ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Μιχαήλ (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα. Σ. Αργυρού με Α. Τσαγγαρίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-12-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΜΥΛΩΝΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 65/2017, 14/12/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B537

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 65/2017)

 

14 Δεκεμβρίου, 2018

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ΚΑΙ

 

xxx ΜΥΛΩΝΑΣ,

Εφεσίβλητος.

_ _ _ _ _ _

 

Α. Μιχαήλ (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

 

Σ. Αργυρού με Α. Τσαγγαρίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

Εφεσίβλητος παρών.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, μετά από αλλαγή απάντησης σε παραδοχή, βρέθηκε ένοχος σε μία κατηγορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενήλικου προσώπου, κατά παράβαση του άρθρου 9(β)(δ)(ε) του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007, Ν.87(I)/2007 (2η κατηγορία), και σε μία κατηγορία άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.64(Ι)/2009 (3η κατηγορία).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο ποινή φυλάκισης 12 μηνών, με τριετή αναστολή στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενήλικου προσώπου και δεν επέβαλε οποιανδήποτε ποινή στην κατηγορία της άσεμνης επίθεσης, δεδομένου ότι βασίζεται στα ίδια γεγονότα και στην ίδια συμπεριφορά. Η 1η κατηγορία που αντιμετώπιζε επί του ίδιου κατηγορητηρίου ανεστάλη.

 

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:

 

«Το έτος 2013 η παραπονούμενη, 22 ετών κατά τον επίδικο χρόνο, τελείωσε τις σπουδές της ως νοσηλεύτρια, εργαζόταν σε παιδότοπο και έψαχνε για εργασία ως νοσηλεύτρια. Στις 11.12.2013 η παραπονούμενη κατήγγειλε στην αστυνομία ότι στις 9.12.2013 της έγινε πρόταση μέσω συγχωριανής της για να αναλάβει τη φροντίδα ενός ασθενή.  Της δόθηκε αριθμός κινητού τηλεφώνου και συνομίλησε με έναν άνδρα ο οποίος της συστήθηκε ως xxx  και την πληροφόρησε ότι το άτομο που θα φρόντιζε ήταν ο αδελφός του, ο οποίος ήταν άρρωστος. Της εξήγησε ότι τα καθήκοντα της ήταν να τον βοηθά να κάνει μπάνιο και θα πληρωνόταν €30 κάθε φορά για τις υπηρεσίες της. Μετέβη σε ξενοδοχείο στον xxx ως οι τηλεφωνικές οδηγίες που είχε, όπου συνάντησε τον Κατηγορούμενο, ο οποίος φορούσε πιτζάμες και κλείδωσε την πόρτα του δωματίου και της ζήτησε να τον γδύσει και να τον βοηθήσει να κάνει μπάνιο. Στο μπάνιο, της ζήτησε να τον τρίψει παντού με τα χέρια και όχι με σφουγγάρι, ενώ ήταν σε στύση. Ακολούθως, καθώς ο Κατηγορούμενος ξάπλωνε στο κρεβάτι, άρχισε να την τρίβει με τα χέρια του στο στήθος. Η παραπονούμενη αντέδρασε και τότε ο Κατηγορούμενος της ανέφερε ότι η προηγούμενη του νοσοκόμα δεχόταν και επομένως έπρεπε και η ίδια να συγκατατεθεί. Η παραπονούμενη συγκατατέθηκε υπό το κράτος φόβου και στη συνέχεια αυτός άρχισε να την τρίβει στα γεννητικά όργανα. Της ψήλωσε τη μπλούζα μέχρι το στήθος, την έγλυψε στον ομφαλό και της ζήτησε να τον φιλήσει στα χείλη. Φοβούμενη, τον φίλησε στο μάγουλο και της ανταπέδωσε το φιλί στο μάγουλό της. Ακολούθως, της κατέβαλε το ποσό των €30 και της ζήτησε τα στοιχεία της για να διευθετήσουν την επόμενη φορά. Καθώς η παραπονούμενη πήγαινε προς την πόρτα για να φύγει, ο Κατηγορούμενος της φώναξε πως δεν είχε ολοκληρώσει και της ζήτησε να τον βοηθήσει. Τότε, από φόβο και πάλιν, η παραπονούμενη τον ακολούθησε στο μπάνιο και με τα χέρια της τον έκανε να εκσπερματώσει. Στη συνέχεια πήρε τα πράγματά της για να φύγει και προσπάθησε να ξεκλειδώσει την πόρτα, αλλά δεν μπορούσε να την ανοίξει και της άνοιξε ο κατηγορούμενος, οπόταν και έφυγε. Η παραπονούμενη κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία και από εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για τον Κατηγορούμενο, ο οποίος ανακρινόμενος δεν παραδέχθηκε τα αδικήματα και ισχυρίστηκε πως ό,τι έγινε ήταν με τη συγκατάθεση της παραπονουμένης. Διαπιστώθηκε ότι ο Κατηγορούμενος είχε αποταθεί και σε άλλες νοσηλεύτριες χρησιμοποιώντας παρόμοιο τρόπο προσέγγισης πριν καταφέρει να πείσει την παραπονούμενη να συναντηθούν. Σημειώνεται ότι η παραπονούμενη ανέφερε στην αστυνομία ότι ο λόγος που συγκατατέθηκε σε όλες τις υποδείξεις του Κατηγορούμενου ήταν γιατί βρισκόταν υπό το κράτος φόβου και πίστευε ότι σε περίπτωση που αρνείτο, ο Κατηγορούμενος θα τη βίαζε. Ο Κατηγορούμενος δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.»

 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα αδικήματα στα οποία παραδέχθηκε ενοχή ο εφεσίβλητος είναι πολύ σοβαρά, όπως διαφαίνεται και από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται στους σχετικούς Νόμους, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι η σοβαρότητά τους προκύπτει και από την ίδια τη φύση των αδικημάτων και τις επιπτώσεις που έχει στο θύμα. Αναφέρθηκε, επίσης, στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών για τέτοιου είδους αδικήματα. Ως επιβαρυντικά στοιχεία θεώρησε τα ακόλουθα:

 

«Θεωρώ επιβαρυντικό το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος καταχράστηκε την επαγγελματική ιδιότητα της παραπονουμένης και την ανάγκη της ως νεαρή νοσηλεύτρια για εργασία, και την έπεισε με δόλο και απάτη να τον συναντήσει σε δωμάτιο ξενοδοχείου, υποκρινόμενος στο τηλέφωνο ότι αναζητούσε τις υπηρεσίες νοσοκόμας για τον δήθεν ασθενή με αναπηρικά προβλήματα αδελφό του. Η παραπονούμενη μετέβη στο δωμάτιο για να εργαστεί και να εισπράξει ένα μικρό ποσό για τις υπηρεσίες της. Αντ΄ αυτού, οδηγήθηκε υπό το κράτος φόβου στη σεξουαλική εκμετάλλευση, ταπείνωση και προσβολή. Εξίσου επιβαρυντικό αποτελεί το γεγονός ότι μόλις εισήλθε η παραπονούμενη στο δωμάτιο, αυτός κλείδωσε τη θύρα, και την έπεισε να ανεχθεί τις άσεμνες επιθέσεις και ασέλγειές του, και να πράξει ως οι υποδείξεις του, υπό το κράτος φόβου, εφόσον βρισκόταν σε κλειδωμένο δωμάτιο με άγνωστο άνδρα και φοβόταν ότι εάν δεν το έπραττε θα τη βίαζε.»

 

Προς μετριασμό της ποινής έλαβε υπόψη τις προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές συνθήκες του εφεσίβλητου, όπως τέθηκαν ενώπιόν του, αναφέροντας ως πολύ μεγάλης σημασίας το λευκό του ποινικό μητρώο και την παραδοχή του, έστω στο στάδιο που είχε γίνει. Συνυπολόγισε, επίσης, το χρόνο που έχει παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων στις 9.12.2013 μέχρι την επιβολή ποινής, σημειώνοντας ότι υπήρξε καθυστέρηση σχεδόν ενός έτους στην καταχώρηση της υπόθεσης, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση από την κατηγορούσα αρχή, ενώ για το χρόνο που παρήλθε από την καταχώρηση μέχρι την επιβολή της ποινής, ευθύνεται κυρίως η πλευρά του εφεσίβλητου.

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο συντρέχουν λόγοι για αναστολή της ποινής φυλάκισης των 12 μηνών που επέβαλε στη δεύτερη κατηγορία, στη βάση του άρθρου 3(2) του περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972 (Ν.95/1972) και της σχετικής με το θέμα νομολογίας. Λαμβάνοντας υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσίβλητου και την παραδοχή του, ενώ είχαν παρέλθει πέραν των τριών ετών από τη διάπραξη των αδικημάτων, χωρίς να επαναλάβει οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά, τη μετάνοια και μεταμέλεια που επέδειξε, το γεγονός ότι έχει ντροπιαστεί για την απαράδεκτη συμπεριφορά του και πως η άμεση φυλάκισή του θα έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στη σύζυγο και τα παιδιά του και, ιδιαιτέρως, εφόσον πρόκειται για μέλος της αστυνομίας, θα αντιμετωπίσει πειθαρχική διαδικασία και κυρώσεις, που θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις, τόσο στον ίδιο και την καριέρα του, αλλά και στην οικογένειά του κατέληξε ότι δικαιολογείται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας θεωρεί ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο είναι έκδηλα ανεπαρκής και πως το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία αναφορικά με την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, καθότι αυτή δε δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του εφεσίβλητου.

 

Στο διάγραμμα αγόρευσης που καταχώρησε εξειδικεύονται οι λόγοι για τους οποίους ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής, ως ακολούθως:

 

·         Η ποινή που προβλέπεται από το Νόμο 87(Ι)/2007 είναι μέχρι δέκα χρόνια φυλακή, ενώ το άρθρο 151, του Κεφ. 154, επισύρει ποινή φυλάκισης πέντε έτη. Το γεγονός ότι η υπόθεση εκδικάστηκε συνοπτικά, μετά από γραπτή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα, δεν αποτελεί ελαφρυντικό στοιχείο υπέρ του κατηγορούμενου. Θα πρέπει το Δικαστήριο να λάβει υπόψη ως ανώτατη ποινή αυτή που προβλέπει ο Νόμος.

·         Από τον τρόπο δράσης του εφεσίβλητου καταδεικνύεται ο προσχεδιασμός και η οργάνωση στην εκτέλεση του εγκλήματος, στοιχείο επιβαρυντικό για τον εφεσίβλητο. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε για την επικοινωνία του με την παραπονούμενη το κινητό του τηλέφωνο, δρώντας ερασιτεχνικά, κατά το συνήγορό του, δεν  μπορεί να αναιρέσει τον προσχεδιασμό και οργάνωση των αδικημάτων. Μόνο η παραδοχή και η απολογία αποτελούν σοβαρούς μετριαστικούς παράγοντες στην επιμέτρηση της ποινής με τους υπόλοιπους παράγοντες να είναι περιθωριακής σημασίας.

·         Δεν λήφθηκαν υπόψη τα ελατήρια του εφεσίβλητου.

·         Υπάρχει έξαρση στη διάπραξη σεξουαλικών αδικημάτων, με αποτέλεσμα να υπάρχει ανάγκη επιβολής αυστηρών ποινών.

 

 

·         Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις δεν θα έπρεπε να δοθεί μεγάλη σημασία στο λευκό ποινικό μητρώο και στις προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου. Παραγνώρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο το γεγονός ότι είναι αστυνομικός, έστω και αν τα αδικήματα δεν συνδέονται άμεσα με το επάγγελμά του, θα έπρεπε να θεωρηθεί επιβαρυντικός παράγοντας.

 

Σε συνάρτηση με το δεύτερο λόγο έφεσης, η συνήγορος υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε καμία αναφορά στα περιστατικά των αδικημάτων, παρά μόνο περιορίστηκε στα ελαφρυντικά στοιχεία του εφεσίβλητου.

 

Από την άλλη, ο εφεσίβλητος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση, δίδοντας βαρύτητα στις προσωπικές του περιστάσεις, τονίζοντας ότι η ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρωτίστως στοχεύει στην αναμόρφωσή του και δευτερευόντως στην προστασία της κοινωνίας. Τόνισε τη μεταμέλεια και τη συνεργασία του με τις Αρχές, το λευκό του ποινικό μητρώο, καθώς και το χρόνο που έχει διαρρεύσει από τη διάπραξη των αδικημάτων. Ο κ. Αργυρού κατέθεσε βεβαίωση από Συμβουλευτική Ψυχολόγο, αναφορικά με ψυχολογική θεραπεία που του παρέχει.

 

Εξετάσαμε τις θέσεις των δύο πλευρών υπό το φως της νομολογίας που μας παρέπεμψαν.

 

Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ανδρέας Κυπρίζογλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 53/2017 κ.ά., ημερομηνίας 15.12.2017, υπενθυμίζονται οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς επανακαθορισμό επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, ως ακολούθως:

 

«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2015  και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779»

 

 

Τα αδικήματα που παραδέχθη ο εφεσίβλητος είναι σοβαρά, όπως αναγνώρισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το αδίκημα της 2ης κατηγορίας επισύρει ποινή φυλάκισης δέκα χρόνων, ενώ αυτό της 3ης κατηγορίας πέντε χρόνων. Το γεγονός ότι η υπόθεση εκδικάστηκε συνοπτικά, κατόπιν συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα, δεν καθιστά τα αδικήματα λιγότερο σοβαρά. Το Δικαστήριο σε τέτοιες περιπτώσεις λαμβάνει υπόψη την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο και όχι την ανώτατη ποινή που το ίδιο έχει δικαιοδοσία να επιβάλει (βλ. Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 442). Η ανώτατη ποινή που προβλέπει ο Νόμος συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης με στόχο τον καθορισμό του είδους και της έκτασης της ποινής που θα επιβληθεί (Δημοκρατία ν. Κυριάκου & άλλου (1990) 2 ΑΑΔ 264, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9.) Το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή.

 

Τα περιστατικά διάπραξης των εν λόγω αδικημάτων είναι, θεωρούμε, ιδιαίτερα επιβαρυντικά για τον εφεσίβλητο. Όπως ορθά υποδείχθη από την ευπαίδευτη συνήγορο της κατηγορούσας αρχής, υπήρξε προσχεδιασμός και οργάνωση. Ο εφεσίβλητος κατάστρωσε ολόκληρο σχέδιο επικαλούμενος ψευδώς ότι είχε αδελφό ασθενή, διευθέτησε όπως η παραπονούμενη έρθει σε δωμάτιο ξενοδοχείου που κράτησε για το σκοπό αυτό, κλείδωσε την πόρτα του δωματίου μετά που η παραπονούμενη εισήλθε στο δωμάτιο. Για να την πείσει δε να μην αντιδράσει στις ανήθικες και αισχρές προθέσεις του, της ανέφερε ότι άλλες νοσηλεύτριες, πριν από εκείνη, ενέδωσαν. Ο  προσχεδιασμός αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα και όσο μεγαλύτερος είναι, τόσο σοβαρότερο καθίσταται το αδίκημα (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευαγγέλου (2001) 2 ΑΑΔ 678). Εδώ, το όλο πλέγμα των γεγονότων υποδηλοί αρκετό προσχεδιασμό, ο οποίος δεν μπορεί να αναιρεθεί, όπως ορθά υπέδειξε η κα Μιχαήλ, από το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε για την επικοινωνία του με την παραπονούμενη το κινητό του τηλέφωνο ενεργώντας ερασιτεχνικά.

 

 

 

Η φύση των αδικημάτων και η συχνότητα με την οποία τέτοια αδικήματα διαπράττονται, καθιστά επιβεβλημένη την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Πρόκειται για αδικήματα που προσβάλλουν τα ήθη και συνθλίβουν την προσωπικότητα του θύματος. Στην παρούσα περίπτωση, τα περιστατικά της υπόθεσης είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικά για τον εφεσίβλητο, ο οποίος, όντας ο ίδιος μέλος της Αστυνομικής Δύναμης του κράτους, έχει καθήκον να μεριμνά για την τήρηση των νόμων και της τάξης, παρέχοντας μάλιστα προστασία στους πολίτες από συμπεριφορές παρόμοιες με τη δική του, και, ταυτόχρονα, να αποτελεί πρότυπο νομιμοφροσύνης σε κάθε έκφανση της ζωής του. Αντίθετα, ο εφεσίβλητος οργάνωσε ολόκληρο σχέδιο, με στόχο να παρασύρει μία νεαρή νοσηλεύτρια 22 χρονών, κατά δύο και πλέον δεκαετίες μικρότερή του, παραπλανώντας την ότι χρειαζόταν τις υπηρεσίες της ως νοσηλεύτριας για να βοηθήσει τον άρρωστο αδελφό του, να τη χρησιμοποιήσει για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις. Η διάπραξη αυτών των αδικημάτων μόνο αποτροπή προκαλεί.

 

 

 

Οι νοσηλευτές ασκούν ένα ιερό λειτούργημα προσφέροντας φροντίδα και περίθαλψη σε ασθενείς συνανθρώπους μας, ιδιαίτερα στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες όπου νοσηλευτικά καθήκοντα προσφέρονται και κατ΄ οίκον, και είναι σημαντικό να ενθαρρύνονται οι νέοι να ακολουθούν αυτό το επάγγελμα. Αντ΄ αυτού, ο εφεσίβλητος, με τις πράξεις του, καταρράκωσε την προσωπικότητα της νεαρής νοσηλεύτριας και της δημιούργησε απογοήτευση και ανασφάλεια στην εκτέλεση των υπηρεσιών της.

 

Οι μετριαστικοί παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και λήφθηκαν υπόψη αφορούν την παραδοχή του εφεσίβλητου, έστω στο στάδιο της ακρόασης, τη μεταμέλειά του και το λευκό του ποινικό μητρώο. Οι προσωπικές του περιστάσεις επέδρασαν στην ποινή που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Πρόκειται για μέλος της Αστυνομικής Δύναμης, για περίοδο 25 ετών, ηλικίας 44 ετών κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, νυμφευμένο, με δύο παιδιά, ηλικίας xx και xx ετών, κατά τον επίδικο χρόνο και είναι ο μόνος ο οποίος εργάζεται. Προέρχεται από πολυμελή οικογένεια, μεσαίας οικονομικής τάξης, και ως μεγαλύτερος αναλάμβανε το ρόλο του προστάτη και ανέκαθεν βοηθούσε οικονομικά τους γονείς του, ο δε πατέρας του είναι καρκινοπαθής. Η xx του κόρη αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας και έχει υποβληθεί σε δύο εγχειρίσεις xxx. Ντρέπεται για τις παράνομες πράξεις του, απεχθάνεται τον εαυτό του και έχει επισκεφθεί ψυχολόγο. Προς τούτο, κατατέθηκε ενώπιόν μας πιστοποιητικό ιδιώτη ψυχολόγου, όπου επιβεβαιώνονται επισκέψεις και μόνο σε έντεκα περιπτώσεις, από 17.5.2018 μέχρι 11.10.2018, χωρίς άλλη ιδιαίτερη ανάλυση. Εκκρεμεί εναντίον του πειθαρχική υπόθεση, με δυσμενείς επιπτώσεις στον ίδιο και την οικογένειά του. Έχει απολογηθεί στην παραπονούμενη μέσω της γυναίκας που τους έφερε σε επαφή. Τονίστηκε, επίσης, το μεγάλο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής. Όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η κατηγορούσα αρχή καθυστέρησε περί τον ένα χρόνο να καταχωρήσει την υπόθεση, ενώ χρόνος παρήλθε και μετά την καταχώρηση, εφόσον αρχικά δεν παραδέχθηκε ο εφεσίβλητος, ακούστηκε ένας μάρτυρας και, ακολούθως, έγινε αλλαγή απάντησης σε παραδοχή, ενώ μία κατηγορία ανεστάλη.

 

Η φύση και η συχνότητα διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα επιβαρυντικά περιστατικά διάπραξης των αδικημάτων που παραδέχθηκε ο εφεσίβλητος, καθιστούν την επιβληθείσα ποινή έκδηλα ανεπαρκή, με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία η επέμβαση του Εφετείου. Η ενδεδειγμένη ποινή υπό τις περιστάσεις θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, παρά τους μετριαστικούς υπέρ του εφεσίβλητου παράγοντες, όμως, λόγω του διαρρεύσαντος χρόνου, την περιορίζουμε σε δύο έτη.

 

Αναφορικά με την αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι δυνατό να ασκηθεί υπέρ της αναστολής, εάν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου. Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:

 

«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

 

Το θέμα της αναστολής παραμένει πρωτίστως εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι μετριαστικοί όμως παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της ποινής και του ύψους της δεν μπορούν να είναι ταυτόσημοι και να αποτελούν ταυτόχρονα και αιτιολογία για την αναστολή της ποινής φυλάκισης. Το σύνολο των περιστάσεων μαζί με τα προσωπικά περιστατικά του παραβάτη θα πρέπει να αναδύουν μία εικόνα που να δικαιολογεί την απόφαση για αναστολή. Όπως για παράδειγμα η απόφαση στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσάνθου Πολ. Έφεση Αρ. 137/2015, ημερομηνίας 23.6.2018, όπου μετά την ανατροπή της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης, προσμέτρησαν ως ιδιαίτεροι παράγοντες για αναστολή της επιβληθείσας από το Εφετείο ποινής η μεγάλη πάροδος του χρόνου και η ύπαρξη νέων δεδομένων όπως ο αρραβώνας και ο προγραμματισμός γάμου και η απόκτηση παιδιού στο μεταξύ. Δεν υπήρχαν στην παρούσα περίπτωση ιδιαίτερα δεδομένα τα οποία οδηγούσαν σε αναστολή της ποινής. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος θα αντιμετωπίσει πειθαρχική δίωξη μετά τη συμπλήρωση της έφεσης, με ενδεχόμενο να του επιβληθεί ακόμη και η ποινή της απόλυσης, δεν μπορεί να έχει καταλυτική επίδραση, καθότι οποιαδήποτε άλλη ποινή πέραν της άμεσης φυλάκισης, δεν κρίνουμε ότι είναι κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η ποινή φυλάκισης των δώδεκα μηνών με τριετή αναστολή αντικαθίσταται με ποινή άμεσης φυλάκισης δύο ετών.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                                                                                     ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο