ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B533
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 237/2018
11 Δεκεμβρίου, 2018
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΚΑΟΥΣΛΙΕΒ
Εφεσείοντα
- ν -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
........
Ε. Ευσταθίου με Δ. Νικολετόπουλο και Θ. Παπαχαραλάμπους (κα), για εφεσείοντα
Φρ. Κακούρη (κα), για εφεσίβλητη
.......
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Κατόπιν παραδοχής, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα (κατηγορούμενο 1, πρωτοδίκως) στην κατηγορία της πρόκλησης του θανάτου του νεαρού μοτοσυκλετιστή xxx Ελευθεριάδη λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης και επικίνδυνης πράξης (άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και του επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης ενός (1) έτους, στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή αποκτά άδεια οδήγησης για δύο (2) χρόνια και 10 βαθμούς ποινής. Επιπρόσθετα τον δέσμευσε με εγγύηση €500 για τρία (3) χρόνια να τηρεί τους Νόμους και Κανονισμούς της τροχαίας για την κατηγορία της χρήσης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου (άρθρα 3 και 40 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλισης Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νόμου 96(1)/2000).
Οι προαναφερθείσες κατηγορίες προσάφθηκαν εναντίον του εφεσείοντα ως αποτέλεσμα διερεύνησης θανατηφόρου δυστυχήματος από την αστυνομία το οποίο επεσυνέβη στις 9:35 μ.μ. της 30.3.2015 στη Λεωφόρο Καντάρας, στο Καϊμακλί, όταν το αυτοκίνητο xxx x31 που οδηγούσε απέκοψε την πορεία της μοτοσυκλέτας xxx x96 που οδηγούσε ο Ελευθεριάδης από την αντίθετη κατεύθυνση, με τραγικό αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του.
Τα δεδομένα της σκηνής και οι συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το δυστύχημα, αλλά και το τι επακολούθησε, δεν αμφισβητούνται και σε συντομία έχουν ως ακολούθως:-
Το βράδυ της 30.3.2015 ο εφεσείων - ηλικίας (τότε) 17 χρόνων - χωρίς να είναι κάτοχος αδείας οδηγού και χωρίς να καλύπτεται από πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου, πήρε το αυτοκίνητο xxx x31 του πατέρα του (κατηγορούμενου 2, πρωτοδίκως) και με συνοδηγό 22χρονο ξάδελφο του (κατηγορούμενο 3, πρωτοδίκως) το οδήγησε στη Λεωφόρο Καντάρας, με κατεύθυνση από τον κυκλικό κόμβο «Bata» προς την οδό Πουλίου Καποτά.
Η Λεωφόρος Καντάρας είναι διπλής κατεύθυνσης με δύο λωρίδες κυκλοφορίας σε κάθε κατεύθυνση, φωτίζεται ικανοποιητικά τόσο από λαμπτήρες φωτισμού υψηλής τάσης όσο και από τον φωτισμό των καταστημάτων που βρίσκονται σε αμφότερες τις πλευρές της, η δε ορατότητα που είχε ο εφεσείων σε σχέση με την πορεία του ήταν γύρω στα 290 μέτρα.
Το δυστύχημα επεσυνέβη όταν ο εφεσείων επιχείρησε να στρίψει δεξιά στην οδό Νικόλα Ιωάννου, σε χρόνο που απέναντι από το στόμιο της εν λόγω οδού ήταν ακινητοποιημένο το εξ αντιθέτου κινούμενο αυτοκίνητο xxx x33 το οποίο θα έστριβε δεξιά σε παρακείμενη τράπεζα. Στρίβοντας όμως μπροστά από το εν λόγω αυτοκίνητο και μπαίνοντας στην εξωτερική (δεξιά) λωρίδα της αντίθετης κατεύθυνσης, απέκοψε την πορεία της μοτοσυκλέτας που οδηγείτο κανονικά από το θύμα με αποτέλεσμα τη βίαιη σύγκρουση των δύο οχημάτων.
Αμέσως μετά τη σύγκρουση, ο εφεσείων στάθμευσε το αυτοκίνητο που οδηγούσε στην οδό Ν. Ιωάννου και μαζί με το συνοδηγό του εγκατέλειψαν πεζοί τη σκηνή. Τα όσα όμως διαδραματίστηκαν έγιναν αντιληπτά από θαμώνες παρακείμενης πιτσαρίας οι οποίοι, αφού κάλεσαν ασθενοφόρο και ειδοποίησαν την αστυνομία, προσέτρεξαν στο μέρος για να παράσχουν βοήθεια στον μοτοσυκλετιστή.
