ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ΠΑΝΙΚΚΟΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ ν. ΣΥΜΕΩΝ ΚΟΚΚΙΝΗΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 247/2011, 17/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:A179
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σάββα Σάββα (1998) 2 ΑΑΔ 224
Ευαγγέλου Νίκος ν. Aστυνομίας (Αρ. 1) (2000) 2 ΑΑΔ 72
Iωάννου Mαρία και Άλλη ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 657
Βασιλείου Αντώνης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 104
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΦΕΛΛΑ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.: 256/2018, 16/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:B430
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤHN ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Ι.Ι., Πολιτική Αίτηση Αρ. 3/2023, 26/1/2023, ECLI:CY:AD:2023:D33
Μ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 149/2019, 20/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:B358
ECLI:CY:AD:2019:B154
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 273/2017)
22 Απριλίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
KIREEV xxx,
Εφεσείων
- ν. -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
---------------------------------------------
Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Θ. Παπανικολάου με Χρ. Πρόξενου (κα), για την Εφεσίβλητη.
-----------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε μια και μοναδική κατηγορία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για επίθεση κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά παράβαση του άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, επί τω ότι στις 17.1.2016 στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού στην Καλαβασό της επαρχίας Λάρνακας, επιτέθηκε κατά του οργάνου τήρησης της τάξης Αστυφύλακα xxx6 Σ. Μ. κατά την κανονική εκτέλεση των καθηκόντων του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα στην εν λόγω κατηγορία στη βάση της μοναδικής μαρτυρίας που προσφέρθηκε και που ήταν αυτή του πιο πάνω αστυφύλακα, ο οποίος και κρίθηκε να ήταν άμεσος και σταθερός στις απαντήσεις του, φυσικός και χωρίς υπεκφυγές. Αφού υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του, Τεκμήριο 1, ήταν η θέση του ότι ανέκοψε το όχημα που οδηγούσε ο εφεσείων παρά την Καλαβασό εφόσον αυτό οδηγείτο με ταχύτητα 147 χαω αντί 100 χαω. Ο εφεσείων έδωσε στο πρόσωπο που ήταν με το μάρτυρα, Αστυφύλακα xxx8 Π. Σ., αγγλική άδεια οδηγού ζητώντας από το εν λόγω πρόσωπο να μιλήσει σε ανοικτή ακρόαση με φίλο του εφεσείοντα που ισχυρίστηκε ότι ήταν αστυνομικός. Στην άρνηση του Αστυφύλακα xxx8 να το πράξει, ο εφεσείων άρπαξε την άδεια οδηγού από αυτόν και όταν ο αστυφύλακας xxx6 τον πλησίασε για να ζητήσει άδεια οδηγού ή δελτίο ταυτότητας, ο εφεσείων άρχισε να ομιλεί στα ρωσικά λέγοντας ότι δεν θα του έδινε οποιοδήποτε στοιχείο. Ενώ ο εν λόγω αστυφύλακας του ζήτησε να ηρεμήσει, ο εφεσείων τον κτύπησε στο δεξιό του χέρι. Στην σκηνή έφθασε και ο Λοχίας xxx, προσπαθώντας να ηρεμήσουν όλοι μαζί τον εφεσείοντα, ο δε Αστυφύλακας xxx6 τον πληροφόρησε ότι ήταν υπό σύλληψη για το αδίκημα της επίθεσης κατά αστυνομικού.
Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τα όσα ο εφεσείων κατέθεσε που ήσαν ότι οι αστυνομικοί που τον ανέκοψαν για έλεγχο δεν του συμπεριφέρθηκαν με καλό τρόπο, ο ένας δε εξ αυτών του επιτέθηκε προσπαθώντας να τον αρπάζει από το πουκάμισο και να τον κατεβάσει από το όχημα του. Απαντούσε, σύμφωνα με την αξιολόγηση του Δικαστηρίου, επιγραμματικά στις ερωτήσεις κατά την αντεξέταση προσπαθώντας να λέγει όσον το δυνατό λιγότερα, δίνοντας την εντύπωση ότι προσπαθούσε να απεκδυθεί οποιασδήποτε αξιόποινης συμπεριφοράς, όπως προέκυπτε, από την όλη στάση και συμπεριφορά στο εδώλιο του κατηγορούμενου. Για πρώτη φορά ανέφερε στην κύρια εξέταση του ότι είχε ζητήσει από τον αστυφύλακα να επιταχύνει τη διαδικασία διότι βρισκόταν καθ΄ οδόν προς το αεροδρόμιο για να παραλάβει τη σύζυγο του και είχε αργήσει. Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε στο Δικαστήριο η θέση του εφεσείοντα ότι μετά που έκλεισε το παράθυρο του οχήματος του και μετά παρέλευση πέντε λεπτών, ήλθε άλλος αστυνομικός και τότε μόνο άνοιξε το παράθυρο. Για πρώτη φορά επίσης τέθηκε από τον εφεσείοντα ο ισχυρισμός ότι κάποιος Κ. που ήταν φίλος του αστυνομικός του είπε σε ανοικτή ακρόαση να παραμείνει στο όχημα και θα καλούσε κάποιο να μεταβεί επί τόπου. Τέτοιος αστυνομικός ή άλλος μάρτυρας δεν κλήθηκε από τον εφεσείοντα.
Το Δικαστήριο, όπως ήδη λέχθηκε, προέβηκε σε ευρήματα στη βάση των όσων ο μάρτυρας κατηγορίας ανέφερε, αφού δε ανέλυσε το αδίκημα της επίθεσης, κατέληξε στην καταδίκη του εφεσείοντα επί τω ότι η ενέργεια του εφεσείοντα να κτυπήσει τον μάρτυρα κατηγορίας στο χέρι ενώ αυτός ζητούσε τα στοιχεία του, ήταν παράνομη και συνιστούσε επίθεση που έλαβε χώραν κατά την κανονική εκτέλεση των καθηκόντων του αστυνομικού οργάνου.
Το παράπονο του εφεσείοντα αφορά στη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η αιτιολογία που έδωσε το Δικαστήριο για να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα ήτα πλημμελής, ερχόμενη σε σύγκρουση με την κοινή λογική διότι δεν ήταν δυνατό για το Δικαστήριο από τον τρόπο απάντησης του εφεσείοντα που ήταν όντως λακωνικός, να κατάληγε στο συμπέρασμα ότι προσπαθούσε να λέει όσο γίνεται πιο λίγα και ότι η συμπεριφορά και στάση του έδειχναν άνθρωπο που ήθελε να αποφύγει τις ευθύνες του. Το Δικαστήριο επίσης αγνόησε παντελώς την κατάθεση του Αστυφύλακα xxx8, ο οποίος αναγραφόταν στον πίνακα μαρτύρων επί του κατηγορητηρίου, αλλά δεν κλήθηκε να καταθέσει. Η κατάθεση, όμως, τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμήριο 4 από τον ίδιο τον εφεσείοντα στην οποία ο καταθέτων Αστυφύλακας xxx8 πουθενά δεν ανέφερε ότι ο εφεσείων άρπαξε την άδεια οδηγού από το χέρι του, ούτε ανέφερε ότι ο εφεσείων μιλούσε ρωσικά στο μάρτυρα κατηγορίας ή ότι δεν θα του έδινε οποιοδήποτε στοιχείο. Αντίθετα ανέφερε ότι μόλις ανεκόπη ο εφεσείων του έδωσε Αγγλική άδεια οδηγού και μετά τη σύλληψη, του έδωσε και την Κυπριακή ταυτότητα του. Η μη αξιολόγηση του εν λόγω τεκμηρίου αποτέλεσε σφάλμα από το πρωτόδικο Δικαστήριο διότι έδινε μια διαφορετική διάσταση επί των γεγονότων από τα δύο αστυνομικά όργανα που ήταν παρόντες στο συγκεκριμένο περιστατικό.
Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης είναι ότι ήταν ορθή η αξιολόγηση και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση των όσων είχε ενώπιον του και υπό το φως του δεδομένου ότι η κατάθεση Τεκμήριο 4 δεν είχε χορηγηθεί στο Δικαστήριο για την αλήθεια του περιεχομένου της. Επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι χρησιμοποιείτο ως πραγματική εκδοχή των γεγονότων και ούτε μπορούσε να μετατραπεί σε αποδεικτικό στοιχείο. Η μη αναφορά ή σχολιασμός του εν λόγω Τεκμηρίου από το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακύρωση της καταδίκης γιατί δεν ήταν ουσιαστικής μορφής και δεν μπορούσε να προσδοθεί σε αυτή βαρύτητα. Στη βάση της νομολογίας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην πρωτόδικη αξιολόγηση, δεν στοιχειοθετήθηκε από τον εφεσείοντα καλός λόγος για να ανατραπούν τα σχετικά ευρήματα.
Η νομολογία είναι γνωστή. Εναπόκειται στην κατηγορούσα αρχή να προσφέρει αξιόπιστη μαρτυρία, τέτοια που να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για την ενοχή ενός κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Παρόλο που δεν έχουν εγερθεί τα όσα ακολουθούν λόγω της συνοπτικής φύσης εκδίκασης της υπόθεσης εντούτοις ως γενική αρχή η κατηγορούσα αρχή έχει ταυτόχρονα την υποχρέωση να προσφέρει στο Δικαστήριο όλη τη μαρτυρία που διαθέτει και αυτό πρωτίστως περιλαμβάνει όλους τους μάρτυρες κατηγορίας που αναγράφονται στο κατηγορητήριο. Εάν δεν το πράξει, οφείλει να προσφέρει τους μάρτυρες που δεν επιθυμεί να καλέσει για αντεξέταση από την υπεράσπιση. Η ύπαρξη μάρτυρα εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής εξυπακούει και προϋποθέτει την εκ μέρους του μάρτυρα συνεργασία και λήψη κατάθεσης απ΄ αυτόν ώστε να είναι διαθέσιμη προς την υπεράσπιση, (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104).
Εξαίρεση στην πιο πάνω υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάσει όλους τους μάρτυρες, ακόμη και αυτούς των οποίων η μαρτυρία δυνατόν να περιέχει βοηθητικά στοιχεία προς τον κατηγορούμενο, αποτελεί η περίπτωση όπου η κατηγορούσα αρχή κρίνει, και είναι δική της η ευθύνη, ότι ο μάρτυρας δεν θα γίνει πιστευτός και στη μαρτυρία του οποίου δεν προτίθεται επομένως να βασιστεί, (Ιωάννου και Ηρακλέους ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 657, R. v. Oliva (1965) 49 Cr. App. R. 298, Brown v. Brown (1997) 1 Cr. App. R. 112 και Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612).
Τα πιο πάνω ισχύουν στις περιπτώσεις όπου η κατηγορία εισάγεται στο Κακουργιοδικείο οπότε και ακολουθείται ο τύπος του κατηγορητηρίου που αναφέρεται στο άρθρο 109 του Κεφ. 155, η παράγραφος (δ) του οποίου θεσμοθετεί την αναγραφή στο κατηγορητήριο των ονομάτων των μαρτύρων τους οποίους η κατηγορούσα αρχή προτίθεται να καλέσει. Το αντίστοιχο άρθρο 38 με πλαγιότιτλο («Τύπος κατηγορητηρίου») δεν εμπεριέχει αντίστοιχη πρόνοια. Ούτε και το επόμενο άρθρο 39 (με πλαγιότιτλο «Διατάξεις αναφορικά με τη σύνταξη κατηγορητηρίου») επιβάλλει τέτοια υποχρέωση. Σε συνοπτικές δίκες, δηλαδή, δίκες που δεν εκδικάζονται από Κακουργιοδικείο (η διαφορά αναφέρεται στους αντίστοιχους ορισμούς του άρθρου 2 του Κεφαλαίου 155), η αναγραφή των μαρτύρων κατηγορίας στο κατηγορητήριο προερχόμενη από πρωτοβουλία της κατηγορούσας αρχής δεν επάγεται και υποχρέωση κλήσης τους, (Γενικός Εισαγγελέας ν. Σάββα (1998) 2 Α.Α.Δ. 224 και Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ 17).
Είναι όμως ευρύτερη η υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να διαθέσει προς την υπεράσπιση όλη την αξιόπιστη μαρτυρία της. Ακόμη και αν δεν την καλέσει, αποτελεί δικαίωμα της υπεράσπισης να καλεί μάρτυρα το όνομα του οποίου υπάρχει στο κατηγορητήριο, (Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας - ανωτέρω -). Η συνοπτικότητα της δίκης δεν εξαλείφει την υποχρέωση αυτή διότι αντικειμενικός σκοπός δεν είναι η καταδίωξη, αλλά η δίωξη προς ενδεχόμενη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας. Είναι δε ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 38 αναφέρεται σε κατηγορία που υπογράφεται και από «Κυβερνητικό Τμήμα», γεγονός που δείχνει το ήσσονο, συνήθως, των σχετικών κατηγορητηρίων. Όμως η υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής παραμένει στη βάση του άρθρου 7 του Κεφ. 155, να διαθέσει στον κατηγορούμενο όλες τις καταθέσεις και έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε μαρτυρία που δόθηκε θεληματικώς, αλλά και καθηκόντως εφόσον ο Αστυφ. xxx8 είναι αστυνομικό όργανο και ήταν παρών στο επεισόδιο που οδήγησε τελικά στην πρόσαψη κατηγορίας. Εμφανιζόταν ως μάρτυρας στο κατηγορητήριο, αλλά η κατηγορούσα αρχή ούτε τον κάλεσε, ούτε τον προσέφερε, σύμφωνα με τα τηρηθέντα πρακτικά.
Η υπεράσπιση επέλεξε να μην τον καλέσει, ως είχε δικαίωμα, παρόλο που κατά το κλείσιμο της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής λέχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι θα το σκεφτόταν. Κατέθεσε όμως τη γραπτή του δήλωση ως Τεκμήριο 4, αφού βρισκόταν στην κατοχή του εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της κυρίως εξέτασης του. Ως ορθά λέχθηκε από το συνήγορο του, η γραπτή δήλωση του Αστυφύλακα xxx8 κατατέθηκε ως εξ ακοής μαρτυρία η βαρύτητα της οποίας εναπόκειτο στο Δικαστήριο. Σχετική αρχική ένσταση από την κατηγορούσα αρχή διερωτούμενη ως προς το σκοπό της εν λόγω παρουσίασης, αποσύρθηκε όταν διευκρινίστηκε ότι πρόκειτο για εξ ακοής μαρτυρία η οποία θα αξιολογείτο αναλόγως από το Δικαστήριο. Ήταν όμως μαρτυρία, πλην όμως, ουδόλως μνημονεύθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση σου, έστω και ακροθιγώς.
Σύμφωνα με την τροποποίηση που επήλθε στον περί Αποδείξεως Νόμο αρ. 32(Ι)/2004, επιτρέπεται η κατάθεση εξ ακοής μαρτυρίας υπό την προϋπόθεση ότι ικανοποιούνται οι λόγοι που εξειδικεύονται στο Νόμο, το δε αποδεκτό της μαρτυρίας δεν πρέπει να συγχέεται με τη βαρύτητα που πρέπει να αποδίδεται σ΄ αυτή. Όπως τονίστηκε και στις Κοκκίνης ν. Κοκκίνης, Πολ. Έφ. αρ. 247/2011, ημερ. 17.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A179, και Ελένη Χαρένια & Σια Ε.Ε. ν. Σιδέρη, Πολ. Έφ. αρ. 70/2012, ημερ. 4.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:A219, η επελθούσα τροποποίηση διατηρώντας και διαφυλάσσοντας τα δικαιώματα των διαδίκων, έδωσε τη δυνατότητα στο Δικαστήριο σε μια σύγχρονη αντιμετώπιση των θεμάτων απόδειξης να αποδέχεται μαρτυρία που είναι βεβαίως σχετική με τα επίδικα θέματα, έστω και εάν είναι εξ ακοής, ώστε η αξιολόγηση της όλης διαθέσιμης μαρτυρίας να γίνεται σφαιρικά και ανάλογα με το βαθμό αμεσότητας της. Κατά το άρθρο 27(1) του Κεφ. 9, η εξ ακοής μαρτυρία κρίνεται ως προς την αποδεικτική της αξία στη βάση αριθμού κριτηρίων που καθορίζονται στο εδάφιο (2) αυτού, κατά δε το εδάφιο (3), προς αξιολόγηση της βαρύτητας λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε.
Το Τεκμήριο 4 που αποτελεί την κατάθεση του αστυφύλακα xxx8, περιέχει θέσεις που αν αξιολογούνταν πρωτοδίκως ενδεχομένως να έδιδαν άλλη διάσταση στη μαρτυρία του Αστυφύλακα xxx6 από πλευράς αξιολόγησης της ποιότητας της. Η μαρτυρία του Αστυφύλακα xxx8 ήταν πλέον άμεση από αυτή του συναδέλφου του αφού πρώτος αυτός πλησίασε τον εφεσείοντα. Σε εμφανή διάσταση με τον Αστυφύλακα xxx6, παρουσιάζεται ότι ο εφεσείων ήταν ευγενής και ότι του παρέδωσε αμέσως με την αναζήτηση της, την Αγγλική άδεια οδηγού. Δεν αναφέρεται καθόλου ότι ο εφεσείων μιλούσε Ρωσικά ή ότι άρπαξε διά της βίας την άδεια οδηγού από τον Αστυφύλακα xxx6. Αναφέρεται ότι ο εφεσείων κτύπησε στο χέρι τον εν λόγω Αστυφύλακα, αλλά ως αιτιολογία φαίνεται απλώς ότι ήταν επειδή ζήτησε από τον εφεσείοντα να μιλά χαμηλόφωνα.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν έκρινε σκόπιμο να αναφερθεί στο Τεκμήριο 4 και το περιεχόμενο του, αν μη τι άλλο για να αποφασίσει ως προς τη βαρύτητα που θα του έδιδε. Υπενθυμίζεται ότι ο Αστυφύλακας xxx8 ήταν εκείνος που πρώτος πλησίασε και συνομίλησε με τον εφεσείοντα, και δεν παρουσιάζεται από την κατάθεση ότι αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε στοιχεία. Προέκυπταν σίγουρα ερωτηματικά ως προς διάφορα θέματα όπως το λόγο που ενώ έδωσε την Αγγλική άδεια οδηγού, ο εφεσείων, κατά τη θέση του αστυνομικού οργάνου, άρχισε να μιλά μεγαλόφωνα ή πώς και για ποιο λόγο ο εφεσείων «άρπαξε» από το χέρι του Αστ. xxx8 την άδεια οδηγού που ο ίδιος είχε αυτοβούλως δώσει αμέσως σ΄ αυτόν. Αυτό δεν το λέει ούτε ο Αστ. xxx8, παρά μόνο ο Αστ. xxx6.
Αναμφίβολα, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4, το Δικαστήριο αποστέρησε από τον εαυτό του τη δυνατότητα να προβεί σε μια ορθή και σφαιρική ανάλυση του συμβάντος. Αυτό καθιστά την καταδίκη του εφεσείοντα ακροσφαλή. Στην υπόθεση Liverpool Crown Court ex parte Roberts (1986) Crim. L.R. 622, το High Court ακύρωσε την καταδίκη του κατηγορούμενου για επίθεση εναντίον αστυνομικού διότι η υπεράσπιση του ήταν ότι το αστυνομικό όργανο ήταν που τον είχε σπρώξει ή κτυπήσει με το κεφάλι και όχι αντίστροφα. Η κατηγορούσα αρχή είχε αμελήσει να πληροφορήσει την υπεράσπιση ότι ο αστυνομικός είχε προηγουμένως πει στον αξιωματικό του ότι δεν γνώριζε τι είχε συμβεί, αλλά πρέπει να υπήρξε «a clash of heads».
Εδώ δεν είναι περίπτωση όπου η μη κλήτευση μάρτυρα δεν επηρεάζει το συμπαγές της καταδίκης λόγω του ότι η υπόλοιπη μαρτυρία ήταν ικανοποιητική (Νίκος Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 72. Το πρόβλημα στη παρούσα είναι η μη αξιολόγηση διαθέσιμης μαρτυρίας, έστω υπό τύπο κατάθεσης.
Τόσο η φύση του αδικήματος, όσο και ο χρόνος που έχει παρέλθει δεν δικαιολογούν επανεκδίκαση της υπόθεσης. Άλλωστε, δεν είναι ορθό να δίδεται δεύτερη ευκαιρία στην κατηγορούσα αρχή να διορθώνει τα δικά της λάθη.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στο σύνολο της. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάττεται της κατηγορίας.
Δ.
Δ.
Δ.