ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D127
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 5/19)
3 Απριλίου, 2019
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ (ΚΕΦ. 155) ΑΡΘΡΟ 43(1) ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 43(2) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ (14/1960) ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ.
ΑΙΤΗΤΕΣ: xxx ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ
xxx ΚΥΛΙΛΗ, ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΩΣ
ΑΙΤΗΣΗ ΥΠΟ ΤΟΥ xxx ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ xxx ΚΥΛΙΛΗ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΝΑ ΔΙΑΤΑΣΣΕΤΑΙ Η ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 43 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155.
-------
Αιτητής 1 παρών, εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό εξέταση αίτηση, η οποία καταχωρίστηκε εκ μέρους των δύο παραπονουμένων στο προτεινόμενο κατηγορητήριο, επιδιώκεται η έκδοση διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου για καταχώριση κατηγορητηρίου, ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (ο Νόμος), (Αναφορικά με την Αίτηση της L.C.A. Domiki Ltd, Ποιν. Αιτ. Αρ. 14/18, 2.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:D424) ώστε να εκδικαστούν εναντίον τριών φυσικών προσώπων, δύο κατηγορίες για πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 20, 331, 333 και 335 του Ποινικού Κώδικα.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ενώπιον του οποίου παρουσιάστηκε το κατηγορητήριο για σκοπούς έγκρισης του, εξασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, αρνήθηκε να εκδώσει ανάλογη διαταγή. Οι λόγοι της άρνησης του καταγράφονται στο σχετικό πιστοποιητικό άρνησης διαταγής καταχώρισης κατηγορητηρίου, ποινικό έντυπο αρ. 8, άρθρο 43 ανωτέρω και εστιάζουν κυρίως, στην υπερβολικά μεγάλη καθυστέρηση η οποία σημειώθηκε από τη διάπραξη παράνομων ενεργειών, μέχρι και την κατάθεση του προτεινόμενου κατηγορητηρίου στο Επαρχιακό Δικαστήριο:
«7. Στην προκειμένη περίπτωση, από τις λεπτομέρειες που εκτίθενται στο κατηγορητήριο σε ότι αφορά τα ισχυριζόμενα ποινικά αδικήματα, σε ότι αφορά αυτά στο σύνολο τους, η δίωξη αυτή, αντικειμενικά, έρχεται πολύ καθυστερημένα και ως εκ τούτου, κρίνεται ως ενοχλητική. Σημειώνεται εν προκειμένω, ότι, τα ισχυριζόμενα αδικήματα, είναι αδικήματα που εκδικάζονται συνοπτικά, κάτι που συνεπάγεται ότι, ένας κατηγορούμενος, πρέπει να κατηγορείται και να εκδικάζεται σε ότι αφορά αυτά, όσο το δυνατόν συντομότερα μετά την ισχυριζόμενη διάπραξη τους. Χωρίς να διαφεύγουν της προσοχής μου οι διατάξεις του Άρθρου 88 του Κεφ. 155, που, όταν τα γεγονότα το δικαιολογούν, εγείρουν ζήτημα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδικάσει κατηγορητήριο ένεκα παραγραφής της ευχέρειας για δίωξη του κατηγορουμένου, θεωρώ ότι η αντικειμενικά μακρά και υπερβολική καθυστέρηση που παρατηρείται σε ότι αφορά την υπόθεση αυτή (από την ισχυριζόμενη διάπραξη των αδικημάτων, πέρασαν, περίπου, 9 χρόνια), ανεξαρτήτως των προνοιών του προαναφερόμενου Άρθρου 88 του Κεφ. 155, από μόνη της, δεν δικαιολογεί διαταγή του Δικαστηρίου για καταχώρηση του κατηγορητηρίου βάσει του Άρθρου 43 του Κεφ. 155, καθότι είναι ασυμβίβαστη με την ίδια την φύση και τον σκοπό της συνοπτικής δίκης και το συμφέρον της δικαιοσύνης [βλ. Στέλιος Ευσταθίου ν. Της Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294, R. v. Scunthorpe Justices Ex p. M. (1998) 162 J.P. 635, Dougall v. Crown Prosecution Service [2018] EWHC 1367 (Admin), DPP v. Everest [2005] EWHC 1124 (Admin)].»
Άρνηση, που υποστηρίχθηκε από μια ακόμη παράμετρο: ο εις εκ των αιτητών Κυπριανού έχει καταδικαστεί για αδικήματα παρόμοιας φύσης σε σειρά υποθέσεων, στις οποίες οι προτεινόμενοι κατηγορούμενοι μνημονεύονται ως μάρτυρες κατηγορίας ή φαίνεται ότι είχαν εμπλοκή στα γεγονότα αυτά[1] ώστε «. η έγερση ιδιωτικής δίωξης και ο έλεγχος μιας τέτοιας διαδικασίας από τους φερόμενους ως επηρεαζόμενους και όχι από την ίδια την πολιτεία, κρίνεται από το Δικαστήριο ως μη αρμόζουσα.»[2]
Οι αιτητές θεωρούν ότι λόγω της μεροληπτικής άρνησης και/ή αυθαιρεσίας των αρμοδίων αρχών να διώξουν τους αδικοπραγούντες, κρίθηκε αναγκαία η καταχώριση ιδιωτικής ποινικής δίωξης, προς προστασία των δικαιωμάτων και του εννόμου συμφέροντος τους που επηρεάστηκαν από τις πράξεις των προτεινόμενων κατηγορουμένων (Gouriet v. Union of Post Office Workers and others (1977) 3 All E.R. 70, Ttofinis v. Theocharides and another (1983) 2 C.L.R. 363, Χριστίνα Ρασποπούλου ν. Θεοδώρας Μακρή, Ποινική Έφεση Αρ. 287/15, 11.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:B171).
Το δικαίωμα ιδιώτη να προχωρήσει σε ποινική διαδικασία εκεί όπου οι διωκτικές αρχές δεν επιθυμούν την έναρξη της διαδικασίας αναγνωρίζεται από τη νομολογία ως ένα εχέγγυο κατά της αυθαίρετης ή μεροληπτικής στάσης των διωκτικών αρχών (Ttofinis (ανωτέρω)).
Το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και της μορφοποίησης τελικής κρίσης για έγκριση ή μη της καταχώρισης, δύναται να λάβει υπόψη του σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων: την περίοδο παραγραφής, την πάροδο του χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από τη διάπραξη της παράνομης πράξης μέχρι την κατάθεση του προτεινόμενου κατηγορητηρίου, αυτής καθαυτής της φύσης των αδικημάτων, τη δυνατότητα εναλλακτικής ή πρόσθετης θεραπείας και βεβαίως, την ενόχληση που δυνατόν να προκύψει στο όλο σύστημα της δικαιοσύνης, λόγω της μακράς καθυστέρησης ή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Το δε προτεινόμενο κατηγορητήριο θα πρέπει να είναι διατυπωμένο ορθά και νομότυπα και να συνάδει ευρύτερα με τους σκοπούς της ποινικής δίωξης, ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε σύγχυση ή υπέρμετρη καταπίεση στον προτεινόμενο κατηγορούμενο.
Το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ώστε να εξασκήσει πρωτογενώς την εξουσία που του παρέχει ο Νόμος, με υιοθέτηση και των όσων προωθήθηκαν και πρωτοδίκως δεν ικανοποιεί ή υποστηρίζει την έγκριση του κατηγορητηρίου. Δεν προσθέτει οτιδήποτε νέο ή ενισχυτικό των αιτιάσεων των αιτητών, που παρέμειναν στο φραστικό επίπεδο της παραβίασης των δικαιωμάτων των αιτητών και «αυθαιρεσίας και παρανομίας των αρμοδίων αρχών να αποστούν από την ποινική δίωξη» των αδικοπραγούντων, R. v. West London Justices ex p. Klahn (1979) 2 All E.R. 221, όπως υιοθετήθηκε στην Αγγελίδης, Ποιν. Αιτ. Αρ. 17/2018, 6.12.2018.
Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση εις ουδέν απαντά ως προς το χρόνο που διέρρευσε από την «άγνωστη για τους παραπονούμενους ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων», η οποία με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση τοποθετείται το 2010, μέχρι το χρόνο που αποτάθηκαν στο Δικαστήριο, παρά μόνο αόριστα προσπαθούν να τη δικαιολογήσουν «επιπλέον ήταν αδύνατο να εξεύρουμε τα πραγματικά πρωτογενή στοιχεία .για τους γνωστούς λόγους .». Ομοίως δεν δόθηκαν λεπτομέρειες ή στοιχεία για τις άλλες ποινικές υποθέσεις, όπου ο αιτητής Κυπριανού ήταν κατηγορούμενος και οι προτεινόμενοι κατηγορούμενοι υπήρξαν μάρτυρες κατηγορίας ή φαίνεται να είχαν εμπλοκή στα γεγονότα.
Η δε έγερση ιδιωτικής δίωξης και ο έλεγχος μιας τέτοιας διαδικασίας από τους ίδιους τους αιτητές/προτιθέμενους κατήγορους μετά την πάροδο εξαιρετικά μεγάλου χρονικού διαστήματος να κρίνεται απρόσφορη και ενοχλητική.
Υπό το φως των ως άνω δεδομένων, σε συνάρτηση και αναφορά με τη συνοπτική φύση της ποινικής διαδικασίας, καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η παραχώρηση άδειας για καταχώριση του κατηγορητηρίου.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/φκ
[1] Κύπρος Κυπριανού ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 50/16, 19.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B262, Κύπρος Κυπριανού ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 234/16, 13.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B73, Κύπρος Κυπριανού ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 318/15, 7.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:B285.
[2] ΣΠΕ Λακατάμειας-Δευτεράς Λτδ ν. Κυριάκου Ανδρέου, Ποινική Έφεση Αρ. 84/15, 3.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:B64.