Με τη μεταφορά του θύματος στο Νοσοκομείο, στις 10:00 μ.μ., διαπιστώθηκε ο θάνατος του ο οποίος προήλθε από πολυτραυματισμό συνεπεία του δυστυχήματος, ενώ όταν έφτασε η αστυνομία στη σκηνή παρουσιάστηκε ο πατέρας του εφεσείοντα που ισχυρίστηκε ότι αυτός οδηγούσε το αυτοκίνητο με συνοδηγό τον κατηγορούμενο 3. Στη συνέχεια όμως, όταν ανακρίθηκε ο εφεσείων, αποκαταστάθηκε η αλήθεια και τόσο αυτός όσο και ο πατέρας και ξάδελφος του απέδωσαν τις προηγούμενες ψευδείς τους δηλώσεις ως προς το ποιος οδηγούσε το αυτοκίνητο σε φόβο λόγω του ότι ο εφεσείων δεν είχε άδεια οδήγησης.
Στη βάση των πιο πάνω αδιαμφισβήτητων πραγματικών περιστατικών, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι το δυστύχημα ήταν προϊόν της απερισκεψίας του εφεσείοντα «. να στρίψει αναλαμβάνοντας τον εύλογα αναμενόμενο κίνδυνο να ανακόψει την πορεία οποιουδήποτε οχήματος που κινείτο στη λωρίδα που τελικά έγινε το δυστύχημα». Και αυτό, παρόλο που είχε δυνατότητα επόπτευσης του δρόμου σε απόσταση 290 μέτρων χωρίς, την ίδια στιγμή, να παραγνωρίζει ότι το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο xxx x33 του εμπόδιζε σε κάποιο βαθμό την ορατότητα. Επί του προκειμένου απέρριψε δύο εισηγήσεις της Υπεράσπισης σύμφωνα με τις οποίες (α) το μόνο σφάλμα του εφεσείοντα ήταν ότι έστριψε πριν από το σημείο που έπρεπε να στρίψει και συνεπώς το δυστύχημα οφειλόταν σε στιγμιαία απροσεξία του και (β) ότι βάσει των φωτογραφιών που λήφθηκαν, η σύγκρουση ήταν βίαιη και συνεπώς η ταχύτητα του θύματος υπερβολική.
Προχωρώντας, στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε για σκοπούς επιβολής ποινής ότι στην περίπτωση του εφεσείοντα συνέτρεχαν επιβαρυντικοί παράγοντες. Ο πρώτος ότι οδηγούσε χωρίς να είναι κάτοχος άδειας οδήγησης και ο δεύτερος χωρίς να καλύπτεται από πιστοποιητικό ασφάλισης, στοιχείο που σύμφωνα με την Πουλλής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 57 καθιστούσε το αδίκημα σοβαρό, ιδιαίτερα σε μια εποχή που τα δυστυχήματα βρίσκονται σε συνεχή άνοδο. Ωστόσο δεν παρέλειψε να πιστώσει στον εφεσείοντα την παραδοχή του και το γεγονός ότι δεν είχε προηγούμενες καταδίκες, συνεκτιμώντας ταυτόχρονα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής και τις προσωπικές του συνθήκες. Δηλαδή ότι, όταν διέπραξε το αδίκημα ήταν ηλικίας 17 ετών, ότι κατά το χρόνο επιβολής της ποινής ήταν φοιτητής που σύμφωνα με τη νομολογία είναι σοβαρός μετριαστικός παράγοντας (Καρακάννας ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 463, ότι ένα (1) χρόνο πριν την επιβολή ποινής οι γονείς του χώρισαν και για κάλυψη των εξόδων του εργαζόταν και περαιτέρω ότι είχαν παρέλθει τρία (3) και πλέον έτη από το χρόνο τέλεσης του αδικήματος. Παρόλ΄ αυτά τόνισε, με αναφορά στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαραλαμπίδη (2009) 2 Α.Α.Δ. 537 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδης (2013) 2 Α.Α.Δ. 191, ότι οι προσωπικές του συνθήκες δεν μπορούσαν να υπερφαλαγγίσουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής ενόψει αφενός ότι τα δυστυχήματα βρίσκονται σε συνεχή άνοδο και αποτελούν πληγή για την κοινωνία και αφετέρου η οδική του συμπεριφορά είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής. Είναι στη βάση όλων των πιο πάνω που εντέλει επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους, απορρίπτοντας επί του προκειμένου εισήγηση της Υπεράσπισης για αναστολή της.
Ο εφεσείοντας θεωρεί ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αποφύγει να του επιβάλει ποινή φυλάκισης και εν πάση περιπτώσει ότι δικαιολογείτο η αναστολή της. Συναφώς προώθησε τρεις (3) Λόγους Έφεσης, η ουσία των οποίων περιστρέφεται αφενός γύρω από την αντίληψη ότι το δυστύχημα ήταν προϊόν στιγμιαίας απροσεξίας και αφετέρου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε την βαρύτητα που θα έπρεπε να δοθεί στο νεαρό της ηλικίας του και στις εν γένει προσωπικές του συνθήκες, καθώς και στο χρόνο που παρήλθε μεταξύ της τέλεσης του αδικήματος και της επιβολής ποινής, στοιχείο που διαφοροποίησε τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα.
Αντίθετη είναι η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με αναφορά κυρίως στα όσα λέχθηκαν στην Νικολάου ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 195/2014 ημερ. 20.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:B205.
Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν εισηγήσεων και να επισημάνουμε καταρχάς ότι τα όσα προώθησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα για επέμβαση του Εφετείου στην πρωτόδικη απόφαση τέθηκαν και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Για τους σκοπούς της παρούσας κρίνουμε ότι εφαρμόζονται τα όσα λέχθηκαν στην Δημοκρατίας ν. Γερολέμου, Ποιν. Εφ. 169/2016 ημερ. 28.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:B63, από την οποία και το απόσπασμα που ακολουθεί:-
«Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 191, οι κατευθυντήριες οδηγίες αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις πρόκλησης θανάτου κατά παράβαση του άρθρου 210, δόθηκαν στην αγγλική απόφαση R. v. Guilfoyle 57Cr.App.R. 349 η οποία υιοθετήθηκε από την κυπριακή νομολογία. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδης (1993) 2 Α.Α.Δ. 355 τονίστηκε ότι «το είδος και η έκταση της ποινής είναι πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Όταν το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία και το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου είναι καλό, πρέπει να επιβάλλεται χρηματική ποινή και στέρηση της άδειας οδηγού, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι για να μη επιβληθεί στέρηση της άδειας. Όταν όμως το θανατηφόρο δυστύχημα προξενείται από εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων προσώπων ή πεζών ή από επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρησης της άδειας οδηγού». Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η Παντέλας ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 562, η οποία υπενθύμισε ότι στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331 λέχθηκε πως «Η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορούμενου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπ΄ όψιν (Παμπακάς κ.α. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 487, 491)», όπως υπενθύμισε και το τι λέχθηκε στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109. Δηλαδή ότι «Η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται κατ΄ αρχήν στις περιπτώσεις εκείνες που η αμέλεια εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων».
Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω αυθεντίες, ο καθορισμός της ποινής αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και σ΄ ό,τι αφορά αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως η επιβολή ποινής φυλακίσεως ενδείκνυται στις περιπτώσεις που η επιδειχθείσα αμέλεια εμπεριέχει το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων. Στην υπό κρίση περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για στιγμιαία απροσεξία του εφεσείοντα. Όπως ορθώς παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, το δυστύχημα ήταν προϊόν της απερισκεψίας του να στρίψει δεξιά και να ανακόψει την πορεία της μοτοσυκλέτας που οδηγούσε το θύμα κανονικά στην εξωτερική λωρίδα της αντίθετης κατεύθυνσης, την οποία είχε κάθε δυνατότητα να αντιληφθεί έγκαιρα λόγω των δεδομένων της σκηνής του δυστυχήματος. Επί του προκειμένου ορθώς απέρριψε τις δύο σχετικές εισηγήσεις της Υπεράσπισης - δηλαδή ότι το μόνο σφάλμα του εφεσείοντα ήταν ότι έστριψε δεξιά μπροστά από το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο και ότι η ταχύτητα του θύματος ήταν υπερβολική - εφόσον η μεν πρώτη παραβλέπει τη δυνατότητα που είχε ο εφεσείοντας να δει έγκαιρα τη μοτοσυκλέτα, η δε δεύτερη ότι ο μοτοσυκλετιστής οδηγούσε κανονικά στην εξωτερική λωρίδα κυκλοφορίας και η οποιαδήποτε ταχύτητά του δεν συνέβαλε στην πρόκληση του δυστυχήματος. Εν πάση περιπτώσει οι φωτογραφίες από μόνες τους, ελλείψει μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, δεν είναι ικανές για εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος σε σχέση με την ταχύτητα του θύματος.
Ορθώς επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις προαναφερθείσες εισηγήσεις, όπως ορθώς ταξινόμησε το αδίκημα που διέπραξε ο εφεσείοντας σε υψηλό από απόψεως σοβαρότητας επίπεδο. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι προσμέτρησε προς όφελός του όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που συνέτρεχαν στην περίπτωσή του, η εντέλει ποινή φυλάκισης του ενός (1) έτους που του επέβαλε για ένα αδίκημα που ο Νόμος (άρθρο 210) προβλέπει κατ΄ ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών δεν μπορεί να κριθεί ότι δεν δικαιολογείτο υπό τα περιστατικά της υπόθεσης. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει δυνατότητα επέμβασης από το Εφετείο στο ύψος και στο είδος της επιβληθείσας ποινής, η οποία υπό τις περιστάσεις ήταν η ενδεικνυόμενη. Αναφορικά δε με το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα ναι μεν μπορούσε, γενικά, να ληφθεί υπόψιν ως ελαφρυντικός παράγοντας, αλλά σε αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως δεν πρέπει να παραγνωρίζεται αυτό που λέχθηκε στην Παντέλας (ανωτέρω). Δηλαδή ότι «. το νεαρό της ηλικίας σίγουρα δεν μπορεί να ενεργήσει έτσι, ιδιαίτερα, ενόψει του γεγονότος ότι τα θανατηφόρα δυστυχήματα στον τόπο μας έχουν πολλαπλασιαστεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Ακριβώς είναι τα άτομα νεαρής ηλικίας που θα πρέπει να συνετιστούν και οι αυστηρές ποινές μπορούν να συμβάλουν προς το σκοπό αυτό».
Παρέμεινε προς εξέταση το παράπονο για τη μη αναστολή της ποινής. Όπως είναι νομολογημένο (βλ. ενδεικτικά Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583 και Σώζου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 12/2016 ημερ. 29.3.2016) η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής έχει διευρυνθεί δυνάμει του Ν.186(1)/2003 ώστε να μπορεί να αποφασίζεται εάν δικαιολογείται στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου. Με βασικό πάντοτε το ερώτημα κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, θα μπορούσε ή θα έπρεπε οι παράγοντες αυτοί να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος δικαιολογεί να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία. Η κάθε περίπτωση κρίνεται βεβαίως στη βάση των δικών της περιστατικών και η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής.
Στην υπό κρίση περίπτωση υποστηρίχθηκε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης για δύο λόγους. Ο πρώτος, λόγω της συγχώρησης που έτυχε ο εφεσείων από τους γονείς του θύματος και, ο δεύτερος, λόγω του χρόνου που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής και των μεταβολών, στο μεταξύ, των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο, όντως οι γονείς του θύματος είχαν την ψυχική δύναμη να καλέσουν μέσω του διαδικτύου όλους τους φίλους του υιού τους «να μην ενοχλούν το μωρό[1] που κατά λάθος σκότωσε τον xxx». Η συγχώρεση όμως της οικογένειας του θύματος προς τον εφεσείοντα, αφ΄ εαυτής, δεν μπορεί να αποτελέσει παράγοντα για αναστολή της ποινής εφόσον νομοθετικώς (άρθρο 3(2) του Νόμου) «Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου» και ως εκ τούτου η συγχώρεση δεν μπορεί να εκληφθεί στα «προσωπικά περιστατικά» του εφεσείοντα.
Σε σχέση όμως με το δεύτερο λόγο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το αδίκημα διαπράχθηκε το Μάρτη του 2015 και η ποινή επιβλήθηκε τρία (3) χρόνια και τέσσερις (4) μήνες μετά, χρονικό διάστημα που αντικειμενικά είναι μεγάλο. Με αποτέλεσμα, στο μεταξύ, οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα να μεταβληθούν ουσιωδώς λόγω της ενηλικίωσής του και της εγγραφής και φοίτησης του σε Ίδρυμα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Όπως δε είναι νομολογημένο (βλ. Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 243 που παραπέμπει στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγείωτη κ.α. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617) τέτοιες ουσιώδεις μεταβολές μπορούν στην κατάλληλη περίπτωση να οδηγήσουν είτε στη μείωση της ποινής είτε στη μετατροπή του είδους της. Με αυτό ως δεδομένο και λαμβανομένου υπόψη ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο οι προαναφερθείσες ουσιώδεις αλλαγές, λόγω του χρόνου που παρήλθε, στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα δικαιολογούν επέμβαση του Εφετείου για αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι θετική και λαμβανομένου υπόψη ότι ο εφεσείων ήδη έχει εκτίσει μέρος της ποινής του, η εκτέλεση του υπολοίπου αναστέλλεται για περίοδο τριών (3) ετών από σήμερα. Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 140/2014 ημερ. 8.4.2015, ECLI:CY:AD:2015:B267.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει μερικώς εφόσον αναστέλλεται η έκτιση του υπολοίπου της ποινής για τρία (3) χρόνια από σήμερα.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/κβπ