ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Λιάτσος, Αντώνης Ν. Κέκκος, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Κ. Ττίκκα, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα. Γ. Παπαϊωάννου με Κ. Δαμιανού εκ μέρους Μαρκίδη και Μαρκίδη, για τους Εφεσίβλητους στις εφέσεις 189/2015, 190/2015 και 191/2015. Η. Στεφάνου με Κ. Μασουρή, για τον Εφεσίβλητο στην έφεση 209/2015. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-03-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ARISTO DEVELOPERS LTD κ.α., Ποινική Έφεση 189/2015, 190/2015, 191/2015, 209/2015, 18/3/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B95

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

18 Μαρτίου, 2019

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

 

(Ποινική Έφεση 189/2015)

                                            (Σχ. με 190/2015, 191/2015, 209/2015)

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείοντας,

ν.

 

ARISTO DEVELOPERS LTD,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

 

(Ποινική Έφεση 190/2015)

                                            (Σχ. με 189/2015, 191/2015, 209/2015)

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείοντας,

ν.

 

xxx ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

 

 

 

 

 

(Ποινική Έφεση 191/2015)

                                            (Σχ. με 189/2015, 190/2015, 209/2015)

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείοντας,

ν.

 

xxx ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ,

 

Εφεσίβλητου.

 

 

(Ποινική Έφεση 209/2015)

                                            (Σχ. με 189/2015, 190/2015, 191/2015)

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείοντας,

ν.

 

xxx ΣΑΒΒΑ,

 

Εφεσίβλητου.

 

 

Ν. Κέκκος, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Κ. Ττίκκα, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.

 

Γ. Παπαϊωάννου με Κ. Δαμιανού εκ μέρους Μαρκίδη και Μαρκίδη, για τους Εφεσίβλητους στις εφέσεις 189/2015,   190/2015 και 191/2015.

 

Η. Στεφάνου με Κ. Μασουρή, για τον Εφεσίβλητο στην έφεση 209/2015.

 

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εταιρεία Aristo Developers Ltd, εφεσίβλητη στην ποινική έφεση 189/2015, (στο εξής η εφεσίβλητη 1 εταιρεία), επειδή ασχολείτο, την επίδικη περίοδο, με την ανάπτυξη γης και ούσα ιδιοκτήτρια μεγάλης έκτασης, στην περιοχή Σκαλί, Κάτω Πάφος, υπέβαλε, στις 4 Μαρτίου 2010, αίτημα για έκδοση πολεοδομικής άδειας για διαχωρισμό, της εν λόγω έκτασης, σε          177 οικόπεδα. Η εν λόγω αίτηση, η οποία έλαβε αριθμό 25/2010, αφού έτυχε της αναγκαίας εξέτασης, εγκρίθηκε στις 2 Αυγούστου 2010.

 

Ως αποτέλεσμα τούτου, η εφεσίβλητη εταιρεία υπέβαλε, στις                    23 Αυγούστου 2010, αίτηση για άδεια διαχωρισμού                             (177 οικοπέδων) με αριθμό Α166/10. Στις 23 Δεκεμβρίου 2011 η αίτηση για το διαχωρισμό 178, πλέον οικοπέδων, εγκρίθηκε, τελικώς, από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Πάφου (Δ.1619).

 

Η διαφοροποίηση αυτή, στον αριθμό των οικοπέδων, έδωσε το έναυσμα για την καταγγελία από το Δημοτικό Σύμβουλο xxx Χρυσάνθου, προς την Πολεοδομική Επιτροπή, για παρανομία και πλαστογραφία. Στη συνέχεια, προχώρησε αστυνομική διερεύνηση η οποία οδήγησε στην καταχώριση υπόθεσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου, όπου η εφεσίβλητη εταιρεία 1, ο xxx Αριστοδήμου, εφεσίβλητος στην ποινική έφεση 191/2015 (στο εξής ο εφεσίβλητος 2) και η xxx Αριστοδήμου, εφεσίβλητη στην ποινική έφεση 190/2015 (στο εξής εφεσίβλητη 3), όντες διευθυντές και μέτοχοι της εφεσίβλητης εταιρείας 1, ο xxx Σολωμονίδης, σχεδιαστής της εφεσίβλητης εταιρείας 1 και ο xxx Σάββα, εφεσίβλητος στην ποινική έφεση 209/2015 (στο εξής εφεσίβλητος 4), τότε Δημοτικός Μηχανικός Πάφου, αντιμετώπιζαν κατηγορητήριο με 31 κατηγορίες.

 

Οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν κατηγορίες για συνομωσία προς καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333(α) (β), 335, 337, 339, 20, 21 του Ποινικού Κώδικα, εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 305, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(iv),  4(2), 7 και 8 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, Ν. 188(Ι)/2007 και των άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα.  Ο εφεσίβλητος 4 αντιμετώπιζε επίσης κατηγορίες δεκασμού Δημόσιου Λειτουργού κατά παράβαση των άρθρων 100(α) του Ποινικού Κώδικα, κατάχρησης εξουσίας από Δημόσιο Λειτουργό κατά παράβαση του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα, δόλου                  και κατάχρησης εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό κατά παράβαση του άρθρου 133 του Ποινικού Κώδικα.

 

Οι εφεσίβλητοι απαλλάχτηκαν στην κατηγορία 31, που αφορούσε το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Ο Σολομωνίδης, πρώην κατηγορούμενος 3, που ειρήσθω εν παρόδω δεν καταχωρήθηκε εναντίον του έφεση, απαλλάχτηκε, επίσης στο εκ πρώτης όψεως, από τις κατηγορίες 4 - 28 και 30, που αφορούσαν το αδίκημα της πλαστογραφίας.

 

Το Κακουργιοδικείο, τελικώς, απάλλαξε όλους τους εφεσιβλήτους από όλες τις εναπομείνασες κατηγορίες, με μια μακροσκελέστατη απόφαση. Δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε ότι υπήρχε αχρείαστη παράθεση των εκατέρωθεν θέσεων, χωρίς πολλές φορές σαφή κατάληξη. Η έλλειψη συνοχής ήταν εμφανής και ωσάν να επρόκειτο περί σύζευξης τριών αποφάσεων σε μια, με πλατειασμό και με ανεξήγητα εκτεταμένη καταγραφή των επιχειρημάτων των δύο πλευρών. Η αξιολόγηση επίσης ήταν κατατεμαχισμένη σε πολλά σημεία της απόφασης, που δυσχέραινε την παρακολούθηση του σκεπτικού του Κακουργιοδικείου.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν σε συντομία ως ακολούθως:

 

Όπως ήδη σημειώσαμε, στις 4 Μαρτίου 2010 καταχωρήθηκε η αίτηση με αρ. 25/2010 για έκδοση πολεοδομικής άδειας για διαχωρισμό της γης, ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης εταιρείας 1, σε 177 οικόπεδα. Η αίτηση συνοδευόταν από τοπογραφικό - κτηματικό σχέδιο σε κλίμακα 1:5000 (Τεκμ. 8) και αρχιτεκτονικό σχέδιο κλίμακας 1:1000 (σχέδιο 6 Τεκμ. 2). Σύμφωνα με τους έντεκα τίτλους ιδιοκτησίας που κατείχε η εφεσίβλητη εταιρεία 1, το συνολικό εμβαδόν της γης, επί της οποίας θα γινόταν η ανάπτυξη, ήταν 155.529 τ.μ. Κατόπιν έρευνας, όμως, που διενεργήθηκε από το Κτηματολόγιο, διαφάνηκε ότι το εμβαδόν ήταν 160.479 τ.μ. Στην εν λόγω αίτηση δηλώθηκε ότι το συνολικό εμβαδόν των τεμαχίων ήταν 155.259 τ.μ.

Η εν λόγω αίτηση διαχωρισμού παραλήφθηκε από την                            xxx xxx (Μ.Κ. 7), Προϊστάμενη στο Τμήμα Πολεοδομίας του Δήμου Πάφου, η οποία, αφού την έκρινε, εκ πρώτης όψεως, ότι πληρούσε τα αναγκαία κριτήρια, την προώθησε στη xxx xxx (Μ.Κ. 5), ως ορισθείσα Τεχνικό.

 

Η Μ.Κ. 5, προχώρησε στις αναγκαίες μετρήσεις, και παρόλο που, όπως δέχτηκε το Κακουργιοδικείο, δυσκολεύτηκε ένεκα της ύπαρξης του σχεδίου ανάπτυξης σε τοπογραφικό σχέδιο στην κλίμακα 1:5000, τελικώς το κατόρθωσε, έχοντας επαληθεύσει τις μετρήσεις, με βάση το αρχιτεκτονικό σχέδιο 1:1000, που επίσης συνόδευε την αίτηση. Στη βάση του σχεδίου 1:5000 φαινόταν ολόκληρος ο διαχωρισμός.

 

Την 1η Ιουνίου 2010, η Μ.Κ. 5, έθεσε το φάκελο, με τις μετρήσεις που έγιναν, ενώπιον του Δημοτικού Μηχανικού, εφεσίβλητου 4, ο οποίος πρόσθεσε ως όρο για την έκδοση της αιτούμενης αδείας την παραχώρηση του υφιστάμενου αργακιού ομβρύων υδάτων, στο δημόσιο. Περαιτέρω, προσδιόρισε τους όρους 9 και 12 οι οποίοι προέβλεπαν τα ακόλουθα:

 

″9. Σε περίπτωση διαφοροποίησης του διαχωρισμού, είτε για σκοπούς προστασίας, είτε λανθασμένης οριοθέτησης, είτε προβλημάτων με τις άλλες Αρχές, το εγκεκριμένο σχέδιο διαχωρισμού θα παραπεμφθεί στην Πολεοδομική Αρχή για ενδεχόμενη τροποποίηση του.

 

12. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί κατά την οριοθέτηση του διαχωρισμού από το Κτηματολόγιο ότι η επί τόπου κατάσταση δεν συμφωνεί απόλυτα με το εγκεκριμένο σχέδιο, το θέμα θα παραπεμφθεί στην Πολεοδομική Αρχή για εξέταση του ενδεχομένου τροποποίησης του σχεδίου.″

 

Στη συνέχεια ο φάκελος με όλες τις μετρήσεις τέθηκε, αρχικώς, ενώπιον της Μ.Κ. 7 και στη συνέχεια, ενώπιον της Επιτροπής Πολεοδομίας και Τεχνικών Έργων, η οποία εισηγήθηκε την έγκριση της αδείας που, τελικώς, εκδόθηκε στις 2 Αυγούστου 2010 από το Δημοτικό Συμβούλιο (άδεια αρ. 5708).

 

Ακολούθως, όπως σημειώσαμε, στις 23 Αυγούστου 2010 υποβλήθηκε η αίτηση 166/2010 για την έκδοση αδείας διαχωρισμού των οικοπέδων. Το τοπογραφικό σχέδιο επί κλίμακας 1:5000 και το αρχιτεκτονικό σχέδιο 1:1000 αποτελούσαν τα εγκεκριμένα σχέδια για την έκδοση της άδειας διαχωρισμού. Με βάση την εκδοθείσα, στις 28 Δεκεμβρίου 2011, άδεια διαχωρισμού, προβλεπόταν ο διαχωρισμός της γης σε 178 αντί 177 οικόπεδα. Η διαφορά αυτή οδήγησε, όπως προαναφέραμε, στην καταγγελία περί πλαστογραφίας.

 

Ήταν η θέση που προβλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή                 ότι η προετοιμασία και η κατασκευή του τοπογραφικού σχεδίου 1:5000 έγινε με σκοπό την παραπλάνηση των αρμόδιων Αρχών και δη του Δήμου Πάφου, ώστε να επωφεληθούν,                                    η εφεσίβλητη 1, περισσότερης οικοπεδοποιήσιμης γης παραχωρώντας, ταυτοχρόνως, μειωμένη περιοχή πρασίνου και κοινοτικού εξοπλισμού. Επί του εν λόγω σχεδίου έθεσαν σφραγίδα έτσι ώστε να παρουσιάζεται ως επίσημο κτηματολογικό έγγραφο, φέροντας επί τούτου σφραγίδα του Κτηματολογίου στο πίσω μέρος, η οποία δεν ήταν ακριβής, αφού αυτή μεταφέρθηκε από άλλα σχέδια.

 

Ήταν περαιτέρω η εισήγηση που προβλήθηκε ότι, οι εφεσίβλητοι ακύρωσαν και απέσυραν τα σχέδια στα οποία αναγραφόταν ότι ο αριθμός των οικοπέδων ήταν 177 και εισήγαγαν στα νέα σχέδια σφραγίδες ώστε να παρουσιάζονται ως τα σχέδια με τα οποία εκδόθηκε η πολεοδομική άδεια και η άδεια διαχωρισμού. Συγκεκριμένα πως σε σχέδιο κλίμακας 1:5000 (Τεκμ. 8) το οποίο εμφανίζεται ως επίσημο κτηματικό έγγραφο και φέρει σφραγίδα Κτηματολογίου στην πίσω πλευρά, η εν λόγω σφραγίδα δεν είναι ακριβής και ότι μεταφέρθηκε από άλλα σχέδια. Επιπλέον ότι σφραγίστηκε κτηματολογικό σχέδιο κλίμακας 1:2000 για 178 οικόπεδα ώστε να φαίνεται ότι ήταν το σχέδιο με βάση το οποίο είχε εκδοθεί η άδεια πολεοδομίας και διαχωρισμού. Για το σκοπό αυτό προτάθηκε ότι ήταν ο εφεσίβλητος 4 που έδωσε οδηγίες για ακύρωση των αρχικών σχεδίων και επίσης ότι άλλαξε την πολεοδομική άδεια από 177 σε 178 οικόπεδα.

 

Το Κακουργιοδικείο ανέφερε στην απόφαση του πως η δοθείσα μαρτυρία προς απόδειξη των γεγονότων ήταν περιστατική και προχώρησε στην ανάλυση της νομικής πτυχής επί του θέματος.

 

Στο πλαίσιο εξέτασης της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο ταξινόμησε τα γεγονότα που αφορούν την, κατ' ισχυρισμό, χρησιμοποίηση  πλαστών  σχεδίων, σε δυο ενότητες. Πρώτο, σε αυτά που αφορούν την έκδοση της πολεοδομικής άδειας και δεύτερο σε εκείνα που περιβάλλουν την έκδοση της άδειας διαχωρισμού.

 

Σε συνάρτηση με την πλαστογραφία το Κακουργιοδικείο ταξινόμησε τις αντίστοιχες κατηγορίες ως ακολούθως:

 

Κατηγορίες 2 και 3. Πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου δηλαδή καταρτισμός κτηματολογικού σχεδίου κλίμακας 1:5000 που αφορά την περιοχή Αγίου Θεοδώρου (αφορά το Τεκμήριο 8, σχέδιο κλίμακας 1:5000)

 

Κατηγορίες 4, 5, 6, 7, 14 και 15. Πλαστογραφία εγγράφου, δηλαδή του σχεδίου 1:2000 με αριθμό σχεδίου 2 -147-348 δια της εισαγωγής δύο σφραγίδων με τις οποίες παρουσιαζόταν ως να ήταν το σχέδιο με το οποίο εκδόθηκε η πολεοδομική άδεια με αριθμό 5708 και η άδεια διαχωρισμού Δ.1619 (Τεκμήριο 3, Ερυθρό 142 και Τεκμήριο 2 σχέδιο 3)

 

Κατηγορίες 8, 9, 19, 20. Πλαστογραφία εγγράφου, δηλαδή σχεδίου 1:1000 ημερομηνίας 26.2.2008 το οποίο ακυρώθηκε χωρίς εξουσία (αφορά το σχέδιο 6 του Τεκμηρίου 2 και επίσης σχ. 13 του Τεκμηρίου 3.)

 

Κατηγορίες 10 και 11. Πλαστογραφία εγγράφου, δηλαδή ακύρωση σχεδίου κλίμακας 1:5000 χωρίς εξουσία (αφορά το σχέδιο 5 του Τεκμηρίου 2, Τεκμήριο 7).

 

Κατηγορίες 12, 13, 16, 17, 18, 23, 24, 25 και 26. Πλαστογραφία σχεδίου 1:1000 με τελευταία ημερομηνία αναφοράς 3.4.12, στο οποίο έγινε εισαγωγή σφραγίδων της πολεοδομικής άδειας και της άδειας διαχωρισμού (αφορά το σχέδιο 1 του Τεκμηρίου 2 και το σχέδιο 7 του Τεκμηρίου 3).

 

Κατηγορίες 21 και 22. Πλαστογραφία σχεδίου κλίμακας 1:1000 ημερομηνίας 21.12.11 το οποίο ακυρώθηκε χωρίς εξουσία (σχέδιο 11 και σχέδιο 12 Τεκμηρίου 3).

 

Κατηγορίες 27 και 28. Πλαστογραφία εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της πολεοδομικής άδειας με αριθμό 5708 και μετατροπή του αριθμού οικοπέδου από 177 σε 178 χωρίς εξουσιοδότηση (Τεκμήριο 2).

 

Η πρώτη ενότητα αφορά τις κατηγορίες για κατάρτιση και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, δηλαδή κτηματολογικού σχεδίου σε κλίμακα 1:5000, το οποίο οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν ως το επίσημο κτηματολογικό σχέδιο.

 

Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του προσδιόρισε τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, με σκοπό την απόδειξη της πρόθεσης καταδολίευσης εκ μέρους των εφεσιβλήτων:

 

"Η κατηγορούσα αρχή επεδίωξε να αποδείξει την πρόθεση καταδολίευσης των κατηγορουμένων προτείνοντας τα πιο κάτω στοιχεία / γεγονότα.

 

-           Οι κατηγορούμενοι σκόπιμα παρουσίασαν το σχέδιο 1:5000, ώστε να είναι δυσχερής η εμβαδομέτρηση αυτού και κυρίως του αργακιού των Αγριδιών.

-           Γνώριζαν ότι το τεμάχιο x0 (πρώην 2x5) καλυπτόταν από σχέδιο κλίμακας 1:2000, αφού τέτοιο σχέδιο προσκομίστηκε όταν υπέβαλαν τις αιτήσεις για ενιαία ανάπτυξη των επίδικων τεμαχίων τους το 2009, με αρ. αίτησης 32/09 (τεκμήριο 4(1) - 4(4). Στο τεκμήριο 4(2) η ανάπτυξη σχεδιάστηκε επί σχεδίου κλίμακας 1:500.

-           Το σχέδιο 1:5000 (τεκμήριο 8) φέρει στο πίσω μέρος αυτού σφραγίδα με ημερομηνία 3.2.2010. Αυτή η σφραγίδα σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, τεκμήριο 210, «στις 16.9.2014 τα τεκμήρια 7 και 8 στάλθηκαν στο Εργαστήριο εξέτασης Εντύπων και Εκτυπώσεων Ασφαλείας της ΥΠ.ΕΓ.Ε Αρχηγείου Αστυνομίας και έτυχαν επιστημονικής εξέτασης από την Υπαστυνόμο xxx Χριστοφίδου, Ειδική στην εξέταση εγγράφων. Από την εξέταση διαπιστώθηκε ότι η σφραγίδα και η γραφή που υπάρχουν στο πίσω μέρος των εν λόγω τεκμηρίων δεν είναι πρωτότυπα (μελάνι), αφού αποτελούν έγχρωμη αναπαραγωγή τύπου Ink-Jet. .. Η σφραγίδα και η γραφή που υπάρχουν στο πίσω μέρος του σχεδίου με διακριτικά Α.Τ.11Κ1(Σημ.2.1), (κλίμακας 1:500 της περιοχής Αγίου Θεοδώρου, ημερομηνία 03/02/2010), του τεκμηρίου 11(2) είναι πρωτότυπα και αποτελούν την πηγή των σφραγίδων και γραφών που υπάρχουν στο πίσω μέρος των τεκμηρίων 7, 8 και 11(9)

-           Συνυπολόγισαν ως μέρος πρασίνου το αργάκι, παρουσιάζοντας το, ως μέρος της ιδιοκτησίας τους.

-           Ως μέρος της ιδιοκτησίας τους παρουσίασαν και την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, συνυπολογίζοντας την ως μέρος πρασίνου, εμβαδού 360 τ.μ.

-           Απέκρυψαν το πραγματικό εμβαδό των υπό ανάπτυξη τεμαχίων τους. Στην επίδικη αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας καταγράφουν ως εμβαδό 154841 τ.μ.. ενώ στην πραγματικότητα αυτό ήταν 160479 τ.μ.. Στις αιτήσεις τεκμήρια 4(1) - 4(4) που αναφέρθησαν ανωτέρω, η κατηγορούμενη 3 με επιστολή της ημερομηνίας 26.1.2009 ενημέρωνε το Δήμο Πάφου ότι τα εμβαδά των τεμαχίων τους ήσαν μεγαλύτερα κατά 5220 τ.μ. απ' ότι αναγραφόταν στους τίτλους που επεσύναψαν στην αίτηση τους. Συνεπώς είναι η θέση της κατηγορούσας αρχής, το έτος 2009 οι κατηγορούμενοι απεκάλυψαν το πραγματικό εμβαδό, ενώ το 2010 απέκρυψαν εκείνο που εγνώριζαν".

 

 

Αξιολογώντας την εν λόγω μαρτυρία, το Κακουργιοδικείο κατέληξε πως ουδεμία απόκρυψη του υφιστάμενου εμβαδού έγινε, αλλά, αντιθέτως, υπήρξε πλήρης αποκάλυψη τούτου. Η επιλογή εκ μέρους των εφεσιβλήτων του σχεδίου επί της κλίμακας 1:5000 είχε πλήρως εξηγηθεί και το σημαντικότερο, και επ' αυτού στήριξε το Κακουργιοδικείο την καταληκτική αναφορά του, ότι η εν λόγω κλίμακα δεν εμπόδισε τη Μ.Κ 5 να προβεί στις αναγκαίες μετρήσεις, όσον αφορά το διαχωρισμό, μετρήσεις τις οποίες, όπως η ίδια ανέφερε και έγινε αποδεκτό από το Κακουργιοδικείο,  επιβεβαίωσε από το αρχιτεκτονικό σχέδιο της κλίμακας 1:1000, που επίσης συνόδευε την αίτηση διαχωρισμού, στο οποίο δεν αποδίδεται καμία πλαστότητα. Περαιτέρω, ήταν η θέση της Μ.Κ. 7 ότι στο εν λόγω αρχιτεκτονικό σχέδιο δηλωνόταν και το αργάκι.

 

Το Κακουργιοδικείο είχε υποβάλει στον εαυτό του το εξής ερώτημα: "Συνεπώς πώς εντοπίζεται η ένοχη διάνοια ή η πρόθεση καταδολίευσης όταν εκείνα τα στοιχεία που σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, οι κατηγορούμενοι αποκρύπτουν με το                      Σχ. 1:5000, αποκαλύπτουν με το Σχ. 1:1000, του οποίου οι ίδιοι αναγνωρίζουν τη γνησιότητα;"

 

Ένα ουσιαστικό και πραγματικό στοιχείο το οποίο δεν έχει αμφισβητηθεί από καμιά πλευρά, ήταν η ύπαρξη στο πίσω μέρος των σχεδίων του Τεκμ. 8 διαφορετικής ημερομηνίας από την ημερομηνία καταχώρισης των σχεδίων. Το Κακουργιοδικείο ανέφερε το εξής:

 

″Αποδεχόμαστε, ως στερούμενη οποιασδήποτε σκοπιμότητας και δολιότητας την εξήγηση που δόθηκε για την ύπαρξη της ημερομηνίας 3.2.2010 στο πίσω μέρος του τεκμηρίου 8. Ότι δηλαδή κατά τη χρήση των σχεδίων της ανάπτυξης, «παρείσφρησε» ουσιαστικά με το σκανάρισμα των σχεδίων και η ημερομηνία εκείνη. Η οποία εν πάση περιπτώσει, δεν προήλθε από σχέδια κτημάτων των Κουκλιών, όπως εξαρχής το παρουσίαζε η Κατηγορούσα Αρχή αλλά από σχέδια της ανάπτυξης όπως δηλώνουν τα παραδεκτά γεγονότα. Επίσης σχετική η μαρτυρία του Μ.Κ.6 xxx ο οποίος ανέφερε πως συμβαίνει να τοποθετούνται λάθος σφραγίδες σε λάθος σχέδια.″

 

 

Συνεχίζει δε το Κακουργιοδικείο επί τούτου και αναφέρει:

 

 

″Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως σκανάρισμα σχεδίων και σφραγίδας, ιδίως μεγάλης ανάπτυξης, για να επιτευχθεί μεγαλύτερη ακρίβεια γινόταν και από το ίδιο το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Για τούτο, μετά την καταγγελία της υπόθεσης αυτής, κατέστη ανάγκη σύνταξης της επιστολής (Τεκμήριο 92) με το οποίο, όπως εξήγησε η Μ.Κ.12                             xxx xxx, της ζητήθηκαν απόψεις και τους συμβούλευσε, όπου σκανάρουν σφραγίδα του Κτηματολογίου, να σημειώνουν ότι αυτή αποτελεί αντίγραφο."

 

Τέλος, ως προς τη σκοπιμότητα της μη χρήσης από τους εφεσιβλήτους του σχεδίου κλίμακας 1:2000, το οποίο αφορούσε το τεμάχιο x0, το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι: «Ο τίτλος του τεμαχίου x0 που συνοδεύει την αίτηση 25/10 για έκδοση Πολεοδομικής Άδειας, παραπέμπει σε σχέδιο κλίμακας 1:2000. Θα αποκάλυπτε κάτι που ήθελε να αποκρύψει; Πιστεύουμε πως όχι».

 

Σημειώθηκε περαιτέρω ότι:

 

"πως το σχέδιο που κάλυπτε το τεμάχιο x0 (δηλαδή 1:2000 που ίσχυε 4.3.2010) δεν είχε καμία σχέση με το αργάκι των Αγριδίων, το οποίο βρίσκεται σε άλλο τεμάχιο. Ούτε η εκκλησία εμφανίζεται στο τεμάχιο αυτό (αλλά στο τεμάχιο 2xx0) και κατ' επέκταση στο σχέδιο 1:2000 εμφανίζεται μόνο (την επίδικη περίοδο το τεμάχιο x0 (2x5). Αυτό το στοιχείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού ο ισχυρισμός της κατηγορούσας αρχής είναι πως δεν χρησιμοποιήθηκε μεγαλύτερη κλίμακα και δεν χρησιμοποιήθηκε το σχέδιο 1:2000 για να μην μετρηθεί το αργάκι".

 

 

Αναφορικά με την πρόθεση των εφεσιβλήτων να μη συμπεριλάβουν στο εμβαδόν του υπό ανάπτυξη τεμαχίου, το αργάκι και την εκκλησία, το Κακουργιοδικείο διερωτήθηκε:

 

"Ποια πλαστογραφία και δολιότητα διέπραξαν οι κατηγορούμενοι όταν αποκάλυψαν με τα σχέδια τους, τόσο το αργάκι όσο και την εκκλησία; Δεν απέκρυψαν την ύπαρξη τους. Αντίθετα. Τα σημείωσαν και τα παρουσίασαν όπως αυτά αποτυπώθηκαν με την εξωτερική οριοθέτηση. Μια ενέργεια (δηλαδή οριοθέτηση) στην οποία δεν ήσαν υποχρεωμένοι να προβούν αλλά το έπραξαν, με σημαντικά πλεονεκτήματα γι΄ αυτούς αλλά και τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες αναγνώρισαν μετά την καταγγελία αυτής της υπόθεσης, τη σημασία της εξωτερικής οριοθέτησης όπως αποτυπώνεται στην επιστολή του κ. Τσολάκη (Τεκμήριο 95)."

 

 

Στη βάση των πιο πάνω, το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχαν δημιουργηθεί σοβαρότατες αμφιβολίες ως προς την πρόθεση καταδολίευσης εκ μέρους των εφεσίβλητων 1-3 αναφορικά με τις κατηγορίες 2, 3 και 29 και συνεπώς προχώρησε σε αθώωση των εφεσίβλητων 1, 2 και 3 και κατ' επέκταση,                          του εφεσίβλητου 4 στην κατηγορία της συνομωσίας προς καταδολίευση.

 

Αναφορικά με τη δεύτερη ενότητα που περιλάμβανε τις κατηγορίες 4-28 και 30, και αφορούσαν το αδίκημα της πλαστογραφίας, αυτή συνίστατο, σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, στην ακύρωση των εγκεκριμένων σχεδίων και την αντικατάσταση τους από άλλα σχέδια τα οποία, τέλος, σφραγίστηκαν, χωρίς εξουσία.

 

Το Κακουργιοδικείο ανέφερε επί τούτου ότι με βάση τη μαρτυρία, ο εφεσίβλητος 4 έδωσε οδηγίες στη Μ.Κ. 5 να ακυρώσει τα σχέδια κλίμακας 1:5000, 1:2000 και 1:1000, βάσει των οποίων εκδόθηκε η πολεοδομική άδεια για τα αρχικώς προσδιορισθέντα 177 οικόπεδα.

 

Είχε επίσης, ο εφεσίβλητος 4, παραδώσει στη Μ.Κ 5 το κτηματολογικό σχέδιο κλίμακας 1:2000, για 178 οικόπεδα, το οποίο είχε εκδοθεί από το Κτηματολόγιο την 12η Ιανουαρίου 2012 και της ζητήθηκε να συμπληρώσει επ' αυτού τόσο τη σφραγίδα της πολεοδομικής άδειας, όσο και τη σφραγίδα της άδειας διαχωρισμού. Η σφραγίδα της πολεοδομικής άδειας, τελικώς, έφερε την υπογραφή του εφεσίβλητου 4, ενώ η σφραγίδα επί της άδειας διαχωρισμού δε φέρει οποιαδήποτε υπογραφή.

 

Ήταν περαιτέρω οι οδηγίες του εφεσίβλητου 4 προς τη Μ.Κ. 5 όπως τοποθετήσει στο φάκελο της άδειας διαχωρισμού κτηματολογικό σχέδιο κλίμακας 1:2000 για 178 οικόπεδα, προς αντικατάσταση των εγκεκριμένων σχεδίων της πολεοδομικής άδειας. Το εν λόγω σχέδιο έφερε σφραγίδα πολεοδομικής άδειας ημερομηνίας 2 Αυγούστου 2010 με την υπογραφή του εφεσίβλητου 4 και σφραγίδα άδειας διαχωρισμού ημερομηνίας                  28 Δεκεμβρίου 2011 με την υπογραφή του Μ.Κ. 27.  

 

Στη συνέχεια, ο εφεσίβλητος 4 είχε δώσει οδηγίες όπως τοποθετηθεί στο φάκελο αρχιτεκτονικό σχέδιο κλίμακας 1:1000 για 178 οικόπεδα με ημερομηνία αναφοράς 3 Απριλίου 2012, στο οποίο εισήχθηκε σφραγίδα με την οποία βεβαιώνεται ότι πρόκειται για το σχέδιο με βάση το οποίο εκδόθηκε η πολεοδομική άδεια και σφραγίδα της άδειας διαχωρισμού ημερ. 28 Δεκεμβρίου 2011, χωρίς να είναι τα σχέδια στη βάση των οποίων είχαν εκδοθεί οι εν λόγω άδειες.

 

Το Κακουργιοδικείο είχε αποφανθεί ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, οι εν λόγω ενέργειες έγιναν καλόπιστα και χωρίς καμία πρόθεση εξαπάτησης ή δολιότητας κατά την εξασφάλιση της άδειας διαχωρισμού. Στη βάση των ανωτέρω, ούτε οι εν λόγω κατηγορίες για πλαστογραφία, που αφορούσαν τις κατηγορίες 4-28 και 30 είχαν αποδειχθεί και οι εφεσίβλητοι αθωώθηκαν και επ' αυτών.

 

Οι κατηγορίες 34 και 35, που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος 4,  αφορούσαν τα αδικήματα της κατάχρησης εξουσίας από δημόσιο λειτουργό και του δόλου και κατάχρησης εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε τις εν λόγω κατηγορίες με βάση το σκεπτικό ότι από τη στιγμή που οι κατηγορίες για πλαστογραφία δεν είχαν στοιχειοθετηθεί, η στη συνέχεια απόρριψη και των εν λόγω κατηγοριών ήταν αναπόφευκτη.

 

Η μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί αναφορικά με τα αδικήματα του δεκασμού και περιλαμβάνοντο στις κατηγορίες 32 και 33, ήταν ότι ο εφεσίβλητος 2 εξέδωσε προσωπικά επιταγές για το ποσό των              5 και 20 χιλιάδων ευρώ την 1η Αυγούστου 2011 και 23 Δεκεμβρίου 2011, οι οποίες εξαργυρώθηκαν αυθημερόν και ότι ο εφεσίβλητος 4 κατέθεσε στις 3 Αυγούστου 2011 και 30 Δεκεμβρίου 2011 ισόποσο χρημάτων, στις συγκεκριμένες ημερομηνίες, στο λογαριασμό του.

 

Υποστηρίχθηκε πρωτοδίκως από την Κατηγορούσα Αρχή πως η συγκυρία αυτή του σύνεγγυς των ημερομηνιών και των ισάριθμων και ισάξιων χαρτονομισμάτων που αναλήφθηκαν και κατατέθηκαν δεν αποτελεί απλή σύμπτωση, αλλά ούτε και τυχαίο γεγονός.

 

Το Κακουργιοδικείο, αποδεχόμενο τις εξηγήσεις που δόθηκαν τόσο από τον εφεσίβλητο 2, όσο και τον εφεσίβλητο 4, αναφορικά με τη διάθεση των χρημάτων προς συγγενικό πρόσωπο του πρώτου, όπως και τη θέση που πρόβαλε ο εφεσίβλητος 4, επί του προκειμένου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες και ως προς την ενοχή αμφοτέρων και ως εκ τούτου, απέρριψε τις κατηγορίες.

 

Απέρριψε επίσης και την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες πράξεις, εφόσον δεν είχε αποδειχθεί διάπραξη αδικήματος ούτε και οποιαδήποτε απόκτηση εσόδου.

 

Τέλος, ως προς την κατηγορία της συνομωσίας κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετήθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, εφόσον απουσίαζε οποιαδήποτε μαρτυρία που να αποδεικνύει πρόθεση προς επίτευξη παράνομου σκοπού ούτε και οποιοδήποτε παράνομο σκοπό.

 

Το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να καταχωρίσει έφεση                    από αθωωτική απόφαση, στη βάση του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, αμφισβητήθηκε προδικαστικώς από                         τους εφεσιβλήτους. Το τι αμφισβητείται από πλευράς                  εφεσείοντα, ουσιαστικώς, προβλήθηκε, είναι τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.

 

Κατά την ακρόαση της παρούσας έφεσης, ο συνήγορος του εφεσείοντα απέσυρε δύο από τους λόγους έφεσης και παρέμειναν προς εξέταση τρεις λόγοι έφεσης στις ποινικές εφέσεις 189-191/2015 και δυο λόγοι έφεσης στην ποινική έφεση 209/2015.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης, που τελικώς προωθήθηκε (2ος στα εφετήρια των ποινικών εφέσεων 189/2015, 190/2015, 191/2015 και 209/2015), επικεντρώνεται στην εσφαλμένη, όπως προβλήθηκε, αντιμετώπιση του Κακουργιοδικείου να μην λάβει «καθόλου υπόψη του τον όρο 12 της Πολεοδομικής Αδείας με αρ. 5708». Το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν η εισήγηση του εφεσείοντα, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι 1-3 δεν συμμορφώθηκαν με τον εν λόγω όρο, αλλά ούτε επίσης και τη μαρτυρία των Μ.Κ. 8 και 23. Υιοθέτησε, όπως προβλήθηκε, χωρίς προβληματισμό τη θέση της υπεράσπισης.

 

Ο όρος 12 όπως τον έχουμε παραθέσει πιο πάνω, προβλέπει ότι:

 

"Σε περίπτωση που διαπιστωθεί κατά την οριοθέτηση του διαχωρισμού από το Κτηματολόγιο ότι η επιτόπου κατάσταση δεν συμφωνεί απόλυτα με το εγκριμένο σχέδιο, το θέμα να παραπεμφθεί στην Πολεοδομική Αρχή για εξέταση του ενδεχόμενου τροποποίησης του σχεδίου."

 

 

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το Κακουργιοδικείο παραθέτει τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ως ακολούθως: «Σχέδιο 8 παρουσιάζει τέτοιες πολεοδομικές διαφορές από το εγκεκριμένο σχέδιο της πολεοδομικής άδειας, ώστε να ήταν αναγκαία η καταχώρηση νέας πολεοδομικής αίτησης, αφού οι αλλαγές αυτές δεν αποτελούσαν μικροτροποποιήσεις και δεν καλύπτονταν από την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του 2006, Τεκμήριο 67. Επιπρόσθετα ο όρος 12 και ο ειδικός όρος 9 της πολεοδομικής άδειας καθιστούσαν επιβεβλημένη στην προκειμένη περίπτωση την καταχώρηση νέας αίτησης στην Πολεοδομική Αρχή».

 

Επί τούτου, όπως επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, οι Μ.Κ. 7 xxx, Μ.Κ. 8 xxx και Μ.Κ. 23 xxx, αναφέρθηκαν μεν στο θέμα της ύπαρξης διαφορών στα υποβληθέντα σχέδια, πλην, όμως, οι μεν Μ.Κ. 8 και Μ.Κ. 23, ενώ είχαν αρχικώς διατυπώσει την άποψη ότι αν, το αντιμετώπιζαν οι ίδιοι, δεν θα εδέχοντο την κατάθεση τους, στη συνέχεια ανέφεραν ότι εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να αποφασίσει, τελεσιδίκως. Όπως σημείωσε το Κακουργιοδικείο τελικώς δεν διατύπωσαν σαφή θέση, αν υφισταμένων των συγκεκριμένων διαφορών θα έπρεπε να υποβληθούν νέα σχέδια.

 

Το πιο σημαντικό όμως ήταν η καταληκτική αντίκριση, όλων των εμπλεκομένων, με το θέμα, μαρτύρων κατηγορίας. Επειδή επρόκειτο για μεγάλης έκτασης αξιοποίηση, που εδραζόταν σε σχέδια μεγάλης κλίμακας, η επί τόπου κατάσταση όπως θα διαμορφωνόταν μετά την υλοποίηση του έργου θα επέβαλλε, εκ των πραγμάτων, τη διαφοροποίηση των σχεδίων.

 

Συνεπώς, ορθώς το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τελική χωρομετρία που θα γινόταν μελλοντικά θα ξεκαθάριζε τα θέματα.  Ο Μ.Κ. 22 xxx, υπάλληλος του Δήμου Πάφου, ανέφερε ότι δεν θα εξέδιδε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης αν δεν συνήδε το ποσοστό πρασίνου με τα αποτελέσματα της τελικής χωρομετρίας.  Το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχτηκε και ορθώς, κατά τη γνώμη μας, την πιο πάνω πρόθεση του, γιατί, όπως διεφάνη κατά την αντεξέταση, αυτό δεν το γνωστοποίησε στους εφεσιβλήτους.

 

Στη βάση των πιο πάνω ο δεύτερος λόγος απορρίπτεται.

 

Με τον επόμενο λόγο έφεσης, 3ον στα εφετήρια των ποινικών εφέσεων 189/2015, 190/2015 και 191/2015, προβλήθηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε υποκειμενικό κριτήριο για να εξετάσει κατά πόσο οι εφεσείοντες 1, 2 και 3, «ορθά έπρατταν όταν παραχώρησαν ως πράσινο το αργάκι την εκκλησία και τον περίβολο της».

 

Ο λόγος αυτός ενυπάρχει και στις τρεις εφέσεις, 189/2015, 190/2015 και 191/2015.

 

Με τελευταίο λόγο (5ον) ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη του το σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας εναντίον των εφεσιβλήτων σε σχέση με το αδίκημα της συνομωσίας προς καταδολίευση.

 

Οι δύο αυτοί λόγοι θα εξεταστούν σωρευτικά καθότι εδράζονται επί του ίδιου θέματος της περιστατικής μαρτυρίας. 

 

Το ίδιο το Κακουργιοδικείο σημειώνει ότι η υπόθεση αυτή εδραζόταν σχεδόν αποκλειστικά επί της κατατεθείσας περιστατικής μαρτυρίας.  Αναγνώρισε, παραπέμποντας σε νομολογία και ορθώς, κατά τη γνώμη μας, ότι αυτού του είδους η μαρτυρία δεν υπολείπεται σε αξία από οποιασδήποτε άλλης μορφής μαρτυρία. 

 

Το ζήτημα που αναφύεται μέσα από τη διατύπωση του          τελευταίου (5ου) λόγου έφεσης είναι ότι, όπως σημειώσαμε,                   το Κακουργιοδικείο παραγνώρισε την ύπαρξη ουσιώδους περιστατικής μαρτυρίας που ιδώμενη ή εξεταζόμενη διαφορετικά θα οδηγούσε σε ένα και μόνο συμπέρασμα, όπως άλλωστε επιτάσσει η νομολογία, αυτό της ενοχής των εφεσιβλήτων. 

 

Ο συγκεκριμένος λόγος είναι ιδιαίτερα μακροσκελής, έτσι θα επιχειρήσουμε να τον εξετάσουμε περιορίζοντας τα θέματα σε ενότητες.

 

Πριν, όμως, εξεταστεί η ουσία του πράγματος εγείρεται προς απόφανση το ζήτημα εφαρμογής ή όχι των προνοιών του άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που επιβάλλει περιορισμούς στη δυνατότητα του Γενικού Εισαγγελέα να προωθήσει έφεση για οποιοδήποτε λόγο εκτός από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 137. 

 

Το θέμα της εμβέλειας και εφαρμογής του άρθρου 137 συζητήθηκε σε σειρά αποφάσεων και αναφερόμαστε στην πρόσφατη απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρίστου, Ποιν. Έφ. 20/2015, ημερ.                    28 Σεπτεμβρίου 2017, όπου αναφέρονται τα εξής: 

 

Εγείρεται καταρχάς ζήτημα υπερπήδησης του νομικού εμποδίου του άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 .

 

Το θέμα της εμβέλειας και εφαρμογής του άρθρου 137(1)(α) έχει συζητηθεί και αποφασιστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με πιο πρόσφατες αυτές της Πλήρους Ολομέλειας, στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010)                2 Α.Α.Δ. 94, Ανδρέας Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 145/2013 κ.α., ημερ. 19.12.2014 και την απόφαση του Εφετείου στην M.&A. Christaki Christodoulou Ltd ν. 1. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., Ποιν. Έφ. 291/2015, ημερ. 3.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B238. Προκύπτει ως κυρίαρχο στοιχείο της όλης νομολογίας μας η αναγκαιότητα για στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση        των προϋποθέσεων, προκειμένου να επιδιωχθεί ανατροπή αθωωτικής απόφασης.  Συνεπώς, θα πρέπει να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας, στοιχείο που κινείται εκτός των ορίων του άρθρου 137(1)(α).″

 

 

Όπως έχει επισημανθεί στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152, η εσφαλμένη εκτίμηση μαρτυρίας δεν εξισώνεται με την ανεδαφική συμπερίληψη ή τον αποκλεισμό μαρτυρίας, ούτως ώστε να τίθενται σε εφαρμογή τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 137.

 

Τα όσα επικαλείται ο εφεσείων συνιστούν αξιολόγηση μαρτυρίας και, εν πάση περιπτώσει, για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια, δεν εντοπίζουμε αποκλεισμό μαρτυρίας που μπορεί να ενταχθεί στις παραμέτρους του άρθρου 137.

Προβλήθηκε επί τούτου ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε μεταξύ άλλων τα πιο κάτω στοιχεία από το σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας που κατατέθηκε.

 

Η εφεσίβλητη γνώριζε το πραγματικό εμβαδόν των τεμαχίων της πριν την υποβολή αίτησης για έκδοση Πολεοδομικής Αδείας.

 

•Στην αίτηση για εξασφάλιση Πολεοδομικής Άδειας δήλωσε μειωμένο το εμβαδόν των τεμαχίων της ενώ γνώριζε επίσημα μέσω του Κτηματολογίου ότι αυτό ήταν αυξημένο κατά 522τ.μ. περίπου ενώ σε προηγουμένη αίτηση της που αφορούσε οικιστική ανάπτυξη των ίδιων τεμαχίων είχε ενημερώσει τον Δήμο Πάφου ότι το εμβαδόν της ήταν αυξημένο.

 

 

Σύμφωνα με την εισήγηση του συνήγορου του εφεσείοντα ήταν σε γνώση των εφεσιβλήτων ότι το εμβαδόν των τεμαχίων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην υποβολή της αίτησης ημερομηνίας                       4 Μαρτίου 2010 ήταν μεγαλύτερο και το απέκρυψαν. Επικαλείται προς τούτο επιστολή των εφεσιβλήτων ημερομηνίας                            26 Ιανουαρίου 2009, που αφορούσε προγενέστερη προτιθέμενη ανάπτυξη επί των ιδίων τεμαχίων, στην οποία η εφεσίβλητη αρ. 1 ενημέρωνε το Δήμο Πάφου αναφορικά με το εμβαδόν των τεμαχίων και τούτο ήταν, όπως αναφέρθηκε, μεγαλύτερο.

 

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του το εν λόγω γεγονός και ανέφερε ότι οι εφεσίβλητοι, όπως ήταν η πρακτική την οποία επιβεβαίωσαν και όλοι οι μάρτυρες του Δήμου Πάφου, σε αιτήσεις αυτής της μορφής καταγράφεται και χρησιμοποιείται το εμβαδόν που αναγράφεται στους τίτλους ιδιοκτησίας, που ειρήσθω εν παρόδω, υποβάλλοντο μαζί με την αίτηση.  Το Κακουργιοδικείο, πέραν από την καταγραφή της θέσης του εφεσείοντος επί του θέματος, κατέγραψε και την εξήγηση που δόθηκε από την εφεσίβλητη 3, που σημειώνουμε ότι η μαρτυρία της έγινε πιστευτή επί του προκειμένου, και σε συνδυασμό με τη μαρτυρία της Μ.Κ. 7, τη μαρτυρία της Μ.Κ. 5 και του Μ.Κ. 23, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή ήταν η πρακτική η οποία ακολουθείτο επί του προκειμένου.

 

Το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι στο τέλος, όπως σημειώσαμε, η Μ.Κ. 7 και ο Μ.Κ. 3, συμφώνησαν με τη θέση της εφεσίβλητης και ιδιαιτέρως στο γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν υπήρχε νομική υποχρέωση για υποβολή τίτλων οι οποίοι να έχουν εκδοθεί εντός περιόδου έξι μηνών προ της υποβολής της αίτησης για πολεοδομική άδεια.  Τούτο έγινε πολύ μεταγενέστερα. 

 

Παραθέτουμε προς τούτο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου:

 

"Εάν κάποιος εμβαδομετρήσει το σχέδιο 1:5000 και το 1:1000, θα βρει ακριβώς το ίδιο εμβαδό, διότι ακριβώς δούλεψαν με τις συντεταγμένες που τους έδωσε το Κτηματολόγιο.

 

Ήταν η θέση της, απαντώντας στην κατηγορία απόκρυψης του πραγματικού εμβαδού, πως αντίθετα το έχουν αποκαλύψει με διάφορους τρόπους.

 

Τα υποβληθέντα σχέδια, εάν κάποιος τεχνικός τα μετρούσε, θα ανακάλυπτε το εμβαδό του, επειδή ήσαν αποτέλεσμα της εξωτερικής οριοθέτησης.

 

Ότι τα έντυπα ερυθρό 111-115 του Τεκμηρίου 2, αναφέρουν τα εμβαδά ενός εκάστου των οικοπέδων με το συνολικό αυτών να ανέρχεται στα 102945 τ.μ.. Προσθέτοντας σε αυτό, το οδικό δίκτυο και το πράσινο, όπως παρουσιάζονται στο πίνακα ερυθρό 111, αποκαλύπτεται το εμβαδό.

 

Στο σχέδιο 1:1000 (σχέδιο 6, Τεκμήριο 2) σε κάθε ένα αριθμημένο οικόπεδο, καταγράφεται και το εμβαδό του. Ερωτηθείσα κατά την αντεξέταση γιατί δεν το ανέφερε ρητά στις Τεχνικές Υπηρεσίες, ότι είναι μεγαλύτερο από το αναγραφόμενο στους τίτλους απάντησε πως κατέγραψε στην αίτηση το εμβαδόν των τίτλων όπως απαιτείται και ότι το αποκάλυψε το πραγματικό με τα σχέδια της. Το οποίο για τους τεχνικούς είναι κείμενα που αναδεικνύουν στοιχεία και τα οποία μπορούν να τα διαβάσουν.

 

Αποδεχόμαστε τη θέση αυτή της Μ.Υ.2. Εξάλλου αποτελούν αυταπόδεικτα από τα σχέδια και τα έγγραφα γεγονότα.

 

Εξάλλου, αντεξεταζόμενη η Μ.Κ.7 απάντησε σε σχετική επί του θέματος του εμβαδού ερώτηση πως «δεν είπα ότι απέκρυψε» (σε αντίθεση βέβαια με ό,τι καταγράφει στην κατάθεση της Ένδειξη Ζ4, στην οποία δηλώνει πως η εταιρεία απέκρυψε το εμβαδόν).

 

Σε αποδοχή του γεγονότος της αποκάλυψης του εμβαδού, προέβη και ο κ. xxx (Μ.Κ.23) αφού τέθηκε ενώπιον του το Τεκμήριο 2 και μελέτησε και εξέτασε τόσο το σχέδιο 1:1000 όσο και τα ερυθρά 111-115.

Αποτέλεσε τη θέση της κατηγορούσας αρχής πώς οι τίτλοι έπρεπε να είχαν εκδοθεί προ εξαμήνου από την κατάθεση της αίτησης. Αυτή η θέση δεν υποστηρίζεται από Νομοθετική Διάταξη ή Κανονισμό. Παρά ταύτα, παρά την ύπαρξη τούτης της θέσης οι τίτλοι που κατατέθηκαν συνοδευτικοί της αίτησης, ήσαν πολύ παλαιότεροι, χρονολογούμενοι άλλοι από το 2006 άλλοι από το 2007 και έγιναν αποδεκτοί. Αν υπήρχε τέτοια υποχρέωση, γιατί δεν επιστράφησαν και να ζητηθούν νεώτεροι;"

 

 

Στη βάση του πιο πάνω σκεπτικού το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι δεν υπήρξε απόκρυψη εμβαδού αλλά έγινε πλήρης αποκάλυψη στη βάση του οποίου οι υπάλληλοι του Δήμου και δη η Μ.Κ. 5, ήταν σε θέση να βεβαιωθούν για την ύπαρξη όχι μόνο του αργακιού, αλλά και του χώρου της εκκλησίας. 

 

Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη θέση της εφεσίβλητης αρ. 3 ότι δεν είχε ενημερώσει το Δήμο για τη διαφορά στο εμβαδόν, εφόσον οι αιτήσεις αυτής της μορφής, όπως ήταν η θέση των μαρτύρων κατηγορίας, υποβάλλοντο με βάση το εμβαδόν που αναγραφόταν στους τίτλους ιδιοκτησίας και με την υπογραφή του Τεκμηρίου 120 εκδόθηκαν άλλοι τίτλοι από το Κτηματολόγιο με το διαφοροποιημένο εμβαδόν. Ήταν επίσης η θέση που έγινε αποδεκτή στη βάση της αξιολόγησης αναφορικά με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης αρ. 3, ότι το πραγματικό εμβαδόν φαινόταν και από το σχέδιο 1:1000 (σχέδιο 6, Τεκμ. 2).

 

Προσθέτουμε ότι η πιο πάνω θέση επιβεβαιώθηκε από τη Μ.Κ. 5 η οποία ανέφερε ότι ήταν συχνό φαινόμενο όπου υπήρχε παλιά χαρτογράφηση το εμβαδόν της επί τόπου κατάστασης να διαφέρει από το εμβαδόν που αναγράφεται στους τίτλους.  Επίσης ήταν η θέση της Μ.Κ. 5 ότι η τότε ακολουθητέα πρακτική αναφορικά με την παραχώρηση πρασίνου και κοινοτικού εξοπλισμού, αυτή να υπολογίζεται στη βάση των εμβαδών των τεμαχίων όπως αυτά αναγράφονται στους τίτλους ιδιοκτησίας. Αυτή τη θέση την επιβεβαίωσε και η Μ.Κ. 7.

 

Το γεγονός ότι το πραγματικό εμβαδόν μπορούσε να επιβεβαιωθεί από το υποβληθέν σχέδιο με βάση το Τεκμ. 2 επιβεβαίωσε και ο Μ.Κ. 23. 

 

Ο εν λόγω Μ.Κ. 23 είχε εισηγηθεί ότι το αργάκι, η εκκλησία και ο χώρος γύρω από αυτή δεν περιλαμβανόταν στην ιδιοκτησία των εφεσιβλήτων και ως εκ τούτου κακώς τα συμπεριέλαβαν στη συγκεκριμένη αίτηση. 

 

Επ' αυτού εδράζεται και ο 3ος λόγος έφεσης για τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο χρησιμοποίησε υποκειμενικό και όχι αντικειμενικό κριτήριο για να αξιολογήσει την ενέργεια των εφεσιβλήτων στο να τα συμπεριλάβουν στην αίτηση τους. 

 

Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα χρησιμοποίησε υποκειμενικό κριτήριο.  Αντιθέτως, στο συμπέρασμα του το Κακουργιοδικείο κατέληξε αναλύοντας τη μαρτυρία και εξετάζοντας τα τεκμήρια που είχαν τεθεί στην απόφαση του.  Αναφέρθηκαν δε τα εξής:

 

.πως σκοπός της παρούσας διαδικασίας, δεν είναι να αποφασιστεί τελεσίδικα το ιδιοκτησιακό καθεστώς αργακιού και εκκλησίας, ωσάν να αποτελούσαν επίδικη διαφορά.  Η παρούσα ενασχόληση στοχεύει στην εξακρίβωση και ανίχνευση της πίστης, γνώσης και πεποίθησης (των εφεσιβλήτων) ώστε να καταδειχθεί η ύπαρξη ή όχι της πρόθεσης οικειοποίησης τους.″

 

 

Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην απόφαση του Κακουργιοδικείου στο Τεκμ. 124, το οποίο αποτελεί απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου σε αίτημα που υποβλήθηκε για παραχώρηση «δημοσίου δρόμου (τμημάτων) και μετακίνηση μέρους δημοσίου αργακιού στην Πάφο (ενορία Αγ. Θεόδωρος)». Σ' αυτό το έγγραφο και οι δύο πλευρές έδωσαν τις δικές τους εξηγήσεις ως προς τη σημασία του. Το Κακουργιοδικείο αναφέρεται σ' αυτό και στηρίζει την κατάληξη του στο εξής: «Η διατύπωση και χρήση δύο ξεχωριστών ρημάτων αναφορικά με την ανταλλαγή των ακινήτων.  Ενώ γίνεται η χρήση του ρήματος «παραχώρηση» των τεμαχίων κρατικής ιδιοκτησίας προς την εταιρεία εντούτοις, αναφορικά με το αργάκι χρησιμοποιείται ο όρος «χρήση» και (όχι παραχώρηση) προς το δημόσιο». 

 

Ήταν δε η κατάληξη του Κακουργιοδικείου, την οποία θεωρούμε ότι ήταν ορθή, ότι:

 

″Πιστεύουμε όπως, πως με όσα δεδομένα υπήρχαν τότε, η ύπαρξη του κλειδιού, η μη έγκαιρη ενημέρωση των σχεδίων, εύλογα δημιουργούσε στους κατηγορούμενους 1-3 την πίστη και πεποίθηση πως ορθά έπρατταν όταν τα παραχωρούσαν για πράσινο.  Εξ άλλου ακόμη και λανθασμένοι να είμαστε στο εύρημα μας διερωτούμαστε ποια πλαστογραφία και δολιότητα διέπραξαν οι κατηγορούμενοι όταν αποκάλυψαν με τα σχέδια τους, τόσο το αργάκι όσο και την εκκλησία;  Δεν απέκρυψαν την ύπαρξη τους.  Αντίθετα.  Τα σημείωσαν και τα παρουσίασαν όπως αυτά αποτυπώθηκαν με την εξωτερική οριοθέτηση.  Μια ενέργεια (δηλαδή η οριοθέτηση) στην οποία δεν ήταν υποχρεωμένοι να προβούν αλλά το έπραξαν, με σημαντικά πλεονεκτήματα γι΄ αυτούς και για τις αρμόδιες αρχές οι οποίες αναγνώρισαν μετά την καταγγελία αυτής της υπόθεσης, τη σημασία της εξωτερικής οριοθέτησης όπως αποτυπώνεται στην επιστολή του κ. Τσολάκη (τεκμήριο 95).″

 

 

Ο εφεσείων είχε εισηγηθεί ότι ήταν εν γνώσει των εφεσιβλήτων ότι το αργάκι, η εκκλησία και ο χώρος γύρω από αυτήν δεν αποτελούσαν δική τους ιδιοκτησία, και αντ' αυτού τα συμπεριέλαβαν στο παραχωρηθέν εμβαδόν πράσινου και κοινοτικού εξοπλισμού.

 

Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα, εδραζόμενο ουσιαστικώς επί της μαρτυρίας της Μ.Κ. 5, ότι με βάση το υποβληθέν μαζί με την αίτηση αρχιτεκτονικό σχέδιο παρείχετο η δυνατότητα μέτρησης και ανάδειξης τόσο της φυσικής όσο και της νομικής θέσης του αργακιού, των μονοπατιών και της εκκλησίας.  Προς επιβεβαίωση αυτής της θέσης του το Κακουργιοδικείο παρέπεμψε και στη μαρτυρία της Μ.Κ. 7, που αναφέρθηκε επίσης στην παρεχόμενη δυνατότητα μετρήσεων με βάση το σχέδιο 1:1000:

"Το γεγονός τούτο (σχέδιο 1:5000) δεν εμπόδισε την Μ.Κ.5 xxx να προβεί, όπως η ίδια είπε στις μετρήσεις. Δυσκολεύτηκε όπως δήλωσε αλλά τα κατάφερε. Επιβεβαίωση των μετρήσεων κατέστη δυνατή από το σχέδιο 1:1000.

 

Θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική την παρουσία του σχεδίου τούτου αφού πέραν της δυνατότητας ευχερούς μέτρησης που παρέχει αναδεικνύει τόσο τη φυσική όσο και νομική θέση του αργακιού, μονοπατιών, της εκκλησίας.

 

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει η τοποθέτηση της κας xxx, κατά την αντεξέταση της, η οποία δήλωσε πως με το σχέδιο 1:1000 υπήρχε δυνατότητα μετρήσεων, δηλωνόταν το αργάκι και οποιοσδήποτε μπορούσε να το προσδιορίσει.

 

Τα σχέδια παρουσιάστηκαν για μελέτη και εξέταση σε ειδικούς. Σε τεχνικούς, σχεδιαστές και αρχιτέκτονες, οι οποίοι είχαν την ικανότητα μελέτης τους. Σημειώνουμε πως ο κ. xxx xxx (Μ.Κ. 8) μόλις παρέλαβε στα χέρια του, κατά την ένορκη του μαρτυρία το Σχέδιο 6 του Τεκμηρίου 2 (1:1000) υπέδειξε και αναγνώρισε τη νομική και φυσική θέση του αργακιού. (Ενώ η μια εκ των θέσεων του, απουσιάζει από το σχέδιο 1:500, όπως αναγνώρισε η Μ.Κ. 7 (xxx)).

 

(Συνεπώς το γεγονός πως ο Μ.Υ.3 xxx δεν το αναγνώρισε όπως υποδεικνύει ο κ. Κέκκος, δεν ενέχει ιδιαίτερη σημασία).

 

(Επίσης στο σχέδιο 1:500, το αργάκι παρουσιάζεται άλλοτε με μονή και άλλοτε με διπλή γραμμή)."

 

 

Στη βάση των πιο πάνω αναφερθέντων θεωρούμε ότι η κατάληξη του Κακουργιοδικείου περί αθώωσης των εφεσιβλήτων στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν ήταν ορθή και ως εκ τούτου οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                      Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                      Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο