ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B53
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 216/2017
21 Φεβρουαρίου, 2019
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσείουσας
- ν -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
........
Χρ. Χριστάκη, για εφεσείουσα
Πρ. Πίτσιλλου (κα), για εφεσίβλητη
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα και ο πρώην σύζυγος της Σ.Σ. είναι συνιδιοκτήτες, με μερίδιο ½ έκαστος, ενός εξοχικού στο Παραλίμνι το οποίο απέκτησαν κατά τη διάρκεια του γάμου τους ο οποίος λύθηκε με διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου το 2014.
Την Παρασκευή, 17.7.2015, η εφεσείουσα απέστειλε στον πρώην σύζυγό της (αναπάντητα) μηνύματα μέσω κινητού τηλεφώνου ότι την επομένη θα πήγαινε στο εξοχικό με την 5χρονη (τότε) κόρη τους για να περάσουν το Σαββατοκύριακο, κάτι που έπραξε το βράδυ της επομένης 18.7.15. Φτάνοντας όμως στο εξοχικό διαπίστωσε ότι το κάγκελο εισόδου του χώρου στάθμευσης ήταν αλυσοδεμένο, ενώ από το εσωτερικό έλειπαν τα τηλεχειριστήρια τόσο της τηλεόρασης όσο και των συστημάτων κλιματισμού. Σχετικά τηλεφώνησε 2-3 φορές στον πρώην σύζυγο της (στο εξής ο παραπονούμενος) για εξηγήσεις, αλλά επειδή ο παραπονούμενος δεν απάντησε στα τηλεφωνήματά της και επειδή ήξερε ότι εκείνο το βράδυ ήταν στο εξοχικό του πατέρα του - που επίσης βρίσκεται στο Παραλίμνι - πήρε το αυτοκίνητό της και την 5χρονη κόρη της και πήγαν στο εξοχικό του πατέρα του παραπονουμένου προκειμένου να του ζητήσουν τα τηλεχειριστήρια.
Φτάνοντας στο εξοχικό του πατέρα του παραπονούμενου του φώναξε να βγει έξω, κάτι που ο παραπονούμενος έπραξε με τον πατέρα του, αλλά στη θέα της εφεσείουσας ο πατέρας του παραπονούμενου, κατ΄ ισχυρισμό της εφεσείουσας, την εξύβρισε και της επιτέθηκε. Ό,τι όμως, έχει σημασία για την υπόθεση είναι ότι εν τέλει ο παραπονούμενος και η αδελφότεκνη του xxx - νονά της 5χρονης κόρης τους - μπήκαν στο αυτοκίνητο της εφεσείουσας και όλοι μετέβησαν στο εξοχικό για να μιλήσουν. Εκεί ο παραπονούμενος έθεσε σε λειτουργία τις συσκευές κλιματισμού, αλλά αρνήθηκε να δώσει στην εφεσείουσα τα τηλεχειριστήρια της τηλεόρασης προβάλλοντας ότι ήταν δικά του. Επιπρόσθετα ισχυρίστηκε ότι αλυσόδεσε το κάγκελο εισόδου του χώρου στάθμευσης επειδή η προστατευτική τέντα επίσης ήταν δική του.
Όπως γίνεται αντιληπτό επακολούθησε έντονη φραστική αντιπαράθεση μεταξύ τους στην παρουσία της κόρης τους, η οποία αναστατώθηκε και έκλαιγε.
Ήταν ισχυρισμός του παραπονούμενου ότι κατά τη διάρκεια της φραστικής τους αντιπαράθεσης η εφεσείουσα τον εξύβρισε και του επετέθη προκαλώντας του πραγματική σωματική βλάβη, με αποτέλεσμα το ίδιο βράδυ να την καταγγείλει στον αστυνομικό σταθμό Παραλιμνίου. Με την καταγραφή δε της καταγγελίας, η αστυνομία τον παρέπεμψε για ιατρική εξέταση στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου όπου ο επί καθήκοντι ιατρός βεβαίωσε ότι έφερε «ερυθρότητα δεξιάς παρειάς, οίδημα κάτω χείλους και επιφανειακή εκδορά αριστερού βραχίονα».
Κατ΄ ακολουθία της καταγγελίας του παραπονουμένου και των ιατρικών ευρημάτων λήφθηκε, στις 21.7.15, ανακριτική κατάθεση από την εφεσείουσα και στη συνέχεια της προσήφθηκαν τρεις κατηγορίες. Ότι δηλαδή στις 18.7.15 επιτέθηκε εναντίον του παραπονουμένου με αποτέλεσμα να του προκαλέσει πραγματική σωματική βλάβη, ότι κατά τον ίδιο χρόνο εξύβρισε τον παραπονούμενο σε δημόσιο μέρος με τη φράση «μαλάκα, ππεζεβέγκη» και ότι η συμπεριφορά της προκάλεσε ψυχική βλάβη στην ανήλικη κόρη της, κατηγορίες που η εφεσείουσα απέρριψε.
Η συνέχεια δόθηκε με την ποινική υπόθεση αρ. 4130/15 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (το οποίο συνεδριάζει στο Παραλίμνι), με κατηγορούμενη την εφεσείουσα η οποία μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκε ένοχη στην 1η κατηγορία της επίθεσης και της επιβλήθηκε πρόστιμο €400 ενώ αθωώθηκε στις άλλες δύο. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι στη βάση δικής της καταγγελίας, η αστυνομία καταχώρισε εναντίον του πρώην πεθερού της την ποινική υπόθεση αρ. 4131/15 στην οποία ο πρώην πεθερός κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της κοινής επίθεσης.
Είναι θέση της εφεσείουσας ότι η καταδίκη της στην κατηγορία της επίθεσης (ως ανωτέρω) είναι προϊόν πλημμελούς αξιολόγησης και συναφώς καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο τρία σφάλματα αρχής, τα οποία θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Επί του παρόντος θα΄ ταν χρήσιμο να σκιαγραφήσουμε τη μαρτυρία εκάστου των δύο πρώην συζύγων και ακολούθως να καταγράψουμε πώς την προσέγγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο και σε ποια συμπεράσματα κατέληξε.
Σύμφωνα με την εκδοχή του παραπονούμενου, όταν αυτός αρνήθηκε να δώσει τα τηλεχειριστήρια στην εφεσείουσα αυτή οργίστηκε και του επιτέθηκε «με σπαστικές κινήσεις» κτυπώντας τον στο στήθος και στα χέρια. Όταν δε προσπάθησε να της πιάσει το χέρι, αυτή τον άρπαξε με το άλλο χέρι και του έκοψε την αλυσίδα που φορούσε στο λαιμό, ενώ του προξένησε με τα νύχια εκδορές στο λαιμό και το πρόσωπο. Μάλιστα, όταν βγήκε έξω από το σπίτι, η νονά της κόρης τους (αδελφότεκνή του) που ήταν παρούσα στο επεισόδιο έβγαλε με το κινητό της και φωτογραφίες που έδειχναν τις εκδορές που του προκάλεσε η εφεσείουσα. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι η νονά δεν κλήθηκε στο Δικαστήριο ως μάρτυρας, ούτε παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο οι φωτογραφίες που κατ΄ ισχυρισμό του παραπονούμενου έβγαλε. Περαιτέρω σημειώνεται πως ο παραπονούμενος καταχώρισε εναντίον της εφεσείουσας και αγωγή για αποζημιώσεις λόγω των τραυμάτων που κατ΄ ισχυρισμό του προκάλεσε, ενώ μεταξύ τους εκκρεμεί και αγωγή για περιουσιακές διαφορές ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Αντικρούοντας την πιο πάνω εκδοχή του παραπονούμενου, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι όταν πήγαν στο εξοχικό συζήτησαν λίγο έντονα αφού ο πρώην σύζυγος της φώναζε ενώ αυτή του έλεγε να ηρεμήσει λόγω της κόρης τους. Πέραν τούτου δεν έγινε άλλη φασαρία και η καταγγελία του παραπονούμενου εναντίον της έγινε για να την εκδικηθεί εφόσον διάφορες προσπάθειες του για επανασύνδεση τους δεν απέδωσαν. Σ΄ ό,τι δε αφορά τις κακώσεις που διαπίστωσε ο ιατρός του Γενικού Νοσοκομείου Αμμοχώστου (ΜΚ2), ισχυρίστηκε ότι δεν τις προκάλεσε η ίδια και τις απέδωσε στο ότι ο παραπονούμενος έχει σαρκώδη χείλη που είναι πάντα φουσκωμένα, το κοκκίνισμα στο μάγουλο του οφείλεται σε χρόνια δερματική πάθηση και το γδάρσιμο στο χέρι προήλθε από κτυπήματα λόγω της δουλειάς του ως τεχνικού κλιματιστικών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι οι εναντίον της εφεσείουσας κατηγορίες 2 και 3 δεν αποδείχθησαν, επεσήμανε πως για διαμόρφωση δικαστικής κρίσης σε σχέση με την κατηγορία της επίθεσης (1η κατηγορία) το ουσιώδες ήταν «ο λόγος του ΜΚ1 έναντι του λόγου της Κατηγορουμένης). Επί του προκειμένου έκανε εκτενή αναφορά στις καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές βάσει των οποίων αξιολογείται από το Δικαστήριο η ενώπιον του μαρτυρία και παρατήρησε κατ΄ αρχάς ότι μεταξύ των πρωταγωνιστών του επεισοδίου υπήρχε έκδηλα αμοιβαία έχθρα και απέχθεια. Συναφώς κάκισε τη συμπεριφορά του παραπονούμενου να αφαιρέσει από το εξοχικό τα τηλεχειριστήρια των κλιματιστικών και της τηλεόρασης και χαρακτήρισε κάποιους ισχυρισμούς του για τη συμπεριφορά της εφεσείουσας, παράλογους και υπερβολικούς. Όμως δέχτηκε τη θέση ότι η εφεσείουσα του επιτέθηκε και του προξένησε τις προαναφερθείσες κακώσεις, απορρίπτοντας επί του προκειμένου τη θέση της εφεσείουσας. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση.
«Η Κατηγορούμενη, προκειμένου να αποκρούσει τον ισχυρισμό του ΜΚ1 ότι
εκείνη του προκάλεσε τα σημάδια που διέγνωσε ο γιατρός (ΜΚ2), επιχείρησε να δώσει εξηγήσεις για κάθε ένα από αυτά. Πλην όμως, το Δικαστήριο, έχοντας ακούσει το σύνολο της μαρτυρίας, εντοπίζει τα εξής: αν η εκδορά στο βραχίονα του Μ Κ1 οφειλόταν σε κάποιο κτύπημα στο πλαίσιο της εργασίας του ή αν η κοκκινίλα στο πρόσωπο του οφειλόταν σε κάποια άσχετη στρεσιογόνα κατάσταση που βίωσε καθ' οιονδήποτε άλλο χρόνο ο ΜΚ1, ή αν τα χείλη του δεν είχαν οίδημα αλλά ήταν το φυσιολογικό τους σχήμα και μέγεθος, τότε ο ΜΚ1 δεν θα μετέβαινε στον Αστυνομικό σταθμό για να καταγγείλει ότι του επιτέθηκε η Κατηγορούμενη και να περιγράψει σε τέτοια λεπτομέρεια και με τέτοιο παραστατικό τρόπο τις κινήσεις της, όπως το έπραξε και ενώπιον του Δικαστηρίου. Θα μπορούσε να την είχε καταγγείλει μόνο για την εξύβριση, αν εκείνο ήταν το μόνο που είχε συμβεί. Άλλωστε, όσα βίωσε η ίδια η Κατηγορούμενη στο σπίτι του πατέρα του ΜΚ1 αμέσως πριν τη μετάβαση τους στο εξοχικό της, αλλά και οι εξηγήσεις που τις έδιδε ο ΜΚ1 γιατί έκρυψε τα τηλεχειριστήρια των κλιματιστικών και της τηλεόρασης, κρίνω ότι αποτελούσαν ικανό λόγο να προκαλέσουν την αναστάτωση και το θυμό της Κατηγορούμενης, οπόταν δεν θα θεωρούσα άσχετο το ξέσπασμα της Κατηγορούμενης με ό,τι προηγήθηκε.
Συνεπώς, καταλήγω να αποδέχομαι ως αληθές γεγονός ότι όταν έφτασαν στο εξοχικό τους, ο ΜΚ1 προχώρησε και βρήκε τα τηλεχειριστήρια εκεί που τα είχε κρύψει, άναψε τα κλιματιστικά και όταν η Κατηγορούμενη του ζήτησε και το τηλεχειριστήριο της τηλεόρασης, εκείνος της είπε ότι είναι δικά του πράγματα αυτά και δεν τα δικαιούται η ίδια, πράγμα που έκανε την Κατηγορούμενη να ενοχληθεί, να θυμώσει και να αντιδράσει, σπρώχνοντας με τα χέρια της τον ΜΚ1 και όταν ο ΜΚ1 της άρπαξε το ένα χέρι, τότε αυτή έβαλε το άλλο της χέρι πάνω στο πρόσωπο του με τα νύχια της. Πλήγωσε το κάτω χείλος του, προκαλώντας οίδημα σε αυτά και κοκκινίλα στο δεξί μάγουλο του. Επίσης άφησε κάποια επιφανειακή εκδορά στον αριστερό βραχίονα του ΜΚ1. Το παιδί τους, το οποίο ήταν παρών, αναστατώθηκε και άρχισε και πάλιν να κλαίει. Αμέσως η Κατηγορούμενη σταμάτησε ότι έκανε και αμφότεροι πήγαν να το ηρεμήσουν και πάλι.»
Όπως ήδη έχει σημειωθεί, η εφεσείουσα καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι κατά την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας υπέπεσε σε τρία σφάλματα αρχής. Τα αναπτύσσει σε εκτεταμένο διάγραμμα αγόρευσης, με το οποίο βασικά παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) δεν προέβη σε σαφή ευρήματα ως προς το κατά πόσο εκάτερος των πρώην συζύγων είπε ή όχι την αλήθεια στο Δικαστήριο, (β) εσφαλμένα και αντινομικά προχώρησε απευθείας να εξετάσει τις αντίστοιχες εκδοχές και εσφαλμένα προέβη σε αλληλοεξάρτηση των δύο εκδοχών στη βάση των οποίων εξήγαγε τα συμπεράσματά του και (γ) δεν επεσήμανε και/ή παραγνώρισε τις αντιφάσεις του παραπονούμενου, οι οποίες ήταν τέτοιας σημασίας που καθιστούσαν τη μαρτυρία του αναξιόπιστη. Και για τα τρία, κατ΄ ισχυρισμό σφάλματα, έγινε αναφορά τόσο στη μαρτυρία αμφοτέρων όσο και σε εκτεταμένη επί του θέματος νομολογία.
Διαμετρικά αντίθετες είναι οι θέσεις της εφεσίβλητης η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, τονίζοντας επί τούτου την πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία το Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στα συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας, η οποία αναπτύχθηκε τόσο με διαγράμματα αγόρευσης όσο και δια ζώσης κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης. Να υπενθυμίσουμε κατ΄ αρχάς ότι ο τρόπος συγγραφής μιας απόφασης επαφίεται στην κρίση του Δικαστή και όπως έχει τονιστεί κατ΄ επανάληψη η έκταση της ανάλυσης της μαρτυρίας ποικίλει ανάλογα με το περιεχόμενο της και κατά κανόνα μια αιτιολογημένη απόφαση πρέπει να περιέχει αφενός ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επιδίκων θεμάτων και διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και αφετέρου σαφή δικαστική απόφαση (βλ. Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 12-17 ημερ. 4.7.17 που παραπέμπει στις σχετικές επί του θέματος αυθεντίες).
Στην υπό κρίση περίπτωση, η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθόριζε ως μόνο επίδικο θέμα το κατά πόσο οι κακώσεις στο πρόσωπο και στον αριστερό βραχίονα του παραπονούμενου προκλήθηκαν ως αποτέλεσμα επίθεσης εκ μέρους της εφεσείουσας. Το ότι ο παραπονούμενος έφερε τις υπό αναφορά κακώσεις βεβαιώθηκε με ιατρική μαρτυρία και επομένως, εν τέλει, το μόνο ζήτημα που παρέμεινε να αποφασιστεί ήταν κατά πόσο αυτές προκλήθηκαν από την εφεσείουσα. Η κατάληξη επί τούτου του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι τις κακώσεις αυτές τις προξένησε στον παραπονούμενο η εφεσείουσα ως το απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης που αυτούσιο παραθέσαμε πιο πάνω και με αυτό ως δεδομένο επέμβαση του Εφετείου θα ήταν επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που η εν λόγω κατάληξη ήταν παράλογη ή αυθαίρετη ή δεν εύρισκε έρεισμα στη μαρτυρία που είχε ενώπιον του (βλ ενδεικτικά X.X. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 177/2017 ημερ. 20.12.18, ECLI:CY:AD:2018:B550 που παραπέμπει και στην Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 91/2017 ημερ. 2.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:B214 και Βασιλείου (ανωτέρω)). Δεν είναι όμως τέτοια η περίπτωση εφόσον έκδηλα η υπό αναφορά κατάληξη δεν μπορεί να κριθεί παράλογη, αυθαίρετη, ανυπόστατη ή ότι δεν είχε έρεισμα στη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση είναι καταδικαστική σε απόρριψη και απορρίπτεται.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/κβπ