ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B12
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 62/2017)
21 Ιανουαρίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
xxx ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Χατζηστερκώτης, για τον Εφεσείοντα.
Τ. Παπαμιχαλόπουλος για Γ. Οικονομίδη & Σία, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη-κατηγορούμενη αντιμετώπισε πρωτοδίκως κατηγορία για παράνομη κατοχή, νομή και χρήση ιδιοκτησίας του παραπονούμενου, έκτασης 29,5 τ.μ. κατά παράβαση του άρθρου 281 του Κεφ. 154, και κατηγορία για την ανέγερση οικοδομής, χωρίς άδεια, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Κεφ. 96. Τρίτη κατηγορία την οποία, επίσης, αντιμετώπιζε η εφεσίβλητη αποσύρθηκε σε αρχικό στάδιο και αθωώθηκε και απαλλάχτηκε από αυτή.
Για την υπόθεση του παραπονούμενου-εφεσείοντα δόθηκε μαρτυρία από τον ίδιο και τρεις μάρτυρες κατηγορίας. Τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτουν από τη μαρτυρία του παραπονούμενου η οποία συνοψίσθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ακολούθως:
«Ο παραπονούμενος είναι ιδιοκτήτης του ½ μεριδίου του ακινήτου με αρ. εγγραφής 3/4xxx0, τμήμα 3, τεμάχιο 5x9, στη xxx. Η κατηγορούμενη είναι η ιδιοκτήτρια του άλλου ½ μεριδίου του πιο πάνω ακινήτου εις το οποίο βρίσκεται η κατοικία της. Δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου ημερ. 2.2.12 ο παραπονούμενος αγόρασε από κάποιο xxx το μερίδιο του επί του πιο πάνω ακινήτου. Σύμφωνα με τον παραπονούμενο, η κατηγορούμενη ανέλαβε την υποχρέωση με γραπτή δήλωση της ημερ. 2.2.12 (Τεκμήριο 4) να υπογράψει οποιαδήποτε αίτηση ή άλλο αναγκαίο έγγραφο προς τις αρμόδιες αρχές για τον επίσημο διαχωρισμό του πιο πάνω οικοπέδου σε δυο ίσα μερίδια.
Σύμφωνα με τον ίδιο, περί τα τέλη του 2013 με αρχές του 2014 επισκέφθηκε την κατηγορούμενη και σε συζήτηση που είχαν μεταξύ τους η κατηγορούμενη του ανέφερε ότι το οικόπεδο της είναι μεγαλύτερο από το δικό του και δεν θα πάρει ούτε εκατοστό πίσω και όπως είναι τοποθετημένα τα ττέλια έτσι θα μείνουν. Μετά το πιο πάνω περιστατικό η κατηγορούμενη με το σύζυγο της προχώρησαν παράνομα στην ανέγερση παράνομης αποθήκης εντός του δικού του οικοπέδου και σε σημείο που δεν δικαιούται.
Μετά τα πιο πάνω έδωσε οδηγίες περί τα μέσα του έτους 2014 σε ιδιώτη τοπογράφο να προχωρήσει στη χωρομέτρηση του εμβαδού του ½ μεριδίου και του όλου ακινήτου και με σκοπό την κατάθεση αίτησης για έκδοση πολεοδομικής και οικοδομικής άδειας για προσθηκομετατροπές στην υφιστάμενη κατοικία που είχε αναγερθεί παλαιότερα στο οικόπεδο που είχε αγοράσει. Στις ως άνω μετρήσεις βρέθηκε ότι η κατηγορούμενη παράνομα έλαβε κατοχή περί τα 29,5 τετραγωνικά μέτρα τοποθετώντας ττέλια και ανήγειρε τοίχο από τσιμεντόλιθους και αποθήκη προς την μεριά που συνορεύουν οι δυο κατοικίες παράνομα σε τέτοιο σημείο που παράνομα νέμεται και κατέχει 29,5 τετραγωνικά μέτρα από το οικόπεδο του. Ο παραπονούμενος ενημέρωσε το Δήμο xxx για τις πιο πάνω παρανομίες. Όταν αγόρασε το οικόπεδο υπήρχαν τα ττέλια και οι τσιμεντόλιθοι.
Σύμφωνα με τον παραπονούμενο, η κατηγορούμενη έχει ανεγείρει επίσης παράνομο γκαράζ στην άλλη πλευρά του οικοπέδου της αλλά και άλλες παράνομες κατασκευές όπως πέργολα με κεραμίδι που επεκτείνεται μέχρι τον δρόμο στην πρόσοψη.
