«(2)  Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη αιτία, προκαλεί με οποιαδήποτε πράξη τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε από το ίδιο, οποτεδήποτε πριν ή  κατά την ημερομηνία που η επιταγή έχει καταστεί πληρωτέα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος, και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές:

 

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, επίκληση της υπεράσπισης της εύλογης αιτίας, δυνατό να γίνει από τον κατηγορούμενο εφόσον, κατά ή πριν από την παρουσίαση της επιταγής για σκοπούς πληρωμής της, ο κατηγορούμενος ως εκδότης παρέθεσε γραπτώς στο πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή, το λόγο ή τους λόγους για τους οποίους δόθηκε εντολή μη πληρωμής της.»    

 

Στις λεπτομέρειες των αδικημάτων, αναφερόταν ότι ο Εφεσείων, χωρίς εύλογη αιτία, προκάλεσε τη μη εξόφληση συγκεκριμένων επιταγών επί της Universal Bank, οι οποίες είχαν εκδοθεί προς όφελος της Εταιρείας Pathin Imports-Exports Company Ltd (στη συνέχεια «ο δικαιούχος»).

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αφού ανέλυσε την ενώπιον της μαρτυρία και προέβηκε σε αξιολόγηση της, κατέγραψε τα ευρήματα του Δικαστηρίου και, στη συνέχεια, ανέπτυξε την νομική πτυχή, καταλήγοντας στα τελικά της συμπεράσματα.

 

Κρίσιμο σημείο στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν αυτό της αναφοράς του ονόματος του δικαιούχου επί των επιδίκων επιταγών, μόνο ως «Pathin», ενώ στην πραγματικότητα, ο δικαιούχος των επιταγών ήταν η προαναφερόμενη εταιρεία Pathin Imports-Exports Company LtdTo πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αναφορά στις ερμηνευτικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπου ο όρος «επιταγή», όπως είπε, σημαίνει γραπτή εντολή του εκδότη προς τράπεζα για πληρωμή καθορισμένου ποσού σε ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή σε δικαιούχο κομιστή, ανεξάρτητα από το αν καθίσταται πληρωτέα σε μεταγενέστερο χρόνο από την ημερομηνία έκδοσης της ή/και παράδοσης της και περιλαμβάνει δίγραμμη επιταγή (η υπογράμμιση δική μας).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και στο άρθρο 73 του Περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, το οποίο διαλαμβάνει ότι, επιταγή είναι συναλλαγματική που εκδίδεται επί τραπεζίτη, πληρωτέα εν όψει.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε ακόμα και στα άρθρα 3(1) 5(1) και 6(1) του Κεφ. 262.  Για το άρθρο 6(1) παρατήρησε ότι σ' αυτό προνοείται πως «ο αποδέκτης πρέπει να κατονομάζεται ή άλλως πώς να δηλώνεται σε συναλλαγματική με εύλογη βεβαιότητα» (υπογράμμιση δική μας). 

 

Ως προς την εύλογη βεβαιότητα με την οποία πρέπει να κατονομάζεται ή να δηλώνεται ο αποδέκτης συναλλαγματικής, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στους Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμο 3, σελ. 153, παρ. 242 και στο Σύγγραμμα Byles on Bills of Exchange and Cheques, 29η  Έκδοση, σελ. 32, καταλήγοντας ότι, η εύλογη βεβαιότητα, ήταν ζήτημα πραγματικών γεγονότων σε κάθε υπόθεση.

 

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην υπόθεση Iacovou Brothers (Concrete) Ltd v. Action Construction and Development Ltd κ.α., Ποιν. Εφ. Αρ. 184/2014, ημερ. 10.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:D77.  Παρατήρησε ότι, η Εφεσίβλητη - Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε προσκομίσει μαρτυρία ως προς την ύπαρξη εγγεγραμμένης εταιρείας με το όνομα Pathin Imports-Exports Company Ltd, η οποία αναφέρεται ως ο δικαιούχος-αποδέκτης των επιταγών στις λεπτομέρειες αδικήματος, με δεδομένη, όμως, τη μαρτυρία των ΜΚ2 και ΜΚ4 ως προς τον τρόπο λειτουργίας της προαναφερόμενης εταιρείας, θεώρησε πως, τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν αρκετά, ώστε να εγερθεί το μαχητό τεκμήριο της κανονικότητας, το οποίο και δεν είχε ανατραπεί με οποιοδήποτε τρόπο. Ανέφερε, συναφώς, ότι, με δεδομένη τη συνεργασία που είχαν τα μέρη για μεγάλο χρονικό διάστημα (όπως αυτή περιγράφηκε από την ΜΚ2), στην οποία, άμεση εμπλοκή είχε  ο ίδιος ο Κατηγορούμενος-Εφεσείων, την παράδοση των σχετικών τιμολογίων στον Κατηγορούμενο, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων επιταγών, όπου αναγράφεται το πλήρες όνομα του δικαιούχου «Pathin Imports-Exports Company Ltd» και τη συμπλήρωση των επιταγών από τον ίδιο τον Κατηγορούμενο, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, με την αναφορά σε «Pathin» στη θέση του δικαιούχου των επιταγών, το όνομα του δικαιούχου καθορίστηκε με εύλογη βεβαιότητα, παρά τη μη καταγραφή του πλήρους ονόματος της εταιρείας Pathin Imports-Exports Company Ltd σε αυτές. Συνεπώς, οι επίδικες επιταγές, κατά την πρωτόδικη κρίση, αποτελούσαν επιταγές εν τη εννοία του όρου «επιταγή» στον Ποινικό Κώδικα και στο Κεφ. 262. 

