ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:B46
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 172/2018)
20 Φεβρουαρίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
xxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων
- ν. -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
--------------------------------------------------
Χρ. Θεοδούλου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Γιάλλουρου (κα), για την Εφεσίβλητη.
---------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας δύο κατηγορίες, μια για το αδίκημα κατοχής σκύλου που ενώ ήταν υπό τη φροντίδα του, του επέτρεψε να προκαλεί θόρυβο διά γαυγίσματος προκαλώντας οχληρία στο κοινό και μια για το αδίκημα της κατοχής σκύλου χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή. Υπήρξε παραδοχή στη δεύτερη κατηγορία, όχι όμως στην πρώτη και η υπόθεση οδηγήθηκε για ακρόαση, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η καταδίκη του εφεσείοντα και η επιβολή της ποινής των €400 στην κατηγορία αυτή και €150 στην κατηγορία στην οποία υπήρξε παραδοχή. Επί πλέον ο εφεσείων καταδικάστηκε και στην καταβολή εξόδων ύψους €180.
Το αδίκημα φερόταν να είχε γίνει μεταξύ των ημερομηνιών 20.2.2016-10.3.2016 στα Πυργά της επαρχίας Λάρνακας επί τω ότι ενώ ο εφεσείων είχε υπό την ευθύνη του δύο σκύλους επέτρεψε σε αυτούς να προκαλούν θόρυβο με γαύγισμα ώστε να δημιουργείτο οχληρία σε ενοίκους γειτονικών υποστατικών. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη μαρτυρία των τεσσάρων μαρτύρων κατηγορίας τους οποίους και έκρινε αξιόπιστους και προχώρησε σε σχετικά ευρήματα, τα οποία, αφού ενέταξε στη νομική πτυχή της υπόθεσης και συγκεκριμένα στις πρόνοιες του άρθρου 18(ε)(i) του περί Σκύλων Νόμου αρ. 184(Ι)/2002, προχώρησε σε καταδικαστική απόφαση έχοντας υπόψη ότι ο εφεσείων, ως ήταν δικαίωμα του, παρέμεινε σιωπηλός και δεν παρουσίασε οποιουσδήποτε μάρτυρες.
Τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήσαν ότι ο εφεσείων διατηρούσε οικία σε τεμάχιο στο χωριό Πυργά βρισκόμενο στην οπίσθια πλευρά της οικίας των μαρτύρων κατηγορίας 1 και 2, R. E. και της συζύγου του, Σ. Χ.. Στην ίδια περιοχή και συγκεκριμένα στην ίδια ευθεία με την οικία των προαναφερθέντων μαρτύρων, διέμενε και η Ξ. Φ., Μ.Κ.4, η οποία και αναγνώρισε τον εφεσείοντα ως το πρόσωπο που κατείχε περιφραγμένη έκταση γης πίσω από το σπίτι της και πίσω από αυτό του Μ.Κ.1. Ο εφεσείων δεν διέμενε μόνιμα στην περιοχή, αλλά πριν τέσσερα περίπου έτη είχε πάρει ένα σκύλο που στη διάρκεια της νύκτας γαύγιζε δυνατά ξυπνώντας τους γείτονες. Υπεβλήθη παράπονο από τον Μ.Κ.1 προς τον εφεσείοντα, ο οποίος έλαβε κάποια μέτρα, αλλά σε μεταγενέστερο χρόνο μετέφερε εκεί και άλλους σκύλους, ενώ περί τον Οκτώβριο του 2015, οι πρώην συγκατηγορούμενοι του 1 και 2 επί του κατηγορητηρίου, τοποθέτησαν επίσης σκύλους με αποτέλεσμα το πρόβλημα να γίνει εντονότερο.
Αυτή ήταν η συγκλίνουσα μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, που επιβεβαιώθηκε και από τη Μ.Κ.4. Ο Μ.Κ.1 είχε προβεί σε σχεδιαγράφημα του χώρου όπου βρισκόταν το υποστατικό του εφεσείοντα και όπου τοποθετήθηκαν οι σκύλοι, αναγνώρισε δε τον εφεσείοντα ως τον κάτοχο αυτών. Το γαύγισμα ξεκινούσε γύρω στα μεσάνυκτα ή αργότερα στις 1.00 ή 2.00 το πρωΐ, ξυπνώντας τους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, θεωρώντας ότι ήταν οι σκύλοι του εφεσείοντα που δημιουργούσαν το συγκεκριμένο πρόβλημα και όχι οι σκύλοι σε άλλα τεμάχια των πρώην συγκατηγορουμένων, οι οποίοι ήταν σε εντελώς διαφορετική πλευρά από το σπίτι του, ξεχωρίζοντας την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν το γαύγισμα. Το πρόβλημα, σύμφωνα και με την Μ.Κ.4, ήταν ιδιαίτερα έντονο κατά τη διάρκεια της νύκτας με αποτέλεσμα να προκαλείτο και σ΄ αυτή ένταση, κούραση και αϋπνία, στέλλοντας και επιστολή διαμαρτυρίας στις 19.1.2016 στο Κοινοτικό Συμβούλιο. Μάρτυρας ήταν και ο αστυφύλακας xxx, Σ. Σ. ως Μ.Κ.3, ο οποίος μετά από την καταγγελία-παράπονο που έλαβε από τον Μ.Κ.1 στις 20.2.2016, μετέβηκε ο ίδιος στο χώρο και παρέμεινε εκεί για 15 περίπου λεπτά καταθέτοντας ότι καθ΄ όλη τη διάρκεια της παραμονής του ακούγονταν συνεχή και ενοχλητικά γαυγίσματα από περιφραγμένο χώρο. Όπως διαφάνηκε, οι δύο πρώην συγκατηγορούμενοι είχαν επίσης περιφράξει τα δικά τους τεμάχια και είχαν τοποθετήσει εκεί σκύλους με αποτέλεσμα το πρόβλημα να είχε γίνει πολύ έντονο.
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο άρθρο 18(ε)(i), το οποίο προνοεί ότι οποιοδήποτε πρόσωπο επιτρέπει ή ανέχεται όπως ο σκύλος του οποίου είναι ιδιοκτήτης ή τον οποίο έχει υπό τη φροντίδα του, προξενεί θόρυβο με ηχηρό και συνεχές γαύγισμα που προκαλεί οχληρία στο κοινό, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος. Απορρίπτοντας την εισήγηση της υπεράσπισης ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι οι σκύλοι ήταν άνω των τριών μηνών ως ορίζεται στο άρθρο 2 του Νόμου, διότι ο εφεσείων κατηγορείτο για μια περίοδο μέσα στο 2016 και ότι δεν είχε προκύψει οτιδήποτε που να έδειχνε ότι είχαν διαφοροποιηθεί οι σκύλοι για την περίοδο 2014-2016, προχώρησε να αναφέρει ότι οι μάρτυρες κατηγορίας γνώριζαν από ποια θέση προέρχονταν τα γαυγίσματα και ότι ήταν ο σκύλος του εφεσείοντα που προκαλούσε το πρόβλημα. Το Δικαστήριο υπέδειξε επίσης ότι ο εφεσείων είχε παραδεχθεί και την κατηγορία ότι κατείχε δύο σκύλους χωρίς άδεια που αφορούσε την περίοδο 20.2.2016-30.3.2016, γεγονός που φανέρωνε ότι ήταν άνω της ηλικίας που καθόριζε ο Νόμος κατά το χρόνο που εκδικαζόταν η υπόθεση. Το Δικαστήριο δεν είχε αμφιβολία ότι ήταν οι σκύλοι του εφεσείοντα που προκαλούσαν την οχληρία έχοντας υπόψη την αξιόπιστη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και δεν διαφοροποιείτο το ζήτημα διότι υπήρχαν και άλλοι σκύλοι που γαύγιζαν σε άλλα υποστατικά, δεδομένου ότι το πρόβλημα υπήρχε από το 2012 από τους σκύλους του εφεσείοντα, πρόβλημα που όμως έγινε εντονότερο από τη μετακίνηση και άλλων σκύλων από τους πρώην συγκατηγορούμενους 1 και 2 στον ίδιο, βασικά, χώρο.
Παραπονείται ο εφεσείων ότι το εύρημα του Δικαστηρίου περί της ηλικίας των σκύλων ότι ήταν άνω των τριών μηνών ήταν ακροσφαλές διότι από τη μαρτυρία δεν είχε προκύψει ότι υπήρχε οποιαδήποτε οπτική επαφή με τους σκύλους του εφεσείοντα από το 2012 και μετέπειτα. Το Δικαστήριο αυθαίρετα και αντιστρέφοντας το βάρος απόδειξης, θεώρησε στη βάση εύλογης υπόνοιας και μόνο ότι είχε αποδειχθεί αυτό το ουσιώδες συστατικό του αδικήματος, ενώ η Κατηγορούσα Αρχή δεν παρουσίασε ουσιώδη μάρτυρα, ήτοι, λειτουργό της αρμοδίας αρχής του Κοινοτικού Συμβουλίου ή των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών που παρουσιάζονταν ως μάρτυρες στο κατηγορητήριο. Περαιτέρω, ενώ το Δικαστήριο αναφέρεται σε γαυγίσματα σκύλων, η μαρτυρία και οι σχετικές καταθέσεις αναφέρονταν σε ένα σκύλο του εφεσείοντα που αυτός ήταν που γαύγιζε. Πρόσθετα, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλές εύρημα ότι ήταν οι σκύλοι του εφεσείοντα που προκαλούσαν το πρόβλημα εφόσον δεν υπήρχε οπτική επαφή με αυτούς από τους μάρτυρες,
Στους λόγους έφεσης υπάρχει και εισήγηση ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσείοντος. Με δεδομένο ότι δεν είχε παρουσιαστεί ουσιώδης μαρτυρία από το Κοινοτικό Συμβούλιο ή τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες σε σχέση με την ηλικία των σκύλων, ενώ μόνο εύλογες υποψίες υπήρχαν που παρέπεμπαν στους σκύλους του εφεσείοντα, το Δικαστήριο όφειλε να διακόψει την υπόθεση στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως. Τέλος, κακώς έγινε αποδεκτή η κατάθεση των τριών μαρτύρων κατηγορίας, δεδομένου ότι δεν ήσαν μάρτυρες που επέδειξαν ιδιαίτερη σαφήνεια στις απαντήσεις τους, ενώ δεν ήταν ούτε στοχευμένη η μαρτυρία τους ότι η οχληρία προερχόταν από τους σκύλους του εφεσείοντα.
Η εφεσίβλητη θεωρεί τους λόγους έφεσης ως ανυπόστατους εισηγούμενη ότι δεν χρειαζόταν να προσκομιστεί μαρτυρία για την ηλικία των σκύλων από τη στιγμή που ο εφεσείων είχε παραδεχθεί ενοχή για κατοχή δύο σκύλων χωρίς άδεια κατά το χρόνο και τόπο που αναφέρεται στο κατηγορητήριο, ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία τα γαυγίσματα είχαν αρχίσει γύρω στο 2012, ο δε εφεσείων στη συνέχεια έφυγε τον ένα σκύλο που είχε τότε, για κάποιες εβδομάδες, αλλά επιστρέφοντας έφερε ακόμη δύο σκύλους. Ο Μ.Κ.1 ήταν σαφής ότι τα γαυγίσματα προέρχονταν από τον ίδιο σκύλο παρόλο που δεν είχε από κάποιο χρονικό σημείο και μετά οπτική επαφή, ενώ στη βάση της μαρτυρίας της Μ.Κ.2, ο ένας εκ των δύο σκύλων γαύγιζε περισσότερο, μαρτυρία που συνήδε και με τη μαρτυρία της Μ.Κ.4. Η Κοινοτική Αρχή δεν ήταν η παραπονούμενη στην υπόθεση, αλλά και ούτε είχε οτιδήποτε το ουσιώδες να καταθέσει εφόσον δεν προέβη σε κάποια διερεύνηση του θέματος. Η μαρτυρία και η φύση της υπόθεσης ήταν τέτοια που δεν θα ήταν λογικό να αναφερόταν με ακρίβεια η ώρα που γαύγιζαν οι σκύλοι και που αφορούσαν σε ένα μακρύ χρονικό διάστημα. Ούτε υπήρξε αντιφατική μαρτυρία, ούτε οι όποιες αντιφάσεις θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν επέμβαση στην αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στα ευρήματα του.
Παρά τη λεπτομερή ανάλυση που καταγράφεται στους λόγους έφεσης για το εύλογο της πρωτόδικης κρίσης με πλείστες όσες αναφορές και παραπομπή στα πρακτικά και τη μαρτυρία, η έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Η φύση της υπόθεσης είναι τέτοια που δεν επιδέχεται εξονυχιστική σπουδή. Οι μάρτυρες ήταν σαφείς και σταθεροί στις θέσεις τους που ήταν, κατά βάση, ότι υπήρχαν σκύλοι οι οποίοι με τα γαυγίσματα τους ενοχλούσαν το κοινό προκαλώντας οχληρία. Το «ηχηρό και συνεχές γαύγισμα», κατά το άρθρο 18(ε)(i), που είναι και η βάση της κατηγορίας, ερμηνεύεται κατά γραμματικό και λογικό τρόπο. Οι μάρτυρες ήσαν σταθεροί στα όσα ανέφεραν στο Δικαστήριο. Ο Μ.Κ.1 περιέγραψε τα γαυγίσματα να ήταν συνεχή για 10΄, μετά ακολουθούσε σιωπή και μετά τα γαυγίσματα διαρκούσαν μισή ώρα. Το πρόβλημα διαρκούσε για καιρό και έγιναν πολλές καταγγελίες-τηλεφωνήματα στην Αστυνομία σε σχέση με τους σκύλους του εφεσείοντος, τον οποίο και αναγνώρισε στο Δικαστήριο. Οι σκύλοι του εφεσείοντος ήταν σε απόσταση περίπου 100-180 μέτρα και εκείνοι ήταν που γαύγιζαν, ο δε Μ.Κ.1 είχε οπτική επαφή μαζί τους μέχρι που ο εφεσείων έκτισε τοίχο. Οι άλλοι σκύλοι των πρώην συγκατηγορουμένων ήσαν πιο πίσω, σε άλλη κατεύθυνση και ο μάρτυρας μπορούσε να ξεχωρίσει από ποια κατεύθυνση προέρχονταν τα ενοχλητικά γαυγίσματα. Ο Μ.Κ.1 εξήγησε ότι τα γαυγίσματα ήσαν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο ιδιοκτήτης τους άφηνε μόνα τα σκυλιά, έβλεπε δε ή άκουε το όχημα του εφεσείοντα που ερχόταν στο χώρο από τον παρακείμενο δρόμο πρόσβασης που είναι δίπλα από το δικό του σπίτι. Η κατάθεση του Μ.Κ.1 δεν επηρεάστηκε ως προς το αξιόπιστο της από την αντεξέταση.
Προς την ίδια κατεύθυνση και η μαρτυρία της συζύγου του, Μ.Κ.2. Έχοντας αναγνώσει τη σχετική μαρτυρία και αυτή κρίνεται ότι ορθά αξιολογήθηκε ως αξιόπιστη πρωτοδίκως. Επί πέντε χρόνια άκουε και ήταν σε θέση να ξεχωρίζει το γαύγισμα του σκύλου του εφεσείοντα, που συνέβαινε κάθε βράδυ. Υπήρχε οχληρία που επιτάθηκε με την άφιξη στο χώρο και άλλων σκύλων που ανήκαν στους δύο πρώην συγκατηγορούμενους. Στο ίδιο μήκος κύματος και η μαρτυρία της Μ.Κ.4, η οποία πιστοποίησε ότι η οχληρία ήταν χρόνια, προερχόταν από τους σκύλους του εφεσείοντα, κυρίως τον ένα, το γαύγισμα του οποίου ήταν συνεχές και έντονο, ενώ έγινε μια «χορωδία» όταν ήρθαν και οι άλλοι σκύλοι.
Στη βάση όλων των ανωτέρω, ορθά κλήθηκε ο εφεσείων σε απολογία στο εκ πρώτης όψεως στάδιο εφόσον δεν υπήρχε ουσιώδης αντιφατική μαρτυρία, ούτε και απουσίαζε η συνδρομή συστατικού στοιχείου της κατηγορίας. Ο εφεσείων παρέμεινε σιωπηλός, δεν κάλεσε μάρτυρες και έτσι αποτιμώμενη πλέον η μαρτυρία κατά το τελικό στάδιο, ορθά κρίθηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε αποδείξει την υπόθεση της στο αναμενόμενο επίπεδο για ποινική υπόθεση. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είχαν αποδειχθεί, περιλαμβανομένης και της ηλικίας των σκύλων. Όχι μόνο υπήρξε παραδοχή στην κατηγορία της κατοχής σκύλου χωρίς άδειας, και εννοείται βεβαίως σκύλου εν τη εννοία του Νόμου, δηλαδή, πέραν της ηλικίας των τριών μηνών, αλλά και ουδεμία σχετική ερώτηση έγινε προς οποιονδήποτε μάρτυρα. Αν τα δεδομένα ήσαν διαφορετικά, αυτά ήταν στην αποκλειστική γνώση του εφεσείοντα και θα μπορούσε να τα κατέθετε, εάν επιθυμούσε, πράγμα που δεν έπραξε. Τα όσα εκ των υστέρων αναφέρθηκαν ότι έφυγαν ή άλλαξαν οι σκύλοι αποτελούν σενάρια χωρίς κανένα πραγματικό υπόβαθρο και δεν είναι δυνατόν να τίθενται, πόσο μάλλον, να συζητούνται.
Καμιά αντιστροφή του βάρους απόδειξης δεν υπήρξε. Τα γεγονότα ήταν στην ουσία απλά, οι καταθέσεις των ουσιωδών μαρτύρων κατηγορίας Μ.Κ.1, 2 και 4, ήταν σταθερές χωρίς να είχαν αμφιταλαντευθεί από την αντεξέταση και η μαρτυρία λειτουργών από το Κοινοτικό Συμβούλιο και τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίας δεν θα προσέθετε οτιδήποτε. Στη σελ. 28 των πρακτικών, καταγράφεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε ότι παρέμεινε ένας μάρτυρας σε σχέση με τις άδειες των σκύλων, προφανώς θα λέχθηκε ότι θα υπήρχε παραδοχή στη σχετική κατηγορία, οπότε και ο εφεσείων κατηγορήθηκε στη δεύτερη κατηγορία εκ νέου, έγινε παραδοχή και η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεση της. Ο εφεσείων μπορούσε, αν ήθελε, να παρουσίαζε σχετική και ανάλογη μαρτυρία είτε από το Κοινοτικό Συμβούλιο, είτε από το Επαρχιακό Κτηνιατρείο Λάρνακας, πράγμα που δεν έπραξε. Ο Μ.Κ.3, πράγματι στη μαρτυρία του δεν αναφέρθηκε ευθέως στον εφεσείοντα όταν κατέθεσε ότι επισκέφθηκε το χώρο μετά που έλαβε παράπονο στις 20.2.2016. Παράπονο για τον ίδιο τον εφεσείοντα έλαβε στις 10.3.2016. Η μαρτυρία αυτή δεν αλλοίωσε τη μαρτυρία των ιδίων των παραπονούμενων, ούτε και ήταν σε αντίθεση με αυτή.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