Αποτελεί θέση του παραπονούμενου, ότι λόγω των παράνομων ενεργειών της κατηγορούμενης έχουν επηρεαστεί άμεσα τα συμφέροντα και δικαιώματα ιδιοκτησίας του αφού δεν κατέχει το ½ μερίδιο του όλου οικοπέδου. Περαιτέρω έχει δυσκολίες να εξασφαλίσει άδεια για τις προσθηκομετατροπές που έχει αιτηθεί αφού η αίτηση του αφορά κάλυψη τετραγωνικών μέτρων του μεριδίου του και η αίτηση του παραμένει σε εκκρεμότητα όπως του ανέφεραν από το Δήμο μέχρι να τελειώσει το Δικαστήριο.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, απάλλαξε την εφεσίβλητη και από τις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Έκρινε ότι για το αδίκημα του άρθρου 281 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δεν απεδείχθη το συστατικό στοιχείο της εγγεγραμμένης ιδιοκτησίας, η κατοχή από μέρους της εφεσίβλητης μέρους της περιουσίας του παραπονούμενου, το οποίο επίσης αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος και δεν έχει τεθεί μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι η εφεσίβλητη με οποιανδήποτε πράξη της προέβηκε σε παράνομη κατοχή μέρους του ακινήτου το οποίο ανήκει στον παραπονούμενο. Κρίθηκε, περαιτέρω, ότι δεν τέθηκε ξεκάθαρη εικόνα ως προς την ισχυριζόμενη παράνομη κατοχή. Σε συνάρτηση με τη δεύτερη κατηγορία, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε για σκοπούς εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ότι υπήρχε μαρτυρία αναφορικά με την ύπαρξη των κατασκευών που αναφέρονται στις λεπτομέρειες της κατηγορίας αυτής, κρίθηκε, όμως, ότι δεν τέθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να συνδέει την ανέγερση των εν λόγω κατασκευών με την εφεσίβλητη, ούτε και το χρόνο που αυτές έγιναν. Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η μαρτυρία, η οποία προσφέρθηκε προς απόδειξη της δεύτερης κατηγορίας, δεν αποδεικνύει το συστατικό στοιχείο της ανέγερσης από την εφεσίβλητη των εν λόγω οικοδομών. Ως αποτέλεσμα, η εφεσίβλητη αθωώθηκε και απαλλάγηκε και από τις δύο κατηγορίες.
Με την υπό κρίση έφεση, αμφισβητείται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη δεύτερη κατηγορία και σ΄αυτήν θα περιοριστούμε. Ειδικότερα, ο παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων στην κατηγορία αυτή (1ος λόγος έφεσης) και πως η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, με την αιτιολογία ότι δεν τέθηκε μαρτυρία που να συνδέει την ανέγερση των οικοδομών με την εφεσίβλητη, ούτε πότε αυτές έγιναν, είναι λανθασμένη (2ος λόγος έφεσης).
Θα εξετάσουμε τους δύο λόγους έφεσης μαζί λόγω της συνάφειάς τους.
Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι στη μαρτυρία που δόθηκε από τον παραπονούμενο, με γραπτή δήλωση, προκύπτει από τις παραγράφους 9, 12 και 14 εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για την εμπλοκή της εφεσίβλητης για την τέλεση του αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας και του χρόνου ανέγερσης των παράνομων οικοδομών. Επίσης, κατά την αντεξέτασή του, ο παραπονούμενος αναφέρθηκε στις παράνομες οικοδομές και στο χρόνο ανέγερσής τους. Περαιτέρω, παραγνωρίστηκε μαρτυρία της υπαλλήλου του Δήμου Λεμεσού που εξήγησε ποιες είναι οι παράνομες οικοδομές, πέραν του ότι κατατέθηκαν και από τον αρχιτέκτονα xxx, ΜΚ4, φωτογραφίες που απεικονίζουν τις παράνομες οικοδομές. Επίσης, ο εν λόγω μάρτυρας αναφέρθηκε στις συνέπειες και/ή τον επηρεασμό του εφεσείοντα από τις παράνομες οικοδομές. Μαρτυρία δόθηκε, επίσης, από το ΜΚ2, αγρονόμο, τοπογράφο μηχανικό, ο οποίος αποτύπωσε τις υφιστάμενες οικοδομές στα Τεκμ. 7 και 8. Από την άλλη, η πλευρά της εφεσίβλητης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.
Οι νομολογιακές αρχές αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως κρίση του Δικαστηρίου σε τέτοιου είδους υποθέσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, εφαρμόστηκαν πλημμελώς επί των γεγονότων, καταγράφηκαν ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως ακολούθως:
«Οι αρχές οι οποίες οριοθετούν το έργο του Δικαστηρίου σε αυτό το στάδιο έχουν ανακεφαλαιωθεί στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Ι.Π.Κ. ΗΧΟΚΙΝΗΣΗ ΛΤΔ ν. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ (ΤΑΚΗΣ) ΣΙΕΓΓΕΡΗΣ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 121/2014, 16/12/2016, ECLI:CY:AD:2016:B555, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η διαχρονική θέση της νομολογίας αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως κρίση, είναι η ακόλουθη:
Όπως ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» υποδηλώνει η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση δικαιολογείται μόνο όταν ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, δικαιολογείται η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση. Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή, την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Χρήσιμη ανάλυση του όρου «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» γίνεται στην απόφαση της ολομέλειας In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.
Το δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης. Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas and Another v. Police, (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,
(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και
(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ΄αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.
Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητικού λογικού δικαστηρίου...»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της ανέγερσης από την εφεσίβλητη των οικοδομών που αναφέρονται στο κατηγορητήριο στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Στρεφόμενη τώρα στην ουσία της 2ης κατηγορίας, ένα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 3 του Κεφ. 96 αποτελεί η ανέγερση οικοδομής εν τη εννοία του νόμου. Ότι δηλαδή η κατηγορούμενη είτε ξεκίνησε να ανεγείρει είτε ανήγειρε τις επίδικες οικοδομές ως αναφέρονται εις τις λεπτομέρειες της 2ης κατηγορίας χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή.
Έχοντας υπόψη μου τη δοθείσα μαρτυρία, εν σχέση με την 2η κατηγορία φαίνεται ότι τουλάχιστον για σκοπούς εκ πρώτης όψεως υπόθεσης έχει τεθεί μαρτυρία αναφορικά με την ύπαρξη των κατασκευών ως οι λεπτομέρειες που αναφέρονται εις την 2η κατηγορία.
Παρ΄ όλα αυτά να σημειωθεί ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν τέθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να συνδέει την ανέγερση των πο πάνω κατασκευών, βεραντών, αποθήκης, περιτοιχίσματος, γκαράζ, με την κατηγορούμενη ούτε και πότε αυτές έγιναν. Το γεγονός ότι αυτές βρίσκονται εις την κατοικία την οποία μένει η κατηγορούμενη δεν εξυπακούεται ότι η ίδια της προέβηκε σε τέτοια ανέγερση, όπως αποτέλεσε θέση του ΜΚ4. Δεν παραβλέπω επίσης ότι ο παραπονούμενος στην γραπτή δήλωση του αναφερόμενος εις την ανέγερση της αποθήκης καταγράφει στην παρ. 9 ότι η παράνομη αποθήκη κτίστηκε κατά το 2014 από την κατηγορούμενη και το σύζυγο της.
Εξετάζοντας την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν διαπιστώνω να έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία είτε εν σχέση με ενέργειες της κατηγορούμενης για την ανέγερση των οικοδομών ούτε για τον χρόνο κατά τον οποίο αυτές έγιναν.
Σύμφωνα με τον παραπονούμενο, όταν αγόρασε το ακίνητο οι παρανομίες αυτές ήταν ήδη εκεί, εκτός της αποθήκης η οποία κατά τον ίδιο πρέπει να έγινε κατά το 2014, εμπλέκοντας και το σύζυγο της κατηγορούμενης ο οποίος δεν είναι κατηγορούμενος. Ο ΜΚ2 δεν γνώριζε να πει πότε και από ποιον έγιναν οι εν λόγω κατασκευές. Η ΜΚ3 δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε αναφορά εν σχέση με το πρόσωπο το οποίο προέβηκε στις εν λόγω ανεγέρσεις. Ο ΜΚ4 συμπέρανε απλά ότι για να είναι αυτές οι κατασκευές εις το ακίνητο της κατηγορούμενης τότε θα έγιναν από αυτή.
Η μαρτυρία η οποία προσφέρθηκε προς απόδειξη της 2ης κατηγορίας και χωρίς αυτή να αξιολογείται δεν αποδεικνύει το συστατικό στοιχείο της ανέγερσης από την κατηγορούμενη των εν λόγω οικοδομών. Τα όσα αναφέρθησαν επί τούτου αποτελούν μόνο υποθέσεις σε βαθμό που δεν δικαιολογούν την κλήση της κατηγορούμενης σε απολογία. Η απουσία οιασδήποτε μαρτυρίας προς το σκοπό στοιχειοθέτησης του συγκεκριμένου πρωτογενούς γεγονότος οδηγεί την 2η κατηγορία σε απόρριψη.»
Οι λεπτομέρειες της δεύτερης κατηγορίας αντικείμενο της παρούσας έφεσης έχουν ως ακολούθως:
«Η κατηγορούμενη κατά/ή περί το έτος 2012 και/ή νωρίτερα και/ή σε άγνωστη ημερομηνία για την Κατηγορούσα Αρχή εντός των Δημοτικών ορίων του Δήμου xxx ανέγειρε και/ή εξακολουθεί να ανεγείρει επί του τεμαχίου αριθμός 5x9, αρ. εγγραφής 3/4xxx0. Φυλ. Σχ. 54/5xxxx3, Τμήμα 3, που βρίσκεται επί παρόδου της οδού xxx xxx, περιοχή xxx, xxx και/ή προέβηκε εις την ανέγερση και/ή προσθήκη οικοδομών σε υφιστάμενη οικοδομή εντός του πιο πάνω τεμαχίου και/ή προέβη σε προσθήκες και/ή επιπρόσθετες κατασκευές ως ακολούθως:
Α) Στην ανατολική πλευρά ο χώρος στάθμευσης και καλυμμένη βεράντα κατασκευάστηκαν παράνομα επί του οδικού συνόρου.
Β) Έχει ανεγερθεί παράνομα και χωρίς άδεια μικρή αποθήκη στη δυτική πλευρά του ως άνω οικοπέδου.
Γ) Έχουν τοποθετηθεί παράνομα τέλια (συρματοπλέγματα). Τα ως άνω έχουν ανεγερθεί και/ή κατασκευαστεί χωρίς να έχει εξασφαλιστεί προηγούμενη άδεια από την Αρμόδια Αρχή.»
Δυνάμει του άρθρου 3 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, η ανέγερση οικοδομής αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία δεν θα απασχολήσουν, καθότι δεν εμπεριέχονται στους λόγους έφεσης. Άλλωστε, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε εκ πρώτης όψεως ότι υπήρχε μαρτυρία περί ύπαρξης οικοδομών εντός του επιδίκου ακινήτου χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής. Είναι δε σαφές από το πιστοποιητικό που εκδόθηκε από το Δήμο xxx (Τεκμ. 11), ημερομηνίας 24.3.2014, ότι στο επίδικο υποστατικό είχαν πραγματοποιηθεί εργασίες επουσιώδους σημασίας που δεν είναι σύμφωνες με την άδεια οικοδομής που εκδόθηκε με βάση το άρθρο 3 του Νόμου.[1]
Αυτό που ενδιαφέρει είναι κατά πόσο υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ικανοποιητική μαρτυρία που να καταδεικνύει εξ αντικειμένου την ύπαρξη του συστατικού στοιχείου της ανέγερσης οικοδομής. Παραθέτουμε αυτούσιο το περιεχόμενο των παραγράφων 9, 12 και 14 της γραπτής δήλωσης του παραπονούμενου επί του οποίου στηρίζεται κυρίως η υπόθεση του εφεσείοντα:
«9. Όταν αγόρασα το ½ οικόπεδο με την εντός αυτού κατοικία και όταν έγινε η οριοθέτηση από ιδιώτη τοπογράφο και της ανέφερα το αποτέλεσμα που ήταν η κατοχή εκ μέρους της 29,5 τ.μ. παράνομα, η κατηγορούμενη και ο σύζυγος της επέμεναν στη θέση τους ότι δεν παίρνω πίσω ούτε ένα εκατοστό και ενημέρωσα τον Δήμο xxx για τις παρανομίες της κατηγορούμενης. Όταν αγόρασα το ως άνω ½ μερίδιο εκ του οικοπέδου θυμάμαι ότι υπήρχαν τα ττέλια μήκους περίπου 20 μέτρων και οι τσιμεντόλιθοι μήκους 6-7 μέτρων. Ο σύζυγος της κατηγορούμενης μου ανέφερε την περίοδο εκείνη ότι τα ττέλια και οι τσιμεντόλιθοι είναι δικά τους και τα τοποθέτησαν οι ίδιοι και του υπέδειξε ότι οποιεσδήποτε οικοδομικές εργασίες κάνω τις κάνω από τα ττέλια, τους τσιμεντόλιθους και πέρα μέσα στο δικό μου. Η παράνομη αποθήκη δεν υπήρχε, κτίστηκε το έτος 2014 από την ίδια την κατηγορούμενη και το σύζυγο της και μετά που εξακρίβωσα ότι κατακρατούν τα πιο πάνω μέτρα από το δικό μου ακίνητο.
.
12. Στο τμήμα του οικοπέδου μου που κατακρατεί η κατηγορούμενη και στην πλευρά που συνορεύουν οι δυο κατοικίες η κατηγορούμενη έχει ανεγείρει παράνομες οικοδομές όπως αποθήκη με τσιμεντόλιθους και έχει τοποθετήσει σε λάθος σημείο τα ττέλια της και τους τσιμεντόλιθους. Περαιτέρω έχει ανεγείρει παράνομο γκαράζ στην άλλη πλευρά του οικοπέδου της αλλά και άλλες παρανομίες όπως πέργολα με κεραμίδι, που επεκτείνεται μέχρι τον δρόμο στην πρόσοψη.
.
14. Η κατηγορούμενη εν γνώσει της έχει προβεί στις πιο πάνω παράνομες κατασκευές και οικοδομές χωρίς να εξασφαλίσει οποιαδήποτε άδεια και έχει αγνοήσει τις δικές της δηλώσεις που αναγνώριζε ότι το όλο οικόπεδο πρέπει να χωριστεί σε δύο (2) ίσα μερίδια για να πάρει έκαστος το ½ μερίδιο του.»
Παραθέτουμε, επίσης, απόσπασμα από την αντεξέταση του παραπονούμενου επί του οποίου, επίσης, εδράζεται η εισήγηση ότι αποτελεί μαρτυρία ως προς το χρόνο ανέγερσης των παράνομων οικοδομών και πως αυτές ανεγέρθηκαν από την εφεσίβλητη:
«Ε. Εν πάση περιπτώσει σου υποβάλλω ότι η κατηγορούμενη δεν έχει ανεγείρει οποιαδήποτε παράνομη οικοδομή στο εν λόγω ακίνητο.
Α. Όχι, έχει γίνει στα μάτια μου μπροστά και έκανα και αίτηση στο Δημαρχείο και παραπονέθηκα για τις παρανομίες, κτίζει παράνομα χωρίς άδεια. Την ίδια στιγμή που ξεκίνησα εγώ και έκανα το παράπονο μου στο Δημαρχείο έχει και μάρτυρες, δηλαδή δεν έγινε μόνο στα δικά μου τα μάτια. Εκείνη τη στιγμή υπήρχαν 30 άτομα στο σπίτι μου.»
Από το πιο πάνω απόσπασμα από την κατάθεση του παραπονούμενου καθώς και από την αντεξέταση του μάρτυρα όπως διαφαίνεται από τα πρακτικά δεν προκύπτει ικανοποιητική μαρτυρία που να συνδέει την κατηγορούμενη με την κατασκευή των οικοδομών και τον χρόνο που αυτές έγιναν, έτσι ώστε να κληθεί να προβάλει την υπεράσπιση της. Παρατηρούμε ότι, πέραν της γενικότητας και αοριστίας της μαρτυρίας, εμπλέκεται στην υπόθεση και ο σύζυγος της εφεσίβλητης, ο οποίος δεν είναι κατηγορούμενος στην υπόθεση.
Επομένως, δεν υποστηρίζεται η θέση του εφεσείοντα ότι υπήρξε πλημμελής εφαρμογή του νόμου επί των γεγονότων. Όπως αβίαστα προκύπτει από τα ανωτέρω, δεν υπήρξε στοιχειοθέτηση ουσιώδους συστατικού στοιχείου του αδικήματος. Η ανάλυση της μαρτυρίας ενέταξε ορθά τα δεδομένα στις νομικές αρχές του εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με παρεπόμενο να μην υπάρχει πλημμελής εφαρμογή του νόμου.
Ως εκ των ανωτέρω κρίνουμε ότι οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ
[1] «Οι εργασίες αυτές είναι οι ακόλουθες:
1. Υπάρχει καλυμμένος χώρος στάθμευσης από ευτελή υλικά στην ανατολική πλευρά του Τεμαχίου.
2. Υπάρχει καλυμμένη βεράντα ξύλινης κατασκευής επί του οδικού συνόρου.
3. Υπάρχει μικρή αποθήκη η οποία εφάπτεται του νοητού συνόρου επί της δυτικής πλευράς.»