ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
POLICE ν. ATHIENITIS (1983) 2 CLR 194
TTOFINIS ν. THEOCHARIDES (1983) 2 CLR 363
Βασιλείου Σοφία Νικολάου ν. Mάριου Μακρίδη (2000) 2 ΑΑΔ 133
Pambos & Kostakis Moleskis Trading Ltd και ’λλοι ν. Melpomeni Hotel Apartments Ltd (2011) 2 ΑΑΔ 365
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ XXX, ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 10/19, 6/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:D166
ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ κ.α., ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 5/19, 3/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:D127
ECLI:CY:AD:2018:D527
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 17/2018
6 Δεκεμβρίου, 2018
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΉΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ (ΚΕΦ. 155) ΑΡΘΡΟ 43(2) ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 43(2)
ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ (14/1960)
------------------------------
Ο Αιτητής, κ. xxx Αγγελίδης, εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η έκδοση διατάγματος, σύμφωνα με το άρθρο 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ 155 (στο εξής «ο Νόμος»), με το οποίο να διατάσσεται η καταχώρηση κατηγορητηρίου ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου για εκδίκαση των κατηγοριών που έχουν προσαφθεί από τον αιτητή εναντίον δύο προσώπων.
Το κατηγορητήριο βρίσκεται ανάμεσα στο υλικό που έθεσε ο αιτητής ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αίτησης. Σε αυτό περιλαμβάνονται οκτώ κατηγορίες - λανθασμένα αριθμημένες - οι οποίες αφορούν σε αδικήματα που φέρονται να διαπράχθηκαν κατά/ή περί τον Φεβρουάριο 2015 και έχουν ως κοινή συνισταμένη την κλοπή ηλεκτρονικού υπολογιστή, ιδιοκτησία του αιτητή. Οι πρώτες τέσσερεις κατηγορίες αφορούν στο αδίκημα της κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 20, 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, ενώ οι υπόλοιπες στο αδίκημα της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία, κατά παράβαση των άρθρων 20 και 122 του Ποινικού Κώδικα.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ενώπιον του οποίου παρουσιάστηκε το εν λόγω κατηγορητήριο για σκοπούς έγκρισης της καταχώρησής του, αρνήθηκε να εγκρίνει την καταχώρηση. Οι λόγοι της άρνησης καταγράφονται σε σχετική βεβαίωση που έδωσε το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 43 του Νόμου και αφορούν ουσιαστικά στο ότι η δίωξη, σύμφωνα με τη θέση του Δικαστηρίου, «έρχεται πολύ καθυστερημένα.και ως εκ τούτου κρίνεται ως ενοχλητική». Σημείωσε, συναφώς, το Δικαστήριο ότι τα ισχυριζόμενα αδικήματα «είναι αδικήματα που εκδικάζονται συνοπτικά, κάτι που συνεπάγεται ότι, ένας κατηγορούμενος, πρέπει να κατηγορείται και να εκδικάζεται σε ότι αφορά αυτά, όσο το δυνατόν συντομότερα μετά την ισχυριζόμενη διάπραξη τους». Κατά το Δικαστήριο, η αντικειμενικά μακρά και υπερβολική καθυστέρηση στη δίωξη, ανεξαρτήτως των προνοιών του άρθρου 88 του Νόμου που αφορούν στην παραγραφή αδικημάτων, από μόνη της δεν δικαιολογούσε διαταγή του Δικαστηρίου για καταχώρηση του κατηγορητηρίου, αφού είναι ασυμβίβαστη με την ίδια τη φύση και το σκοπό της συνοπτικής δίκης και το συμφέρον της δικαιοσύνης. Η καταχώρηση δεν επετράπη και για άλλο πρόσθετο λόγο. Κατά το Δικαστήριο, υπήρχε από πλευράς του αιτητή, κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, λόγω προηγούμενης άρνησης του Δικαστηρίου να εγκρίνει κατηγορητήριο (στο εξής «το πρώτο κατηγορητήριο») που ο αιτητής είχε καταχωρήσει με την ίδια νομική και πραγματική βάση, εναντίον των ίδιων προσώπων. Θεώρησε δε, το Δικαστήριο, ότι ο αιτητής επανήλθε με νέο κατηγορητήριο, το υπό αναφορά, για να παρακάμψει την προθεσμία που τίθεται στο άρθρο 43 του Νόμου για σκοπούς έκδοσης βεβαίωσης άρνησης του Δικαστηρίου να εγκρίνει την καταχώρηση προτεινόμενου κατηγορητηρίου.
Μετά την υποβολή προφορικού αιτήματος, το οποίο ενέκρινε το παρόν Δικαστήριο, ο αιτητής καταχώρησε συμπληρωματική ένορκη δήλωση συνοδευόμενη από έγγραφα, με την οποία ζητεί όπως θεωρηθεί ως η μόνη ένορκη δήλωση που αφορά την παρούσα αίτηση διότι η αρχική ένορκη δήλωση αφορά σε άλλη αίτηση, την υπ. αρ. 16/2018, και καταχωρήθηκε εκ παραδρομής. Η καθυστέρηση στην καταχώρηση του κατηγορητηρίου αιτιολογείται στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση (στο εξής «η ένορκη δήλωση») ως ακολούθως:
«5. Όσον αφορά την καθυστέρηση ως αυτής γίνεται επίκληση στην απόφαση επί του πιστοποιητικού, παράγραφο 5 υποστηρίζω ότι αυτή είναι αιτιολογημένη βάσεις τις εξέλιξης και αναγκαίας καθυστέρησης που προέκυψε με έκδοση καθοριστικών αποφάσεων του ιδίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εξηγώ με τις ακόλουθες παραγράφους. Αναφέρω ότι η άρνηση να μου δοθεί ο Ηλεκτρονικός υπολογιστής προέκυψε το 2018 όταν το ΤΑΕ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ζήτησε τους λογαριασμούς του 2007 και εντεύθεν που ήταν αποθηκευμένοι στον εν λόγω υπολογιστή. Αναφέρω ότι η Δ.Ε.Π.Ε. οδηγήθηκε σε διάλυση με συμφωνία ημερ. 3/11/2014 (αντίγραφο της συμφωνίας επισυνάπτεται «ΤΕΚΜΗΡΙΟ Γ» Ο Ηλεκτρονικός Υπολογιστής μου ανήκει και πρέπει να μου επιστραφεί βάση του όρου 3 στη σελίδα 3 της συμφωνίας, όπου αναφέρεται σε «όλο τον γραφειακό ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Αναζήτησα τον υπολογιστή και αυτός ανευρέθει στα γραφεία του xxx Χατζηρούσου, ο οποίος αν και παραδέχθηκε ότι αυτός ο υπολογιστής μου ανήκε, μου είπε ότι θα μου τον παρέδιδε μόνο αν συμφωνούσε και ο xxx Παπαχαραλάμπους.
6. Αναφέρω ότι ο xxx Χατζηρούσος απέσπασε τον Ηλεκτρονικό Υπολογιστή με δόλο τον Φεβρουάριο του 2015, όταν ο ίδιος μου ανέφερε ότι τον χρειαζόταν για να έκλεινε τους λογαριασμούς μέχρι το 2013. Ο υπολογιστής είχε καταχωρημένες όλες τις χρεωπιστώσεις μέχρι τις 3/11/2013 (ημερομηνία διάλυσης εταιρείας). Μου διευκρίνισε ότι ήταν αναγκαίος ο υπολογιστής για να μπορεί να αντλήσει τη σχετική πληροφόρηση για σκοπούς κλεισίματος των βιβλίων της Εταιρείας. Ταυτόχρονα, υπήρχαν και τα γραπτά βιβλία που είχαν τα ίδια στοιχεία.
7. Όμως για να μην κατηγορηθώ ότι παρακώλυα το έργο του εκκαθαριστή, του επέτρεψα να πάρει τον υπολογιστή. Ουδέποτε μου ανέφερε ότι τον επέστρεψε και αυτό το ανακάλυψα τον Ιούνιο το 2018.
8. Δύο μέρες μετά, που πρέπει να ήταν περί τον Ιούνιο του 2018, ο xxx Χατζηρούσος μου είπε ότι απεφάσισε να κρατήσει τον υπολογιστή, διότι ούτε αυτός ούτε ο xxx Παπαχαραλάμπους επιθυμούσαν να μου δώσουν τον Υπολογιστή που με βάση της συμφωνίας διαλύσεως, της ΔΕΠΕ ανήκε σε μένα.
9. Δυστυχώς η Αστυνομία αρνήθηκε να εκδώσει ένταλμα έρευνας του υποστατικού του xxx Χατζηρούσου, με αποτέλεσμα να είναι ανάγκη να υιοθετήσω τις παρούσες διαδικασίες για την ανάκτηση του Υπολογιστή.»
Για το ζήτημα της κατάχρησης, λόγω άρνησης του Δικαστηρίου να εγκρίνει την καταχώρηση του πρώτου κατηγορητηρίου, ο αιτητής αναφέρει ότι δεν ενημερώθηκε για την άρνηση του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να μην είχε τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα να ζητήσει σχετική βεβαίωση, δυνάμει του άρθρου 43 του Νόμου, εντός της ταχθείσας προθεσμίας.
Η εμπεριστατωμένη γραπτή αγόρευση που καταχωρήθηκε από το δικηγόρο του αιτητή επικεντρώνεται στις γενικές αρχές που διέπουν το ζήτημα που απασχόλησε το Επαρχιακό Δικαστήριο και στους λόγους άρνησης του να εγκρίνει την καταχώρηση του κατηγορητηρίου. Παρόλο που φαίνεται να αποδέχεται ο αιτητής ότι η καθυστερημένη δίωξη μπορεί να αποτελέσει παράγοντα άρνησης έγκρισης ενός κατηγορητηρίου, εισηγείται ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε αδικαιολόγητη ή ανυπέρβλητη καθυστέρηση στην καταχώρηση του συγκεκριμένου κατηγορητηρίου, για τους λόγους που εξηγούνται και που επαναλήφθηκαν από τον αιτητή κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της αίτησης. Αναφορά σε αυτούς γίνεται κατωτέρω.
Το ζήτημα που εδώ απασχολεί διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 43 του Νόμου, οι οποίες έτυχαν εξέτασης, μεταξύ άλλων, στο σύγγραμμα του Γ. Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η αναθεωρημένη έκδοση, σελ.123 και 124, όπου καταγράφονται τα ακόλουθα:
«Το κατηγορητήριο πρέπει να εγκριθεί από δικαστή πριν την καταχώρισή του. Ο δικαστής, μετά τη θεώρηση του κατηγορητηρίου, μπορεί να το εγκρίνει, διατάσσοντας την καταχώρισή του ή μπορεί να αποστεί από την έγκρισή του.
. . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . .
Εύλογα ο δικαστής μπορεί να αρνηθεί να εγκρίνει κατηγορητήριο, εάν αυτό είναι στοιχειοθετημένο με τρόπο ο οποίος παραβιάζει τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση των κατηγοριών, τη συνένωση κατηγοριών ή τη συνένωση κατηγορουμένων. Παρά ταύτα, ο δικαστής σε εκείνο το στάδιο, στην απουσία επιχειρηματολογίας, θα είναι διστακτικός να απορρίψει την έγκρισή του εκτός ενόψει καταφανούς σφάλματος.»
Στην υπόθεση Police v. Athienitis (1983) 2 CLR 194, 231 υποδείχθηκαν τα ακόλουθα ως προς τα όσα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο για την καταχώρηση κατηγορητηρίου:
«Criminal proceedings are instituted by a charge preferred before a Court. The charge is presented to a Judge of the Court who, after perusal, directs that the same shall be filed - (Sections 37 and 43 of the Criminal Procedure Law, Cap. 155). The direction of the Judge for filing or his refusal to give such direction no doubt is a judicial function and not administrative. He has to examine the charge in order to ascertain: (i) that an offence known to law is alleged, (ii) that it is not out of time, (iii) that the Court has jurisdiction, and (iv) that the informant has any necessary authority to prosecute - (See R. v. Gateshead Justices, (1981) 1 All E.R. 1027, per Donaldson, L.J. at p. 1033).»
Δεν πρόκειται για εξαντλητικό κατάλογο των θεμάτων στα οποία πρέπει να στρέψει την προσοχή του το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να εγκρίνει ή να αρνηθεί να εγκρίνει την καταχώρηση. Κοντολογίς, τo Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί με βάση το υλικό που βρίσκεται ενώπιον του ότι είναι κατάλληλη περίπτωση να εγκρίνει την καταχώρηση του κατηγορητηρίου. Όπως τέθηκε το θέμα στην R v West London Justices Ex p. Klahn [1979] 2 All ER 221:
«In addition to these specific matters it is clear that [the magistrate] may and indeed should consider whether the allegation is vexatious: see Rex v. Bros (1901) 85 L.T. 581. Since the matter is properly within the magistrate's discretion it would be inappropriate to attempt to lay down an exhaustive catalogue of matters to which consideration should be given. Plainly he should consider the whole of the relevant circumstances.»
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, ζήτησα τη θέση του αιτητή, ο οποίος τυγχάνει xxx και χειρίστηκε την υπόθεση ο ίδιος στο στάδιο εκείνο, αναφορικά με την προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις όπως η παρούσα. Κατά πόσο δηλαδή η εξουσία του είναι αναθεωρητική ή εξετάζει την αίτηση «πρωτογενώς και εξ ιδίων του». Εισηγήθηκε, ότι η εξουσία είναι αναθεωρητική, θέση η οποία βρίσκει απήχηση στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα των A.N. Loizou και G.M.Pikis, Criminal Procedure in Cyprus (στη σελ. 61):
«The judge may, after perusal of the charge, either approve it by directing that the same shall be filed or may withhold approval. In the event of refusal the judge must, if he is so requested, give within ten days from the date of refusal, a certificate of such refusal whereupon it will be open to an aggrieved party to apply within ten days to the Supreme Court to review the decision. If the Supreme Court decides that the filing of the charge was wrongly refused, they may make an order directing that the charge be filed .»
Στην μεταγενέστερη έκδοση του συγγράμματος από το Γ.Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση του Criminal Procedure in Cyprus (1975) στα Ελληνικά, το ζήτημα τίθεται διαφορετικά, με αναφορά σε έφεση και όχι αναθεώρηση, ως φαίνεται από το ακόλουθο απόσπασμα (σελ.123):
«Το κατηγορητήριο πρέπει να εγκριθεί από δικαστή πριν την καταχώρισή του. Ο δικαστής, μετά τη θεώρηση του κατηγορητηρίου, μπορεί να το εγκρίνει, διατάσσοντας την καταχώρισή του ή μπορεί να αποστεί από την έγκρισή του. Στη δεύτερη περίπτωση - εάν ζητηθεί - ο δικαστής πρέπει, εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της άρνησής του να εγκρίνει το κατηγορητήριο, να εκδώσει πιστοποιητικό απόρριψης, οπόταν παρέχεται ευχέρεια στον Κατήγορο να εφεσιβάλει την απόφαση εντός δέκα ημερών. Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφασίσει ότι η απόρριψη είναι αδικαιολόγητη, μπορεί να διατάξει την καταχώριση του κατηγορητηρίου. Το πιστοποιητικό άρνησης της έγκρισης του κατηγορητηρίου εκδίδεται σύμφωνα με τον τύπο τον οποίο προκρίνουν οι Περί Ποινικής Δικονομίας Κανονισμοί»
(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Πιο πρόσφατα, ο αδελφός Δικαστής Ναθαναήλ συνοψίζοντας τις σχετικές αρχές στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της L.C.A. Domiki Limited ημερομηνίας 2.10.2018, είχε την ακόλουθη, διαφορετική προσέγγιση:
«Η επιδίωξη της παρούσας αίτησης στοχεύει στην έκδοση διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο προς καταχώρηση του ιδίου κατηγορητηρίου. Θα πρέπει να λεχθεί ότι η αίτηση που εισάγεται στο Ανώτατο Δικαστήριο μετά από άρνηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης κατηγορητηρίου στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν έχει την έννοια της εφέσεως. Επομένως το Δικαστήριο, ως Ανώτατο, κρίνει πρωτογενώς και εξ ιδίων του την υπόθεση και τα περιβάλλοντα γεγονότα και δύναται, ανάλογα, να ασκήσει τη δική του ευχέρεια διατάσσοντας την καταχώρηση του κατηγορητηρίου.»
Αυτή η προσέγγιση συνάδει με το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 43 του Κεφ.155[1] και βρίσκει σύμφωνο το παρόν Δικαστήριο.
Η άλλη προσέγγιση, της πρωτογενούς και εξ ιδίων του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασης της υπόθεσης, φέρνει εκ νέου στο προσκήνιο το ζήτημα της καθυστέρησης, υπό το φως όμως των εξηγήσεων που παρέχει ο αιτητής με την ένορκη δήλωσή του. Σύμφωνα με αυτές, τα κατ' ισχυρισμόν αδικήματα φέρονται να συντελέστηκαν όχι το 2015, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο αλλά το 2018. Γεγονός που επιβεβαιώνεται με τη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή όπου αναφέρεται ότι «Το κατηγορητήριο αναφέρεται σε αδικήματα κλοπής. Η πράξη μεταφοράς του υπολογιστή στον κατηγορούμενο 1. (εφεξής αναφέρεται ως «ΝΧ») άρχισαν μεν το 2015 αλλά ολοκληρώθηκαν και περιήλθαν τα περαιτέρω συστατικά τους στοιχεία το 2018. Επίσης η ενημέρωση για την ολοκλήρωση της διάπραξης των αδικημάτων δεν επήλθε το 2015 αλλά το 2018 και επεξηγούμε από τα αναφερόμενα της συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης του Παραπονούμενου». Στο ερώτημα δε του Δικαστηρίου πότε συντελέστηκαν τα αδικήματα που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, ο αιτητής απάντησε ότι συντελέστηκαν το 2018, αλλά η «απόσπαση» του ηλεκτρονικού υπολογιστή έγινε το 2015 με τέχνασμα το οποίο ο ίδιος αντιλήφθηκε το 2018. Επισήμανε δε ότι το παρόν στάδιο δεν είναι το στάδιο της απόδειξης και το κατηγορητήριο μπορεί, αν χρειαστεί, να τύχει ανάλογης τροποποίησης.
Τα γεγονότα στα οποία βασίζονται οι κατηγορίες αναφορικά με τη διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος, πρέπει να εμπίπτουν στη χρονική περίοδο του κατηγορητηρίου. Εν προκειμένω, παρόλο που στο κατηγορητήριο παρουσιάζεται πως τα αδικήματα διαπράχθηκαν το 2015, η ένορκη δήλωση, η γραπτή αγόρευση και η προφορική δήλωση του αιτητή, ως ανωτέρω, παρουσιάζουν να συντελέστηκαν το 2018, δηλαδή σε χρόνο άλλο από αυτό που αναγράφεται στο κατηγορητήριο. Τούτου δοθέντος, δεν θεωρώ ότι πρόκειται για κατάλληλη περίπτωση έγκρισης της καταχώρησης του κατηγορητηρίου ως έχει. Η δυνατότητα δε τροποποίησης του κατηγορητηρίου μετά την καταχώρησή του, αν χρειαστεί, ανάλογα με την εξέλιξη της μαρτυρίας, στην οποία αναφέρθηκε ο αιτητής, αντιστρατεύεται τη σαφή θέση του ιδίου, καθώς επίσης του δικηγόρου του, παραπέμποντας στην ένορκη δήλωση, ότι τα αδικήματα συντελέστηκαν το 2018.
Έπειτα, η καταχώρηση δεν μπορεί να επιτραπεί και για άλλο πρόσθετο, πιο σημαντικό, θα έλεγα, λόγο. Η νομολογία αναγνωρίζει το δικαίωμα σε ιδιώτη να προχωρήσει σε ποινική υπόθεση εναντίον άλλου, όταν οι ίδιες οι διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας δεν επιθυμούν να αναλάβουν τέτοια διαδικασία, (βλ. Ttofinis v Theocharides (1983) 2 CLR 363). Όπως υπογραμμίστηκε στην απόφαση του Λόρδου Diplock στην Gouriet v Union of Post Office Workers [1977] 3 All ER 70 (HL), το δικαίωμα αποτελεί συνταγματικό εχέγγυο κατά της αυθαίρετης, της διεφθαρμένης ή της μεροληπτικής παράλειψης των διωκτικών αρχών να προβούν σε δίωξη παραβατών του ποινικού δικαίου. Η κατάχρηση, όμως, αυτού του δικαιώματος με την επιδίωξη σκοπού άλλου από αυτό για τον οποίο προορίζεται η ποινική διαδικασία, δεν εγκρίνεται από τα δικαστήρια, «ιδιαίτερα όταν μέσω της ποινικής δίωξης επιδιώκεται η προώθηση αστικού δικαιώματος το οποίο, λόγω ακριβώς της φύσης του, δεν είναι ορθό να γίνεται αντικείμενο ποινικής δίωξης» (Γάλλουρου ν Οδοντοτεχνικού Εραγαστηρίου Γ.Α. Βαριάνος Λτδ κ.ά. (2007) 2 ΑΑΔ 151. Βλ., επίσης, R v Belmarsh Magistates' Court, ex parte Watts (1999) 2 Cr App Rep 188 και Pambos & Kostakis Moleskis Trading Ltd v. Melpomeni Hotel Apartments Ltd (2011) 2 A.A.Δ 365).
Εν προκειμένω, είναι εμφανές από την ίδια την ένορκη δήλωση του αιτητή, ότι οι σκοποί της προτεινόμενης ποινικής διαδικασίας είναι άλλοι από εκείνους για τους οποίους αυτή προορίζεται, που συνίστανται «στον κοινό σκοπό τιμωρίας του εγκλήματος και μέσω της τιμωρίας, στην αποτροπή επανάληψης του εγκλήματος από τον ίδιο και κάθε επίδοξο εγκληματία» (Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133). Σύμφωνα με αυτή, οι προτεινόμενοι κατηγορούμενοι αρνούνται να παραδώσουν στον αιτητή τον αναφερόμενο στο κατηγορητήριο ηλεκτρονικό υπολογιστή, δικής του ιδιοκτησίας βάσει συμφωνίας που συνάφθηκε με ένα από αυτούς. Μετά δε την άρνηση της Αστυνομίας «να εκδώσει ένταλμα έρευνας» των υποστατικών του ενός εκ των προτεινόμενων κατηγορούμενων, στη φυσική κατοχή του οποίου παρουσιάζεται να ευρίσκεται ο υπολογιστής, ο αιτητής θεωρεί αναγκαία την υιοθέτηση της προτεινόμενης ιδιωτικής ποινικής διαδικασίας, «για την ανάκτηση του.». Ως έχει αναφερθεί, η επιδίωξη ή προώθηση αστικού δικαιώματος, λόγω ακριβώς της φύσης του, δεν είναι ορθό να γίνεται αντικείμενο ποινικής δίωξης (βλ. Γιάλλουρου (ανωτέρω)).
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] 43.(1) Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε ∆ικαστή του ∆ικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται.
(2) Κατόπιν ΅ελέτης του κατηγορητηρίου ο ∆ικαστής δύναται να διατάξει όπως αυτό καταχωριστεί ή, αν αρνείται να δώσει τέτοια διαταγή, αυτός πρέπει, αν παρακληθεί ΅ε αυτό τον τρόπο από το πρόσωπο που απαγγέλλει την κατηγορία εντός δέκα η΅ερών από την η΅ερο΅ηνία της άρνησης, να δώσει σε αυτό βεβαίωση της άρνησης, και το πρόσωπο αυτό δύναται, εντός δέκα η΅ερών από την η΅ερο΅ηνία της εξασφάλισης της βεβαίωσης να ζητήσει από το Ανώτατο ∆ικαστήριο ή ∆ικαστή του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου την έκδοση διατάγ΅ατος που να διατάσσει την καταχώριση του κατηγορητηρίου και, αν το διάταγ΅α εκδοθεί, το κατηγορητήριο καταχωρίζεται ανάλογα.