ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B86
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 19/2019
14 Μαρτίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΔΔ]
Α. Σ.,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Εφεσίβλητη.
- - - - - -
Χρ. Χριστοδούλου με την Παναγιώτα Λεάνδρου (κα), ασκούμενη δικηγόρο για κ. Μ.Ξ. Ιωάννου, για τον εφεσείοντα
Πανίκος Αβρααμίδης με την Ιωάννα Αντωνίου (κα) δημόσιοι κατήγοροι για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη
Εφεσείων παρών.
******************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
****************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ex-tempore)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετωπίζοντας 15 κατηγορίες στη βάση του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου αρ. 91(Ι)/2014 και του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου αρ. 119(Ι)/2000, έχει παραπεμφθεί στο Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στη xxx για τις 18/3/2019. Ζητήθηκε η κράτηση του στο μεταξύ και το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στα δεδομένα της υπόθεσης και στις αγορεύσεις των συνηγόρων, έκρινε ότι η περίπτωση δικαιολογούσε την έκδοση διατάγματος κράτησης μέχρι τις 18/3/2019, έχοντας αναλύσει όλα τα θέματα τα οποία τέθηκαν ενώπιον του.
Με την έφεση του ο εφεσείων παραπονείται με διάφορους λόγους ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη και θα πρέπει να ανατραπεί. Το διάγραμμα του εφεσείοντα καταγράφει αριθμό λόγων γιατί η κράτηση θα πρέπει να ακυρωθεί που μπορούν να συνοψιστούν στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του καθόλου υπαλλακτικές προτάσεις κατά τρόπο ώστε ο εφεσείων να μπορούσε να αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, ότι δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε το ουσιαστικό όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης με την Κατηγορούσα Αρχή, Εφεσίβλητη εδώ, να περιορίζεται στο ζήτημα της σοβαρότητας των αδικημάτων, ότι παραβιάστηκαν τα ευρύτερα δικαιώματα του και ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, ιδιαίτερως διότι η εφεσίβλητη Κατηγορούσα Αρχή δεν στοιχειοθέτησε εύλογες υπόνοιες ότι η μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντα τον ενέπλεκε σε βαθμό που να δικαιολογούσε την κράτηση του. Στην ουσία, κατά την εισήγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εστίασε την απόφαση του στη σοβαρότητα του αδικήματος, αγνοώντας τον ευρύτερο κανόνα και αρχή ότι κάθε ένας δικαιούται να παραμένει ελεύθερος εν αναμονή της δίκης του.
Η αντίθετη άποψη από πλευράς της εφεσίβλητης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με προσοχή εξέτασε κάθε τι το οποίο έχει τεθεί ενώπιον του και ορθά δεν επέβαλε όρους στον εφεσείοντα για να παρουσιαστεί στη δίκη του, αλλά διέταξε την παραμονή του υπό κράτηση μέχρι τουλάχιστον την πρώτη εμφάνιση του στο Κακουργιοδικείο όπου μπορεί να τεθεί εκ νέου ζήτημα κράτησης ή να αφεθεί ελεύθερος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρθηκε στα δεδομένα της υπόθεσης και ιδιαίτερα στις συνθήκες στη βάση των οποίων ο εφεσείων κατηγορήθηκε. Η νομοθεσία για τα αδικήματα αυτά, όπως ορθά ανέφερε το Δικαστήριο, προβλέπει αυστηρές ποινές, πολυετείς ποινές φυλάκισης μέχρι και ισόβια, διότι τα αδικήματα είναι από τη φύση τους σοβαρά και υπό αυτή την έννοια οι δεσμοί ενός εφεσείοντα με τη Δημοκρατία, περιλαμβανομένων των οικογενειακών ή άλλων δεσμών, ατονούν συγκριτικά σε σχέση με το συμφέρον της δικαιοσύνης γενικότερα, που επιβάλει κάποιος να παραμείνει υπό κράτηση παρά τη γενικότερη αρχή ότι δικαιούται να παραμείνει ελεύθερος.
Το Δικαστήριο ορθά αναφέρθηκε στις προϋποθέσεις πότε ύποπτος ή κατηγορούμενος μπορεί να διαταχθεί να παραμείνει υπό κράτηση. Και με αναφορά σε νομολογία επιβεβαίωσε το γνωστό κανόνα ότι η κράτηση ή μη εξετάζεται στη βάση των ακολούθων παραγόντων. Τον κίνδυνο μη προσέλευσης του στο Δικαστήριο κατά τη δικάσιμο, την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων και την πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων. Αυτές οι γενικότερες αρχές ή παράμετροι που εξετάζονται απαντώντας το ερώτημα κατά πόσο πρέπει κάποιος να παραμείνει ή όχι υπό κράτηση, δεν είναι ανάγκη να συνυπάρχουν, αλλά μπορούν να λειτουργήσουν και ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο.
Στην παρούσα περίπτωση η θέση της εφεσίβλητης ενώπιον του παραπέμποντος πρωτόδικου Δικαστηρίου εστιάστηκε στον κίνδυνο μη προσέλευσης, ο οποίος με τη σειρά του νομολογιακά αναλύεται σε τρεις επί μέρους παράγοντες που έχουν σχέση με τη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την ποινή που δυνατόν να επιβληθεί. Ορθά το Δικαστήριο διέγνωσε ότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η σοβαρότητα των αδικημάτων είναι δεδομένη με συνακόλουθη προέκταση ότι η ποινή που δυνατόν να επιβληθεί να είναι ανάλογα αυστηρή. Το κύριο σημείο διαφοράς το οποίο και ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εστίασε σήμερα την προσοχή του, αφορούσε το ζήτημα της πιθανότητας καταδίκης. Η ουσιαστική θέση είναι ότι μόνο η παραπονούμενη εμπλέκει τον εφεσείοντα και ό,τι άλλο συναφές μαρτυρικό υλικό υπάρχει από πλευράς άλλων προσώπων, απορρέει από αυτή τη μια και μοναδική αυτή κατάθεση.
Το Δικαστήριο εξέτασε τα όσα τέθηκαν ενώπιον του και αναφέρθηκε με σχετική λεπτομέρεια στη διαθέσιμη εναντίον του εφεσείοντος μαρτυρία, αλλά μελετώντας το υλικό κατέληξε στη θέση ότι ιδωμένο αυτό στην όψη του και στο πρωταρχικό στάδιο που βρίσκεται η υπόθεση, πιθανολογείται η καταδίκη, η οποία όχι μόνο δεν μπορούσε να αποκλεισθεί, αλλά αντίθετα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έφθανε και στο σημείο του ενδεχομένου καταδίκης, χωρίς βέβαια να αξιολογείτο η μαρτυρία ή το Δικαστήριο να τοποθετείτο επί της ουσίας της που δεν ήταν και ο ρόλος του.
Η νομολογία είναι γνωστή και είναι αυτή την οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Έχει πλειστάκις επαναληφθεί και επιβεβαιωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στη βάση των κλασσικών πλέον υποθέσεων Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1977) 2 Α.Α.Δ. 109, Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, ότι ο κίνδυνος διαφυγής είναι ένας από τους παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο αποτιμά στη βάση της σοβαρότητας του αδικήματος, της πιθανότητας καταδίκης και της ενδεχόμενης ποινής. Όπως έχει λεχθεί και στην απόφαση Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790, που έχει επαναληφθεί πολλές φορές και πιο πρόσφατα στην Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση αρ. 138/2015 ημερ. 10.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:B513, το στάδιο κατά το οποίο ένα Δικαστήριο
κρίνει αίτημα για κράτηση δεν εξετάζεται αναλυτικά η μαρτυρία, αλλά κατά πόσο αυτή παρέχει ενδεικτικά το υπόβαθρο εκείνο το οποίο παραπέμπει σε μια ενδεχόμενη καταδίκη. (δέστε και Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, κ.ά.). Η μαρτυρία που υπάρχει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο απλώς διεξάγει τη διαδικασία παραπομπής δεν μπορεί να εξετάζεται με οποιαδήποτε μικροσκοπική διάθεση, αλλά μόνο μακροσκοπικά και στην όψη του, διαφορετικά το Δικαστήριο θα ξέφευγε του δικού του ρόλου και αναμφίβολα θα μπορούσαν να λεχθούν και πράγματα τα οποία στην πορεία ενδεχομένως να απέβαιναν και σε βάρος του ιδίου του εφεσείοντα.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση είναι καθόλα ορθή και εύλογα το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και στο σημείο αυτό, το οποίο, επαναλαμβάνεται, ήταν αυτό στο οποίο έδωσε έμφαση ο εφεσείων μέσω του συνηγόρου του, αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα έχοντας σφαιρικά εξετάσει όλα τα ζητήματα περιλαμβανομένου και των δεσμών του εφεσείοντα με τη Δημοκρατία που, όπως καταδεικνύεται, δεν ήταν ικανά να υπερφαλαγγίσουν το δημόσιο συμφέρον που επέβαλε για την περίπτωση αυτή την κράτηση του μέχρι τη Δευτέρα 18/3/2019. Οι προσωπικές συνθήκες για ένα Κύπριο είναι βεβαίως δεδομένες και εγγενείς. Δεν μπορούν όμως τα προσωπικά δεδομένα να υπερακοντίσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων.
Ζήτημα κράτησης μπορεί να τεθεί εκ νέου στις 18.3.2019 και είναι θέμα του Κακουργιοδικείου να αποφασίσει. Η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.