ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.133
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:B17
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 188/18
25 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
C.H. HEALTH & BEUATY CARE LTD
ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ
και
1. xxx ΧΑΤΖΗΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
2. xxx ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ
--------------------
Μ. Νεοκλέους, για Μιχάλη Νεοκλέους & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για την Εφεσείουσα
Α. Γιαλελής, για τους Εφεσίβλητους
--------------------------------
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Ο Εφεσίβλητος μαζί με την συγκατηγορούμενη xxx του, αντιμετώπιζαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από έξι κατηγορίες έκαστος, εκ των οποίων οι τρεις ήταν κοινές. Αθωώθηκαν και απαλλάγησαν απ΄ όλες τις κατηγορίες στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Εκείνο που προσβάλλεται με την παρούσα Έφεση είναι η αθώωση του Εφεσίβλητου /Κατηγορούμενου 1 από τις δύο πρώτες κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν την έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση των ’ρθρων 4 και 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 όπως τροποποιήθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναφορικά με τις δύο πρώτες κατηγορίες, που αφορούσαν τις επιταγές με αριθμούς 95xxxx34 και 95xxxx36, αμφότερες με ημερ. 5.11.2014 επί της Ελληνικής Τράπεζας, Τεκμ. 1 και 2 αντίστοιχα, ότι δεν τέθηκε μαρτυρία η οποία θα μπορούσε να αποδείξει στο ελάχιστο απαιτούμενο επίπεδο ότι ο Εφεσίβλητος υπέγραψε τις επίδικες επιταγές. Όπως κατέληξε δεν απεδείχθη "το συστατικό στοιχείο της έκδοσης των επιταγών". Στήριξε την κατάληξη του αυτή στ' ακόλουθα:
"Σύμφωνα με τον ΜΚ1, οι επίδικες επιταγές Τεκμήρια 1-3 δοθήκαν στον ίδιο από τον 1ο κατηγορούμενο στο xxx του τελευταίου. Σύμφωνα με την μαρτυρία γραφολόγου τον οποίο παρουσίασε η πλευρά της παραπονούμενης για τους λόγους που ανέφερε, δεν εξετάστηκε κατά πόσο οι μονογραφές που φέρουν τα Τεκμήρια 1 και 2 ανήκουν στον 1ο κατηγορούμενο. Πέραν τούτου σύμφωνα με τον τραπεζικό υπάλληλο οι υπογραφές επί των Τεκμηρίων 1 και 2 δεν συνάδουν με το δείγμα υπογραφής που έχει η τράπεζα στην κατοχή της αλλά δεν μπορούσε να γνωρίζει εάν οι μονογραφές τέθηκαν από τον 1ο κατηγορούμενο.
Σύμφωνα επίσης με τον Μ.Κ.1, οι επιταγές Τεκμήρια 1 και 2 έχουν μονογραφηθεί, χωρίς να αναφέρει ότι αυτές είχαν υπογραφεί. Όπως είναι γνωστό για να είναι έγκυρη μια επιταγή θα πρέπει να φέρει την υπογραφή του εκδότη και όχι την μονογραφή του, όπου στην προκειμένη περίπτωση επί τη βάσει της μαρτυρίας που παρουσίασε η παραπονούμενη (Μ.Κ.2) δεν συνάδει με το δείγμα που έχει στην κατοχή της η τράπεζα."
Η Εφεσείουσα με δύο λόγους Έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη καθότι (α) το συμπέρασμα του ότι ο Εφεσίβλητος δεν έπρεπε να κληθεί σε απολογία αναφορικά με τις κατηγορίες 1 και 2 είναι ενάντια στη δοθείσα μαρτυρία (πρώτος λόγος) και (β) λανθασμένα ερμήνευσε "τι εστί επιταγή" (δεύτερος λόγος).
Αμφότεροι οι συνήγοροι υποστήριξαν με τις αγορεύσεις και διαγράμματα τους τις θέσεις του διάδικου που εκπροσωπούσαν.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας και ανατρέξαμε και στα πρακτικά της υπόθεσης όπου αυτό είναι αναγκαίο.
Στη θεμελιακή, επί του θέματος εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α,Δ.133, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ ΟΨΕΩΣ ΥΠΟΘΕΣΗ.
Όπως ο όρος "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" υποδηλώνει η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση δικαιολογείται μόνο όταν ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, δικαιολογείται η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση. Ο όρος "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή, την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Χρήσιμη ανάλυση του όρου "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" γίνεται στην απόφαση της ολομέλειας In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.
To δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης. ’λλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas and Another v. Police, (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,
(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και
(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.
Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού δικαστηρίου. Στην υπόθεση Azina (ανωτέρω), το δικαστήριο επεσήμανε ότι η προγενέστερη κυπριακή απόφαση Rex v. Mustafa Kara Mehmed, 16 C.L.R. 46 συσχετίζεται με την ερμηνεία και εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που ίσχυαν κατά το χρόνο της έκδοσης της, δηλαδή, των ’ρθρων 143 και 144 της Περί των Κυπριακών Δικαστηρίων Διαταγής του 1927, η οποία δέσμευε το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει, μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορίας, κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν επαρκής για να υποστηρίξει την καταδίκη. Οι διατάξεις του ’ρθρου 74(1)(β) του Κεφ. 155 εναρμονίζονται, όπως επεξηγείται, με τα αγγλικά θέσμια στον προσδιορισμό εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και για το λόγο αυτό τόσο η Πρακτική του 1962 όσο και η σχετική αγγλική νομολογία (Βλέπε μεταξύ άλλων: (α) Wiseman & Another v. Bomeman & Others [1967] 3 All E.R. 1045. (b) Cozens v. Brutus [1972] 2 All E.R. 1. (c) Ellis v. Jones [1973] 2 All E.R. 893. (d) R. v. Galbraith [1981] 2 All E.R. 1061. (e) R. v. Barker (Note [1975] 65 Cr.App.R. 287) οριοθετούν το πλαίσιο διαπίστωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
Η συνταύτιση του έργου του κριτή του δικαίου και των γεγονότων στο πρόσωπο του δικαστή στην Κύπρο, δεν μεταβάλλει το πλαίσιο καθορισμού της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Δεν προβαίνει ο δικαστής στο στάδιο εκείνο της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το έργο αυτό επιτελείται κατά το τέλος της δίκης. Η απόφαση του περιορίζεται, όπως αναφέραμε, σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης. Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ' εκείνο το στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα. ......"
Θα προχωρήσουμε στην εξέταση αμφοτέρων των λόγων έφεσης καθότι αφορούν το ίδιο νομικό ζήτημα.
Από τα πρακτικά φαίνεται ότι δόθηκε η ακόλουθη μαρτυρία κατά την κυρίως εξέταση του Μ.Κ.1, Διευθυντή της Εφεσείουσας:
"Ε. Κύριε μάρτυρα, ανέφερες ότι τις επιταγές τις είχες στην κατοχή σου;
Α. Έχω στην κατοχή μου τις επιταγές.
Ε. Πώς ήρθαν στην κατοχή σας αυτές οι επιταγές;
Α. Επήα με τη σύζυγο μου, η οποία ήταν marketing στις πωλήσεις, η οποία γνωρίζει και τους κατηγορουμένους και εισπράξαμε ενώπιον μας τις δύο επιταγές, τις οποίες ο κύριος xxx υπόγραψε. Η μία είναι χειρογράφως και η δύο έκανε την μονογραφή. Να τις καταθέσω;
Ε. Περίμενε ένα λεπτό. Δηλαδή ποιος σου παρέδωσε την επιταγή;
Α. Ο xxx.
Ε. Πού σου παρέδωσε την επιταγή;
Α. Στο xxx.
Ε. Θυμάσαι ημερομηνία;
Α. Όχι, ακριβώς όχι.
Ε. Ήταν κάποιος άλλος παρών;
Α. Ήταν η A.
Ε. Όταν λες ’;
Α. ’.Α., η οποία είναι η σύζυγος μου και ήταν και πωλητής, έκανε promotion στα xxx."
(η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Περαιτέρω είναι παραδεκτό αλλά φαίνεται και από τα ίδια τα Τεκμήρια 1 και 2 ότι φέρουν μονογραφές.
Μια επιταγή θεωρείται ως συναλλαγματική σύμφωνα με το ’ρθρο 73, του Περί Συναλλαγματικών Νόμου ΚΕΦ. 262 (ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ) και, εκτός αν υπάρχει διαφορετική πρόνοια στο Νόμο, διέπεται από τις ίδιες διατάξεις που εφαρμόζονται για τις συναλλαγματικές.
Το ’ρθρο 23 του ΚΕΦ. 262 πρόβλεπει:
"Η υπογραφή είναι ουσιώδης για την ευθύνη
23. Κανένα πρόσωπο δεν υπέχει ευθύνη ως εκδότης, οπισθογράφος ή αποδέκτης συναλλαγματικής αν δεν υπέγραψε αυτήν υπό την ιδιότητα αυτή:
Νοείται ότι -
(α) όταν πρόσωπο υπογράφει συναλλαγματική με εμπορικό ή ψευδές όνομα, ευθύνεται γι' αυτή ωσάν να υπόγραφε αυτήν με το δικό του όνομα~
(β) η υπογραφή με το όνομα εμπορικού οίκου είναι ισοδύναμη με την υπογραφή του προσώπου που υπογράφει με τον τρόπο αυτό, με τα ονόματα όλων των προσώπων που ευθύνονται ως συνέταιροι στον εν λόγω εμπορικό οίκο."
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν κινήθηκε στις ορθές παραμέτρους του Νόμου και νομολογίας. Ενώπιον του υπήρχε ικανή μαρτυρία για να καλέσει τον Εφεσίβλητο σε απολογία αναφορικά με τις Κατηγορίες 1 και 2.
Η έφεση γίνεται αποδεκτή και η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 23.3.2018 παραμερίζεται κατά το μέρος που αφορά τις κατηγορίες 1 και 2.
Η υπόθεση ν' αποσταλεί στον ίδιο Δικαστή για συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας αναφορικά με τις κατηγορίες 1 και 2 στο Κατηγορητήριο.
Τα έξοδα να είναι εις βάρος του Εφεσίβλητου όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/γκ