 

Με την παρούσα Έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη, με τέσσερις λόγους έφεσης.  Οι πρώτοι τρεις αφορούν σε αναβολές που ζήτησε ο Εφεσείων με σκοπό να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο της επιλογής του και οι οποίες δεν εγκρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, να παραβιαστούν βασικά δικαιώματά του, άμεσα συνδεδεμένα με τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Ο τέταρτος λόγος έφεσης, αφορά στην, κατ' ισχυρισμό, εσφαλμένη πρωτόδικη κατάληξη ότι οι επίδικες επιταγές συνιστούσαν επιταγές εν τη εννοία του Νόμου, και συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.  Είναι η θέση του Εφεσείοντα, η οποία βέβαια δεν γίνεται δεκτή από την Εφεσίβλητη, ότι, με την αναγραφή της λέξης «Pathin», δεν αποκαλύπτετο ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως προνοείται στον Ποινικό Κώδικα.

 

Εξετάσαμε με προσοχή τα ενώπιον μας στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων.  Θεωρούμε ως πλέον σημαντικό τον λόγο έφεσης 4, τον οποίο θα εξετάσουμε κατά προτεραιότητα. Στο ερμηνευτικό άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, γίνεται αναφορά στον όρο «επιταγή» και αναφέρεται ότι «επιταγή σημαίνει γραπτή εντολή του εκδότη προς τράπεζα για πληρωμή καθορισμένου ποσού σε ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή σε δικαιούχο κομιστή(Η υπογράμμιση είναι δική μας).  Ο ορισμός της επιταγής προστέθηκε με το άρθρο 2 του Νόμου 164(1) του 2003.  Στον γενικό ορισμό της συναλλαγματικής, όπως περιγράφεται στο Κεφ. 262, αναφέρονται τα εξής:

  

Άρθρο 7(3):  «Όταν ο δικαιούχος είναι εικονικό ή ανύπαρκτο πρόσωπο η συναλλαγματική δύναται να θεωρηθεί ως πληρωτέα στον κομιστή».

 

«Κομιστής» σύμφωνα με το άρθρο 7(2) σημαίνει «το πρόσωπο που έχει στην κατοχή του συναλλαγματική ή γραμμάτιο το οποίο είναι πληρωτέο στον κομιστή» (η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

Επομένως, είναι απαραίτητη προϋπόθεση, σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, για να είναι ένα έγγραφο επιταγή, να αναφέρεται σ' αυτό, ως δικαιούχος, ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο.  Αν ο δικαιούχος είναι εικονικό ή ανύπαρκτο πρόσωπο, η επιταγή μπορεί να θεωρηθεί ως πληρωτέα στον κομιστή.   Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι, στην προκείμενη περίπτωση η συνεργασία που είχε ο Εφεσείων με την προμηθεύτρια εταιρεία, η γνώση του ότι στα αντίστοιχα τιμολόγια ήταν αναγραμμένο το πλήρες όνομα της εταιρείας  Pathin Imports-Exports Company Ltd, αλλά και η συμπλήρωση των επίδικων επιταγών, με την αναφορά σε Pathin στη θέση του δικαιούχου, από τον ίδιον τον Κατηγορούμενο-Εφεσείοντα, ήταν επαρκή στοιχεία για καθορισμό, με εύλογη βεβαιότητα, του δικαιούχου επί των επίδικων επιταγών και, επομένως, ότι οι επίδικες επιταγές συνιστούσαν επιταγές εν τη εννοία του Νόμου.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης δικαιολογούσαν το προαναφερόμενο εύρημα. Επομένως, ικανοποιείτο η προαναφερόμενη προϋπόθεση, που θέτει ο Ποινικός Κώδικας, για να θεωρηθούν οι επίδικες επιταγές ως επιταγές εν τη εννοία του Νόμου και ειδικά του Ποινικού Κώδικα.  Ακόμα, όμως, και αν το όνομα Pathin δεν ανταποκρίνεται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, υπό τις περιστάσεις, οι επίδικες επιταγές ήταν πληρωτέες στον κομιστή.

 

Στην υπόθεση Iacovou Brothers (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε επανεκδίκαση της υπόθεσης, αφού διαπίστωσε λανθασμένο χειρισμό της υπόθεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο,  κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, εφόσον, με βάση τη μαρτυρία στην υπόθεση εκείνη, υπήρχε σύνδεση της παραπονούμενης (δικαιούχου) εταιρείας με τη συναλλαγή στην οποία αφορούσε η πληρωμή δια των επίδικων επιταγών. Στην προκείμενη περίπτωση, η παραπονούμενη, κατ' ισχυρισμό, δικαιούχος εταιρεία είναι η Pathin Imports-Exports Company Ltd, για την οποία, όμως, όπως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο (στη σελίδα 31 της απόφασης του), η Κατηγορούσα Αρχή - Εφεσίβλητη, δεν προσκόμισε μαρτυρία ως προς την ύπαρξη και οντότητά της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως, με τη μαρτυρία των ΜΚ2 και ΜΚ4, ως προς τον τρόπο λειτουργίας της εν λόγω «εταιρείας», και στην απουσία υποβολής ως προς την ανυπαρξία της, εγειρόταν νομικό, μαχητό τεκμήριο κανονικότητας, το οποίο, ουσιαστικά, αποδείκνυε την ύπαρξη της.  Συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση γι' αυτό το ζήτημα.  

 

Επομένως ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης, όπως ήδη αναφέραμε, αφορούν σε κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου-εφεσείοντα να εκπροσωπείται από δικηγόρο της επιλογής του, ενώπιον του δικαστηρίου και κατ΄ επέκταση σε παραβίαση του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη. Το ιστορικό της υπόθεσης, όμως, δείχνει ότι κανένας από τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Όσον αφορά το δικαίωμα του εφεσείοντα να έχει τη βοήθεια δικηγόρου της επιλογής του, τα γεγονότα δείχνουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο του έδωσε κάθε ευκαιρία να εμφανιστεί με δικηγόρο της επιλογής του αλλά ο εφεσείων ουσιαστικά έκαμε κατάχρηση του δικαιώματος αυτού, την οποίαν το  πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά, δεν επέτρεψε να συνεχίσει.   Συγκεκριμένα στις 9.11.2016 ο εφεσείων εμφανίστηκε με δικηγόρο του τον κ. Γεωργίου και άρχισε η ακροαματική διαδικασία.   Την επόμενη δικάσιμο, στις 29.11.2016, ο εφεσείων δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο, λόγω προβλήματος υγείας, και η υπόθεση αναβλήθηκε για συνέχιση στις 19.12.2016.   Στις 19.12.2016 ο εφεσείων και ο τότε δικηγόρος του εμφανίστηκαν, συνέχισε η μαρτυρία του Μ.Κ.1 και η υπόθεση ορίστηκε για συνέχιση στις 9.1.2017.   Στις 9.1.2017 ο εφεσείων δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο, αλλά εμφανίστηκε ο τότε δικηγόρος του και η υπόθεση αναβλήθηκε στις 12.1.2017.   Στις 12.1.2017 και πάλι ο εφεσείων δεν εμφανίστηκε και ενεργοποιήθηκε προηγούμενο ένταλμα σύλληψης εναντίον του.  Η υπόθεση αναβλήθηκε στις 7.2.2017.  Στις 7.2.2017 εμφανίστηκε και πάλι ο τότε δικηγόρος του εφεσείοντα προσκομίζοντας ιατρικό πιστοποιητικό για τον εφεσείοντα.   Η υπόθεση αναβλήθηκε στις 7.3.2017, οπότε και πάλι ο εφεσείων δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο, το δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του και η υπόθεση αναβλήθηκε στις 9.3.2017.  Στις 9.3.2017 και πάλι εμφανίστηκε ο τότε δικηγόρος του εφεσείοντα, στην απουσία του ιδίου, και η υπόθεση αναβλήθηκε για συνέχιση στις 27.3.2017.   Στις 27.3.2017 ο εφεσείων δεν εμφανίστηκε και ο δικηγόρος του ζήτησε άδεια να αποσυρθεί, λόγω κακής επικοινωνίας με τον πελάτη του.   Στις 30.3.2017 το δικαστήριο επιλήφθηκε της υπόθεσης μετά από εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης.  Το δικαστήριο διέταξε όπως ο εφεσείων παραμείνει ελεύθερος υπό όρους.   Η υπόθεση ορίστηκε για συνέχιση στις 11.4.2017 κατά την οποία ο εφεσείων εμφανίστηκε χωρίς δικηγόρο και ζήτησε αναβολή για να διορίσει δικηγόρο.   Το δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση για συνέχιση στις 27.4.2017 για να μπορέσει να διορίσει, στο μεταξύ, νέο δικηγόρο ο εφεσείων.   Το δικαστήριο επέστησε την προσοχή στον εφεσείοντα ότι στις 27.4.2017 η ακρόαση θα συνεχιζόταν και ο νέος δικηγόρος του θα έπρεπε να είναι έτοιμος.  Στις 27.4.2017 ο εφεσείων εμφανίστηκε στο δικαστήριο και πάλι χωρίς δικηγόρο, λέγοντας ότι ο νέος του δικηγόρος ήταν απασχολημένος σε άλλη υπόθεση.  Το δικαστήριο δεν ενέκρινε αίτημα του εφεσείοντα για αναβολή και η Κατηγορούσα Αρχή προχώρησε στην παρουσίαση της μαρτυρίας της Μ.Κ.2.   Ο εφεσείων αντεξέτασε, επί μακρόν, τη μάρτυρα.   Στο τέλος της μαρτυρίας της Μ.Κ.2 ο εφεσείων ζήτησε αναβολή, το δικαστήριο την ενέκρινε και η υπόθεση αναβλήθηκε για συνέχιση στις 9.5.2017.   Στις 9.5.2017 ο εφεσείων επίσης εμφανίστηκε χωρίς δικηγόρο, το δικαστήριο απέρριψε αίτημα του για αναβολή και η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής προχώρησε με τη μαρτυρία των Μ.Κ.3 και Μ.Κ.4, τους οποίους ο εφεσείων δεν αντεξέτασε, παρά τις επισημάνσεις του δικαστηρίου ως προς τις συνέπειες της μη αντεξέτασης.  Με τη συμπλήρωση της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής ο εφεσείων ζήτησε αναβολή για να κάμει εισήγηση για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον του και η υπόθεση αναβλήθηκε στις 25.5.2017 κατά την οποίαν εμφανίστηκε ο νέος δικηγόρος του, κ. Ευσταθίου.

 

Είναι προφανές από τα προαναφερόμενα ότι κανένα νόμιμο ή θεμιτό δικαίωμα του κατηγορούμενου-εφεσείοντα για δίκαιη δίκη και κανένα νόμιμο ή θεμιτό δικαίωμα του για λογική  εκπροσώπησή του από δικηγόρο της επιλογής του, δεν παραβιάστηκε και επομένως και οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης κρίνονται ως αβάσιμοι και απορρίπτονται.  

 

Αναφερόμαστε απλώς σε δύο αποφάσεις, στην Fourri & Others v. Republic (1980) 2 CLR, 152 και στην In re Efthymiou (1987) 1 CLR, 329 στις οποίες τονίστηκε ότι το δικαίωμα του κατηγορούμενου, να εκπροσωπείται από δικηγόρο της επιλογής του, δεν πρέπει να αφεθεί να οδηγήσει τη δίκη σε αποτελμάτωση.     Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να τυγχάνει λογικής χρήσης αλλιώς η διεξαγωγή της δίκης θα εξαρτάτο από τη βούληση του κατηγορούμενου.   Το δικαίωμα του κατηγορούμενου, δυνάμει του Άρθρου 30 του Συντάγματος, αφορά στην κατοχύρωση και τη διασφάλιση δίκαιης δίκης και όχι στην παρεμπόδισή της.  Τα δικαιώματα του Άρθρου 30 πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο συμβατό με την αποτελεσματική άσκηση της δικαστικής λειτουργίας.  Είναι μέσα στα πλαίσια της άσκησης της δικαστικής λειτουργίας, κατά τρόπο δίκαιο, που γίνεται η διακρίβωση των δικαιωμάτων των διαδίκων ή της ποινικής ευθύνης του κατηγορούμενου.

 

Ενόψει των προαναφερομένων όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται ως αβάσιμοι και κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.

        

 

                                                      Π.

                                                     

Δ.

                                            

Δ.

 

 

/EAΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο