ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 172
Γεωργίου Eυριπίδης Aνδρέα άλλως Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 444
Αθηνής Σωτήρης ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 256
Φραγκίσκου Αναστάσιος ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 833, ECLI:CY:AD:2015:B779
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:B56
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 228/2017
21 Φεβρουαρίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
χχχχχχ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ
Εφεσείοντα
- ν -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
........
Ε. Ευσταθίου, για εφεσείουσα
Μ. Μασούρα (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για εφεσίβλητη
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: To Mόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας αθώωσε και απάλλαξε τους τρεις πρώτους κατηγορούμενους της Ποιν. Υποθ. 18820/2016 από την κατηγορία της συνωμοσίας προς διάπραξη του κακουργήματος της κατοχής 8,007 κιλών κάνναβης (ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β), αλλά τους έκρινε ένοχους στις κατηγορίες της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια του εν λόγω φαρμάκου σε άλλο πρόσωπο και επέβαλε στον καθένα ποινή φυλάκισης 9 ετών. Σημειώνεται πως στην υπόθεση υπήρχε και τέταρτος κατηγορούμενος, ο οποίος παραδέχθηκε την κατηγορία της συνωμοσίας προς διάπραξη του κακουργήματος της κατοχής των 8,007 κιλών κάνναβης και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3½ ετών.
Με την υπό κρίση έφεση o εφεσείων (κατηγορούμενος 2 πρωτοδίκως) προσβάλλει την καταδίκη του με 5 Λόγους Έφεσης και την ποινή που του επιβλήθηκε με 1 Λόγο Έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε σε συντομία τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την υπόθεση και τα οποία δεν αμφισβητούνται με την έφεση. Έχουν ως ακολούθως:-
Στα πλαίσια συντονισμένης και μεγάλης σε έκταση επιχείρηση της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών (Υ.ΚΑ.Ν.) εξασφαλίστηκε ένταλμα έρευνας των οχημάτων και της πατρικής οικίας του Γ. Σοφιανού (κατηγορούμενου 1 πρωτοδίκως), η οποία βρίσκεται στην οδό χχχχχ αρ. χχ στον χχχχχχχχ.
To γενικό πρόσταγμα της επιχείρησης ανατέθηκε στον Α/Αστ. xxx1, ο οποίος τοποθέτησε ως παρατηρητή της οικίας του κατηγορούμενου 1 τον εκπαιδευμένο σε παρατηρήσεις αστυνομικό της Υ.ΚΑ.Ν. xxx (ΜΚ6), ενώ σε παραπλήσια σημεία πήραν θέση υπηρεσιακά οχήματα με άλλους αστυνομικούς της Υ.ΚΑ.Ν. εφόσον κατά τον επίδικο χρόνο δεν υπήρχαν οχήματα του κατηγορουμένου 1 στο χώρο της οικίας του.
Μία ώρα περίπου μετά την ανάπτυξη των αστυνομικών της Υ.ΚΑ.Ν. ως ανωτέρω - στις 20:18 της 2.6.2016 - έκανε την εμφάνισή του στη σκηνή το υπ΄ αρ. εγγραφής xxxx xxx αυτοκίνητο μάρκας xxx με οδηγό τον κατηγορούμενο 1, συνεπιβάτη τον εφεσείοντα και επιβάτη στο πίσω κάθισμα τον xxxx Ζαχαριάδη (κατηγορούμενο 3 πρωτοδίκως), το οποίο ο κατηγορούμενος 1 στάθμευσε έξω από την πατρική του οικία.
Mε τη στάθμευση από τον κατηγορούμενο 1 του πιο πάνω αυτοκινήτου, ο παρατηρητής (ΜΚ6) ενημέρωσε τηλεφωνικώς τον επικεφαλή της επιχείρησης ο οποίος έδωσε εντολή στους άλλους καραδοκούντες αστυνομικούς της Υ.ΚΑ.Ν. για «έφοδο», όπως και έγινε. Μέχρις όμως φτάσουν στο μέρος οι αστυνομικοί, οι κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 αποβιβάστηκαν από το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν και κατευθύνθηκαν προς την οικία. Με την άφιξη δε των αστυνομικών οι κατηγορούμενοι 1 και 3 πρόλαβαν να εισέλθουν στην αυλή της κατοικίας όπου ο κατηγορούμενος 3 άφησε μια μεγάλη σακούλα που κρατούσε εντός της αυλής και κοντά στην είσοδο, ενώ ο εφεσείων δεν είχε προλάβει να μπει στην αυλή αλλά βρισκόταν στο πεζοδρόμιο, έξω από την κυρία είσοδο, με κατεύθυνση και προφανή σκοπό - ως ήταν το εύρημα του Κακουργιοδικείου - να εισέλθει και αυτός στην αυλή. Όπως δε διαπιστώθηκε η σακούλα περιείχε οκτώ (8) συσκευασίες με 8,007 κιλά κάνναβης και όταν ο Α/Αστ. xxx (ΜΚ2) επέστησε επί τούτου την προσοχή των κατηγορουμένων στο Νόμο, αυτοί απάντησαν «εν ηξέρουμε τωρά ήρταμε δαμέ».
Με τον εντοπισμό των ναρκωτικών, η αστυνομία προχώρησε σε σύλληψη και των τριών κατηγορουμένων για αυτόφωρο αδίκημα και όταν εξηγήθηκαν οι λόγοι σύλληψης στον εφεσείοντα και του επεστήθη η προσοχή στο Νόμο αυτός απάντησε «τι να πω». Αργότερα δε όταν και από τους τρεις λήφθηκαν ανακριτικές καταθέσεις υπό μορφή ερωτοαπαντήσεων, η στερεότυπη απάντηση τους ήταν «ότι έχω να πω, θα το πω στο Δικαστήριο».
Τέλος, προς συμπλήρωση του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, σημειώνεται πως σε έρευνα που έγινε στην οικία του κατηγορουμένου 1 εντοπίστηκαν 663,74 γραμμάρια κάνναβης (κατηγορίες 6 και 7), στην οικία του εφεσείοντα ένα φυτό κάνναβης (κατηγορίες 8 και 9) και στην κατοικία του τρίτου κατηγορούμενου 0,42 γραμμάρια κάνναβης (κατηγορία 10), κατηγορίες που και οι τρεις παραδέχτηκαν.
Τα πιο πάνω αποτέλεσαν και ευρήματα του Κακουργιοδικείου, το οποίο κατέληξε σ΄ αυτά αφού συνεκτίμησε και το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 3 - όταν κλήθηκαν σε απολογία - επέλεξαν να ασκήσουν το δικαίωμα της σιωπής και αφού απέρριψε ως μη πειστική την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα. Με αυτή, βασικά, ο εφεσείοντας πρόβαλε πως το απόγευμα της 2.6.2016 πήγε μαζί με τους άλλους δύο κατηγορουμένους σε καζίνο στην Κερύνεια όπου έμειναν 2½ με 3 ώρες. Ακολούθως, επειδή δεν αισθανόταν καλά, τους ζήτησε να επιστρέψουν πίσω στη Λευκωσία, όπως και έγινε. Πριν όμως βγουν από την Κερύνεια, αποκοιμήθηκε και ξύπνησε όταν έφτασαν στο σπίτι του κατηγορούμενου 1 απ΄ όπου θα έπαιρνε το αυτοκίνητο του ο κατηγορούμενος 3. Εκεί, ο κατηγορούμενος 1 του είπε να περιμένει πέντε λεπτά γιατί θα πήγαινε τουαλέτα και μετά θα τον έπαιρνε στο σπίτι του. Όταν δε κατέβηκαν από το αυτοκίνητο οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι, κατέβηκε και αυτός στο πεζοδρόμιο για να πάρει λίγο αέρα. Δεν πλησίασε όμως την είσοδο της κατοικίας καθώς δεν είχε κανένα λόγο να εισέλθει στην αυλή και ενώ βρισκόταν στο πεζοδρόμιο έγινε η έφοδος της αστυνομίας. Σ΄ ό,τι δε αφορά τη σακούλα με τα ναρκωτικά, ούτε καν αντιλήφθηκε την ύπαρξη της και καμιά σχέση είχε με αυτή. Επί του προκειμένου τόνισε ότι ο ίδιος δεν αισθανόταν καλά, πράγμα το οποίο ανέφερε επιτόπου στην αστυνομία και όταν τον πήραν στο Τμήμα του έδωσαν Panadol και την μεθεπόμενη τον πήραν και στις Πρώτες Βοήθειες όπου κρατήθηκε κάποιες ώρες.
Στη βάση των πιο πάνω πραγματικών περιστατικών, το Κακουργιοδικείο έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα στις επίδικες κατηγορίες, επισημαίνοντας πως η εναντίον του αμιγώς περιστατική μαρτυρία ήταν τέτοια που το αποτέλεσμα της ήταν ασυμβίβαστο με κάθε άλλο συμπέρασμα πλην της ενοχής του. Την συγκεκριμενοποίησε στο ότι συναποτελείτο «(α) από το γεγονός ότι επέβαινε στο όχημα -και μάλιστα ως συνοδηγός - με το οποίο μεταφέρθηκαν τα ναρκωτικά στο μέρος (β) η συσκευασία των ναρκωτικών δεν ήταν τέτοια που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Αντίθετα ήταν πολύ μεγάλη. Πρόκειται υπενθυμίζουμε, για μια μεγάλη σακούλα εντός της οποίας υπήρχαν άλλες 8 συσκευασίες, περιέχουσες συνολικά 8 και πλέον κιλά ναρκωτικά (γ) κατέβηκε από το όχημα ταυτόχρονα με τους άλλους Κατηγορούμενους και κατευθυνόταν προς την είσοδο της κατοικίας, άσχετα αν δεν είχε προλάβει να μπει και βρισκόταν ακόμα στο πεζοδρόμιο έξω από το κάγκελο της εισόδου, τη στιγμή που ανακόπηκε από την αστυνομία. Τούτο, φρονούμε, αποτελεί μια συγκυρία δευτερολέπτων και τίποτε πέραν αυτού και (δ) η εν γένει παρουσία του στο μέρος, χωρίς οποιαδήποτε πειστική εξήγηση που να την δικαιολογεί. Επ' αυτού να υπενθυμίσουμε ότι το μόνο που ανέφερε κατά τη σύλληψη του, λίγες ώρες μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, ήταν «τι να πω». Ως εκ τούτων συνάγεται, χωρίς αμφιβολία, ότι η δράση των Κατηγορουμένων ήταν κοινή και πως ο Κατηγορούμενος 2 είχε επίσης κατοχή αλλά και γνώση της κατοχής, συμπράττοντας έτσι με τους Κατηγορούμενους 1 και 3 στη διάπραξη των αδικημάτων των κατηγοριών 2 και 3.»
Με τους 5 Λόγους Έφεσης, με τους οποίους προσβάλλεται η καταδίκη, ο εφεσείων καταλογίζει κατ΄ ουσία στο Κακουργιοδικείο τρία σφάλματα. Το πρώτο ότι εσφαλμένα απέρριψε την ανώμοτη του δήλωση ως μη πειστική, το δεύτερο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εναντίον του περιστατική μαρτυρία στοιχειοθετούσε κατοχή των ναρκωτικών, την στιγμή που και οι τρεις κατηγορούμενοι αθωώθηκαν από την κατηγορία της συνωμοσίας προς διάπραξη του κακουργήματος της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια των 8,007 κιλών κάνναβης και, το τρίτο, εσφαλμένα τον θεώρησε συναυτουργό στην κατοχή των ναρκωτικών καθότι όταν δεν υπάρχει φυσική κατοχή, η απλή γνώση της ύπαρξης των ναρκωτικών δεν οδηγεί άνευ ετέρου και στον έλεγχο των ναρκωτικών που είναι συστατικό στοιχείο της κατοχής.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα, αναπτύσσοντας τους Λόγους Έφεσης, εισηγήθηκαν ότι τα γεγονότα που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση προσομοιάζουν ουσιωδώς με αυτά της Καΐμης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 622 η οποία υιοθέτησε τα όσα επισημάνθηκαν στις Fournides v. Republic (1968) 2 CLR 75, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172 και Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444. Και αυτό σε σχέση με τα μέρη της περιστατικής μαρτυρίας - όπως αυτά καθορίστηκαν από το Κακουργιοδικείο - τα οποία, λαμβανομένης υπόψη και της εξήγησης που έδωσε ο εφεσείων με την ανώμοτη δήλωσή του, δεν οδηγούσαν στο μοναδικό συμπέρασμα περί ενοχής του αφού αυτά δεν ήταν ικανά να αποκλείσουν άλλη εκδοχή. Η θέση, υπέβαλαν, του εφεσείοντα θα έπρεπε να διαχωριστεί από τις θέσεις των συγκατηγορουμένων του σ΄ ό,τι αφορά την κατοχή και έλεγχο των ναρκωτικών, αφού δεν αποδείχτηκε ότι εγνώριζε την φύση και το περιεχόμενο της σακούλας όπου ευρίσκονταν τα ναρκωτικά. Τοσούτω μάλλον όταν και οι τρεις κατηγορούμενοι αθωώθηκαν από το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη του κακουργήματος της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο των ναρκωτικών, αθώωση που τον αποσυνδέει εντελώς από τα γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να του αποδώσουν την διάπραξη του αδικήματος.
Το Κακουργιοδικείο, αντέτεινε η ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, αθώωσε τους τρεις κατηγορούμενους από την κατηγορία της συνωμοσίας κρίνοντας πως δεν προσκομίστηκε μαρτυρία σε σχέση με τις προηγηθείσες κινήσεις τους. Τόνισε όμως ότι, στην περίπτωση που ένας κατηγορούμενος αθωωθεί από την κατηγορία της συνωμοσίας δεν έπεται ότι θα πρέπει να αθωώνεται και από την κατηγορία της διάπραξης του γενεσιουργού αδικήματος. Παρέπεμψε επί τούτου στην Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256 και σ΄ ό,τι αφορά την περαιτέρω επιχειρηματολογία των συναδέλφων της, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σ΄ όλες τις της πτυχές.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας, την οποία επιγραμματικά παραθέσαμε όπως πιο πάνω. Καταλήξαμε ότι οι αιτιάσεις του εφεσείοντα δεν ευσταθούν και προς τούτο είναι αρκετό να επισημάνουμε τα ακόλουθα:-
Το Κακουργιοδικείο αθώωσε και τους τρεις κατηγορούμενους από την κατηγορία της συνωμοσίας στη βάση ότι δεν προσκομίστηκε ενώπιον του μαρτυρία «. σε σχέση με τις προηγηθείσες κινήσεις, πράξεις και τα διαμειφθέντα των κατηγορουμένων, προ της διάπραξης των γενεσιουργών αδικημάτων, έτσι ώστε να δικαιολογείται η καταδίκη τους για τη διάπραξη του αδικήματος της 1ης κατηγορίας». Δεν θα εξετάσουμε την ορθότητα της κατάληξης αυτής του Κακουργιοδικείου εφόσον η εφεσίβλητη επί τούτου δεν προέβη σε προσβολή της με (αντ)έφεση. Όμως η αθώωση των κατηγορουμένων στην κατηγορία της συνωμοσίας έχει στο επίκεντρο της τις λεπτομέρειες της 1ης κατηγορίας σύμφωνα με τις οποίες η συνωμοσία έλαβε χώρα «σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ Μαΐου 2016 και 2ας Ιουνίου 2016», οι οποίες δεν ταυτίζονται με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 2 και 3 που ως χρόνος διάπραξης των αδικημάτων της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια προσδιορίζεται η 2α Ιουνίου που οι κατηγορούμενοι συνελήφθησαν επ΄ αυτοφόρω να έχουν στην κατοχή τους 1 σακούλα με 8,007 κιλά κάνναβης. Το κατά πόσο θα μπορούσε να αποδεσμευτεί ο εφεσείων από τα αδικήματα αυτά ως η ανώμοτη δήλωση του, είναι άλλο θέμα. Κατά συνέπεια τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση τα όσα σχετικά επισημάνθηκαν στην Αθηνής (ανωτέρω), ότι δηλαδή η κατηγορία της συνωμοσίας ήταν εντελώς ανεξάρτητη από τις κατηγορίες της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια των ναρκωτικών και η οποία (συνωμοσία), στην περίπτωση που δεν περιλαμβάνονταν στο κατηγορητήριο, δεν θα μετέβαλλε το αποτέλεσμα της απόφασης.
Τώρα, σ΄ ό,τι αφορά την περιστατική μαρτυρία επί τη βάσει της οποίας καταδικάστηκε ο εφεσείων, είναι ορθή η θέση του κ. Ευσταθίου ότι για να υπάρξει καταδίκη βάσει περιστατικής μαρτυρίας το προκύπτον αποτέλεσμα θα πρέπει να είναι ασυμβίβαστο με οποιοδήποτε άλλο πλην της ενοχής. Σχετικές είναι οι αυθεντίες στις οποίες παρέπεμψε και τις οποίες εφάρμοσε και το Κακουργιοδικείο. Εξετάζοντας επί του προκειμένου τα περιστατικά της υπόθεσης και ειδικά τα μέρη της περιστατικής μαρτυρίας ως τα παρέθεσε το Κακουργιοδικείο (βλ. ανωτέρω) είναι, νομίζουμε, πρόδηλο ότι μόνο στην περίπτωση που το Κακουργιοδικείο θα θεωρούσε πειστική την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα ή αυτή θα δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς την εμπλοκή του στην υπόθεση, θα ήταν δυνατό να τον απαλλάξει από τις κατηγορίες της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια των ναρκωτικών σε άλλο πρόσωπο. Τούτο για τον απλό λόγο ότι και οι τρεις συνελήφθησαν επ΄ αυτοφώρω να μεταφέρουν και να κατεβάζουν από το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν 1 μεγάλη σακούλα που περιείχε 8 κιλά κάνναβη και η απεμπλοκή από την υπόθεση οποιουδήποτε απ΄ αυτούς θα εδικαιολογείτο μόνο στην περίπτωση που η εξήγηση που θα έδιδε ως προς τη μη εμπλοκή του ήταν πειστική, ή, στη βάση των όσων λέχθηκαν στην Καΐμη, δημιουργούσε «αμφιβολία στο Δικαστήριο για την ύπαρξη αυτού του στοιχείου, δηλαδή της γνώσης, ότι η σακούλα περιέχει ναρκωτικά.» Ποια όμως ήταν η εξήγηση που έδωσε ο εφεσείων με την ανώμοτη δήλωσή του; Ουσιαστικά πρόβαλε ότι κατά την επιστροφή τους από τα κατεχόμενα αποκοιμήθηκε και ξύπνησε όταν έφτασαν στο σπίτι του κατηγορούμενου 1, αφήνοντας να αιωρείται το ενδεχόμενο ότι οι συγκατηγορούμενοι του εφοδιάστηκαν τη σακούλα με την κάνναβη ενώ κοιμόταν και ως εκ τούτου δεν αντιλήφθηκε καν την ύπαρξη της στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου στο οποίο καθόταν ο κατηγορούμενος 3. Πρόκειται κατά την άποψή μας για έκδηλα μη πειστική εξήγηση που σε καμιά περίπτωση θα μπορούσε να δημιουργήσει αμφιβολία στο Κακουργιοδικείο ως προς την εμπλοκή του στην υπόθεση. Αντίθετα, αποδοχή της εξήγησης ως πειστικής θα αντιστρατευόταν κάθε έννοια λογικής. Κατά συνέπεια, ορθά το Κακουργιοδικείο την απέρριψε επισημαίνοντας πως «.όταν ο Κατηγορούμενος 2 συνελήφθη από τον Μ.Κ.5 στις 2.6.2016 και περί ώρα 23:48 (λίγες ώρες δηλαδή μετά το συμβάν) και αφού του εξηγήθηκε ο λόγος της σύλληψης του και του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, το μόνο που ανέφερε ήταν «τι να πω» (βλ. Τεκμήριο 72(β)). Ομοίως δεν μας πείθει, ότι σε ένα κλειστό και μικρό μέρος όπως είναι ο εσωτερικός χώρος ενός οχήματος, στο οποίο μάλιστα ήταν συνοδηγός, δεν αντιλήφθηκε, όχι το περιεχόμενο, αλλά την εν γένει παρουσία της σακούλας (Tεκμήριο 1). Η σακούλα είναι πολύ μεγάλη και απέκτησε ακόμα μεγαλύτερο όγκο από το γεγονός ότι ήταν φορτωμένη με 8 και πλέον κιλά, ναρκωτικά.» Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι απλώς κατέβηκε από το αυτοκίνητο για να πάρει αέρα και δεν πλησίασε την είσοδο της οικίας καθότι δεν είχε λόγο να εισέλθει σ΄ αυτή - θέμα για το οποίο η Υπεράσπιση προσκόμισε μαρτυρία για αναπαράσταση της σκηνής και το οποίο απασχόλησε το Κακουργιοδικείο σε έκταση - να παρατηρήσουμε ότι το στοιχείο αυτό δεν ήταν ικανό να τον απομπλέξει από την υπόθεση ή να δημιουργήσει οποιαδήποτε αμφιβολία για την εμπλοκή του και σ΄ αυτό δόθηκε αχρείαστη έκταση και σημασία. Τούτο γιατί, ακόμη κι αν δεν κατέβαινε από το αυτοκίνητο, η εμπλοκή του στην υπόθεση ήταν δεδομένη λόγω της κοινής μεταφοράς των ναρκωτικών από τα κατεχόμενα στο σπίτι του κατηγορούμενου 1. Εκτός βεβαίως αν έδινε πειστική εξήγηση που θα δημιουργούσε τουλάχιστον αμφιβολίες περί του αντιθέτου. Τονίζεται επί του προκειμένου ότι το νομικό βάρος απόδειξης (legal burden of proof) της εμπλοκής του εφεσείοντα στην υπόθεση ήταν επί της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία υπό τα περιστατικά της υπόθεσης το είχε αποσείσει. Τούτου δοθέντος το αποδεικτικό βάρος (evidential burden of proof) μετατοπίστηκε στον εφεσείοντα να πείσει ή να δημιουργήσει αμφιβολία περί της μη εμπλοκής του, βάρος το οποίο δεν είχε αποσείσει ενόψει του ότι η ανώμοτη δήλωση του κρίθηκε - και ορθά - ως στερούμενη παντελούς πειστικότητας.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται.
Αναφορικά τώρα με την έφεση εναντίον του ύψους της ποινής, το παράπονο του εφεσείοντα συνίσταται στο ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα δεν προχώρησε να διαχωρίσει τις ποινές των τριών κατηγορουμένων, κρίνοντας ότι σύμφωνα με την ενώπιον του μαρτυρία δεν υπήρξαν στοιχεία διαφοροποίησης του ρόλου εκάστου των κατηγορουμένων στη διάπραξη του αδικήματος. Η συμμετοχή ή ο ρόλος εκάστου, υπέβαλε ο κ. Ευσταθίου, ήταν ευθύνη της Κατηγορούσας Αρχής να τον καθορίσει και η επί τούτου παράλειψή της θα έπρεπε να οδηγήσει το Κακουργιοδικείο σε διαφοροποίηση της ποινής προς όφελος του εφεσείοντα. Περαιτέρω καταλόγισε στο Κακουργιοδικείο σφάλμα ως προς τη μη διαφοροποίηση της ποινής σε σχέση με τον εφεσείοντα αφού - όπως εισηγήθηκε - το Κακουργιοδικείο «είχε ενώπιον του στοιχεία επί των οποίων θα μπορούσε να βασισθεί για να κατανείμει σε δυνατό βαθμό τον ρόλο που έπαιξε ο καθένας από τους κατηγορουμένους ξεχωριστά». Τα εντόπισε στο ότι ιδιοκτήτης και οδηγός του αυτοκινήτου με το οποίο μεταφέρθηκαν τα ναρκωτικά ήταν ο κατηγορούμενος 1, στο σπίτι του οποίου και κατέληξαν. Επομένως, εισηγήθηκε, αυτός είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και ως εκ τούτου η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν έπρεπε να εξισωθεί με την ποινή που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο 1.
Η κ. Μασούρα, με τη σειρά της, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ως προς το ζήτημα της μη διαφοροποίησης της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα παρέπεμψε στην Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/14 ημερ. 25.11.15, ECLI:CY:AD:2015:B779 όπου γίνεται ανάλυση του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος που διασφαλίζει την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου.
Ούτε ο υπό αναφορά λόγος έφεσης ευσταθεί.
Η Κατηγορούσα αρχή λόγω της μη συνεργασίας των κατηγορουμένων και της απουσίας άλλης μαρτυρίας ως προς τον ρόλο και το βαθμό εμπλοκής εκάστου κατηγορουμένου στην υπόθεση, δεν ήταν σε θέση να διαφωτίσει σχετικά το Κακουργιοδικείο. Ο βαθμός εμπλοκής ως και ο ρόλος εκάστου των κατηγορουμένων στη διάπραξη του αδικήματος ήταν στην αποκλειστική γνώση των ιδίων και εφόσον επέλεξαν να μην διαφωτίσουν σχετικά το Κακουργιοδικείο, δεν μπορεί επί τούτου να επιρρίπτει την ευθύνη στην Κατηγορούσα Αρχή. Σε σχέση δε με το δεύτερο σκέλος του παραπόνου, ότι δηλαδή το Κακουργιοδικείο είχε ενώπιον του στοιχεία που δικαιολογούσαν τη διαφοροποίηση της ποινής στον εφεσείοντα, είναι νομίζουμε πρόδηλο ότι τα στοιχεία που προσδιόρισε δεν είναι αφ΄ εαυτών ικανά να διαβαθμίσουν το ρόλο και το βαθμό συμμετοχής εκάστου των κατηγορουμένων στη διάπραξη του αδικήματος. Η ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρία αποκάλυπτε κοινή κατοχή των ναρκωτικών από τους τρεις κατηγορουμένους και ορθώς το Κακουργιοδικείο εξέλαβε για σκοπούς επιβολής ποινής τον υπό αναφορά παράγοντα ως ουδέτερο.
Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, απορρίπτεται και η έφεση και εναντίον της ποινής.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