ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Ε. Παπαλοΐζου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα. Ρ. Μάρκου (κα) για Κιτρομηλίδη, Πέτσα, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-12-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 323/2015, 324/2015 και 325/2015, 18/12/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B546

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 323/2015)

(σχ. με 324/2015 και 325/2015)

 

18 Δεκεμβρίου 2018

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων

-         ν.   -

 

xxx ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗ,

Εφεσίβλητου

-------------------------------------------

(Ποινική Έφεση Αρ. 324/2015)

(σχ. με 323/2015 και 325/2015)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων

-         ν.   -

 

AKIS SOLOMONIDES TRADING CO LTD

Εφεσίβλητης

-------------------------------------------

(Ποινική Έφεση Αρ. 325/2015)

(σχ. με 323/2015 και 324/2015)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων

-         ν.   -

 

xxx x. ΛΑΜΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης

-------------------------------------------

 

 

 

Ε. Παπαλοΐζου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.

Ρ. Μάρκου (κα) για Κιτρομηλίδη, Πέτσα, για τους Εφεσίβλητους.

 

------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε δέκα συνολικά κατηγορίες που οι τρεις εφεσίβλητοι, ένα νομικό και δύο φυσικά πρόσωπα, αντιμετώπισαν αναφορικά με παραβιάσεις διαφόρων προνοιών του περί Φόρου Προστιθεμένης Αξίας Νόμου      αρ. 95(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»).  Το νομικό πρόσωπο ήταν το υποκείμενο σε Φ.Π.Α., ενώ τα φυσικά πρόσωπα διώχθηκαν υπό την ιδιότητα τους ως διοικητικοί σύμβουλοι του νομικού προσώπου.  Το Δικαστήριο με μια πολυσέλιδη απόφαση έκρινε τους εφεσίβλητους στις Ποινικές Εφέσεις υπ΄ αρ. 323/2015 και 324/2015 (εφεξής «ο διευθυντής» και «η εταιρεία» αντίστοιχα), ενόχους αναφορικά με τις κατηγορίες 1, 2, 6 και 7, ενώ τους αθώωσε στις υπόλοιπες.  Η εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση υπ΄ αρ. 325/15, (εφεξής «η Λάμπρου»), αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από όλες τις κατηγορίες.  Η υπό εξέταση έφεση προβάλλει τη θέση ότι στη βάση του άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, το Δικαστήριο πλημμελώς εφάρμοσε το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων, ενώ δεν υπήρξε απόδειξη  βάσει της οποίας μπορούσε να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός αναγκαίο για τη  θεμελίωση της αθωωτικής απόφασης. Οι καταδικασθέντες εφεσίβλητοι  δεν καταχώρησαν έφεση επί της καταδίκης τους, ή της ποινής που τους επιβλήθηκε που ήταν €6.000 και €150 πρόστιμο στην εταιρεία σε δύο από τις κατηγορίες, εκδόθηκαν δε και Διατάγματα δυνάμει του άρθρου 46(12) του Νόμου για την καταβολή των οφειλόμενων στην Υπηρεσία Φ.Π.Α., ενώ στον διευθυντή επιβλήθηκε άμεση ποινή φυλάκισης 7 μηνών και €150 πρόστιμο.

 

        Προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι η υποκείμενη σε Φ.Π.Α. εταιρεία όφειλε, κατά τη θέση της κατηγορούσας αρχής, φόρο για την περίοδο 1.1.2004-31.12.2009.  Ο διευθυντής είχε προσυπογράψει επιστολή του Εφόρου του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας παραλαμβάνοντας αυτή εκ μέρους του νομικού προσώπου με την οποία κοινοποιείτο η βεβαίωση οφειλόμενου φόρου στο ποσό των €502.057,57 καθώς και η επιβολή πρόσθετου φόρου ύψους 10% επί του ποσού αυτού δυνάμει των προνοιών του άρθρου 45(3) του Νόμου.  Η εταιρεία δεν αμφισβήτησε την επιβολή του φόρου ή το ύψος αυτού ως προς τη νομιμότητα και ορθότητα τους με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Δυνάμει της βεβαίωσης του φόρου, η εταιρεία είχε την υποχρέωση να αποπληρώσει εντός τριάντα ημερών τον βεβαιωθέντα φόρο, πράγμα που δεν έπραξε.  Το Δικαστήριο προέβηκε επίσης σε εύρημα ότι δεόντως και συμφώνως του Νόμου είχε γνωστοποιηθεί η βεβαίωση του φόρου στην εταιρεία, μέσω του διευθυντή της.  Η  βεβαίωση   φόρου  δεν   είχε   αποσταλεί στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας, παρά μόνο γνωστοποιήθηκε σ΄ αυτή διά της επιστολής που παραδόθηκε στον διευθυντή.  Η Λάμπρου η οποία, κατά τη μαρτυρία της που έγινε αποδεκτή, ήταν μόνο τυπικά διοικητικός σύμβουλος, ουδέποτε έλαβε γνώση της βεβαίωσης εφόσον δεν προσυπέγραψε την επιστολή του Εφόρου, αλλά ούτε και ο φόρος γνωστοποιήθηκε επίσημα στο εγγεγραμμένο γραφείο του νομικού προσώπου.

 

 Θεωρώντας πρόσθετα ότι τα αδικήματα που καταλογίζονταν στους εφεσίβλητους δεν  ήταν αδικήματα απόλυτης ευθύνης, έκρινε ορθό ότι η Λάμπρου, έπρεπε να αθωωθεί από όλες τις κατηγορίες εφόσον δεν είχε γνώση των  υποχρεώσεων της δυνάμει της βεβαίωσης φόρου.  Όσον αφορά την εταιρεία και τον διευθυντή, ο τελευταίος είχε γνώση της βεβαίωσης φόρου, πλην όμως, το Δικαστήριο διατηρούσε αμφιβολίες κατά πόσο οι φορολογικές δηλώσεις στις οποίες αφορούσαν οι κατηγορίες 3, 4 και 5 σε σχέση με το Φ.Π.Α. και οι κατηγορίες 8, 9 και 10 που αφορούσαν την πρόσθετη οφειλή, είχαν υποβληθεί από αξιωματούχο της εταιρείας ή άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτή πρόσωπο.  Το κενό που διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να καλυφθεί με κατάθεση πιστοποιητικού του Εφόρου δυνάμει του άρθρου 10 του Παραρτήματος 10 του Νόμου με το οποίο θα βεβαιωνόταν ο φόρος που εμφανιζόταν ως οφειλόμενος σε οποιαδήποτε φορολογική δήλωση. Τέτοιο πιστοποιητικό όμως δεν κατατέθηκε από την κατηγορούσα αρχή, με αποτέλεσμα τα Τεκμήρια 4 και 5 ενώπιον του Δικαστηρίου που τιτλοφορούνταν «Σύστημα Χειρισμού Πληροφοριών», να μην μπορούσαν να εξομοιωθούν με πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 10 και επομένως δεν είχε αποδειχθεί η υποβολή των επιδίκων φορολογικών δηλώσεων από την εταιρεία.  Στη βάση αυτή, το Δικαστήριο αθώωσε τους εφεσίβλητους 1 και 2 στις κατηγορίες 3, 4, 5, 8, 9 και 10, με αποτέλεσμα την αμφισβήτηση αυτής της κρίσης από τη Δημοκρατία μέσω των εφέσεων.

 

        Η θέση της εφεσείουσας Δημοκρατίας είναι ακριβώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην υπό κρίση υπόθεση θεωρώντας ότι δεν υπήρξε επαρκής μαρτυρία ως προς την οφειλή της εφεσίβλητης εταιρείας κατ΄ αντίθεση προς την κρίση του ότι η μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή ήταν αξιόπιστη στην ολότητα της.  Από αυτή τη μαρτυρία προέκυπτε ότι η εταιρεία είχε οφειλές προς τον Φ.Π.Α. οι οποίες δεν είχαν αποπληρωθεί με οποιονδήποτε τρόπο και επομένως η απλή υποβολή εκ μέρους της εφεσίβλητης και των διοικητικών συμβούλων της ότι είχαν αποπληρωθεί τα ποσά δεν επαρκούσε για να θεωρηθεί ότι η κατηγορούσα αρχή δεν είχε αποδείξει την υπόθεση της.  Ούτε και χρειαζόταν το πιστοποιητικό στο οποίο αναφέρθηκε αυτεπαγγέλτως το πρωτόδικο Δικαστήριο που προνοείται από το άρθρο 10 του Παραρτήματος 10 του Νόμου, το οποίο εάν κατατίθετο από την κατηγορούσα αρχή θα αποτελούσε, όπως ο ίδιος ο Νόμος στην ουσία προνοεί, μαχητό τεκμήριο για το οφειλόμενο ποσό. 

 

        Ως προς την ευθύνη της Λάμπρου, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι απαιτείτο η απόδειξη σχετικής ένοχης διάνοιας παρερμηνεύοντας προς τούτο το σχετικό λεκτικό του άρθρου 46(11) και του άρθρου 48(1) του Νόμου.  Το Δικαστήριο λανθασμένα επίσης έκρινε εφαρμόζοντας πλημμελώς τη σχετική νομολογία ότι η προσωπική ποινική ευθύνη των αξιωματούχων μιας εταιρείας στις υποθέσεις Φ.Π.Α. προσομοιάζει να είναι απόλυτη χωρίς όμως να είναι αυστηρής ευθύνης. 

 

        Η θέση που προέβαλαν και οι τρεις εφεσίβλητοι από τον συνήγορο τους που είναι διαφορετικός από τον πρωτόδικο δικηγόρο που τους υπερασπίστηκε, είναι ότι η κατηγορούσα αρχή δεν είχε αποδείξει τη μη καταβολή των οφειλομένων ποσών Φ.Π.Α. και ότι έπρεπε να παρουσιαστεί  πιστοποιητικό του Εφόρου με το οποίο θα πιστοποιείτο ότι οφειλόταν Φ.Π.Α. Κατά τα υπόλοιπα, οι εφεσίβλητοι δέχθηκαν ότι δεν απαιτείτο η απόδειξη ένοχης διάνοιας αναφορικά με τους αξιωματούχους της εταιρείας δεδομένης της φύσης και της σημασίας του Νόμου.  Όμως όσον αφορά την Λάμπρου, η Βεβαίωση Φόρου με βάση τη μαρτυρία ουδέποτε απεστάλη στα γραφεία της εφεσίβλητης εταιρείας και επομένως η εφεσίβλητη δικαίως ισχυρίστηκε ότι δεν θα μπορούσε να έχει ευθύνη ως διοικητική σύμβουλος εφόσον ουδέποτε της γνωστοποιήθηκε η οφειλή αυτή. 

 

        Έχει λεχθεί κατά κόρον μέσα από τη νομολογία ότι επί αθωωτικής αποφάσεως η εφεσείουσα Δημοκρατία θα πρέπει να εντάξει την έφεση της σε μια από τις πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, δεδομένου ότι το δικαίωμα έφεσης από αθωωτική απόφαση έχει δοθεί κατά παρέκκλιση του κοινοδικαίου που καθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο τον μοναδικό κριτή επί της αθωότητας ή ενοχής κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με την αρχή που θεμελιώνεται κατά το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται εν κινδύνω πέραν της μιας φοράς, (δέστε σχετικά τις αποφάσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου Κυπριανού, Ποινική Έφεση αρ. 145/2013 κ.ά., ημερ. 19.12.2014 και E.C. Fresh Meat Ltd v. xxx Γεωργίου, Ποινική Έφεση αρ. 43/2017, ημερ. 5.12.2018), ECLI:CY:AD:2018:B524

 

        Σύμφωνα με την αναπτυχθείσα νομολογία επί του θέματος, η άσκηση έφεσης επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή συναφούς προς αυτή θέματος και κατά των ευρημάτων ενός πρωτοδίκου Δικαστηρίου, αποκλείεται.  Όμως παρέχεται η ευχέρεια εξέτασης νομικού σημείου που εγείρεται από αθωωτική πρωτόδικη απόφαση εφόσον, μεταξύ άλλων, έχουν εξαχθεί συμπεράσματα από το Δικαστήριο τα οποία αντίκεινται ή δεν συνάδουν με την προσαχθείσα μαρτυρία ή έχει εκφραστεί νομική άποψη επί των πρωτογενών γεγονότων που είτε είναι αντίθετη με μαρτυρία η οποία δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στη δικαστικώς εκφρασθείσα ενέργεια, είτε έχει διαπιστωθεί ή αποκλείστηκε γεγονός παρά την έλλειψη ή ύπαρξη μαρτυρίας.

 

        Κρίνεται υπό το φως όλων των δεδομένων και της νομολογιακής ανάλυσης που προηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενήργησε ορθολογιστικά και κατά νόμο αποφασίζοντας την αθώωση της εταιρείας στις κατηγορίες για τις οποίες βρήκε ότι η κατηγορούσα αρχή δεν απέδειξε την υπόθεση της.  Οι κατηγορίες 3, 4 και 5, αφορούσαν την παράλειψη καταβολής Φ.Π.Α. όπως φαινόταν στις φορολογικές δηλώσεις ως καταβλητέος κατά τις περιόδους 1.7.2010-30.9.2010 (3η κατηγορία), 1.10.2010-31.12.2010 (4η κατηγορία) και 1.1.2011-31.3.2011 (5η κατηγορία).  Αφορούσαν ποσά εκ €19.014,69, €9.006,47 και €14.414,81 αντίστοιχα.  Οι κατηγορίες βασίζονταν στα άρθρα 46(9), 20(1) και 48 του Νόμου και των Κανονισμών 17(1) και 29(2) των Γενικών Κανονισμών Φ.Π.Α., Κ.Δ.Π. 314/01 και Κ.Δ.Π. 51/02.  Οι κατηγορίες 8, 9 και 10, αφορούσαν τον πρόσθετο κατά 10% φόρο που επιβλήθηκε επί των ποσών που αναφέρονται στις κατηγορίες 3, 4 και 5, λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής του οφειλόμενου Φ.Π.Α.

 

        Η σχετική μαρτυρία ως προς τις φορολογικές δηλώσεις που κάλυπταν τις αντίστοιχες περιόδους, στις οποίες φορολογικές δηλώσεις η ίδια η εταιρεία παρουσίαζε ως οφειλόμενα ως Φ.Π.Α. τα αντίστοιχα ποσά, προσήλθε από τον xxx xxx, Μ.Ε.7, λειτουργό του τομέα μηχανογράφησης της  υπηρεσίας Φ.Π.Α.  Ο μάρτυρας κατέθεσε τα τεκμήρια 16, 17 και 18 για τις κατηγορίες 3, 4 και 5 αντίστοιχα, ήτοι, τις φορολογικές δηλώσεις που παρουσιαζόταν η εταιρεία να είχε υποβάλει.  Το Δικαστήριο εξετάζοντας συνολικά τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής και καταγράφοντας ότι δεν θεωρούσε σκόπιμο να αναφερόταν αναλυτικά σε ένα έκαστο των μαρτύρων, δέχθηκε τη μαρτυρία αυτή θεωρώντας ότι όλοι οι μάρτυρες απαντούσαν με αμεσότητα και χωρίς περιστροφές, με τρόπο μετρημένο σ΄ ό,τι αφορούσε τον τομέα γνώσης εκάστου και χωρίς η μαρτυρία αυτή να είχε κλονιστεί κατά την αντεξέταση.

 

        Παρα την πιο πάνω αποδοχή της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων κατηγορίας, περιλαμβανομένης και αυτής του Μ.Ε.7, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορούσε να προβεί σε εύρημα ότι οι φορολογικές δηλώσεις των Τεκμηρίων 3, 4 και 5, είχαν όντως υποβληθεί από την εταιρεία,  διότι, και αυτή είναι η μόνη αιτιολογία που έδωσε το Δικαστήριο, είχε αμφισβητηθεί από την υπεράσπιση ότι είχαν υπογραφεί από τον διευθυντή.  Όμως εξέταση των πρακτικών αποκαλύπτει ότι ουδέποτε τέθηκαν τέτοιες ερωτήσεις στον Μ.Ε.7, από την υπεράσπιση.  Εκείνο που του είχε τεθεί ήταν ότι είχαν πληρωθεί τα ποσά των αντίστοιχων φορολογικών δηλώσεων, για να ληφθεί η απάντηση ότι αυτό δεν ήταν ορθό εφόσον δεν υπήρχε σφραγίδα και υπογραφή από την Τράπεζα ότι τα ποσά καταβλήθηκαν.  Ως εξήγησε ο μάρτυρας, το μέρος της φορολογικής δήλωσης όπου αναγράφεται το ποσό, τιτλοφορείται «Απόδειξη Πληρωμής» και δεν συμπληρώνεται από την υπηρεσία του Φ.Π.Α., αλλά από την Τράπεζα και τον φορολογούμενο.  Ο μάρτυρας δέχθηκε ότι μπορεί το οφειλόμενο ποσό να πληρωθεί και στην υπηρεσία Φ.Π.Α.  Όμως στα κατατεθέντα Τεκμήρια 16, 17 και 18, ουδέν υπήρχε που να πιστοποιούσε ότι πληρώθηκε οποιοδήποτε ποσό.

 

        Δεν είναι λοιπόν ορθή η θέση του Δικαστηρίου ότι δεν μετατέθηκε βάρος στην εταιρεία.  Οι φορολογικές δηλώσεις Τεκμήρια 16, 17 και 18,  φέρουν σφραγίδα παραλαβής τους από την Υπηρεσία Φ.Π.Α.  Φέρουν επίσης «Δήλωση» ότι τα στοιχεία είναι πλήρη και αληθή και φέρουν ανάλογη υπογραφή κάτωθεν του ονοματεπωνύμου του υπογράφοντος «xxx Σολομωνίδη», διευθυντή και εφεσίβλητου, στην Ποινική Έφεση αρ. 323/2015.  Δεν υπήρξε ένορκη μαρτυρία από τον ίδιο τον xxx Σολομωνίδη, ο οποίος αρκέστηκε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση στην οποία, μεταξύ άλλων, προώθησε τη θέση ότι την  ευθύνη της διοίκησης της εταιρείας δεν την είχε  ο   ίδιος,  ο   οποίος  τυπικά  ήταν διευθυντής, αλλά κάποιος

 

xxx Μίτας, ο οποίος διηύθυνε την εταιρεία έχοντας επίσης την ευθύνη για την καθημερινή της λειτουργία και των φορολογικών της υποχρεώσεων.  Τα ίδια είπε και ο xxx xxx, Μ.Υ.2 ενόρκως, πρώην πωλητής της εταιρείας.  Το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του τελευταίου για τους λόγους που κατέγραψε και που στην ουσία αφορούσαν την ελλιπή γνώση του και την ουσιαστική ανατροπή κατά την αντεξέταση των όσων ανέφερε στη γραπτή του δήλωση.  Στην ανώμοτη  δήλωση του διευθυντή, μετά από ορθή νομική ανάλυση της σημασίας της, επίσης το Δικαστήριο στην ουσία δεν απέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα, ως ερχόμενη σε αντίθεση με όλη την υπόλοιπη μαρτυρία, προβαίνοντας σε εύρημα ότι ο διευθυντής  είχε  γνώση  και ενεργό ανάμειξη στα της εταιρείας.  Ο xxx Μίτας ουδέποτε παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο ως μάρτυρας για να στηρίξει τέτοια εκδοχή και εν πάση περιπτώσει όλα τα στοιχεία περί της κατάθεσης από την εταιρεία νομοτύπων φορολογικών δηλώσεων ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Οι δηλώσεις υποβλήθηκαν από την εταιρεία, έφεραν όλα τα δεδομένα και τα εξωτερικά τυπικά χαρακτηριστικά ότι η εταιρεία κατέθεσε τις δηλώσεις στις οποίες αναγνώριζε ότι όφειλε να καταβάλει διάφορα ποσά ως Φ.Π.Α.  Οι δηλώσεις αυτές ήταν δηλώσεις εναντίον συμφέροντος. 

 

Επομένως το Δικαστήριο έσφαλε στην αποτίμηση της μαρτυρίας θεωρώντας ότι η κατηγορούσα αρχή δεν παρουσίασε ικανή μαρτυρία προς στοιχειοθέτηση της υπόθεσης της εξ΄ ου και με την απόφαση  του  ημερ.  29.5.2015,   απέρριψε σχετική εισήγηση ότι

 

δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως  υπόθεση και κάλεσε όλους τους κατηγορούμενους σε απολογία.  Η μαρτυρία ήταν επαρκέστατη, και με δεδομένο ότι αξιολογήθηκε θετικά από το Δικαστήριο, εναπόκειτο στην εφεσίβλητη εταιρεία να υποδείξει, αν όχι να αποδείξει, με ανάλογη μαρτυρία ότι οι φορολογικές δηλώσεις δεν ήταν δικές της.  Βεβαίως, αναμενόταν επίσης, παρά την αντιφατικότητα στη θέση της, από την  υπεράσπιση να παρουσίαζε τις πληρωμές που έγιναν εφόσον προώθησε τη θέση ότι εξοφλήθηκαν οι οφειλές.

 

        Έπεται ότι και η περαιτέρω σκέψη του Δικαστηρίου ότι δεν  κατατέθηκε ούτε το Πιστοποιητικό που προνοείται από το άρθρο 10 του Παραρτήματος 10 του Νόμου ώστε να χωρούσε αντιστροφή του βάρους απόδειξης, ήταν εξίσου εσφαλμένη.  Το Παράρτημα 10 του Νόμου συναρτάται προς το άρθρο 43 αυτού, το οποίο με τη σειρά του εμπίπτει, όπως και το ίδιο το Παράρτημα 10, στο Μέρος IV του Νόμου σε σχέση με τη «Διαχείριση, Είσπραξη και Επιβολή Εκπλήρωσης Υποχρεώσεων», και αυτός είναι και ο πλαγιότιτλος του άρθρου.  Το άρθρο 10(1)(γ) του Παραρτήματος, ερμηνευόμενο στο σύνολο των διατάξεων περί διαχείρισης κλπ. του Παραρτήματος, καθορίζει ότι Πιστοποιητικό του Εφόρου που βεβαιώνει ότι Φ.Π.Α. που φαίνεται ως οφειλόμενος σε οποιαδήποτε φορολογική δήλωση για την οποία έχει εκδοθεί η βεβαίωση φόρου, ή, απόφαση του Υπουργού που λήφθηκε σχετικά, δεν έχει καταβληθεί, θα αποτελεί «επαρκή του γεγονότος που βεβαιώνει, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο», (διατηρείται το επακριβές λεκτικό).  Η πρόνοια αυτή δίδει ένα  αποδεικτικό  πλεονέκτημα  στον Έφορο  Φ.Π.Α., δεν είναι όμως

 

αναγκαία και εκ των ουκ άνευ, η παρουσίαση του.  Δεν προνοείται πουθενά ότι η προσκόμιση τέτοιου Πιστοποιητικού αποτελεί προϋπόθεση για απόδειξη της οφειλής.  Και αυτό, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι πράγματι, όπως ορθά έκρινε το ζήτημα το Δικαστήριο, τα Τεκμήρια 4 και 5, από το «Σύστημα Χειρισμού Πληροφοριών», δεν θα μπορούσαν να εξομοιωθούν με το προνοούμενο από το Παράρτημα 10, Πιστοποιητικό.

 

        Συνάγεται ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων, εφόσον η νομική επίπτωση επί των ευρημάτων δεν ήταν ορθή.

 

        Όσον αφορά την ευθύνη της Λάμπρου, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και κατ΄ αντίθεση προς τη νομολογία έχει ερμηνεύσει το σχετικό άρθρο 48(1) του Νόμου, το οποίο προνοεί ότι όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα από νομικό πρόσωπο, την ευθύνη για το αδίκημα αυτό φέρουν εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο και οι σύμβουλοι ή οι διευθύνοντες αξιωματούχοι του νομικού αυτού προσώπου.  Στη βάση των αποφάσεων Μαρκίδης ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 316, Μελάς Λίνος κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 412, αλλά και από το λεκτικό του άρθρου 48(1), προκύπτει ότι ο νομοθέτης  ήθελε να αποδώσει κατ΄ αυστηρό τρόπο ευθύνη στους συμβούλους ή διευθύνοντες αξιωματούχους του νομικού προσώπου. Η απόλυτη ή η αυστηρή ευθύνη σύμφωνα και με τη Δημοκρατία ν. Δημητρίου (2010) 2 Α.Α.Δ.   298,  αποτιμάται   και   από   τη   φύση   της  προς  ερμηνεία

νομοθεσίας, αλλά και το λεκτικό της συγκεκριμένης νομοθετικής πρόνοιας.  Πολύ ορθά ο συνήγορος των εφεσιβλήτων συμφώνησε στο διάγραμμα του με την εφεσείουσα Δημοκρατία ότι για αυτού του είδους τα αδικήματα δεν απαιτείται η απόδειξη ένοχης διάνοιας αναφορικά με τους αξιωματούχους της εταιρείας.  Στην  υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σπύρου, Ποινική Έφεση αρ. 276/2015, ημερ. 12.4.2017, το Εφετείο επιβεβαίωσε, καθοδηγούμενο και από προηγούμενη νομολογία, ότι το λεκτικό του άρθρου 48 του Νόμου δημιουργεί αδίκημα αυστηρής ευθύνης στους διοικητικούς συμβούλους.

 

        Δεν υπάρχουν τυπικοί διοικητικοί σύμβουλοι ενός νομικού προσώπου.  Από τη στιγμή που ένα άτομο διορίζεται διοικητικός σύμβουλος εταιρείας έχει όλες τις ευθύνες και υποχρεώσεις ενός διοικητικού συμβούλου όπως αυτές καθορίζονται από τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113, τα τυχόν σχετικά και κατά περίπτωση υπό κρίση νομοθετήματα και τη νομολογία επί του θέματος.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε κατά νόμο και αυτό παρά τη θετική αξιολόγηση της εφεσίβλητης περί της γνησιότητας και ειλικρίνειας της μαρτυρίας της, ότι η συμμετοχή της στην εταιρεία ήταν τυπική και ότι «.. δεν υπείχε ουσιαστικά ευθύνες διευθύντριας στην Κατηγορούμενη εταιρεία..».  Αυτή η θέση έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με πάγια νομολογία, αλλά και με την αυστηρή ευθύνη που δημιουργεί το άρθρο 48 του Νόμου σε σχέση με τους διοικητικούς συμβούλους εταιρείας οι οποίοι έχουν  υποχρεώσεις δυνάμει του Νόμου.

 

        Η ευθύνη της Λάμπρου υπό την ιδιότητα της ως διοικητικής συμβούλου της εταιρείας παραμένει αυστηρή και άμεση, έστω και εάν δεν γνώριζε προσωπικά περί της Βεβαίωσης του Εφόρου Τεκμήριο 1, η οποία σύμφωνα με τη μαρτυρία της xxx xxx Μ.Κ.1, λειτουργού του Τμήματος Διερευνήσεων της Υπηρεσίας Φ.Π.Α., παρέδωσε προσωπικά στον διευθυντή, όπως άλλωστε εμφαίνεται και ιδιοχείρως επί της ίδιας της Βεβαίωσης.  Η Βεβαίωση Φόρου παραλήφθηκε από τον διευθυντή στις 3.9.2010, στην παρουσία του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας, δύο λειτουργών του Φ.Π.Α. και του συνηγόρου του.  Η μάρτυς βεβαίωσε ότι δεν ήταν παρούσα η Λάμπρου και ουδέποτε η Βεβαίωση αποστάληκε στην ίδια την εταιρεία.  Σύμφωνα με το άρθρο 57 του Νόμου, οποιαδήποτε γνωστοποίηση, απαίτηση, απόφαση, οδηγία ή άλλη πράξη που πρέπει να επιδοθεί μπορεί να κοινοποιηθεί με επιστολή που απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο ή τον αντιπρόσωπο του για σκοπούς Φ.Π.Α. και αποστέλλεται με συστημένη επιστολή ταχυδρομικώς ή παραδίδεται προσωπικώς στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται ή τον αντιπρόσωπο του.

 

        Από την παράδοση της Βεβαίωσης στον διευθυντή προέκυπτε, κατά το Δικαστήριο, και η πλήρης γνώση της ύπαρξης της Βεβαίωσης Φόρου και της υποχρέωσης της εταιρείας για καταβολή του ποσού που βεβαιωνόταν.  Αυτή η γνώση όντως αφορούσε την ίδια την εταιρεία, η οποία και είχε και το δικαίωμα, όπως άλλωστε αναγράφεται και στο Τεκμήριο 1, να υπέβαλλε ένσταση με βάση το άρθρο 51Α του Νόμου εντός 60 ημερών.  Το δικαίωμα ένστασης στη

 

Βεβαίωση Φόρου αφορά την εταιρεία και όχι ένα έκαστο των διοικητικών συμβούλων, οι οποίοι ενεργούν εκ μέρους της.  Επομένως, δεν είναι ορθή η θέση της συνηγόρου της Λάμπρου ότι αυτή λόγω του ότι δεν της γνωστοποιήθηκε το Τεκμήριο 1 δεν υπέχει ευθύνη.  Αποτελεί εσωτερικό θέμα της εταιρείας και των διοικητικών της συμβούλων, η δέουσα αλληλοενημέρωση.

 

        Τα πιο πάνω σχετίζονται βεβαίως με την κατηγορία 1, η οποία συναρτά το αδίκημα με τη Βεβαίωση του Τεκμηρίου 1 που αφορούσε την περίοδο 1.1.2014-31.12.2009. Οι υπόλοιπες κατηγορίες αφορούσαν στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων από την ίδια την εταιρεία και επομένως η Λάμπρου τεκμαίρεται και γνώση ότι είχε και υπεύθυνη ήταν. 

 

         Όσον αφορά τον ίδιο τον διευθυντή, αυτός, όπως ορθά αποτίμησε το Δικαστήριο, είχε ενεργό ανάμειξη και γνώση των δεδομένων της εταιρείας και κατά συνέπεια, κακώς απαλλάγηκε των κατηγοριών, έχοντας βεβαίως αυστηρή ευθύνη ως διοικητικός σύμβουλος της εταιρείας.

 

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους, και οι τρεις εφέσεις επιτυγχάνουν και η πρωτόδικη απόφαση επί των αθωωτικών αποφάσεων παραμερίζεται.

 

 

 

 

        Κάθε εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος στις αντίστοιχες κατηγορίες στις αντίστοιχες Ποινικές Εφέσεις για τις οποίες αθωώθηκε πρωτοδίκως.

 

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο