ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Αντώνης Αλεξόπουλος για Σωτήρη Πίττα, για τον Εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-03-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ κ.α. ν. ΟΔΥΣΣΕΩΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 212/2018, 15/3/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B89

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                           

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 212/2018

 

15 Μαρτίου, 2019

 

[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.     xxx ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

2.    xxx ΧΑΡΠΑ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΙΣΣΑ, ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

                          Εφεσειουσών

v

xxx ΟΔΥΣΣΕΩΣ

                          Εφεσίβλητου

 

***************************

Γιώργος Γεωργίου και Μιχάλης Κονής για Πανίκο Λεωνίδου, για τις Εφεσείουσες

 Αντώνης Αλεξόπουλος για Σωτήρη Πίττα, για τον Εφεσίβλητο

                                                ************************

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα  δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.

 

****************

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ:  Οι εφεσείουσες είχαν καταχωρήσει την Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση υπ. Αρ. 768/2018 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον του Πισσά xxx (κατηγορούμενου 1) και του xxx Οδυσσέως (κατηγορούμενου 2) για αριθμό αδικημάτων όπως για τήρηση λογιστικών βιβλίων κατά παράβαση του άρθρου 141(1)(2) (3)(4) και του άρθρου 380 του περί Εταιρειών Νόμου, της συνομωσίας προς διάπραξη πλημμελήματος κατά παράβαση των άρθρων 372 και 20 του Ποινικού Κώδικα καθώς και άλλων αδικημάτων όλα  στη βάση  των ιδίων περίπου γεγονότων. 

 

Ο κατηγορούμενος 2/εφεσίβλητος προτού απαντήσει στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε υπέβαλε εισήγηση στη βάση του άρθρου 86 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ότι οι λεπτομέρειες των αδικημάτων δεν αποκάλυπταν αδίκημα για τον ίδιο, εφόσον τα άρθρα επί των οποίων εδράζοντο οι κατηγορίες προβλέπουν την ιδιότητα του συμβούλου ενώ ο εφεσείων κατηγορείτο υπό την ιδιότητα του ως ελεγκτή της εταιρείας Pissas Trading Co Ltd.  Υποστήριξε παραπέμποντας   στο Άρθρο 12(2) του Συντάγματος και στο άρθρο 39(α) του ΚΕΦ. 155 ότι όταν ο Νόμος επί του οποίου εδράζονται οι κατηγορίες απαιτεί συγκεκριμένη ιδιότητα προσώπου  τα αδικήματα δεν μπορούν να διαπράττονται υπό άλλη ιδιότητα.   

 

Σε απάντηση ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής εισηγήθηκε ότι ο εφεσίβλητος, κατηγορείτο στη βάση του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα αλλά και του Νόμου 42(1)/2009 που ίσχυε μέχρι τις 26/6/2017 και περαιτέρω στη βάση διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου.  Πρόταξε δε ότι στο αρχικό αυτό στάδιο της διαδικασίας και προτού δοθεί μαρτυρία δεν θα μπορούσε να αποφασιστεί το ζήτημα που ηγέρθη από πλευράς εφεσίβλητου.    

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τις γραπτές αλλά και προφορικές αγορεύσεις των δικηγόρων των δύο πλευρών, με αναφορά στο σύγγραμμα Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice, 2018 Εd. Chapter 1 - The Indictment Part VIII Quashing Indictments Section A, Common Law, παραγρ. 1 -358 απέρριψε κατ' αρχάς την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι θα έπρεπε να ακουστεί μαρτυρία επί του εγειρόμενου θέματος.

 

Σ'  όσον αφορά τις κατηγορίες 1 - 8 που εδράζοντο επί των άρθρων 141 και 143 του περί Εταιρειών Νόμου έκρινε ότι ενόψει της αναφοράς στα άρθρα αυτά σε σύμβουλο, τα αδικήματα δεν μπορούν να διαπραχθούν από πρόσωπα υπό άλλην ιδιότητα, όπως εδώ του ελεγκτή, που είναι η ιδιότητα που αποδίδεται στον εφεσίβλητο στις λεπτομέρειες των αδικημάτων.  

 

Σε σχέση με τις κατηγορίες 10 -12 οι οποίες εδράζοντο επί του άρθρου 127 του ΚΕΦ 113, που αφορά στον τρόπο και χρόνο σύγκλησης γενικής συνέλευσης εταιρείας, έκρινε ότι το λεκτικό του άρθρου δεν αποκαλύπτει οποιοδήποτε αδίκημα για παράλειψη σύγκλησης γενικής συνέλευσης, όπως ούτε και το άρθρο 152 του ΚΕΦ. 113, επί του οποίου επίσης εδράζοντο οι κατηγορίες. 

 

Σ'   όσον αφορά τέλος τις κατηγορίες 13-16 οι οποίες εδράζοντο επί των άρθρων 189 και 190 του ΚΕΦ. 113 διαπίστωσε ότι σύμφωνα με το άρθρο 190(3) το αδίκημα μπορούσε να διαπραχθεί από τον σύμβουλο ή αξιωματούχο της εταιρείας, που δεν είναι η περίπτωση του εφεσίβλητου, όπου κατηγορείται υπό την ιδιότητα του ως ελεγκτή της εταιρείας.

 

Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι το κατηγορητήριο δεν θα μπορούσε να διασωθεί με την επίκληση του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον δεν νοείται η κατηγορία του συνεργού, όταν ο ίδιος ο Νόμος απαιτεί την ιδιότητα του συμβούλου ή αξιωματούχου της εταιρείας. 

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων του το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια σε ακύρωση του κατηγορητηρίου σ' όσον αφορά τον εφεσίβλητο, τον οποίον απάλλαξε απ' όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. 

 

Οι εφεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τέσσερις λόγους έφεσης. 

 

Στο διάγραμμα αγόρευσης του ο δικηγόρος του εφεσίβλητου, μεταξύ άλλων ισχυρισμών του προς  υποστήριξη της πρωτόδικης απόφασης, ήγειρε προδικαστικήν ένσταση ότι η έφεση είναι απαράδεκτη, ενόψει μη εξασφάλισης προηγουμένως της συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα, εφόσον η έφεση αφορά σε αθωωτική απόφαση, που είναι απαραίτητη στη βάση των προνοιών του άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155.  Από την άλλη ο δικηγόρος των εφεσειουσών αντέτεινε ότι η προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση που οδήγησε σε απαλλαγή και όχι αθώωση του εφεσίβλητου είναι ενδιάμεση  και ως τέτοια δεν είναι απαραίτητη η λήψη συγκατάθεσης από τον Γενικό Εισαγγελέα.

 

Ενόψει της σπουδαιότητας της προδικαστικής ένστασης κρίνουμε σκόπιμο όπως εξεταστεί κατά προτεραιότητα εφόσον τυχόν επιτυχία της θα κρίνει και την τύχη της έφεσης χωρίς να χρειαστεί να υπεισέλθουμε στην εξέταση της ουσίας της. 

 

Στο σημείο αυτό θα παραθέσουμε τις πρόνοιες των σχετικών άρθρων του Περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/1960) και του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 155 που πραγματεύονται περί του δικαιώματος άσκησης έφεσης κατά απόφασης Δικαστηρίου ασκούντος ποινική δικαιοδοσία.

 

Το άρθρο 131 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 155 περιορίζει το δικαίωμα έφεσης στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται από τις πρόνοιες του Νόμου και ρητά ορίζει ότι δεν χωρεί έφεση κατά αθωωτικής απόφασης, εκτός με τη σύσταση ή τη γραπτή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα.

 

Το άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου προνοεί για την άσκηση έφεσης κατά απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου ασκούντος ποινική δικαιοδοσία, σύμφωνα όμως με τις πρόνοιες του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.  Τέτοια έφεση μπορεί να ασκηθεί κατά της αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης ή της επιβαλλούσης   ποινής. 

 

Το άρθρο 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου πραγματεύεται περί της δυνατότητας και των ορίων άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου. 

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο:

 

«Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-

(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής

(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε

(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων

(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας»

 

Η εμβέλεια του άρθρου αυτού υπήρξε αντικείμενο εξέτασης σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, Ανδρέας Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 145/2013, ημερ. 19/12/2014,  Μ and A Christaki Christodoulou Ltd v. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Ποιν. Εφ. 291/2015, ημερ. 3/7/2017, ECLI:CY:AD:2017:B238  και στην πρόσφατη E.C. Fresh Meat Ltd v. xxx Γεωργίου, Ποιν. Εφ. 43/2017 , ημερ. 6/12/2018), ECLI:CY:AD:2018:B524.

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152 τονίστηκε ότι ο αυστηρός περιορισμός του δικαιώματος άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης σκοπεί στο να μη δικάζεται εκ δευτέρου και άνευ λόγου ο αθωωθείς ή ακόμη ακριβέστερα δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φορές.  Η αρχή αυτή αποτελεί ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας και ενσωματώνεται στο Σύνταγμα.  Σχετική επίσης με το θέμα είναι και η υπόθεση Τασούλλα Κονέ ν. Χαράλαμπου Φλουρή κ.ά., Ποιν. Έφ. 209/2013, ημερ. 5/3/2015. 

 

Το ερώτημα στην παρούσα περίπτωση που χρήζει εξέτασης και μάλιστα κατά προτεραιότητα, είναι κατά πόσο η απόφαση του Δικαστηρίου μπορούσε να προσβληθεί με έφεση  δυνάμει του άρθρου 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60) ώστε να χρειάζεται η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, ενόψει του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απλά απάλλαξε τον εφεσίβλητο χωρίς να τον αθωώσει.

 

Στην πρόσφατη υπόθεση Alexander Rubtsov v. Dimitri Ivantchenko, Yπόμνημα Αρ. 370, ημερ. 28.2.2018, αντικείμενο εξέτασης ήταν κατά πόσο μπορούσε να καταχωρηθεί έφεση δυνάμει του άρθρου 25(2) του Νόμου 14/60 εναντίον απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απέρριψε την υπόθεση χρησιμοποιώντας τη φράση «ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται». Το Ανώτατο Δικαστήριο απαντώντας θετικά στο ερώτημα, ανέφερε τα εξής στην απόφαση του:

 

 

 

«Ο κ. Σπύρου εισηγήθηκε ότι αδυνατούσε να καταχωρήσει έφεση ενόψει του ότι στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου επί της κατάληξης με την οποία απέρριψε την υπόθεση χρησιμοποιήθηκε η φράση ότι «ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται».  Ο ευπαίδευτος συνήγορος θεώρησε ότι η φράση «απαλλάσσεται» χωρίς αθώωση, απέκλειε το δικαίωμα έφεσης, λόγω του περιεχόμενου του άρθρου 25(2) που δίδει δικαίωμα έφεσης σε αθωωτικές ή καταδικαστικές αποφάσεις.

 

Δεν θα συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα.

 

Ισχύει αυτό που λέχθηκε στην υπόθεση Γεν.Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γαβριήλ κ.ά. (2004)2 Α.Α.Δ. 596όπου επίσης στην εκκαλούμενη απόφαση του Κακουργιοδικείου είχε χρησιμοποιηθεί ομοίως η φράση «απαλλάσσεται».

 

Το Εφετείο επί του ερωτήματος κατά πόσο η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν εφέσιμη ανέφερε τα εξής σχετικά:

 

«Στην υπόθεση που εξετάζουμε το κακουργιοδικείο σταμάτησε τη δίκη, για τους λόγους που αναφέρουμε πιο πάνω. Σημειώνεται δε στην απόφαση του πως οι κατηγορούμενοι «απαλλάσσονται», προφανώς δε επειδή δεν έγινε διάγνωση της αθωότητας ή ενοχής των μετά τη λήψη μαρτυρίας δεν χρησιμοποίησε τη φράση «αθωώνονται». Το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε, υπό τις περιστάσεις, δεν έχει σημασία. Η δίκη άρχισε και σε κάποιο στάδιο διεκόπη με την επίμαχη απόφαση του Δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα είναι πως το κατηγορητήριο απορρίφθηκε τελεσίδικα, με τη διάγνωση μάλιστα πως παραβιάστηκε θεμελιώδες δικαίωμα των εφεσιβλήτων. Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν, ως εκ τούτου, αθωωτική, έστω και αν δεν ονομάζεται έτσι. Όταν κατηγορούμενος αθωώνεται είναι πλεονασμός η χρήση της λέξης «και απαλλάσσεται», γιατί, αν είναι υπό κράτηση, η απελευθέρωση του είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της αθώωσης του».

 

Ως εκ των πιο πάνω, στη Γαβριήλ κρίθηκε ότι υπήρχε δικαίωμα έφεσης.[5]

 

Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και προσφάτως στην υπόθεση Κονέ ν. Φλουρή κ.ά. Ποινική έφ.209/13, 5.3.2015όπου επίσης αναλύονται οι έννοιες «απαλλαγή» και «αθώωση».  Στη δε μεταγενέστερη απόφαση Αναφορικά με την αίτηση του Αντώνη Ιωάννου, πολιτική έφ. 132/15, 13.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:D355 αναφέρθηκε ότι η κρίση επί της ουσίας δεν εξυπακούει ακρόαση με μάρτυρες.  Γίνεται δε παραπομπή στην έννοια της απαλλαγής σε συνάρτηση με το ΄Αρθρο 12(2) του Συντάγματος και αναφέρονται τα εξής σχετικά: 

 

«Ο όρος «acquittal» κατά το    Jowitt's Dictionary of English Law, 2nd Ed. Vol. 1, περιλαμβάνει όχι μόνο την ετυμηγορία της αθώωσης επί της ουσίας από την κατηγορία, αλλά και την επιτυχή προβολή των ειδικών απαντήσεων της απονομής χάριτος ή του autrefoisacquit ή του autrefois convict. Ο ίδιος ορισμός δίδεται και στο Osborn's Concise Law Dictionary 12th Ed. Σε αντιδιαστολή, η απαλλαγή ως αποτέλεσμα καταχώρισης ποινικής δίωξης (nolle prosequi), δεν αποτελεί «απαλλαγή» εν τη εννοία του Άρθρου 12.2 (G. Araouzos and Son v. The Police (1980) 2 CLR 131)».

 

Το ίδιο, όπως καθορίστηκε στη Γαβριήλ και στις επόμενες υποθέσεις, ακριβώς ισχύει και εν προκειμένω, αφού η απαλλαγή, εν τοις πράγμασι, οδήγησε σε αθώωση και σε απόρριψη της ποινικής υπόθεσης.  Η απόφαση ήταν αθωωτική, έστω και αν δεν ονομάζεται έτσι. 

 

Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε στη συνέχεια στην πρόσφατη υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. 423/2017 ημερ. 3/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A155 στην οποία επίσης δεν διεξήχθηκε ακρόαση με την προσκόμιση μαρτύρων αλλά η απαλλαγή των κατηγορουμένων έγινε κατόπιν εισήγησης ότι οι κατηγορίες δεν αποκάλυπταν αδίκημα. Το Εφετείο έκρινε ότι εξυπακούεται ότι η απόφαση ήταν αθωωτική έστω και αν δεν ονομαζόταν έτσι και ως εκ τούτου ο Γενικός Εισαγγελέας εδικαιούτο να καταχωρήσει έφεση. 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση δεν είχε προσκομιστεί καμιά μαρτυρία πρωτόδικα, εφόσον η εισήγηση ότι το κατηγορητήριο δεν αποκάλυπτε οποιοδήποτε αδίκημα εναντίον του εφεσίβλητου, υποβλήθηκε προτού καν απαντήσει στις κατηγορίες ο εφεσίβλητος.  Παραθέτουμε το άρθρο 86 του ΚΕΦ. 155 στη βάση του οποίου υποβλήθηκε η εισήγηση:   

 

 

«Ακύρωση κατηγορητηρίου ή κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο

86.Αν κατηγορητήριο ή κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο δεν εκθέτει, και δεν δύναται με οποιαδήποτε μεταβολή που επιτρέπεται από το Νόμο αυτό να καταστεί τέτοιο ώστε να εκθέτει οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα το οποίο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, βρισκόταν στην εύλογη σκέψη του κατηγορούμενου, αυτό ακυρώνεται είτε με εισήγηση που υποβάλλεται πριν από την απολογία του κατηγορούμενου ή με εισήγηση που υποβάλλεται για αναστολή της απόφασης.»

Γραπτή έκθεση κάθε τέτοιας εισήγησης παραδίδεται στον Πρωτοκολλητή ή άλλο λειτουργό του Δικαστηρίου υπό ή εκ μέρους του κατηγορούμενου και καταχωρείται στα πρακτικά.»

 

Σημειώνεται ότι είτε σε συνοπτική δίκη είτε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου ισχύουν οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου. 

 

 Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την εισήγηση και κατέληξε ότι

οι λεπτομέρειες των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος, δεν αποκάλυπταν αδίκημα για τον ίδιο, για τους λόγους που αναφέραμε ανωτέρω, γι' αυτό και προέβη σε ακύρωση του κατηγορητηρίου απαλλάττοντας τον εφεσίβλητο από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.  Συνεπώς δεν ήταν απλά για κάποιο τεχνικό λόγο ή τυπικό μειονέκτημα του κατηγορητηρίου που απαλλάχθηκε ο εφεσίβλητος από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.  Το Δικαστήριο δεν χρησιμοποίησε τη λέξη «αθωώνεται» αλλά δεν έχει σημασία (βλ. υπόθεση Rubstov και Αίτηση Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (ανωτέρω)).  Σημειώνεται ότι η ποινική δίωξη, σύμφωνα με το άρθρο 37 της Ποινικής Δικονομίας, άρχεται με την καταχώρηση του κατηγορητηρίου.

 

Ενόψει των πιο πάνω η προσβαλλόμενη απόφαση θεωρείται αθωωτική, δυναμένη να εφεσιβληθεί. 

 

Η παράλειψη όμως εξασφάλισης της συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα στην καταχώρηση έφεσης κατά της απόφασης, με την οποίαν ο εφεσίβλητος   απαλλάχθηκε και αθωώθηκε απ' όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, συνιστά καταλυτικό στοιχείο για την τύχη της έφεσης.  Ακόμη όμως και στην περίπτωση που θεωρούσαμε την προσβαλλόμενη απόφαση ως ενδιάμεση που, σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, δεν χρειάζετο η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, πάλι δεν θα ήταν δυνατή η καταχώρηση έφεσης κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.    Και εξηγούμε.  Είναι βασική αρχή  ότι το δικαίωμα έφεσης υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις που  ρητά προβλέπονται από τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο (βλ. Attorney General ν. Pouris & others (1979) 2 A.A.Δ. 15).  Το δικαίωμα έφεσης κατά ενδιάμεσης απόφασης σε ποινική διαδικασία υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414, όπου αποφασίστηκε ότι η ενδιάμεση απόφαση σε ποινική υπόθεση δεν υπόκειται σε έφεση με βάση το Σύνταγμα και/ή  οποιοδήποτε άλλο Νόμο. 

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, δεν ενέχει σημασία ο τίτλος που το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε κατά την έκδοση της απόφασης.  Προφανώς εννοούσε πως δεν είχε προσφερθεί και αξιολογηθεί οποιαδήποτε μαρτυρία ώστε η απόφαση του να ήταν επί της ουσίας της διαφοράς.  Ήταν όμως τελική, αφού με αυτή δεν ακολουθούσε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία.  Η απαλλαγή συνιστούσε και το τέλος της ποινικής δίωξης. 

 

Συνεπώς η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει.  Ενόψει της κατάληξης μας αυτής η εξέταση των λόγων έφεσης καθίσταται περιττή.  Η έφεση απορρίπτεται.  Οι εφεσείουσες καταδικάζονται στην πληρωμή των εξόδων του εφεσίβλητου όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

                                                                  

 

ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                          Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                               Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

/Α.Λ.Ο.   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο