ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Εφεσείοντα. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-03-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 221/2018, 26/3/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B107

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 221/2018)

 

26 Μαρτίου, 2019

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxxx ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείων,

 

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,

 

Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Θεμιστοκλέους (κα), Δημόσιος Κατήγορος για Γενικό

 Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων αντιμετώπισε πρωτοδίκως κατηγορία πρόκλησης θανάτου  λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και κατηγορία οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια αλκοόλης, κατά παράβαση των άρθρων 2, 5 και 11 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου, Ν. 174/1986 και του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 9 μηνών, στέρηση άδειας οδήγησης για περίοδο 18 μηνών και 10 βαθμοί ποινής επί της άδειας οδήγησής του στην πρώτη κατηγορία και καμιά ποινή στη δεύτερη κατηγορία.

 

Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση εναντίον της καταδίκης και της επιβληθείσας ποινής στην πρώτη κατηγορία, ενώ τελικά απέσυρε τους λόγους έφεσης που αφορούσαν την ποινή και παρέμειναν μόνο τέσσερις λόγοι έφεσης που αφορούν την καταδίκη (λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 8).

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας, ο εφεσείων στις 11.2.2015 «στην λεωφόρο Τσερίου στο Στρόβολο της Επαρχίας Λευκωσίας, ενώ οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής xxxx λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επέφερε το θάνατο της Σ.Π. τέως από τον Στρόβολο

 

Προς απόδειξη της υπόθεσής της, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε 12 μάρτυρες κατηγορίας, ενώ ο εφεσείων όταν κλήθηκε σε απολογία προέβη σε ανώμοτη δήλωση και δεν κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα. Κατά την ακροαματική διαδικασία καταχωρήθηκαν παραδεκτά γεγονότα, καθώς και οι γραπτές καταθέσεις του εφεσείοντα προς την Αστυνομία, τις οποίες υιοθέτησε με την ανώμοτη του δήλωση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Στις 11.2.2015 και περί ώρα 17:38 συνέβη τροχαίο δυστύχημα στην Λεωφόρο Τσερίου στον Στρόβολο της επαρχίας Λευκωσίας με εμπλεκόμενους το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής xxxx, το όποιο οδηγούσε ο Κατηγορούμενος και την πεζή Σ.Π. ηλικίας 38 ετών (στο εξής «το δυστύχημα»). Η Σ.Π. (στο εξής «το θύμα») τραυματίσθηκε σοβαρά και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου η ώρα 20:25 της ίδιας ημέρας υπέκυψε στα τραύματα της. Ο θάνατος του θύματος επήλθε λόγω κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων συνεπεία του τροχαίου δυστυχήματος που προηγήθηκε.

 

Η Λεωφόρος Τσερίου είναι δρόμος ευθύς, επίπεδος και διπλής κατεύθυνσης με μία λωρίδα κυκλοφορίας για κάθε κατεύθυνση. Το πλάτος της λωρίδας κυκλοφορίας για την διακίνηση των οχημάτων για την κατεύθυνση του Κατηγορουμένου ήτοι από Λευκωσία προς Τσέρι, είναι 3,30 μέτρα, ενώ για την λωρίδα κυκλοφορίας της αντίθετης κατεύθυνσης είναι 5,60 μέτρα. Οι δύο κατευθύνσεις διαχωρίζονται με συνεχόμενη άσπρη γραμμή. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου ως η πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος, υπάρχει κόλπος στάθμευσης οχημάτων πλάτους 5.40 μέτρων εντός του οποίου κατά τον χρόνο του δυστυχήματος, υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα. Δεξιά και αριστερά του δρόμου υπάρχουν πεζοδρόμια με υψομετρική διαφορά 10 εκατοστών από την άσφαλτο. Επίσης, στην αριστερή πλευρά του δρόμου ως η κατεύθυνση του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος, υπάρχουν τοποθετημένοι πάσσαλοι της ΑΗΚ με λαμπτήρες υψηλής τάσης. Κατά την ώρα του δυστυχήματος, οι εν λόγω λαμπτήρες που αποτελούν τον οδικό φωτισμό του συγκεκριμένου δρόμου, δεν βρισκόταν σε λειτουργία. Ενεργοποιήθηκαν στις 17:45 της ίδιας ημέρας.

 

Η περιοχή είναι κατοικημένη με όριο ταχύτητας 50 ΧΑΩ. Η Λεωφόρος Τσερίου είναι ένας πολυσύχναστος δρόμος με καταστήματα και καφετέριες, από τον οποίο διέρχονται πολλά αυτοκίνητα. Στην περιοχή διακινούνται συχνά πεζοί, οι οποίοι διασταυρώνουν από όλα τα σημεία του δρόμου. Λίγα μέτρα πριν το σημείο του δυστυχήματος ως η πορεία του Κατηγορουμένου υπάρχει φωτοελεγχόμενη διάβαση πεζών η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο λειτουργούσε κανονικά. Η δύση του ηλίου την ημέρα του δυστυχήματος ήταν στις 17:25. Κατά τον χρόνο του δυστυχήματος, ο καιρός ήταν συννεφιασμένος και έβρεχε ελαφρώς. Η εν λόγω βροχή δεν ήταν τέτοια που να επηρεάζει την ορατότητα των οδηγών. Δεν είχε επέλθει ακόμα το σκότος και υπήρχε τέτοια ορατότητα στον δρόμο που οι οδηγοί μπορούσαν να βλέπουν και πέρα από την ακτίνα των φώτων πορείας τους, ήτοι πέραν των 30 μέτρων.

 

Ο Κατηγορούμενος οδηγούσε εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας με κατεύθυνση από Λευκωσία προς Τσέρι. Κινείτο εγγύτερα στην μεσαία διαχωριστική γραμμή και διατηρούσε ταχύτητα περί τα 38 ΧΑΩ. Είχε αναμμένα τα μπροστινά φώτα πορείας του αυτοκινήτου του στην χαμηλή στάση. Η ακτίνα των φώτων πορείας του εν λόγω αυτοκινήτου στην χαμηλή στάση ήταν 29 μέτρα, απόσταση από την οποία ο Κατηγορούμενος μπορούσε να αντιληφθεί την παρουσία κάποιου ανθρώπου μπροστά του.

 

Το θύμα βρισκόταν δεξιά από το όχημα της το οποίο ήταν σταθμευμένο στον κόλπο στάθμευσης οχημάτων που βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του δρόμου ως η πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος.  Συνόδευε τον υιό της xxxx, ηλικίας 6.5 ετών και ήθελε να μεταβεί στον παιδότοπο «Μαγεμένη Πυξίδα» που βρίσκεται δεξιά ως η πορεία του Κατηγορουμένου. Για να καταστούν ορατοί σε αυτοκίνητα τα οποία κινούνταν ως ο Κατηγορούμενος, έπρεπε το θύμα και ο υιός της να ξεπεράσουν την πίσω δεξιά γωνία του οχήματος του θύματος. Η πίσω δεξιά γωνία του οχήματος του θύματος ήταν εκτός δρόμου, δηλαδή αριστερότερα από την νοητή προέκταση της κίτρινης λωρίδας που καθορίζει την λωρίδα κυκλοφορίας στην οποία κινείτο ο Κατηγορούμενος. Ειδικότερα, η πίσω δεξιά γωνία του οχήματος του θύματος ήταν εκτός δρόμου κατά 70 εκατοστά (9,60 - 8,90 το πλάτος των λωρίδων). Υπήρχαν και άλλα αυτοκίνητα σταματημένα στον κόλπο στάθμευσης οχημάτων αριστερά του οχήματος του θύματος, τα οποία δεν επηρέαζαν την ορατότητα του Κατηγορουμένου σε σχέση με το σημείο από το οποίο η πεζή θα ξεπερνούσε το πίσω μέρος του οχήματος της.

 

Το θύμα κατευθύνθηκε από την δεξιά πόρτα του αυτοκινήτου της προς τον δρόμο και αφού πέρασε το πίσω μέρος του οχήματος της, στάθηκε για λίγο μαζί με το παιδί της, λίγο πριν την κίτρινη γραμμή. Το θύμα κοίταξε τον δρόμο δείχνοντας την πρόθεση της να διασταυρώσει. Η xxxx (ΜΚ11) που εκείνη την στιγμή οδηγούσε το αυτοκίνητο της στην Λεωφόρο Τσερίου με κατεύθυνση από Τσέρι προς Λευκωσία έχοντας αναμμένα τα μεγάλα φώτα του αυτοκινήτου της στην χαμηλή στάση, είχε δει προηγουμένως το θύμα με το παιδί της να βρίσκονται στα δεξιά της, έξω από το δρόμο και αντιλήφθηκε ότι προσπαθούσαν να διασταυρώσουν αφού κοίταζαν αριστερά ‑ δεξιά. Η ΜΚ11  σταμάτησε το αυτοκίνητο της και άναψε τα φώτα κινδύνου για να προειδοποιήσει το αυτοκίνητο που την ακολουθούσε ότι είχε πρόθεση να σταματήσει, ένεκα των πεζών που είχαν πρόθεση να διασταυρώσουν. Την ίδια στιγμή, το αυτοκίνητο του Κατηγορουμένου που ερχόταν από απέναντι, δεν είχε περάσει τη διάβαση πεζών, ήτοι βρισκόταν σε απόσταση πέραν των 19,60 μέτρων πριν την περιοχή επαφής.

 

Έτσι, αφού η ΜΚ11 θεώρησε ότι υπήρχε χρόνος για να διασταυρώσουν οι πεζοί και ενώ το θύμα βρίσκονταν ακόμα στην άκρη του δρόμου, η ΜΚ11 της έκανε νόημα με τα φώτα του αυτοκινήτου της (τιπ) να διασταυρώσει. Το θύμα κοίταξε αρχικά δεξιά της προς την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν ο Κατηγορούμενος και ακολούθως γύρισε αριστερά, είδε και αντιλήφθηκε το νόημα που της έκανε η ΜΚ11 και εισήλθε στον δρόμο με γρήγορο βηματισμό, κρατώντας το παιδί της με το δεξί της χέρι. Την στιγμή που το θύμα ξεκίνησε να διασταυρώνει το δρόμο, το αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, μόλις είχε περάσει το στύλο ελέγχου των φώτων της διάβασης πεζών, ήτοι περί τα 15 μέτρα μακριά από το σημείο επαφής.

 

Αφού το θύμα διένυσε περί τα 3 μέτρα εντός της λωρίδας κυκλοφορίας που κινείτο το όχημα του Κατηγορουμένου, επήλθε η επαφή του σώματος της με το μπροστινό δεξί προφυλακτήρα του οχήματος του Κατηγορουμένου. Σε ελάχιστο χρόνο πριν την πρώτη επαφή, το θύμα πρόλαβε να σπρώξει τον xxxx, ο οποίος έπεσε στη μέση του δρόμου και δεν κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του Κατηγορουμένου. Ο Κατηγορούμενος δεν ελάττωσε ταχύτητα πριν την επαφή του οχήματος του με το θύμα, ούτε έκανε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια για να αποφύγει την σύγκρουση. Ακολούθησαν κτυπήματα του σώματος του θύματος μεταξύ άλλων, στον δεξί μπροστινό δείκτη και φανάρι του αυτοκινήτου του Κατηγορουμένου, στην δεξιά γωνιά του μπροστινού ανεμοθώρακα, ο οποίος θρυμματίστηκε και στον εξωτερικό καθρέφτη της πόρτας του οδηγού ο οποίος αποκόπηκε. Το θύμα εκτινάχθηκε στον αέρα και έπεσε περίπου στη μέση του δρόμου, πίσω από το αυτοκίνητο της ΜΚ11 και τραυματίστηκε θανάσιμα. Αμέσως μετά το χτύπημα, το οποίο ο Κατηγορούμενος απλά άκουσε και δεν είδε, ο τελευταίος φρέναρε και σταμάτησε το όχημα του. Το όχημα του Κατηγορουμένου ελέγχθηκε και δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε μηχανικό πρόβλημα εξ αιτίας του οποίου να είχε προκληθεί το δυστύχημα.»

 

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ανέλυσε το άρθρο 210 επί του οποίου εδράζετο η κατηγορία και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επεσυνέβη το δυστύχημα. Παρατήρησε ότι ο εφεσείων δεν είδε σε κανένα χρονικό σημείο την πεζή η οποία επιχειρούσε να διασταυρώσει το δρόμο πριν τη σύγκρουση, ούτε ότι υπήρχε αυτοκίνητο στο δρόμο με τα φώτα κινδύνου αναμμένα, ούτε το νόημα που έκανε στην πεζή η ΜΚ11 με τα φώτα του αυτοκινήτου της. Κατέληξε, συναφώς, ότι υπήρχαν τα ερεθίσματα εκείνα που θα μπορούσαν εύλογα να δημιουργήσουν στον εφεσείοντα την αίσθηση κινδύνου από ενδεχόμενη απότομη είσοδο δύο ανθρώπων στο δρόμο. Θεώρησε ότι το σφάλμα του εφεσείοντα να τεθεί σε εγρήγορση και να εντοπίσει τους πεζούς εντάσσεται στον ορισμό της επικίνδυνης οδήγησης, εφόσον δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση, χωρίς βέβαια να είναι η μόνη επικίνδυνη κατάσταση, αφού στη δημιουργία της συνέβαλε εμφανώς και το θύμα. Διαπίστωσε, περαιτέρω, τα ακόλουθα:

 

«... αν ο Κατηγορούμενος δεν υπόπιπτε στο σφάλμα του, θα ήταν σε θέση να λάβει αποτρεπτικά μέτρα και να αποφύγει την σύγκρουση με την πεζή είτε με το να ελαττώσει ταχύτητα είτε με το να κάνει κάποια κίνηση αποφυγής. Αρκεί να υπενθυμίσω ότι ο Κατηγορούμενος κινείτο εγγύτερα στην διαχωριστική γραμμή ακριβώς διότι προηγουμένως είχε δει κάποιους άλλους πεζούς αριστερά του δρόμου. Αν είχε δει και το θύμα θα μπορούσε με μια απλή διορθωτική κίνηση να κινηθεί και πάλι αριστερότερα κατά 20 ή 30 εκατοστά και να αποφύγει την επαφή. Αν μάλιστα συνδύαζε την κίνηση του με το φρενάρισμα όπως έκανε αμέσως μετά το κτύπημα (κινήθηκε αριστερότερα και φρέναρε), τότε η επιβράδυνση θα έδινε την ευκαιρία στην πεζή η οποία βρισκόταν σε κίνηση με γοργό βήμα, (sic) διανύσει τα 20 εκατοστά που υπολείπονταν για να περάσει εξ ολοκλήρου μπροστά από το όχημα του Κατηγορουμένου και έτσι καμία επαφή θα υπήρχε. Σε κάθε περίπτωση ο Κατηγορούμενος όφειλε να επιβραδύνει από την στιγμή που υπήρχε ένα όχημα με φώτα κινδύνου στον δρόμο το οποίο μάλιστα έκανε νόημα με τα φώτα.

 

Δεν θεωρώ ότι η οδήγηση του Κατηγορουμένου στην προκειμένη περίπτωση ήταν τόσο απομακρυσμένη από το αποτέλεσμα, ήτοι τον θανάσιμο τραυματισμό του θύματος, ώστε να πρέπει ο Κατηγορούμενος να απαλλαγεί της 1ης Κατηγορίας. Πρέπει βεβαίως να πω ότι δεν έχει αποδειχτεί ότι οι πράξεις του Κατηγορουμένου αποτελούν το αποτέλεσμα απερίσκεπτης ενέργειας αφού δεν έχει αποδειχτεί το υποκειμενικό στοιχείο, που με βάση την κυπριακή νομοθεσία και νομολογία απαιτείται. Η προσπάθεια συσχετισμού της αλκοόλης στην εκπνοή του Κατηγορουμένου με το αδίκημα του άρθρου 210 του ΠΚ δεν υποστηρίζεται από την μαρτυρία που βρίσκεται ενώπιον του  Δικαστηρίου ώστε να τύχουν εφαρμογής τα λεχθέντα στην Σάββα ν. Αστυνομίας, (2000) 2 Α.Α.Δ. 115

 

Με τους λόγους έφεσης 1, 2, 3 και 8, που παρέμειναν προς εξέταση, ο εφεσείων αμφισβητεί την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η συμπεριφορά του συνιστούσε αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη, κατά παράβαση του άρθρου 210, και ότι προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας (πρώτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και την αποδέχθηκε ως αξιόπιστη, καταλήγοντας από μόνο του σε εικασίες και αυθαίρετα συμπεράσματα, αναφέροντας ότι η πεζή ήταν ορατή από απόσταση 15 μ. από τον εφεσείοντα και ότι αυτός παρέλειψε να αντιληφθεί την προσπάθειά της να διασταυρώσει και πως, εάν την είχε δει, θα μπορούσε να αποφύγει την επαφή μαζί της (δεύτερος λόγος), ότι λανθασμένα έκρινε τον ΜΚ4 αξιόπιστο σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία του ως προς το φωτισμό που επικρατούσε και αναφορικά με την παρουσία και κατάσταση του εφεσείοντα στη σκηνή (τρίτος λόγος) και ότι λανθασμένα δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα που όφειλε να αποδώσει στη συμβολή του θύματος στην επικίνδυνη κατάσταση που το ίδιο το θύμα δημιούργησε και η οποία ήταν η αποφασιστική αιτία του δυστυχήματος (όγδοος λόγος).

 

Θα εξετάσουμε όλους τους λόγους έφεσης μαζί, λόγω της συνάφειας τους, όπως έχουν αναπτυχθεί και στο διάγραμμα του εφεσείοντα.

 

Παραπονείται ο εφεσείων ότι η μαρτυρία του ΜΚ4 ως προς το φωτισμό ήταν αντιφατική και, περαιτέρω, υπήρχε έκδηλο ψεύδος όταν ανέφερε ότι στις 17:58 που αφίχθηκε στην σκηνή, δηλαδή 30 λεπτά μετά τη δύση του ήλιου, παρήλθαν και 13 λεπτά πριν την άφιξη του στην σκηνή, ήταν ενεργοποιημένος ο οδικός φωτισμός και έλεγε ότι, με συννεφιασμένο τον ουρανό και 30 λεπτά μετά τη δύση του ήλιου, ο ήλιος εξακολουθούσε να ήταν στη δύση του, κρίθηκε αξιόπιστος από το Δικαστήριο. Από τη μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου προέκυπτε ότι είχε σκοτεινιάσει πριν τα 30 λεπτά μετά τη δύση του ήλιου και παρείχετο μερικός φωτισμός στη δεξιά λωρίδα του δρόμου ως προς την πορεία του εφεσείοντα από τον παιγνιδότοπο. Παρά την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι υπήρχε φως ημέρας, αποφάσισε την ορατότητα του εφεσείοντα στα 29μ. τουλάχιστον, που ήταν η ακτίνα των φώτων του, συμπεράσματα που είναι αντιφατικά μεταξύ τους, σύμφωνα πάντοτε με την εισήγηση του εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείων αποδέχεται, στη βάση των αναντίλεκτων ή και παραδεκτών γεγονότων, ότι όταν η πεζή δέχθηκε το χτύπημα από το όχημά του βρισκόταν περίπου 3μ. εντός του δρόμου, ξεκινώντας από αριστερά προς δεξιά ως η πορεία του. Το γεγονός ότι το σημείο Χ είναι περιοχή επαφής και όχι ακριβές σημείο εκθεμελιώνει και τις μετρήσεις που έγιναν σε χρόνο που η πεζή διάνυσε απόσταση 3.10μ. Προχώρησε δε και ανέλυσε με περισσή λεπτομέρεια τη μαρτυρία, ειδικότερα ως προς τον υπολογισμό της απόστασης από την οποία θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η πεζή, της απόστασης που χώριζε τον εφεσείοντα από το θύμα, όταν η τελευταία εισήλθε στο δρόμο κλπ, καθώς και το χρόνο που απαιτείτο για να διανύσει το θύμα την απόσταση από τη στιγμή που εισήλθε στο δρόμο μέχρι το σημείο επαφής με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, το χρόνο εντός του οποίου θα μπορούσε να αντιδράσει ο εφεσείων κλπ.

 

Ο εφεσείων θεωρεί ότι κατέστη αναγκαίο να αναφερθεί στην εξέλιξη των γεγονότων από μικροσκοπικής σκοπιάς, γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο επελήφθη του δυστυχήματος ωσάν να επρόκειτο για μαθηματική πράξη επαναλαμβανόμενου σεναρίου με υπολογισμό εκατοστιαίων μονάδων, ενώ αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι επρόκειτο για καθαρή περίπτωση απότομης εισόδου της πεζής με γρήγορο βηματισμό μέσα στο δρόμο, χωρίς να ελέγξει και αντιληφθεί το εκ δεξιών της αυτοκίνητο του εφεσείοντα και προσηλώθηκε στο τιπ που της έκαμε η ΜΚ11 να διασταυρώσει. Το γεγονός ότι την τελευταία στιγμή και αφού μπήκε στο δρόμο αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα αποδεικνύεται από την αγωνία της να σπρώξει το παιδί μπροστά για να ξεφύγει από την πορεία του αυτοκινήτου και να μην το χτυπήσει. Θεωρεί ότι η συμπεριφορά να οδηγεί με 38 χλμ ανά ώρα, μέσα στην κανονική του λωρίδα με τα φώτα του αναμμένα στη χαμηλή στάση δεν αποτελεί αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη συμπεριφορά εκ μέρους του, όπως απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ούτε η εικασία και σενάριο του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων παρέλειψε να οδηγήσει κατά 20εκ. αριστερότερα, πριν το σημείο επαφής, μπορούσε να προσμετρήσει στα πλαίσια της αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, με δεδομένο και αποδεκτό από το Δικαστήριο ότι η απόσταση του αυτοκινήτου πριν το σημείο επαφής που προσφέρετο στον εφεσείοντα να αντιδράσει ήταν 2.24μ., σε περίπτωση που έβλεπε την πεζή να εισέρχεται στο δρόμο από απόσταση 18.26μ. Ούτε η παράλειψη του εφεσείοντα να αντιληφθεί την πεζή πριν την χτυπήσει εντάσσεται στα πλαίσια της αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, εφόσον ήταν αναντίλεκτο ότι ο εφεσείων, εάν έβλεπε την πεζή όταν αυτή άρχισε να εισέρχεται εντός του δρόμου από απόσταση 18.26μ., ο χρόνος αντίληψης -αντίδρασης, 1,5 δευτερόλεπτα που προσφέρετο στον εφεσείοντα και η απόσταση 2.24μ. πριν το σημείο επαφής, καθιστούσε αναπόφευκτο το δυστύχημα, έστω και αν ο εφεσείων αντιδρούσε με τροχοπέδηση. Επομένως, σύμφωνα πάντοτε με τις θέσεις του εφεσείοντα, ουδεμία αιτιώδης συνάφεια υπάρχει στην πρόκληση του δυστυχήματος από το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν είδε την πεζή στην άκρη του δρόμου όταν αυτή άρχισε να διασταυρώνει, ειδικότερα στη βάση της μαρτυρίας του ΜΚ2 ότι η πεζή θα καθίστατο ορατή από τον εφεσείοντα όταν αυτή θα έφθανε περίπου στη μέση της λωρίδας που κινείτο ο εφεσείων.  

 

Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, από την άλλη, με αναφορά στη μαρτυρία, υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση, τόσο σε συνάρτηση με την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, όσο και με τα τελικά ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Κατ΄αρχάς θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι σ΄ αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχουν αντικρουόμενες εκδοχές ως προς τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα. Οι αυτόπτες μάρτυρες ΜΚ7 και ΜΚ11 έδωσαν μίαν εκδοχή για τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα που οδήγησαν στο θάνατο του θύματος, χωρίς να υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές, είτε μεταξύ των δύο μαρτύρων, είτε με τα ευρήματα στη σκηνή, όπως απεικονίζονται στα σχεδιαγραφήματα που ετοιμάστηκαν από την Αστυνομία. Ο εφεσείων υπήρξε σαφής στην κατάθεση του στην Αστυνομία, την οποία υιοθέτησε με την ανώμοτη του δήλωση ότι δεν αντιλήφθηκε τίποτε, ούτε είδε την πεζή και το παιδί της, παρά μόνο μετά που άκουσε το κτύπημα στο αυτοκίνητό του και είδε το καθρεφτάκι του να «κρέμμεται», οπόταν σταμάτησε το αυτοκίνητό του με κλήση προς τα αριστερά ως προς την πορεία του. Σημειώνεται, επίσης, ότι ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος και σε κατηγορία οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι «η προσπάθεια συσχετισμού της αλκοόλης στην εκπνοή του Κατηγορούμενου με το αδίκημα του άρθρου 210 του ΠΚ δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου.». Συνεπώς, στα πλαίσια της έφεσης, το γεγονός ότι εφεσείων οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλης παραμένει ένα ουδέτερο στοιχείο.  

 

Το ζήτημα που εγέρθηκε από τον εφεσείοντα, σε συνάρτηση με το φωτισμό που υπήρχε κατά την ώρα που επεσυνέβη το δυστύχημα, δεν θεωρούμε ότι μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση. Το δυστύχημα επεσυνέβη περί ώρα 17:38, ενώ η δύση του ήλιου ήταν στις 17:25 και τα φώτα του δρόμου άναψαν στις 17.45. Υπήρχε η μαρτυρία των ΜΚ7, ΜΚ9 και ΜΚ11, αυτόπτες μάρτυρες στη σκηνή, ότι υπήρχε ικανοποιητική ορατότητα στο δρόμο, παρά το ότι είχε δύσει ο ήλιος και υπήρχε ελαφριά βροχή και συννεφιά. Περαιτέρω, ο ΜΚ2 μετέβη στον τόπο του δυστυχήματος την επόμενη ημέρα, την ίδια ώρα που έγινε το δυστύχημα, και διαπίστωσε ότι μπορούσε να αντιληφθεί την παρουσία πεζού από απόσταση 50μ., χωρίς να έχει σε λειτουργία τα φώτα του οχήματός του. Ο ΜΚ4 βρέθηκε στη σκηνή του δυστυχήματος 20 λεπτά μετά και, όπως ανέφερε, το δυστύχημα έγινε κατά τη διάρκεια του σούρουπου όπου υπήρχε ακόμα το τελευταίο φως της ημέρας, το οποίο βοηθούσε να είναι ευδιάκριτα κάποια πράγματα.  Συνεπώς, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν είχε επέλθει ακόμα το σκότος, δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένο. Βέβαια, στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσείων είχε αναμμένα τα φώτα του αυτοκινήτου του στη χαμηλή στάση, με την ακτίνα τους να επεκτείνεται στα 29μ. Το Δικαστήριο, παραθέτοντας τα ευρήματά του, κατέληξε ότι δεν είχε επέλθει ακόμα το σκότος και υπήρχε τέτοια ορατότητα στο δρόμο που οι οδηγοί μπορούσαν να βλέπουν και πέραν της ακτίνας των φώτων τους, ήτοι, πέραν των 30μ. Εξετάζοντας στη συνέχεια το θέμα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της οδικής συμπεριφοράς του εφεσείοντα με το αποτέλεσμα το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «ο ήλιος είχε μεν δύσει, αλλά υπήρχε ακόμα φως της ημέρας.  Σε κάθε περίπτωση, ο κατηγορούμενος είχε ορατότητα στο δρόμο η οποία εκτεινόταν τουλάχιστον 29 μ. μπροστά του, όση δηλαδή και η ακτίνα των φώτων του.»  Θεωρούμε ότι η χρήση των λέξεων «υπήρχε ακόμα φως της ημέρας» ήταν ατυχής. Όμως, δεν συμφωνούμε με τη θέση του εφεσείοντα ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου υπήρξαν αντιφατικά μεταξύ τους και, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση στη βάση της ορατότητας που είχε ο εφεσείων στο δρόμο μπροστά του, με βάση την εμβέλεια της ακτίνας των φώτων του αυτοκινήτου του, αντικρίζοντας τα γεγονότα με τον θετικότερο τρόπο για τον εφεσείοντα, έστω και εαν όλοι οι μάρτυρες που ευρίσκονταν στη σκηνή κατά την ώρα του δυστυχήματος ανέφεραν ότι δεν είχε ακόμα νυκτώσει και υπήρχε ορατότητα στο δρόμο. Ένα άλλο στοιχείο που προκύπτει από τη μαρτυρία είναι ότι τη στιγμή που η ΜΚ11 σταμάτησε και άναψε τα φώτα κινδύνου, το όχημα του εφεσείοντα δεν είχε περάσει τη διάβαση πεζών και βρισκόταν σε απόσταση πέραν των 19.60μ. πριν το σημείο επαφής, και με δεδομένο ότι στην εν λόγω λεωφόρο υπήρχαν καταστήματα και ο παιδότοπος «Μαγεμένη Πυξίδα», τα οποία εξέπεμπαν φωτισμό, δεν θεωρούμε ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν είχε επέλθει ακόμα το σκότος και υπήρχε τέτοια ορατότητα στο δρόμο που οι οδηγοί μπορούσαν να βλέπουν και πέραν από την ακτίνα των φώτων πορεία τους, ήτοι, πέραν των 30μ., είναι εσφαλμένη.

 

Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο κάτω από τις περιστάσεις που επεσυνέβη το δυστύχημα, όπως το περιέγραψαν οι μάρτυρες κατηγορίας και έγινε αποδεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων ορθά κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία που αντιμετώπισε. Το αδίκημα που προνοείται από το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154[1], συνάγεται όταν αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος προκάλεσε το θάνατο του θύματος λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς με τους όρους αυτούς να υποδηλώνουν διαζευκτικό τρόπο διάπραξης και αδικήματος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο τρόπος που οδηγούσε ο εφεσείων ήταν αλόγιστος και επικίνδυνος, ενώ κατέληξε ότι δεν απεδείχθη ότι οι πράξεις του εφεσείοντα αποτελούν απερίσκεπτες ενέργειες. Ως εκ τούτου, θα εξετάσουμε την ορθότητα της καταδίκης του εφεσείοντα μόνο υπό αυτό το πρίσμα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά, κατά την κρίση μας, από τις νομολογιακές αρχές που διέπουν τέτοιου είδους υποθέσεις. Το Δικαστήριο σε τέτοιες περιπτώσεις καλείται, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης, να καθορίσει ποιες πράξεις ή παραλείψεις του εφεσείοντα συνιστούσαν αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη. Στην υπόθεση Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 233, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το άρθρο δεν καθορίζει κριτήρια ως προς το τι αποτελεί αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη και αφήνεται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το νομοθέτημα με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Σε σχέση με επικίνδυνη οδήγηση, σύμφωνα με τη νομολογία, απαιτείται τουλάχιστο απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους (fault) εκ μέρους του οδηγού.

 

Στην αγγλική απόφαση R. v. Gosney (1971) 55 Cr. App. R. 502 σε σχέση με κατηγορία επικίνδυνης οδήγησης αναφέρεται ότι: «fault certainly does not necessarily involve deliberate misconduct or recklessness or intention to drive in a manner inconsistent with proper standards of driving. Fault involves a failure; a falling below the care or skill of a competent and experienced driver, in relation to the manner of the driving and to the relevant circumstances of the case.»

 

Όπως αναφέρθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Σαζού (2001) 2 ΑΑΔ 18, απαιτείται τουλάχιστον απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους εκ μέρους του οδηγού, ο οποίος έστω και στιγμιαία πέφτει κάτω από το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού (βλ. R. v. Gosney [1971] 55 Cr. App. R. 502, Πέτρου ν. Αστυνομίας, πιο πάνω).

 

Στην υπόθεση Στέλιος Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 115 λέχθηκε με αναφορά στην R. v. Gosney (ανωτέρω) πως το αδίκημα της επικίνδυνης οδήγησης δεν είναι απόλυτο και η απόδειξη μιας επικίνδυνης κατάστασης δεν αρκεί. Χρειάζεται και απόδειξη πως την προκάλεσε κάποιο σφάλμα. Ως προς την έννοια του σφάλματος, που αρκεί για την στοιχειοθέτηση της επικίνδυνης οδήγησης, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από τη σελίδα 224 της R. v. Gosney (ανωτέρω):

"Fault involves a failure; a falling below the care or skill of a competent and experienced driver, in relation to the manner of the driving and to the relevant circumstances of the case.  A fault in that sense, even though it might be slight, even though it be a momentary lapse, even though normally no danger would have arisen from it, is sufficient. The fault need not be the sole cause of the dangerous situation. it is enough if it is, looked at sensibly, a cause.»

σε μετάφραση:

 

«Σφάλμα εμπεριέχει αποτυχία, πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλμα με αυτή την έννοια, αν και μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επικίνδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντας το λογικά, αποτελεί μία αιτία.»

 

Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ουσιαστική προϋπόθεση για απόδειξη κατηγορίας κατά παράβαση του άρθρου 210, αποτελεί η θεμελίωση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αλόγιστης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς με το θάνατο του θύματος.

 

Ο εφεσείων, στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία (τεκμήριο 5), ανέφερε σαφώς ότι δεν είδε καθόλου πριν το δυστύχημα τη γυναίκα που χτύπησε και το παιδί της. Είδε πεζούς στην αριστερή άκρια του δρόμου. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια παραδοξότητα. Ο εφεσείων, ενώ είχε οπτική επαφή στην αριστερή άκρια του δρόμου, δεν είδε καθόλου το θύμα το οποίο βρισκόταν μπροστά του και εντός της ακτίνας των φώτων πορείας του αυτοκινήτου του σε κανένα στάδιο. Η κα Ερωτοκρίτου εισηγήθηκε πως η παράλειψη του εφεσείοντα να αντιληφθεί την πεζή πριν την χτυπήσει δεν μπορεί να ενταχθεί στα πλαίσια της επικίνδυνης, αλόγιστης ή απερίσκεπτης πράξης, εφόσον το δυστύχημα δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί. Εισηγήθηκε δε ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, διαφαίνεται ότι το δυστύχημα ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της παράλειψης του θύματος να αντιληφθεί το αυτοκίνητο του εφεσείοντα στο δρόμο.     

 

Τόσο το Δικαστήριο στην απόφασή του, όσο και η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα στο διάγραμμα αγόρευσής της, παρέπεμψαν στην υπόθεση Vakanas v. Thomas and Another (1982) 1 CLR 530, όπου αναφέρθηκε ότι σε τέτοιου είδους υποθέσεις το Δικαστήριο πρέπει να καθοδηγείται από την κοινή λογική, χωρίς να περιπλέκεται σε λεπτομέρειες, όπως το ακριβές σημείο από το οποίο οι διάδικοι αντίκρισαν ο ένας τον άλλο, κάτι που δίνει την εντύπωση ότι καταπιανόμαστε με μαθηματική άσκηση. Θα προσθέταμε, επίσης, ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει σε περιπτώσεις εξέτασης τροχαίων δυστυχημάτων, όπου τα γεγονότα εκτυλίσσονται ξαφνικά, χωρίς προσχεδιασμό, και σε κάποιες περιπτώσεις, όπως η παρούσα, δεν είναι δυνατό να καθοριστεί επακριβώς ούτε το σημείο σύγκρουσης. Δεν επιθυμούμε, λοιπόν, να προσεγγίσουμε την υπόθεση με τρόπο που να δοθεί η εντύπωση ότι προβαίνουμε σε αριθμητικούς υπολογισμούς και ασκήσεις επί χάρτου για να καταλήξουμε στην ευθύνη ή όχι του εφεσείοντα. Άλλωστε, θέματα που σχετίζονται με οδική συμπεριφορά και δυνατότητα αντίδρασης οδηγού σε επερχόμενο κίνδυνο αντικρίζονται με βάση τη γενική αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς τα πράγματα, υπό το φως πάντοτε της λογικής, εκτός όπου παρουσιάζεται κάποια επιστημονική ή τεχνική πτυχή όπου απαιτείται μαρτυρία εμπειρογνώμονα (Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 120 ).

 

Ο εφεσείων κατά τον επίδικο χρόνο οδηγούσε το αυτοκίνητο του στη λεωφόρο Τσερίου στο Στρόβολο με ταχύτητα περί τα 38χαω, ταχύτητα αρκετά χαμηλή και είχε τα φώτα του αυτοκινήτου του αναμμένα στη χαμηλή στάση. Η εμβέλεια των φώτων ήταν 29μ. Παρά το ότι είχε δύσει ο ήλιος, υπήρχε ορατότητα στο δρόμο και πέραν της εμβέλειας των φώτων του αυτοκινήτου του. Η εν λόγω λεωφόρος είναι πολυσύχναστος δρόμος με καταστήματα όπου κυκλοφορούν πεζοί και στο σημείο όπου έγινε το δυστύχημα υπήρχε παιχνιδότοπος στα δεξιά ως προς την πορεία του εφεσείοντα με ορατό τον κίνδυνο παρουσίας πεζών στο χώρο προς τον οποίο κατευθυνόταν η πεζή με το παιδί της. Όταν η πεζή βρισκόταν στην άκρια του δρόμου, ορισμένα εκατοστά έξω από τη λωρίδα κυκλοφορίας του εφεσείοντα, ήταν ορατή από αυτοκίνητα που κινούντο από την κατεύθυνση του εφεσείοντα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ11, ο εφεσείων εκείνη την ώρα βρισκόταν σε τέτοια απόσταση που θα μπορούσε να την έβλεπε. Όπως θα μπορούσε να έβλεπε την ΜΚ11 που βρισκόταν στην αντίθετη κατεύθυνση και είχε ανάψει τα φώτα κινδύνου, καθώς και ότι έκανε νόημα με τα φώτα της στην πεζή για να της δώσει προτεραιότητα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, δεν υπήρχε εκείνη την ώρα άλλο όχημα μπροστά της που να εμπόδιζε την ορατότητα. Ο εφεσείων τίποτα δεν αντιλήφθηκε, ούτε όταν εισήλθε η πεζή με το παιδί της στο δρόμο, ούτε όταν την κτύπησε. Το δε κτύπημα ήταν στον μπροστινό δεξί προφυλακτήρα και ακολούθησαν κτυπήματα του σώματος της τόσο στον μπροστινό δείκτη και φανάρι, όσο και στη δεξιά γωνία του μπροστινού ανεμοθώρακα ο οποίος θρυμματίστηκε και στο εξωτερικό καθρεφτάκι το οποίο αποκόπηκε. Ο εφεσείων σταμάτησε λόγω του θορύβου που άκουσε, χωρίς να έχει δει είτε την πεζή, είτε το παιδί της, παρά μόνο μετά που σταμάτησε το αυτοκίνητο και κατέβηκε από αυτό. Με αυτά τα δεδομένα δεν πρόκειται για περίπτωση απότομης εισόδου πεζού στο δρόμο όπου δεν παρέχεται η δυνατότητα αντίδρασης και αποφυγής του δυστυχήματος. Ο εφεσείων οδηγούσε με πολύ χαμηλή ταχύτητα και, σε περίπτωση που έβλεπε την πεζή, έστω την ώρα που επιχείρησε να εισέλθει στο δρόμο, θα μπορούσε να λάβει αποτρεπτικά μέτρα και να αποφύγει την επαφή μαζί της. Συμφωνούμε με την κα Ερωτοκρίτου ότι ο εφεσείων, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν είχε καθήκον για λήψη αποτρεπτικών μέτρων προτού εκδηλωθεί κίνδυνος στο δρόμο και ότι η παρουσία ενήλικου πεζού στο κράσπεδο του δρόμου δεν υποδηλοί αφ΄ εαυτής την ύπαρξη κινδύνου, για τον οποίο πρέπει να ληφθούν προφυλακτικά μέτρα. Κίνδυνος μπορεί να προκύψει αφότου ο πεζός αποπειράται να διασταυρώσει το δρόμο (βλ. Murrel v. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 217), αρχήν την οποία αναγνώρισε και εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το γεγονός ότι θεώρησε ότι η απόπειρα να διασταυρώσει το δρόμο ξεκίνησε από το σημείο όπου η πεζή, βρισκόμενη στην άκρη του δρόμου, ξεκίνησε να κοιτάζει δεξιά και αριστερά δεν είναι λανθασμένη.

 

Με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης, η παράλειψη του εφεσείοντα να εντοπίσει τους πεζούς στο δρόμο και να λάβει μέτρα έτσι ώστε να αποφευχθεί η επαφή του θύματος με το αυτοκίνητο του, αποτελούσε μίαν επικίνδυνη κατάσταση, όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έστω και εάν συνέβαλε και το θύμα σε αυτή την κατάσταση.  

 

Η εισήγηση της κας Ερωτοκρίτου ότι, με τα δεδομένα της υπόθεσης, το δυστύχημα δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ο εφεσείων ήταν πολύ χαμηλή και, με δεδομένο ότι η επαφή του θύματος με το αυτοκίνητο ήταν στον μπροστινό δεξί προφυλακτήρα, δεν θα μπορούσαμε να καταλήξουμε ότι επρόκειτο για αναπόφευκτο δυστύχημα. Ούτε οι μικροσκοπικές αναλύσεις των αποστάσεων και του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανύσει η πεζή την απόσταση μέχρι την επαφή με το αυτοκίνητο ή μέχρι να αντιδράσει ο εφεσείων, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε τέτοιο συμπέρασμα.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ

/XTθ



[1] 210. Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο