ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 7
"Χ""Δημητρίου" ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45
Kωνσταντινίδης Kώστας Eυστρατίου ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 109
Xριστούδια Xρίστος ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 689
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
DYDI κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 103/2020, 104/2020, 3/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:B293
Κ.Κ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2023, 22/6/2023, ECLI:CY:AD:2023:B223
Ι.Γ. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 130/2022, 21/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:B256
Γ.Φ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 265/2022, 21/12/2022, ECLI:CY:AD:2022:B491
S. M. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 75/2021, 6/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:B299
ECLI:CY:AD:2019:B31
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 302/2018)
4 Φεβρουαρίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
xxx xxx ΧΟΛΙΕΦ,
Εφεσείων
- ν. -
Δημοκρατίας,
Εφεσίβλητης
------------------------------------------
Α. Αναστασίου, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
-------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
ΑΠΟΦΑΣΗ (EX-TEMPORE)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες, αυτή της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση των άρθρων 205 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και το αδίκημα της προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α σε άλλο πρόσωπο κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας. Τα αδικήματα φαίνονται να διαπράχθηκαν στις 10.6.2018 στη Λεμεσό όταν ο κατηγορούμενος με άλλο πρόσωπο φαίνεται να προμήθευσε νεαρό στη Λεμεσό με ναρκωτικές ουσίες, οι οποίες στη συνέχεια προκάλεσαν το θάνατο του στη βάση της πρώτης κατηγορίας, ενώ στη βάση της δεύτερης κατηγορίας παρανόμως προμήθευσε το άτομο αυτό, το θύμα, με αγνώστου ποσότητας ελεγχόμενο φάρμακο, τάξεως Α, MDMA. Η υπόθεση ορίστηκε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού για ακρόαση στις 28.2.1019. Αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του συνάντησε την ένσταση της υπεράσπισης. Διεξήχθη η νενομισμένη διαδικασία στη βάση αγορεύσεων και το Κακουργιοδικείο διέταξε όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του. Αυτή την απόφαση, ημερ. 22.10.2018, προσέβαλε ο εφεσείων.
Έχουν τεθεί ενώπιον του Εφετείου τα ίδια θέματα που απασχόλησαν και πρωτοδίκως στη βάση των γεγονότων που οδήγησαν στην καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης. Συναρτώνται βασικά προς τη θέση του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο ανέφερε στην απόφαση του ότι η πιθανότητα καταδίκης τουλάχιστο για την πρώτη κατηγορία στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε ενώπιον του, δεν ήταν τέτοια που να απέκλειε κάθε δυνατή προσδοκία για αθώωση. Αυτό λέχθηκε βεβαίως από το Κακουργιοδικείο χωρίς να αποφασίζεται οτιδήποτε το οριστικό, εφόσον η εξέταση στο στάδιο εκείνο αφορούσε μόνο το αίτημα για κράτηση του εφεσείοντα. Η άλλη θέση που προβλήθηκε ήταν ότι είχαν παρέλθει τέσσερεις μήνες μέχρι την απόφαση για κράτηση και είχε πλέον εκλείψει η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων εξ αφορμής τηλεφωνήματος που είχε κάμει ο αδελφός του εφεσείοντα προς τον πατέρα του θύματος για να του πει να καταθέσει στην αστυνομία ότι ο εφεσείων δεν είχε καμιά σχέση με την υπόθεση.
Περαιτέρω και σε συνδυασμό μ΄ αυτό, το ανακριτικό έργο είχε στο μεταξύ περατωθεί και η Ευρωπαϊκή νομολογία, όπως την ανέπτυξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, αναγνωρίζει και τονίζει ότι η πάροδος του χρόνου μετρά αρνητικά ως προς τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων εφόσον, βεβαίως, στο μεταξύ ο χρόνος χρησιμοποιείται επωφελώς για τη λήψη καταθέσεων, ολοκλήρωση του ανακριτικού έργου και συλλογή κάθε πιθανού στοιχείου που αφορά την υπόθεση. Εν πάση περιπτώσει ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων δεν ήταν εύλογος ή δικαιολογημένος στις περιστάσεις της υπόθεσης. Ο εφεσείων τόνισε επίσης τις προσωπικές του θέσεις και δεσμούς του με τη Δημοκρατία που εισηγήθηκε ότι είναι τέτοιοι που δεν χρειάζεται η κράτηση του. Είναι ηλικίας 25 ετών, είναι λευκού ποινικού μητρώου, πάντοτε παρουσιαζόταν ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι Κύπριος υπήκοος με ολόκληρη την οικογένεια του να είναι στη Δημοκρατία και δεν έχει καμία σχέση με τον αλλοδαπό πατέρα του. Δεν έχει δε ούτε την οικονομική δυνατότητα να διαφύγει στο εξωτερικό εφόσον πρόσφατα ήταν άνεργος και έτυχε για σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου και εδώ, Νομικής Αρωγής.
Το Κακουργιοδικείο είχε καταλήξει ότι υπήρχε ορατός κίνδυνος μη προσέλευσης του εφεσείοντα λόγω της σοβαρότητας της δεύτερης κατηγορίας που αντιμετώπιζε δηλαδή, της προμήθειας ναρκωτικής ουσίας τύπου Α και ότι υπήρχε και η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων. Αντίθετη ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής, με αναφορά επίσης στη νομολογία και τα δεδομένα της υπόθεσης. Η πάροδος του χρόνου δεν ήταν τέτοια που εξάλειψε την πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων και αυτό υπό το φως ότι η ακρόαση της υπόθεσης δεν έχει ακόμη αρχίσει ούτε και οποιοσδήποτε μάρτυρας κατηγορίας κατέθεσε. Σημασία έχει η προσπάθεια επηρεασμού που ήδη εκδηλώθηκε. Ο πατέρας του θύματος μπορεί να μη ήταν από τους πιο ουσιώδεις μάρτυρες, αλλά δεν έπαυαν οι δηλώσεις του να είχαν τη δική τους σημασία.
Είναι γνωστό ότι κάθε ένας έχει δικαίωμα να παραμείνει ελεύθερος διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, εκτός και αν υπάρχουν επαρκείς και ικανοί λόγοι περί του αντιθέτου. Μεταξύ των λόγων αυτών είναι ο κίνδυνος διαφυγής, η πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων και ο επηρεασμός μαρτύρων. Ο κίνδυνος διαφυγής σύμφωνα με τη νομολογία αποτιμάται στη βάση της σοβαρότητας του αδικήματος, της πιθανότητας καταδίκης και της ενδεχόμενης ποινής που μπορεί να τεθεί, (Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7).
Το Κακουργιοδικείο στην εμπεριστατωμένη απόφαση του αναφέρθηκε στη μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον και την κατέγραψε συνοπτικά στο στάδιο εκείνο για να καταλήξει ότι προέκυπτε από την ανάγνωση της ότι ο εφεσείων ήταν στο συγκεκριμένο χώρο όταν το θύμα επισκέφθηκε το συγκεκριμένο cafe και ήλθε σε επαφή με αυτόν. Υπήρχε και μαρτυρία από ένα τουλάχιστον πρόσωπο ότι ο εφεσείων ήταν εκείνος που προμήθευσε στο θύμα τις ναρκωτικές ουσίες. Προέκυπτε επίσης, και το κατέγραψε το Κακουργιοδικείο, ότι από τη μαρτυρία υπήρχε διαφορά στις ακριβείς κινήσεις του εφεσείοντα και του θύματος στο συγκεκριμένο χώρο και το συγκεκριμένο χρόνο, αλλά η συγκλίνουσα μαρτυρία ήταν ότι το πρόσωπο που πλησίασε το όχημα και συνομίλησε με τη μια μάρτυρα που εμπλέκει ευθέως τον εφεσείοντα, ήταν ο εφεσείων. Η πιθανότητα καταδίκης επί της κατηγορίας της προμήθειας ναρκωτικών ουσιών ήταν επομένως εύλογη στη βάση της όλης διαθέσιμης μαρτυρίας. Η ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν ήταν έργο του Κακουργιοδικείου όπως ορθά το τόνισε και το ίδιο και δεν είναι βεβαίως έργο ούτε και του Εφετείου σε αυτό το στάδιο.
Η θέση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τη λογική προσδοκία αθώωσης επί της πρώτης κατηγορίας στηριζόταν περισσότερο στη νομική τοποθέτηση που το ίδιο το Δικαστήριο έθεσε ενώπιον της Κατηγορούσας Αρχής αναφορικά με το ερώτημα, με αναφορά σε νομολογία, (R. V. Kennedy (2007) UKHL 38 και R. Dalby (1982) 74 Cr. App. R. 348), κατά πόσο η προμήθεια και μόνο ναρκωτικής ουσίας σε πρόσωπο που στη συνέχεια το ίδιο αυτοβούλως της κάνει χρήση επιφέροντας το θάνατο του, μπορεί να στοιχειοθετήσει την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Το Κακουργιοδικείο ανέφερε πράγματι ότι οι θέσεις των δύο πλευρών όπως εξηγήθηκαν ενώπιον του αναφορικά με την πρώτη κατηγορία δημιουργούν συζητήσιμη υπόθεση και ότι η λογική προσδοκία αθώωσης επί της κατηγορίας της ανθρωποκτονίας δεν ήταν έξω από κάθε προσδοκία. Όμως η βάση της απόφασης του Κακουργιοδικείου για κράτηση ήταν η δεύτερη κατηγορία για την οποία ορθά το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στη μαρτυρία και τόνισε τα στοιχεία εκείνα που ήσαν ενδεικτικά της ανάμειξης του εφεσείοντα στη βάση συγκεκριμένης μαρτυρίας και δεν έχει σχέση σε αυτό το στάδιο, διότι δεν αποτιμάται η μαρτυρία τελεσιδίκως, κατά πόσο υπήρχαν διαφορές μεταξύ των προσώπων που συνόδευαν το θύμα ως προς την περιγραφή των κινήσεων τόσο του θύματος, όσο και του εφεσείοντος στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Ενδεχόμενη καταδίκη σ΄ αυτή την κατηγορία, πέραν της αυστηρότητας με την οποία αντιμετωπίζεται από τη νομοθεσία και τη νομολογία, θα λάβει, αναμφιβόλως, υπόψη και τον επελθόντα θάνατο, έστω και αν δεν υπάρξει καταδίκη στην πρώτη κατηγορία.
Ο επηρεασμός μαρτύρων ήταν η άλλη βάση πάνω στην οποία κρίθηκε αναγκαία η κράτηση του μέχρι τη δίκη. Ο επηρεασμός μαρτύρων δεν είναι αναγκαίος σύμφωνα με τη νομολογία να αποδεικνύεται, αλλά πρέπει να υπάρχουν ενδείξεις προς τούτο, (Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90), και ενδείξεις εδώ στη βάση των όσων ανέφερε το Κακουργιοδικείο υπήρχαν και μάλιστα το Κακουργιοδικείο ορθά τοποθετήθηκε λέγοντας ότι υπάρχει δικαστική γνώση ότι ο επηρεασμός μαρτύρων μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και μετά τη συμπλήρωση των ανακρίσεων, ακόμη και στο στάδιο της ακρόασης. Ο επηρεασμός μαρτύρων μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους και μέσω άλλων προσώπων, (Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689).
Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι ο επηρεασμός αποκλείεται πλέον να υπάρχει διότι ήδη είχαν περάσει τέσσερεις μήνες από την ημέρα του τηλεφωνήματος, ό,τι και αν το τηλεφώνημα αυτό έτεινε να δείξει και ότι στο μεταξύ συμπληρώθηκε πλήρως το ανακριτικό έργο, με αναφορά σε Ευρωπαϊκή νομολογία και συγκεκριμένα στις υποθέσεις Letellier v. France 14 EHRR 83 και Clooth v. Belgium 14 ECHR 717, δεν βρίσκει σύμφωνο το Εφετείο στη βάση του ότι οι δύο αυτές αποφάσεις είχαν πολύ διαφορετικά δεδομένα, η δε πάροδος του χρόνου ήταν πολύ μεγαλύτερη με διαδοχικές αναβολές τόσο για τη διάρκεια του ανακριτικού έργου, όσο και των δικασίμων μέχρι τη δίκη. Στην πρώτη υπήρξε και περίοδος όπου η αιτήτρια δεν είχε επιδείξει οποιαδήποτε προβληματική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια που παρέμεινε ελεύθερη υπό την επίβλεψη του Δικαστηρίου. Στη δεύτερη είχαν διαρρεύσει 15 μήνες και είχε ολοκληρωθεί σχεδόν πλήρως το ανακριτικό έργο. Επομένως, ήταν συζητήσιμη πλέον η αναγκαιότητα της κράτησης. Εδώ πέρασαν απλώς τέσσερεις μήνες από την ημέρα του τηλεφωνήματος του αδελφού του εφεσείοντος προς τον πατέρα του θύματος, ενώ υπήρχε και τηλεφωνική επαφή προσώπου με τον πατέρα την επομένη του συμβάντος ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο θα ανελάμβανε την ανάρρωση του παιδιού του. Σίγουρα δεν υπάρχει έδαφος να ισχυριστεί κάποιος εύλογα ότι η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων έχει εκλείψει.
Ως προς τις προσωπικές συνθήκες και τους δεσμούς του εφεσείοντα με τη Δημοκρατία, οι οποίες λαμβάνονται βεβαίως υπόψη (Φλεριάνου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. υπ΄ αρ. 13/2016, ημερ. 3.3.2016, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, κ.ά.), αυτές δεν θα μπορούσαν στα δεδομένα της υπόθεσης να υπερφαλαγγίσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβολή αποτρεπτικών ποινών φυλάκισης ώστε να οδηγούσαν, βάσιμα, στην αναζήτηση περιοριστικών όρων για να αφηνόταν ο εφεσείων ελεύθερος.
Στη βάση όλων των ανωτέρω, η απόφαση του Κακουργιοδικείου για κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του στις 28.2.2019, κρίνεται πλήρως αιτιολογημένη και η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.