ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Taghi Seyed Bayati Hosseiny ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 1 ΑΑΔ 636, ECLI:CY:AD:2016:D123
Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 286
Παπαευσταθίου Σάββας ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 39
Χριστοδούλου Σκεύη ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 22
Χαραλάμπους Παναγιώτης Κώστα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 19
Ιωσήφ άγγελος ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χαράλαμπου Ττίγκη και Άλλων (2013) 2 ΑΑΔ 134
Αργυρίδης Θεόδωρος και Άλλοι ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 449
Eazadi Abdulah Majid ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 238, ECLI:CY:AD:2015:B270
Σώζου Πωλ ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 260, ECLI:CY:AD:2016:B178
Δάφνη Αριστοδήμου ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση 121/17, 21/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311
ΜΙΛΤΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ.153/2017, 27/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:D321
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 168/2016, 19/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:B176
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:B133
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 222/2017
9 Απριλίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείων
και
1. χχχχ Ιορδάνους
2. χχχχ Κυριάκου
Εφεσίβλητοι
*******************************
΄Ελενα Κληρίδου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα - Εφεσείοντα
Ηλίας Στεφάνου με Μάριο Σπύρου, για Εφεσίβλητο 1
Γιώργος Παπαϊωάννου με Πάνο Παφίτη, για Εφεσίβλητο 2
*******************************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
****************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Oι εφεσίβλητοι 1 και 2 μετά από αλλαγή απάντησης από μη παραδοχή σε παραδοχή βρέθηκαν ένοχοι σε 142 κατηγορίες, 47 εκ των οποίων αφορούσαν σε αδικήματα για πλαστογραφία τιμολογίου, 47 σε αδικήματα για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, 47 σε αδικήματα για ψευδή καταχώρηση από αξιωματούχους εταιρείας και μια για απόπειρα εξασφάλισης χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στους εφεσίβλητους την ποινή φυλάκισης των 9 μηνών για κάθε κατηγορία της πλαστογραφίας τιμολογίου, των 9 μηνών για κάθε κατηγορία της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, των 15 μηνών για κάθε κατηγορία της ψευδούς καταχώρησης από αξιωματούχους εταιρείας και των 12 μηνών στις κατηγορία για απόπειρα εξασφάλισης χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων. Οι ποινές φυλάκισης να συνέτρεχαν. Προχώρησε στη συνέχεια και ανέστειλε την ποινή φυλάκισης για περίοδο τριών ετών.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε την ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή και ότι ασκήθηκε λανθασμένα η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου με την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, εφόσον δεν εδικαιολογείτο από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά των εφεσιβλήτων.
Κρίνουμε σκόπιμο, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης, ενόψει της φύσης των αδικημάτων και του τρόπου διάπραξης τους, να παραθέσουμε κατωτέρω αυτούσια τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως είχαν εκτεθεί από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής και τα οποία θεωρήθηκαν αδιαμφισβήτητα από το Δικαστήριο:
«Στα πλαίσια της λειτουργίας της Εταιρείας ΟΣΕΛ, τον Δεκέμβριο του 2009 υπογράφτηκε με το Κράτος σύμβαση, με βάση την οποία ανατίθετο στην Εταιρεία ΟΣΕΛ δικαίωμα να αναλάβει τις δημόσιες αστικές συγκοινωνίες στην Επαρχία Λευκωσίας για πρώτη περίοδο δέκα ετών. Η Εταιρεία ΟΣΕΛ αποτελείται από διάφορους μετόχους, οι οποίοι είναι είτε φυσικά πρόσωπα είτε άλλες εταιρείες που ασχολούνται με λεωφορεία. Όλοι οι μέτοχοι συμμετέχουν με το δικό τους μετοχικό κεφάλαιο. Ο Κατηγορούμενος 1 συμμετείχε με την εταιρεία του ΠΕΑΛ Η ΕΛΗΑ ΛΤΔ, ενώ ο Κατηγορούμενος 2 με την ΠΕΑΛ Η ΦΙΛΙΑ ΛΤΔ. Με βάση τη σύμβαση, κάθε μήνα η Εταιρεία ΟΣΕΛ έστελνε ειδοποίηση απαίτησης πληρωμής στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών, στο οποίο αναγραφόταν το ποσό που θα έπρεπε να πληρώσει το Κράτος για τις υπηρεσίες που πρόσφερε η Εταιρεία ΟΣΕΛ. Βάσει αυτής της ειδοποίησης, το Τμήμα Οδικών Μεταφορών έκαμνε το σχετικό έμβασμα στον ειδικό λογαριασμό με αρ. 486 της Εταιρείας ΟΣΕΛ που διατηρείται στην Τράπεζα Κύπρου. Η ειδοποίηση απαίτησης είναι ένα ηλεκτρονικό φύλλο, όπου κάθετα φαίνονται όλα τα δρομολόγια και οριζόντια αναγράφεται ο αριθμός των δρομολογίων για κάθε μέρα του μήνα. Επίσης, σε αυτό φαίνεται και η κατηγορία στην οποία ανήκει το λεωφορείο. Περαιτέρω, σε αυτό υπάρχει συνοπτική κατάθεση, η οποία παρουσίαζε το συνολικό ποσό που έπρεπε να καταβάλει το Κράτος στην Εταιρεία ΟΣΕΛ για τις υπηρεσίες του μήνα.
Το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, μετά από δικούς του απαιτούμενους ελέγχους, ζητούσε κάθε μήνα από την Εταιρεία ΟΣΕΛ την έκδοση σχετικού τιμολογίου για πληρωμή. Το τιμολόγιο αυτό εκδιδόταν για το Τμήμα Οδικών Μεταφορών και το ποσό διέφερε από μήνα σε μήνα. Στα λογιστικά τους βιβλία, με την έκδοση του τιμολογίου αυτού χρεωνόταν ο λογαριασμός του Τμήματος Οδικών Μεταφορών και πιστωνόταν ο αντίστοιχος λογαριασμός των εσόδων της Εταιρείας ΟΣΕΛ. Μετά το έμβασμα του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, στα βιβλία της Εταιρείας ΟΣΕΛ πιστωνόταν ο λογαριασμός του Τμήματος Οδικών Μεταφορών και χρεωνόταν ο ειδικός λογαριασμός της Εταιρείας ΟΣΕΛ. Μετά το εν λόγω έμβασμα, η Εταιρεία ΟΣΕΛ προχωρούσε στις πληρωμές των διαφόρων εξόδων της.
Στις 19/10/2012 παραλήφθηκε επιστολή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων σχετικά με πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων από μέρους της Εταιρείας ΟΣΕΛ. Στις 24/10/2012 διενεργήθηκε έρευνα, δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας, στα γραφεία και υποστατικά της Εταιρείας ΟΣΕΛ, στην παρουσία του λογιστή της τελευταίας, xxxx Αντωνίου, καθώς και του Κατηγορουμένου 1. Κατά τη διάρκεια της έρευνας κατασχέθηκαν τα εξής τεκμήρια:
1) Σαράντα επτά τιμολόγια της εταιρείας Ram Oil Cyprus Limited της Βιομηχανικής Περιοχής Ιδαλίου με αρ. 00301-00329 και 00331-00348 που αφορούσαν πλύσιμο, γρασάρισμα και πετρέλαιο λεωφορείων, συνολικού ποσού €89.189,40 (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.). Αυτά αφορούσαν κυρίως το έτος 2010 και περιλήφθηκαν στους λογαριασμούς του έτους 2010 σαν προβλέψεις εξόδων. Στα εν λόγω τιμολόγια αναφέρονται πολλοί αριθμοί λεωφορείων και ότι έχουν καύσιμα, γρασάρισμα και πλύσιμο ανά ημέρα.
2) Έκθεση και οικονομικές καταστάσεις της Εταιρείας ΟΣΕΛ για την περίοδο από 25/11/2009 έως και τις 31/12/2010.
3) Κατάσταση λογαριασμού που η Εταιρεία ΟΣΕΛ διατηρούσε στην Τράπεζα Κύπρου.
Κατά τη λήψη κατάθεσης από τον εν λόγω λογιστή, xxxx Αντωνίου, αυτός αναγνώρισε τα προαναφερθέντα σαράντα επτά τιμολόγια και ανέφερε ότι, σύμφωνα με το περιεχόμενό τους, αφορούν κυρίως καύσιμα και άλλες υπηρεσίες σε λεωφορεία που χρησιμοποιεί η Εταιρεία ΟΣΕΛ. Οι ημερομηνίες που αναγράφονται σε αυτά είναι ως οι Λεπτομέρειες των Αδικημάτων.
Στις 30/10/2012, δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας, ερευνήθηκε το πρατήριο καυσίμων της ΕΚΟ-RAM OIL της Βιομηχανικής Περιοχής Ιδαλίου, με σκοπό την ανεύρεση των βιβλιαρίων/μπλοκ αποδείξεων, χωρίς όμως να εντοπιστούν. Λήφθηκε κατάθεση από τον διαχειριστή του πρατηρίου, xxxx Μοδέστου, ο οποίος ανέφερε ότι τα τελευταία πέντε χρόνια ήταν συνδιαχειριστής του πρατηρίου υγρών καυσίμων της ΕΚΟ στην Βιομηχανική Περιοχή Ιδαλίου. Το πρατήριο ανήκει στην ΕΚΟ όσον αφορά τις κτιριακές εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα (αντλίες κλπ), αλλά τη διαχείριση ανέλαβε η εταιρεία RAM OIL CYPRUS LTD, η οποία είναι αδελφή εταιρεία της ΕΚΟ. Ο xxxx Μοδέστου, ο xxxx Προδρόμου, ο xxxx Ιωάννου και ο Κατηγορούμενος 2 έχουν την εταιρεία K.P.A. ALIKOS LTD, η οποία ανέλαβε σαν υπεργολάβος τη διαχείριση του εν λόγω πρατηρίου. Ο xxxx Μοδέστου και ο xxxx Προδρόμου είναι τα άτομα που στην κυριολεξία λειτουργούν το πρατήριο και διευθύνουν τη λειτουργία του. Ο Κατηγορούμενος 2 και ο xxxx Ιωάννου είναι μέτοχοι στην εταιρεία K.P.A. ALIKOS LTD με ποσοστό 25%, αλλά δεν ασχολούνται με τη διαχείριση και λειτουργία του πρατηρίου. Επισκέπτονται το πρατήριο τακτικά απλά για να βάλουν καύσιμα και να πιουν καφέ. Περί το 2010, ο Κατηγορούμενος 2, ο οποίος είναι και μέτοχος στην Εταιρεία ΟΣΕΛ, τους ανέφερε ότι αριθμός λεωφορείων θα πήγαινε στο πρατήριο για καύσιμα, πλύσιμο, γρασάρισμα και AD Blue για τα καινούρια και αυτοί ανέλαβαν να τους εξυπηρετούν. Όταν πήγαιναν εκεί τα λεωφορεία για καύσιμα κλπ. εκτύπωναν απόδειξη πληρωμής. Τις αποδείξεις αυτές τις φύλαγαν και στο τέλος κάθε μέρας πήγαινε ο Κατηγορούμενος 2 και τους πλήρωνε με μετρητά. Ο Κατηγορούμενος 2 έπαιρνε όλες τις αποδείξεις. Πάντα η διαδικασία αυτή εκ μέρους της Εταιρείας ΟΣΕΛ γινόταν από τον Κατηγορούμενο 2. Γι' αυτή τη διευθέτηση μίλησε ο Κατηγορούμενος 2 μαζί με τον xxxx Προδρόμου. Για την Εταιρεία ΟΣΕΛ δεν έχουν μερίδα και ποτέ δεν τους παραχώρησαν καύσιμα επί πιστώσει. Ουδέποτε εξέδωσαν τιμολόγια προς την Εταιρεία ΟΣΕΛ. Τους παρουσιάστηκαν τα τιμολόγια της RAM OIL CYPRUS LTD της Βιομηχανικής Περιοχής Δαλίου με αρ. 00301-00348, πλην του 00330 που αφορά πλύσιμο, γρασάρισμα και πετρέλαιο σε ένα πολύ μεγάλο αριθμό οχημάτων. Αναγνώρισε ότι αυτά είναι του πρατηρίου τους, αλλά σε κανένα από αυτά δεν υπάρχει η υπογραφή είτε του xxxx Μοδέστου είτε του xxxx Προδρόμου, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που θα μπορούσαν να εκδίδουν τέτοια τιμολόγια. Επίσης, ο γραφικός χαρακτήρας σε αυτά δεν ανήκει είτε στον xxxx Μοδέστου είτε στον xxxx Προδρόμου ή σε οποιοδήποτε άλλο υπάλληλο που εργάστηκε στο πρατήριό τους από το 2010 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2012. Τα τιμολόγια αυτά έχουν λάθη, καθώς δεν αναγράφεται η ποσότητα των λίτρων και η τιμή μονάδας για τα καύσιμα. Το πλύσιμο του κάθε λεωφορείου κατά την περίοδο αυτό ήταν €14, αλλά αργότερα, βάσει συμφωνίας με την Εταιρεία ΟΣΕΛ, καθορίστηκε στα €10. Το γρασάρισμα κάθε λεωφορείου στοίχιζε από €5 μέχρι €15 για μεγάλα οχήματα. Ουδέποτε περιήλθαν στην αντίληψη του xxxx Μοδέστου τα εν λόγω τιμολόγια. Στις 25/10/2012 ο xxxx Προδρόμου τηλεφώνησε στον xxxx Μοδέστου και του είπε ότι ο Κατηγορούμενος 2 είχε μιλήσει μαζί του και του ανέφερε ότι πήρε από το πρατήριό τους μπλοκ τιμολογίων, χωρίς να το γνωρίζουν, και εξέδωσε τιμολόγια για τα καύσιμα που έβαλαν «τότε» στα λεωφορεία. Του ανέφερε, επίσης, ότι τα εν λόγω τιμολόγια λείπουν από το πρατήριο. Συζήτησε με τον xxxx Προδρόμου ότι δεν ήταν σωστό αυτό που έκανε ο Κατηγορούμενος 2 και ότι θα έπρεπε να ενημερώσουν την ΕΚΟ γι' αυτό που έγινε. Την επομένη ημέρα, αφού ειδοποίησαν τη διεύθυνση της ΕΚΟ, πήγε στο πρατήριό τους ο xxxx Στρατής και καταμέτρησαν όλα τα τιμολόγια, οπόταν διαπίστωσαν ότι από το πρατήριο απουσίαζαν επτά μπλοκ τιμολογίων. Μεταξύ αυτών ήταν και το μπλοκ τιμολογίων με αρ. 00301-00350. Το προηγούμενο μπλοκ τιμολογίων με αρ. 00251-00300 αφορούσε την περίοδο 13/10/2011 έως 28/1/2012.
Για να ελέγξει την ορθότητα των πιο πάνω τιμολογίων, η Αστυνομία ζήτησε από την αρμόδια εταιρεία ΕΚΟ (αδελφική εταιρεία της Ram Oil και την οποία ελέγχει ταυτόχρονα), και συγκεκριμένα από τον xxxx Λύτρα, όλες τις ημερήσιες καταστάσεις με τη χορήγηση καυσίμων, λιπαντικών και πλυσίματα αυτοκινήτων/λεωφορείων για την αντίστοιχη περίοδο που αναφέρουν τα τιμολόγια. Έγινε πλήρης και αναλυτικός έλεγχος των καταστάσεων αυτών, συγκρίνοντάς τα με τα τιμολόγια της Ram Oil (που έβαλαν οι Κατηγορούμενοι) και διαπιστώθηκε ότι τέτοιες χορηγήσεις καυσίμων, λιπαντικών ή πλυσίματα αυτοκινήτων δεν έχουν γίνει.
Από περαιτέρω έρευνες διαπιστώθηκε ότι τα στοιχεία που αναγράφονταν στα εν λόγω τιμολόγια, δηλαδή τα ποσά, είχαν καταχωρηθεί στο λογαριασμό για το έτος 2010 «Προβλέψεις για οφειλόμενα έξοδα» με σκοπό να αποσπάσουν το αντίστοιχο ποσό σε έκαστο τιμολόγιο. Στη βάση αυτών των τιμολογίων εκδόθηκε επιταγή ποσού €90.752,80 από την Εταιρεία ΟΣΕΛ που επωφελήθηκαν οι Κατηγορούμενοι, το οποίο, όπως διαπιστώθηκε στην πορεία, ήρθε παράτυπα στην κατοχή τους. Περαιτέρω, τα πλαστά τιμολόγια αποτέλεσαν μέρος διεκδίκησης που υπέβαλε η Εταιρεία ΟΣΕΛ προς το Κράτος, δηλαδή όταν η Εταιρεία ΟΣΕΛ υπέβαλε το αίτημά της, μαζί με άλλες απαιτήσεις συμπεριέλαβε τα εν λόγω τιμολόγια, πράγμα όμως που δεν έγινε αποδεκτό από το Κράτος (Κατηγορία 145).
Στη συνέχεια, με λογιστικές διορθώσεις, τα χρήματα που εισέπραξαν οι Κατηγορούμενοι από την Εταιρεία ΟΣΕΛ αποκόπηκαν από τα χρήματα που δικαιούνταν να εισπράξουν από την Εταιρεία ΟΣΕΛ. To ποσό που αποκόπηκε συμφωνήθηκε από τους ίδιους να αποκοπεί εξ ημισείας από τους λογαριασμούς των Κατηγορουμένων. Σχετικό πρακτικό συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας ΟΣΕΛ, ημερομηνίας 5/6/2014, κατατέθηκε ως Έγγραφο «Δ».
Οι Κατηγορούμενοι δεν βαρύνονται με προηγούμενες καταδίκες. Προέκυψαν €165 έξοδα Κατηγορούσας Αρχής.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία (βλ. Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 19, Majid Abdulah Eazadi v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 99/2014 ημερ. 8/4/2015, ECLI:CY:AD:2015:B270 κ.ά.) θεώρησε τα αδικήματα στα οποία οι εφεσίβλητοι παραδέχθηκαν ενοχή ως πολύ σοβαρά, όπως διαφαίνετο και από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπετο από το Νόμο. Αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών για τέτοιου είδους αδικήματα, ενόψει του δόλιου τρόπου διάπραξης τους και της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξη τους. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Η εγκληματική συμπεριφορά των Κατηγορουμένων αποσκοπούσε στην αποκόμιση οικονομικού οφέλους εις βάρος εν τέλει των Δημοσίων Ταμείων, την οποία προφανώς απέτρεψαν οι ενδελεχείς έλεγχοι των αρμοδίων, στοιχείο που από μόνο του είναι επιβαρυντικό. Το συνολικό ύψος των ποσών των πλαστών τιμολογίων είναι στοιχείο, επίσης, που προσθέτει στη σοβαρότητα των περιστάσεων. Παρά το ότι τους πιστώνεται ως ελαφρυντικό η πεποίθηση ότι δικαιούνταν να εισπράξουν από το Κράτος μέσω της Εταιρείας ΟΣΕΛ τα ποσά των πλαστών τιμολογίων, εφόσον δεν έχει αμφισβητηθεί ότι οι ίδιοι προσωπικά είτε μέσω των προσωπικών τους εταιρειών/μετόχων της Εταιρείας ΟΣΕΛ, κατέβαλαν τουλάχιστον ισάξια ποσά χρημάτων σε προγενέστερο χρόνο για αναγκαία έξοδα ώστε να μπορέσει να αρχίσει τις εργασίες της η Εταιρεία ΟΣΕΛ, δηλαδή έξοδα που έγιναν πριν την έναρξη των εργασιών του ΟΣΕΛ, αυτό το στοιχείο δεν αφαιρεί οτιδήποτε από τη σοβαρότητα των αδικημάτων. Τουναντίον, αυτή η πεποίθηση, σε συνδυασμό με το ότι, μεταξύ άλλων, στα πλείστα των πλαστών τιμολογίων αναγράφονται ημερομηνίες μετά την έναρξη των εργασιών του ΟΣΕΛ, καταδεικνύει και το μέγεθος της δολιότητάς τους. Είναι προφανές πως για να πετύχουν τους στόχους τους, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 εκμεταλλεύτηκαν τις θέσεις που κατείχαν στην Εταιρεία ΟΣΕΛ ως Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος αντίστοιχα, καθώς και τη μετοχική ή άλλη σχέση του Κατηγορουμένου 2 με την διαχειρίστρια εταιρεία του πρατηρίου καυσίμων της ΕΚΟ-RAM στη Βιομηχανική Περιοχή Ιδαλίου. Ενήργησαν περαιτέρω άκρως εγωϊστικά και ανερυθρίαστα, εμπλέκοντας στις παρανομίες τους και εκθέτοντας τόσο την ανυποψίαστη εταιρεία Ram Oil Cyprus Ltd, αλλά και την Εταιρεία ΟΣΕΛ, οι οποίες τουλάχιστον τέθηκαν στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών.
Συνεπώς, στην παρούσα προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη επιβολής αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής τόσο ως προς τους ίδιους τους Κατηγορουμένους όσο και για άλλους επίδοξους παραβάτες.».
Προς μετριασμό της ποινής έλαβε υπόψη τις προσωπικές τους περιστάσεις δηλαδή ότι είναι 47 χρονών ο εφεσίβλητος 1 και 49 ο εφεσίβλητος 2, νυμφευμένοι και οι δύο με ανήλικα παιδιά, τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, τα σοβαρά προβλήματα υγείας του εφεσίβλητου 1 και ότι είναι φιλήσυχοι πολίτες και εργατικοί οικογενειάρχες.
Θεώρησε ως μεγάλης σημασίας το λευκό ποινικό τους μητρώο, την παραδοχή τους, έστω την υστάτη και την έμπρακτη μεταμέλεια τους με την αποκατάσταση των συνεπειών της εγκληματικής τους συμπεριφοράς, εφόσον με λογιστικές διορθώσεις συμψηφίστηκαν ουσιαστικά τα χρήματα που εισέπραξαν από την εταιρεία ΟΣΕΛ με χρήματα που δικαιούντο να εισπράξουν από την εταιρεία.
Συνυπολόγισε επίσης το χρόνο που μεσολάβησε όπου για ένα διάστημα του 1 ½ έτους περίπου δεν φαίνεται να ευθύνετο ο εφεσείων.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο συνέτρεχαν λόγοι για αναστολή της ποινής φυλάκισης στη βάση των προνοιών του περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν.95/1972) εφαρμόζοντας τις αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία (βλ. Παπαευσταθίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 39, Αργυρίδης κ.ά ν. Αστυνομίας, (2013) 2 Α.Α.Δ. 449, Σώζου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 12/2016, ημερ. 29/3/2016 κ.ά.). Χωρίς να υποβιβάζει τη σοβαρότητα των αδικημάτων και λαμβάνοντας υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο, την έμπρακτη μεταμέλεια τους, τις προσωπικές περιστάσεις και το μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε κατά το οποίο οι εφεσίβλητοι απείχαν από εγκληματική συμπεριφορά, κατέληξε ότι δικαιολογείτο η αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης ώστε να τους δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία για να μη σημαδέψουν τη ζωή τους με τον εγκλεισμό τους στις Φυλακές.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με την υπό κρίση έφεση, θεωρεί ότι η αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά δεδομένα των εφεσιβλήτων. Είναι επίσης εισήγηση του ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στη σοβαρότητα των αδικημάτων, όπως αυτή καθορίζεται από την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο, όπου για το αδίκημα της ψευδούς καταχώρησης από αξιωματούχους της εταιρείας η μέγιστη ποινή είναι επτά χρόνια φυλάκιση. Ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων η αποτροπή, κατά την άποψη του, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας.
Έχουμε εξετάσει όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας αλλά δεν συμφωνούμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης των εφεσιβλήτων ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή κακής άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.
Σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης παραμένει ποινή φυλάκισης. Το μόνο που διαφοροποιείται είναι η εκτέλεση της, η οποία αναστέλλεται. Ο κύριος λόγος για την αναστολή της ποινής φυλάκισης είναι για να αποφευχθεί ο εγκλεισμός του κατηγορούμενου στη φυλακή (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ττίγκη (2013) 2 Α.Α.Δ. 134).
Όπως ορθά αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, απαριθμούνται στο άρθρο 3(2) του Νόμου 95/1972, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(1)/2003, και είναι το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου.
Το θέμα της αναστολής υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Στέλιου Μυλωνά, Ποιν. Έφ. 65/2017, ημερ. 14/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:B537, όπου αναφέρθησαν τα εξής:
«Αναφορικά με την αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι δυνατό να ασκηθεί υπέρ της αναστολής, εάν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου. Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:
«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»
Το θέμα της αναστολής παραμένει πρωτίστως εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι μετριαστικοί όμως παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της ποινής και του ύψους της δεν μπορούν να είναι ταυτόσημοι και να αποτελούν ταυτόχρονα και αιτιολογία για την αναστολή της ποινής φυλάκισης. Το σύνολο των περιστάσεων μαζί με τα προσωπικά περιστατικά του παραβάτη θα πρέπει να αναδύουν μία εικόνα που να δικαιολογεί την απόφαση για αναστολή.»
Είναι νομολογιακά γνωστό ότι ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή εκτέλεσης της ποινής.
Το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όταν διαπιστωθεί ότι η πρωτόδικη ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή είναι έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική (βλ. Δάφνης Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 121/2017, ημερ. 21/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311 και Μίλτος Αποστόλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 153/2017, ημερ. 27/9/2017), ECLI:CY:AD:2017:D321.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Παναγιώτη Κυριάκου, Ποιν. Έφ. 168/2016, ημερ. 19/4/2018 τονίστηκε ότι «η απόφαση για αναστολή της ποινής ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, στην απουσία δεν οποιουδήποτε λάθος αρχής δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου».
Στην παρούσα περίπτωση δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ή ότι η διακριτική του ευχέρεια ασκήθηκε λανθασμένα. Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη βαρύτητα και σοβαρότητα των αδικημάτων, ιδιαίτερα εκείνου της ψευδούς καταχώρησης από αξιωματούχους της εταιρείας ή τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης και τα προσωπικά τους δεδομένα δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Λήφθηκαν υπόψη ακριβώς στο βαθμό και έκταση που οριοθετεί η νομολογία.
Σημειώνουμε ότι, όπως αναφέραμε και ανωτέρω, η ποινή φυλάκισης που αναστέλλεται δεν παύει να είναι ποινή φυλάκισης. Ενδεχομένως το Δικαστήριο να δικαιολογείτο να μην αναστείλει τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης. Το ότι το έπραξε όμως ήταν απόρροια μιας ισοζυγισμένης άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.
Η επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή δεν έχει καταδειχθεί ότι ήταν εσφαλμένη. Οι εφεσίβλητοι ήταν λευκού ποινικού μητρώου, δεν παρέμειναν εν τέλει ζημιογόνες συνέπειες με κατάλληλες λογιστικές πράξεις, ενώ οι προσωπικές τους συνθήκες, όπως τις κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσέδιδαν στο Δικαστήριο ισχυρή βάση να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Α.Λ.Ο.