ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Θεοδ.Παπακυριακού, (κα), με Χρ.Καρύδη και Κ.Μάρκου για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-03-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ, Ποινική αίτηση αρ.9/19, 26/3/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:D108

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική αίτηση αρ.9/19)

 

26 Μαρτίου, 2019

 

[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ (ΚΕΦ.155)

 

ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

------- -------

Θεοδ.Παπακυριακού, (κα), με Χρ.Καρύδη και Κ.Μάρκου  για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον αιτητή.

-----------------

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ: Ο πιο πάνω Αιτητής αιτείται διάταγμα Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η καταχώρηση δύο κατηγορητηρίων με αριθμούς 2403/2019 και 2404/2019 στο αρμόδιο Δικαστήριο προς εκδίκαση, ως προς τα αδικήματα που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 46(9), 46(10), 46(10Α), 20(1) και 48 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν. 95(Ι)/2000) όπως έχει τροποποιηθεί, καθώς και των Κανονισμών 17(1) και 29(2) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Κανονισμών (Γενικοί) του 2001 και του 2002 (Κ.Δ.Π. 314/01 και Κ.Δ.Π. 51/2002), ως αυτά εμφαίνονται στα υπ' αναφορά κατηγορητήρια των οποίων την καταχώρηση αρνήθηκε ο αρμόδιος Επαρχιακός Δικαστής. (Αδικήματα μη καταβολής στον ΄Εφορο Φορολογίας συγκεκριμένων ποσών ως φόρων και πρόσθετων φόρων και μη υποβολή φορολογικών δηλώσεων, δυνάμει της ως άνω νομοθεσίας).

 

Η νομική βάση της αίτησης είναι το άρθρο 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155.[1] 

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε αρνηθεί την καταχώρηση των ως άνω κατηγορητηρίων για τους λόγους που καταγράφει στη Βεβαίωση που δόθηκε σύμφωνα με το σχετικό άρθρο 43, ως άνω.  Η βασική θέση του Δικαστηρίου έγκειται στο γεγονός ότι σύμφωνα με την ερμηνεία που δόθηκε, για τα εν λόγω αδικήματα συντρέχει η παραγραφή, όπως προκύπτει από το άρθρο 88(β) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155[2], αφού έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν του ενός έτους από τη διάπραξη τους.  Το Δικαστήριο θεώρησε ότι το άρθρο 88 σε σχέση με την παραγραφή είναι δικονομικής υφής και συνεπώς έχει αναδρομική ισχύ.  Περαιτέρω έκρινε ότι τα σχετικά άρθρα του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, ως άνω, τιμωρούμενα με «χρηματική ποινή μέχρι €8.543.01 ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές» υπόκεινται σε παραγραφή σύμφωνα με το άρθρο 88(β) παρά το γεγονός ότι η χρηματική ποινή που περιλαμβάνουν είναι μεγαλύτερη του ορίου των €1,708 καθότι η ερμηνεία του Ποινικού Νόμου, αν υπάρχει αμφιβολία αποφασίζεται υπέρ του κατηγορουμένου.  Μέρος του σκεπτικού του Δικαστηρίου έχει ως εξής: 

«..στην προκειμένη περίπτωση, το γεγονός ότι, στο ’ρθρο 46(9) και (10)1 του Νόμου 95(I/2000), πέραν της πρόνοιας για ποινή φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, γίνεται, εναλλακτικά, πρόνοια σε ότι αφορά την ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιβάλει και χρηματική ποινή, που όμως δεν είναι η ίδια με αυτήν που προνοείται στο ’ρθρο 88(β) του Κεφ. 155, δεν μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο σε αντίθετη κατάληξη. Ερμηνεύοντας αυστηρά τις πρόνοιες του ’ρθρου 88(β8) του Κεφ. 155, η μόνη απόφασης (sic) που μπορεί το Δικαστήριο να πάρει επί του ζητήματος, είναι υπέρ των προτεινόμενων Κατηγορουμένων, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει παραγραφή».

Και παρακάτω:

 «’λλωστε, ο διαχωριστικός/διαζευκτικός σύνδεσμος «ή», γραμματικά, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιείται προς σύνδεση, κατά παράταξη, προτάσεων, που μπορούν να αφορούν πραγματικά ενδεχόμενα, όταν τίθεται ζήτημα πιθανότητας ενός εκ των δύο [εδεχομένων] να προκύψει. Ως εκ τούτου, η χρησιμοποίηση της «διάζευξης» στο προαναφερόμενο ’ρθρο 88(3) του ΚεΦ. 155, δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ότι, έχει χρησιμοποιηθεί από τον νομοθέτη για να παρατεθούν, ως ενδεχόμενο, οι τρεις αυτές διαφορετικές, -πιθανόν προνοούμενες σε αδίκημα-, ποινές (ήτοι, «ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα 12 μήνες ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια οκτώ ευρώ (€1.708) ή/και οι δύο αυτές ποινές»), όπου εμφάνισης της μίας, συνεπάγεται τον μερικό ή ολικό αποκλεισμό των άλλων, και δικαιολογεί εύρημα περί παραγραφής του δικαιώματος δίωξης. Στην προκειμένη περίπτωση, που αφορά τα αδικήματα του ’ρθρου 46[(9) και (10)] του Νόμου 95(Ι)/2000, το συμπέρασμα περί παραγραφής, να έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι, για αυτά, προνοείται, διαζευκτικά, ποινή φυλάκισης μέχρι και δώδεκα μήνες.

Το γεγονός ότι, ο νομοθέτης, έχει χρησιμοποιήσει στο προαναφερόμενο ’ρθρο 88(3) του Κεφ. 155. τον προαναφερόμενο διαχωριστικό σύνδεσμο («ή») -ήτοι, «ποινικό αδίκημα για το οποίο δύναται να επιβληθεί ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή  χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια οκτώ ευρώ (€1.708)-, και όχι ένα συμπλεκτικό σύνδεσμο, όπως π. χ. το «και», κατά την κρίση μου, δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί, ότι, πρόθεσης (sic) του ήταν, για να υπάρχει σύμφωνα με αυτό παραγραφή αδικήματος, η προνοούμενη για το αδίκημα στο Νόμο ποινή, να μην απαιτείται να είναι, σωρευτικά, 12 μήνες φυλάκιση και €1.708 πρόστιμο, (δηλαδή, και οι δύο αυτές ποινές μαζί), ως ήταν η εισήγησης (sic) των συνηγόρων για τον Κατήγορο».

 

Η επιδίωξη της παρούσης στοχεύει στην έκδοση διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο προς καταχώρηση των κατηγορητηρίων ενόψει κυρίως της λανθασμένης ερμηνείας που δίδεται στα πιο πάνω άρθρα. 

 

Πριν να εξεταστεί η αίτηση, υπό το πρίσμα του άρθρου 43, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το ως άνω άρθρο δίδει στο Επαρχιακό Δικαστήριο την ευχέρεια να εγκρίνει το κατηγορητήριο διατάσσοντας την καταχώρηση του ή να αποστεί από την έγκριση αυτή.  Στη δεύτερη περίπτωση εφόσον αυτό ζητηθεί, ο Δικαστής πρέπει εντός 10 ημερών από την ημερομηνία της άρνησης του να εκδώσει πιστοποιητικό απόρριψης οπότε παρέχεται ευχέρεια στον κατήγορο να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός 10 ημερών.  Το Ανώτατο Δικαστήριο αν αποφασίσει ότι η απόρριψη είναι αναιτιολόγητη δύναται να διατάξει την καταχώρηση του κατηγορητηρίου.

 

 

Οι πρόνοιες του προαναφερόμενου άρθρου 43 του Κεφ. 155 εξετάστηκαν σε αριθμό υποθέσεων από το Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Ανδρέας Ευθυμίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 424, Δήμος Παραλιμνίου κ.α, (2012) 2 Α.Α.Δ. 312, Γεώργιος Καρατζά, Ποινική Αίτηση Αρ, 2/2015, 29/01/2015, Γεώργιος Καρατζά, Ποινική Αίτηση Αρ. 3/2015, 10/02/2015 και Γεώργιος Καρατζά, Ποινική Αίτηση Αρ.4/2016, 13/09/2016,  Καρατζά, Ποινική Αίτηση Αρ. 12/2018, 19/09/2018,  L.C.A. Domiki Ltd, Ποινική Αίτηση Αρ. 14/2018, 02/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:D424,  Designside Ltd, Ποινική Αίτηση Αρ. 19/2018, 20/11/2018 και  Αγγελίδης, Ποινική Αίτηση Αρ. 17/2018, 06/12/2018).

 

Στη διαδρομή της κυπριακής νομολογίας δεν συναντάται μεγάλος αριθμός αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε συνάρτηση με το ως άνω άρθρο, ενδεχομένως για το λόγο ότι η εξουσία αυτή του Δικαστηρίου να αρνηθεί την καταχώρηση κατηγορητηρίου, ασκείται με φειδώ και μόνο σε ξεκάθαρες περιπτώσεις (βλ. Σύγγραμμα Πoινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η αναθεωρημένη έκδοση του Criminal Procedure In Cyprus (1975) στα Ελληνικά, του Γ.Μ.Πική).

 

Στην Ευθυμίου (ανωτέρω), αναφέρθησαν τα ακόλουθα σχετικά με το αρθ.43:

«Σχετικά με το άρθρο αυτό στο σύγγραμμα των Α.Ν. Λοϊζου και Γ. Μ. Πικής «Criminal Procedure in Cypurs", σελ. 61-62 διαβάζουμε τα ακόλουθα:

 

«Before a charge is filed, it must be approved by a Judge of the Court before which the charge is preferred.

 

The Judge may, after perusal of the charge, either approve it by directing that the same shall be filed or may withhold approval. In the event of refusal, the Judge must, if he is so requested, give within ten days from the date of refusal, a certificate of such refusal whereupon it will be open to an aggrieved party to apply within ten days to the Supreme Court to review the decision. If the Supreme Court decides that the filing of the charge was wrongly refused, they may make an order directing that the charge be filed. A certificate of refusal must be in the form prescribed by the Criminal Procedure Rules."

(Η υπογράμμιση είναι και εδώ δική μου)

 

Παραπέμπει στο Criminal Form 8 σελ. 232 του συγγράμματος. Το εν λόγω πιστοποιητικό έχει ως ακολούθως:

 

«Criminal Form No. 8

Certificate of Refusal to Direct Filing of charge - section 43

 

In the District Court of . . . . . . . . . . . . . . . ...

Before:

 

Whereas on the . . . . day of . . . . . . ... 19.., acharge preferred by C.D., against A.B. of . . . . For that (etc., as in the charge) was presented to me and I refused to direct that the said charge to be filed:

 

And whereas the said C.D. has applied to me, pursuant to sub-section (2) of section 42 of the Criminal Procedure Law, Cap. 14, for a certificate of such refusal:

 

Now, therefore, pursuant to the aforesaid section, I do hereby certify that I have refused to direct the filing of the said charge.

 

Dated the . . . . . day of . . . . . . . . ., 19.

 (Signed)"

 judge."

 

Έπρεπε δηλαδή ο αιτητής εντός 10 ημερών να ζητήσει από τον Δικαστή να δώση βεβαίωση της άρνησης και στη συνέχεια, εντός 10 ημερών από την ημερομηνία εξασφάλισης της βεβαίωσης να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η χειρόγραφη επιστολή ημερ. 22/3/07 που υπογράφεται από τον πρωτοκολλητή δεν είναι βεβαίωση από τον ίδιο το δικαστή, όπως διαλαμβάνει ρητά το πιο πάνω άρθρο και το σχετικό έντυπο βεβαίωσης (Τύπος 8). Ότι η εξουσία αυτή είναι του επαρχιακού δικαστή φαίνεται έμμεσα από την υπόθεση Police ν. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194, σελ. 231 (Στυλιανίδης, Δ. όπως ήταν τότε) όπου διαβάζουμε τα ακόλουθα:

 

«Criminal proceedings are instituted by a charge preferred before a Court. The charge is presented to a Judge of the Court who, after perusal, directs that the same shall be filed - (Sections 37 and 43 of the Criminal Procedure Law, Cap. 155). The direction of the Judge for filing or his refusal to give such direction no doubt is a judicial function and not administrative. He has to examine the charge in order to ascertain: (i) that an offence known to law is alleged, (ii) that it is not out of time, (iii) that the Court has jurisdiction, and (iv) that the informant has any necessary authority to prosecute - (See R. v. Gateshead Justices, [1981] 1 All E.R. 1027, per Donaldson, L.J. at p. 1033)."

 

 

Ερχόμενη στα δεδομένα της κρινόμενης περίπτωσης και αφού εξέτασα την αιτιολογία που στηρίζει την κρίση του Δικαστηρίου για την άρνηση καταχώρησης κατηγορητηρίων, βρίσκω ότι η ερμηνεία που ο ευπαίδευτος δικαστής ακολούθησε είναι λανθασμένη.

Για να μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπήρχε παραγραφή στην κρινόμενη περίπτωση θα έπρεπε η προνοούμενη ποινή ως προς το  χρηματικό της μέρος να ήταν €1,708 και όχι €8.543.

 

Το γεγονός ότι η ποινή φυλάκισης (12 μήνες) συμπίπτει με το ανώτατο όριο που αφορά τα αδικήματα παραγραφής δεν μπορεί να σημαίνει ότι το Δικαστήριο δύναται να αγνοήσει το ανώτατο όριο της χρηματικής ποινής που είναι ανώτερο της ποινής που προνοείται για την παραγραφή.  Ούτε φυσικά μπορεί να ισχύσει  - κατ΄αντίθεση της βούλησης του νομοθέτη - η διαγραφή της χρηματικής ποινής της φράσης «ή/και οι δύο αυτές ποινές» που περιλαμβάνει η νομοθεσία. Είναι φανερό πως ο ευπαίδευτος Δικαστής εν τινί τρόπω απάλειψε από τις σχετικές πρόνοιες τόσο το μέρος που αφορά τη χρηματική ποινή όσο και τη διακριτική δυνατότητα που δίδεται εκ του ιδίου του νομοθετήματος να επιβληθούν και οι δύο ποινές.  ΄’σχετο με το εάν τελικά στην πράξη το Δικαστήριο για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής δεν θα επέβαλλε συνδυασμένη ποινή.  Αυτό δεν ανατρέπει τη νομοθετική πρόνοια για την παραγραφή.  Η εφαρμογή αρχών που αφορούν την  επιμέτρηση της ποινής, όπως ορθά ετέθη από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους του αιτητή, δεν μπορεί να καθορίζει το ζήτημα της παραγραφής.  Η απομόνωση από τις σχετικές πρόνοιες «της 12μηνης ποινής φυλάκισης» ως το ανώτατο όριο ποινής (και ως εκ τούτου η θεώρηση για παραγεγραμμένο αδίκημα) είναι στην ουσία εναντίον της σαφούς βούλησης του νομοθέτη αλλά και δημιουργεί ερωτηματικά πρακτικής φύσεως αφού π.χ. σε μια εταιρεία που μόνο χρηματικό πρόστιμο μπορεί να επιβληθεί εκ της πρόνοιας, το ανώτατο όριο ποινής είναι €8,543 και όχι βεβαίως €1,708, ως το Δικαστήριο ερμήνευσε το νόμο για να καταλήξει ότι υπήρχε παραγραφή, στηριζόμενο μόνο στο ανώτατο όριο της ποινής φυλάκισης.

 

Με όλο το σεβασμό, ούτε ασάφεια ούτε κενό υπάρχει στις σχετικές πρόνοιες, ώστε να έπρεπε να ακολουθηθεί ερμηνεία υπέρ των κατηγορουμένων.

 

Η κρίση περί του λανθασμένου της ερμηνείας θέτει εκ ποδών τα λοιπά θέματα που εγείρονται (αναδρομικότητα ή μη του άρθρου 88 και άλλα), αφού εγγενώς συνδέονται με το ζήτημα της παραγραφής. 

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, όφειλε ο πρωτόδικος δικαστής να εγκρίνει την καταχώρηση των κατηγορητηρίων.

 

Ενόψει των πιο πάνω διατάσσεται η έγκριση των κατηγορητηρίων.

 

                                                Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.



[1] 43.—(1) Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε ∆ικαστή του ∆ικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται. 

(2) Κατόπιν ΅ελέτης του κατηγορητηρίου ο ∆ικαστής δύναται να διατάξει όπως αυτό καταχωριστεί ή, αν αρνείται να δώσει τέτοια διαταγή, αυτός πρέπει, αν παρακληθεί ΅ε αυτό τον τρόπο από το πρόσωπο που απαγγέλλει την κατηγορία εντός δέκα η΅ερών από την η΅ερο΅ηνία της άρνησης, να δώσει σε αυτό βεβαίωση της άρνησης, και το πρόσωπο αυτό δύναται, εντός δέκα η΅ερών από την η΅ερο΅ηνία της εξασφάλισης της βεβαίωσης να ζητήσει από το Ανώτατο ∆ικαστήριο ή ∆ικαστή του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου την έκδοση διατάγ΅ατος που να διατάσσει την καταχώριση του κατηγορητηρίου και, αν το διάταγ΅α εκδοθεί, το κατηγορητήριο καταχωρίζεται ανάλογα. 

 

[2] 88. Τηρου΅ένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νό΅ου ΅ε τις οποίες καθορίζεται ΅εγαλύτερο χρονικό διάστη΅α εντός του οποίου δύναται να προσαφθεί κατηγορία για ποινικό αδίκη΅α, κα΅ιά κατηγορία δε δύναται να προσαφθεί εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκη΅α για το οποίο δύναται να επιβληθεί-  

(α) Ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) ΅ήνες ή χρη΅ατική ποινή που δεν υπερβαίνει τα οκτακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ (€854) ή/και οι δύο αυτές ποινές ΅ετά την πάροδο έξι (6) ΅ηνών από την η΅έρα της διάπραξης του ποινικού αδική΅ατος, 

 

(β) ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) ΅ήνες ή χρη΅ατική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια οκτώ ευρώ (€1.708) ή/και οι δύο αυτές ποινές ΅ετά την πάροδο δώδεκα (12) ΅ηνών από την η΅έρα της διάπραξης του ποινικού αδική΅ατος.  

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο