ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα. Θ. Παπακυριακού (κα), για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-11-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 175/2016, 23/11/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B509

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 175/2016)

 

23 Νοεμβρίου 2018

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

xxxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων

-         ν.   -

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

------------------------------------------

 

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Θ. Παπακυριακού (κα), για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

 

------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Μόνιμο Κακουργιοδικείου Λάρνακας/Αμμοχώστου καταδίκασε τον εφεσείοντα μετά από ακροαματική διαδικασία σε 6 έτη φυλάκιση για τις κατηγορίες της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος και εμπρησμό και 6 μήνες για μεταφορά μάχαιρας λήγουσας σε αιχμηρό άκρο. 

 

        Οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος φαίνονται στο σκεπτικό της απόφασης και ιδιαιτέρως στο στάδιο καταγραφής των ευρημάτων στη βάση των οποίων στις 12.5.2015 και ώρα 05:25 εξερράγη πυρκαγιά σε πρακτορείο στοιχημάτων στη Λάρνακα, η οποία προκάλεσε ζημιά στον εξοπλισμό και στοιχεία του κτιρίου ύψους €80.750.  Εξετάσεις από την Πυροσβεστική Υπηρεσία έδειξαν ότι η εστία της πυρκαγιάς ήταν εσωτερικά της κύριας αλουμινένιας εισόδου με το γυαλί αυτής να ήταν σπασμένο και με οσμή να ανιχνεύεται από υπόλοιπα υγρών καυσίμων δίπλα από την είσοδο.  Η πυρκαγιά είχε τεθεί κακόβουλα και γι΄ αυτή χρησιμοποιήθηκε εύφλεκτη ύλη και συγκεκριμένα βενζίνη.  Ήταν η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι οι xxxxx και xxxxx, οι οποίοι παραδέχθησαν τις κατηγορίες της συνομωσίας και του εμπρησμού και έδωσαν μαρτυρία υπέρ της κατηγορούσας αρχής ως Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, ήταν τα άτομα που μετά από παρότρυνση από τον εφεσείοντα έθεσαν την πυρκαγιά στο επίδικο πρακτορείο στοιχημάτων έναντι ανταλλάγματος.  Ο Μ.Κ.2 δεν θα χρωστούσε πλέον στον εφεσείοντα ένα ποσό €800,  στον δε Μ.Κ.3 ο εφεσείων έδωσε μέσω του Μ.Κ.2 το ποσό των €400, ενώ αρχικά του είχε υποσχεθεί το ποσό των €1.000.  Στους Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο ποινή φυλάκισης 3 ετών μετά την παραδοχή ενοχής στην κατηγορία του εμπρησμού, και πριν αυτοί κληθούν να καταθέσουν υπέρ της κατηγορούσας αρχής. 

 

        Ήταν η βασική θέση του Μ.Κ.2 καταγόμενου από τη Συρία, ότι τον εφεσείοντα τον γνώρισε στις φυλακές και ότι τον συνάντησε εκ νέου σε ένα εστιατόριο στη Λάρνακα.  Έκτοτε επικοινωνούσαν τηλεφωνικώς συνομιλώντας στα Αραβικά γιατί ο εφεσείων ήταν γνωστός και ως xxxx ή και ως xxxxx ή και ως xxxx.  Σταδιακά ο εφεσείων του δάνεισε το συνολικό ποσό των €800, το οποίο όμως δεν μπόρεσε να αποπληρώσει εφόσον δεν είχε εργασία.  Το επίδικο βράδυ του εμπρησμού μετά από τηλεφώνημα του εφεσείοντα του ζητήθηκε να τηλεφωνήσει σε κάποιο αριθμό και να διευθετήσει συνάντηση «για να κάνουν μια δουλειά», μετά από την οποία δεν θα όφειλε πλέον τα χρήματα.  Ο εφεσείων του εξήγησε ότι «η δουλειά» ήταν να κάψουν το μαγαζί της συζύγου του επειδή δεν ήθελε η σύζυγος του να έχει τέτοιο μαγαζί.  Συναντήθηκε πράγματι με το άλλο άτομο, ο οποίος ήταν Τούρκος με το όνομα Housein και ο οποίος του ζήτησε να ανοίξει το καπό του οχήματος του για να τοποθετήσουν αντικείμενα που θα χρειάζονταν στην πορεία.  Ο Housein έβαλε μέσα στο όχημα ένα πλαστικό παγούρι, δύο κουκούλες προσώπου και δύο ζευγάρια πλαστικά γάντια.  Τον οδήγησε στο συγκεκριμένο κατάστημα, έριξαν βενζίνη μέσα από το γυαλί της πόρτας το οποίο προηγουμένως έσπασαν.  Επέστρεψαν στο σημείο όπου είχε αφήσει το όχημα του ο Housein, ο οποίος πήρε τα αντικείμενα που αναφέρθηκαν προηγουμένως και τα έβαλε στο δικό του αυτοκίνητο.  Ο ίδιος επέστρεψε στη Λευκωσία.  Σε τηλεφώνημα του εφεσείοντα του είπε ότι ήταν «εντάξει» για να καταλάβει ότι έγινε «η δουλειά».  Συναντήθηκε με τον εφεσείοντα αργότερα την ίδια ημέρα και ο τελευταίος του έδωσε €400 για να τα δώσει στον Housein.

 

Ο Μ.Κ.3, επίσης από τη Συρία, είχε καταθέσει ότι γνώριζε τον εφεσείοντα με το όνομα xxxx και ότι είχε γνωρίσει και τον Μ.Κ.2 πριν από μία δεκαετία.  Μια ή δύο εβδομάδες πριν τον εμπρησμό είχε πει στον Μ.Κ.2 ότι έψαχνε για εργασία και αυτός του έδωσε ένα αριθμό τηλεφώνου που ανήκε στον xxxxx και διευθέτησε συνάντηση με τον εφεσείοντα στη Λάρνακα, ο οποίος και του είπε ότι θα του εύρισκε εργασία και ότι ήθελε να κάψει ένα μαγαζί έναντι του ποσού των €1.000.  Μάλιστα τον οδήγησε με το όχημα του στο συγκεκριμένο κατάστημα διευκρινίζοντας του ότι ήταν αυτό που ήθελε να κάψει, μεταφέροντας τον δε πίσω στο όχημα του, του έδωσε δύο κουκούλες και δύο ζευγάρια ιατρικά γάντια.  Μια εβδομάδα μετά του τηλεφώνησε ο εφεσείων και του ζήτησε να μεταβεί στη Λάρνακα για να κάψει το συγκεκριμένο μαγαζί.  Πράγματι μετέβηκε στη Λάρνακα το βράδυ  πριν τον εμπρησμό, αλλά ανέφερε στον εφεσείοντα ότι πρόσωπο το οποίο είχε ο ίδιος βρει δεν συμφωνούσε να τον βοηθήσει.  Έτσι, ο Μ.Κ.2, προφανώς ειδοποιηθείς από τον εφεσείοντα, του τηλεφώνησε στην πορεία για να μεταβούν μαζί στο μαγαζί στοιχημάτων για να το κάψουν.  

 

        Η υπόλοιπη μαρτυρία εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής προήλθε από τον αρχιαστυφύλακα Π.Π που είχε επισκεφθεί τη σκηνή και χειρίστηκε τα τεκμήρια της υπόθεσης, είχε δε λάβει και παρειακά επιχρίσματα από τον εφεσείοντα και εντοπίσει τα τηλέφωνα από τα οποία είχαν ανταλλαγεί συνομιλίες μεταξύ του εφεσείοντα και των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3.  Ο αρχιλοχίας Χ.Π., Μ.Κ.4,  εκτέλεσε το ένταλμα σύλληψης εναντίον του εφεσείοντος, οι δε Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 του υπέδειξαν διάφορες σκηνές που είχαν επισκεφθεί στο πλαίσιο της εκτέλεσης του εμπρησμού, καθώς και το χώρο όπου ο Μ.Κ.3 είχε κάψει τις κουκούλες και τα γάντια.  Ο υπαστυνόμος Χ. Ζ., Μ.Κ. 5, γνώριζε τον εφεσείοντα από προηγούμενες υποθέσεις και γνώριζε ότι μεταξύ των σεσημασμένων προσώπων ήταν ο εφεσείων και κάποιος Λ. Φ. τον οποίο ο εφεσείων φερόταν να θεωρούσε υπεύθυνο για προηγούμενη καταδίκη του για αδικήματα απειλής βιαιοπραγίας εναντίον υπαλλήλων και αντιπροσώπων πρακτορείων στοιχημάτων που σχετίζονταν με το επίδικο πρακτορείο.  Στο μάρτυρα αυτό, ο Λ.Φ.  προώθησε δύο απειλητικά γραπτά μηνύματα τα οποία υποψιαζόταν ότι του απέστειλε ο εφεσείων, ο οποίος όμως ερωτούμενος αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε ανάμειξη.  Η Α.Φ., Μ.Κ.6, σύζυγος του Μ.Κ.3, αναφέρθηκε στις σχέσεις της με αυτόν και ότι δεν γνώριζε επακριβώς τι εργασίες έκανε, ούτε γνώριζε τον εφεσείοντα ή τον Μ.Κ. 2.  Γνώριζε, όμως, ότι σε κάποια φάση ο σύζυγος της ήταν φοβισμένος και της έλεγε ότι τον απειλούσαν και ότι είχε κάψει ένα πρακτορείο χωρίς να της δώσει λεπτομέρειες.  Παραδεκτή έγινε και η κατάθεση της A.M.P., συμβίας του εφεσείοντος, η οποία αναφέρθηκε στις σχέσεις της με αυτόν και ότι ήταν ιδιοκτήτης δύο οχημάτων και δύο κινητών τηλεφώνων, όταν δε τον γνώρισε εργαζόταν για τον Λ.Φ. που είχε το πρακτορείο στοιχημάτων.  Ο εφεσείων μιλούσε άλλοτε στα Αραβικά, άλλοτε Αγγλικά και άλλοτε Κυπριακά,  της ανέφερε δε την προηγούμενη ημέρα του εμπρησμού ότι είχε αφήσει κάποιον να προσέχει το σπίτι τους γιατί φοβόταν, ενώ την υπόλοιπη εβδομάδα ήταν πολύ νευρικός διότι είχαν κάψει «το μπούκικο του Λ.» και κάποιοι τον κατηγορούσαν ότι αυτός ήταν ο υπεύθυνος.

 

        Ο εφεσείων προέβη σε ανώμοτη δήλωση λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι εργαζόταν σε νυκτερινά κέντρα και είσπραττε επιταγές που δεν είχαν αντίκρισμα, ο δε Λ.Φ. του έδιδε συχνά ανείσπρακτες επιταγές για να προσπαθήσει να τις εισπράξει έναντι αμοιβής.  Δεν υπήρχε καμία διαφορά μεταξύ τους ούτε λόγος να τον απειλήσει ή να απειληθεί αφού ο ίδιος έπαιρνε εργασία από τον Λ.Φ.  και ότι όσα είχαν πει οι πρώην συγκατηγορούμενοι του Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 ήταν «παραμύθια»  που  είχαν   απλώς σκοπό να τον ενοχοποιήσουν. Στη φυλακή συνάντησε τους Κ. Κ.  και Α.Κ., Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να κατέθεταν την αλήθεια σχετικά με απειλές που ο ίδιος είχε δεχθεί και ότι ο Μ.Κ.3 ενώ βρισκόταν στα κρατητήρια του Αστυνομικού Σταθμού Αραδίππου έδωσε εναντίον του κατάθεση μετά από επιθυμία της αστυνομίας η οποία τον φοβέριζε ότι θα «έτρωγε πολύ ξύλο».  Επιταγή του Λ.Φ. που είχε στο σπίτι του όταν τον συνέλαβαν, η αστυνομία την εξαφάνισε και δεν την παρουσίασε. 

 

        Ο Μ.Υ.1 κατέθεσε ότι ένας άλλος κατάδικος είχε λάβει τηλεφώνημα για να απειλήσει τον εφεσείοντα ότι οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 θα ψευδομαρτυρούσαν ότι ήταν ο εφεσείων που τους παρότρυνε να θέσουν φωτιά στο πρακτορείο.  Ο Μ.Υ.2 κατέθεσε ότι ο Μ.Κ.3 του είχε αναφέρει ότι δεν γνώριζε τον εφεσείοντα, αλλά ο άλλος συλληφθείς, (δηλαδή ο Μ.Κ.2) είχε πει στην αστυνομία ότι ήταν ο εφεσείων που τους παρότρυνε στον εμπρησμό.  Οι αστυνομικοί στο Τ.Α.Ε. Λάρνακος κτυπούσαν τον Μ.Κ.3, ο οποίος εν τέλει αναγκάστηκε να πει ότι ήταν ο εφεσείων που τους παρότρυνε να θέσουν τη φωτιά. 

 

        Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας και αναλύοντας τη μαρτυρία, όπως αυτή σκιαγραφήθηκε πιο πάνω, έκρινε όλους τους μάρτυρες κατηγορίας ως αξιόπιστους αναφέροντας, ιδιαιτέρως δε ότι οι Μ.Κ.1, Μ.Κ.4, Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6, ήταν αντικειμενικοί και αμερόληπτοι.  Όσον αφορά τη μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, τους έκρινε ως αυτουργούς στη διάπραξη των αδικημάτων και προσέγγισε τη μαρτυρία τους με «εξαιρετική προσοχή και επιφυλακτικότητα», θέλοντας να βεβαιωθεί ότι όσα οι μάρτυρες είχαν καταθέσει δεν μολύνονταν από αλλότρια κίνητρα λόγω της συμμετοχής τους στο αδίκημα.  Το Κακουργιοδικείο πριν αξιολογήσει τελικώς τη μαρτυρία τους στη βάση των αποφάσεων Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628 και Kondratjev v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 551, αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία την οποία θεώρησε ότι υπήρχε τείνουσα να ενισχύσει ουσιωδώς σημεία της μαρτυρίας τους από τον κατάλογο τηλεπικοινωνιακών δεδομένων που κατατέθηκε ως τεκμήριο με παραδεκτό το περιεχόμενο του, που έδειχναν κλήσεις από και προς τον εφεσείοντα από τα κινητά τηλέφωνα των μαρτύρων.  Τα τηλεφωνήματα περιελάμβαναν και μήνυμα που απέστειλε ο Μ.Κ.2 στο κινητό του εφεσείοντος με τη λέξη «Καλημέρα» για να καταλάβει ότι είχαν κάψει το πρακτορείο.  Οι τηλεφωνικές κλήσεις έδειχναν επίσης κίνηση του Μ.Κ.2 στο Πέρα Χωρίο Νήσου όπου είχε συναντηθεί με τον εφεσείοντα για να του δώσει €400.  Το ότι ο εφεσείων βρισκόταν το επίδικο βράδυ στα κατεχόμενα, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του Μ.Κ.2, επιβεβαιωνόταν από την παραδεκτή κατάθεση της A.M.P., συμβίας του εφεσείοντος, ενώ οι ισχυρισμοί του Μ.Κ.2 ότι είχαν τηλεφωνική επικοινωνία με τον εφεσείοντα το επίδικο βράδυ ενισχυόταν από τις κλήσεις, αλλά και τη μαρτυρία του Μ.Κ.5. 

 

        Το Κακουργιοδικείο σχολίασε τη θέση του Μ.Κ.2 ότι ο Μ.Κ.3 τον γνώριζε εξ όψεως και μόνο και ότι του είχε συστηθεί ως Τούρκος με το όνομα Housein, αλλά ο ίδιος ο Μ.Κ.3 ανέφερε ότι είχε γνωρίσει τον Μ.Κ.2 πριν από μια δεκαετία όταν εργάζονταν μαζί στις οικοδομές και έμενε πλάϊ στο σπίτι του στο Τσέρι.  Πριν από τον εμπρησμό είχε συναντηθεί με τον Μ.Κ.2 ψάχνοντας για εργασία και του είχε δώσει τον αριθμό τηλεφώνου του εφεσείοντος με τον οποίο είχε επικοινωνήσει.  Οι αντιφάσεις αυτές δεν θεωρήθηκαν ουσιώδεις για το ζητούμενο στην υπόθεση με το Κακουργιοδικείο να καταγράφει την άποψη ότι το σημαντικό ήταν ότι ο κάθε ένας από τους δύο συναυτουργούς, Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, είχαν εξηγήσει το ρόλο του εφεσείοντος στην παρότρυνση να προβούν στην εγκληματική ενέργεια του εμπρησμού, με ανάλογο αντάλλαγμα για τον κάθε ένα από αυτούς.  Ούτε είχε προκύψει οποιοδήποτε στοιχείο που να έδειχνε ότι οι συναυτουργοί γνώριζαν τον Λ.Φ. ή είχαν οποιοδήποτε κίνητρο από μόνοι τους να θέσουν τη φωτιά ή να εμπλέξουν ψευδώς τον εφεσείοντα χωρίς οποιοδήποτε κίνητρο. 

 

        Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 ως θετική και προερχόμενη από πρόσωπα που βίωσαν αυτά τα οποία κατέθεσαν.  Η μαρτυρία τους θεωρήθηκε ότι ενισχυόταν από ανεξάρτητη και αξιόπιστη μαρτυρία που σχετιζόταν με τα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο εφεσείων, αλλά ακόμη και αν δεν εντοπιζόταν τέτοια ενισχυτική μαρτυρία και πάλι το Κακουργιοδικείο ήταν διατεθειμένο να στηριζόταν στη μαρτυρία τους και μόνο.  Προς τούτο προειδοποίησε έντονα τον εαυτό του για τους κινδύνους αποδοχής τέτοιας μαρτυρίας χωρίς ενίσχυση. 

 

        Τις θέσεις του εφεσείοντος μέσα από τη ανώμοτη δήλωση του έκρινε ότι στερούνταν πειστικότητας υπό το φως του συνόλου της υπόλοιπης μαρτυρίας εξηγώντας τους λόγους γι΄ αυτό, ενώ απέρριψε και τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης, οι οποίοι, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, είχαν καταθέσει με μοναδικό σκοπό να βοηθήσουν τον εφεσείοντα και όχι να εκφράσουν την αλήθεια.

 

        Μετά την αναμενόμενη νομική ανάλυση ως προς την έννοια της συνομωσίας και του εμπρησμού, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι αποδείχθηκαν οι κατηγορίες πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας λόγω της διαμόρφωσης συμφωνίας και της ύπαρξης κοινού σκοπού για τη διάπραξη του αδικήματος του εμπρησμού μεταξύ των τριών ατόμων.  Στη βάση δε του άρθρου 20(δ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ο εφεσείων κρίθηκε να είχε συμμετάσχει ενεργώς στον εμπρησμό ως ο προαγωγός των άλλων δύο συμμετεχόντων στη συνομωσία, ώστε εκ της συμμετοχής αυτής, να ήταν και ο ίδιος ένοχος.

 

        Ο εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδίκη του, όσο και την επιβληθείσα ποινή.  Οι κύριοι λόγοι που προωθήθηκαν αφορούν την κατ΄ ισχυρισμόν λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας με ιδιαίτερη έμφαση στην μη απόδοση επαρκούς σημασίας στις αντιφάσεις μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας που έπλητταν ευθέως το ειλικρινές της μαρτυρίας των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3.  Η ανάλυση που γίνεται στο διάγραμμα του εφεσείοντος και, όπως αναπτύχθηκε και διά ζώσης από τον συνήγορο του, αφορά στις λεπτομέρειες της γνωριμίας μεταξύ των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, τις αντιφάσεις που παρουσιάστηκαν μεταξύ τους κατά την ισχυριζόμενη διάπραξη του εγκλήματος και ότι οι αναφορές περί εμπλοκής του εφεσείοντος στο έγκλημα ήταν αντιφατικές και μη πειστικές.  Αυθαίρετα το Κακουργιοδικείο είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε πρόθεση και λόγο να προκαλέσει ζημιά στο Λ.Φ., ο οποίος δεν κλήθηκε να καταθέσει εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής.  Από την άλλη, αυθαίρετα οι μάρτυρες υπεράσπισης κρίθηκαν αναξιόπιστοι και λανθασμένα επίσης κρίθηκε ότι υπήρχε ικανοποιητική ενισχυτική μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3.  Ως προς την ποινή, το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη νομολογία αναφορικά με την επιβολή ηπιότερων ποινών σε παρόμοιες περιπτώσεις και ούτε έλαβε υπόψη ότι στους πρώην συγκατηγορουμένους του εφεσείοντος είχε επιβληθεί ποινή μόνο 3 ετών, ενώ στον εφεσείοντα επιβλήθηκε η διπλάσια ποινή των 6 ετών χωρίς καμιά αιτιολογία. 

 

        Η αντίθετη θέση της Δημοκρατίας καταγράφεται στο διάγραμμα που κατατέθηκε στο οποίο και αναλύονται όλοι οι λόγοι έφεσης με βασικό άξονα ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων κρίνεται πρωτίστως από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο και είχε καταγράψει ικανούς και πειστικούς λόγους που το ώθησαν να δεχθεί τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας, ιδιαιτέρως όμως τη μαρτυρία των συναυτουργών.  Η ενισχυτική μαρτυρία που κρίθηκε ότι υπήρχε ήταν δεδομένη και ορθά και εμπεριστατωμένα το Κακουργιοδικείο τη θεώρησε ως τέτοια.  Όσον αφορά την ποινή λόγω της έξαρσης του αδικήματος του εμπρησμού και της συνομωσίας, το Κακουργιοδικείο επέβαλε ένα λογικό υπό τις περιστάσεις μέτρο λαμβάνοντας υπόψη κάθε τι το οποίο είχε αναφερθεί από τον εφεσείοντα προσδίδοντας ιδιαιτέρως σημασία στο γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν ο ιθύνων νους στη διάπραξη των αδικημάτων, ενώ είχε και προηγούμενες καταδίκες που αφορούσαν σοβαρής μορφής παρομοίας φύσεως αδικήματα. 

 

        Οι λόγοι έφεσης αφορούν στην ουσία την αξιολόγηση της μαρτυρίας για την οποία ευθύνη έχει πρωτίστως το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της πλούσιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι σπάνια το Εφετείο επεμβαίνει στην αξιολογική κρίση του Δικαστηρίου το οποίο είχε το ευεργέτημα να δει τους μάρτυρες και τον τρόπο που αυτοί κατέθεταν ενώ έδιναν μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης.  Επέμβαση στην αξιολόγηση και τα συνακόλουθα ευρήματα δικαιολογείται μόνο όταν τα ευρήματα είναι αντιφατικά μεταξύ τους ή η αξιολόγηση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με παραδεκτά γεγονότα ή άλλα τεκμήρια κατατεθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου ή απέχει από τη λογική των πραγμάτων στα περιστατικά της υπόθεσης. 

 

        Με την πιο πάνω γενική θεώρηση δεν υφίσταται λόγος επέμβασης στην αιτιολογία που το Κακουργιοδικείο έδωσε για το αξιόπιστο των μαρτύρων κατηγορίας συμπεριλαμβανομένων και των πρώην συγκατηγορουμένων Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3.  Ορθά το Κακουργιοδικείο θεώρησε τους προαναφερόμενους ως συναυτουργούς με τον εφεσείοντα ούτως ώστε να προειδοποιήσει τον εαυτό του ως προς τη δοθείσα εκ μέρους τους μαρτυρία και, επομένως, εύλογα κατέγραψε το αυτονόητο ότι η μαρτυρία τους έπρεπε να ιδωθεί με σκεπτικισμό και καχυποψία.  Όπως καταγράφηκε προηγουμένως το Κακουργιοδικείο αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία πριν καταλήξει στην καθ΄ αυτό κρίση του επί του αξιόπιστου ή μη της μαρτυρίας των δύο αυτών μαρτύρων.  Αναφέρθηκε προς τούτο στα απορρέοντα από τη νομολογία που έχει διαμορφωθεί στις υποθέσεις Χριστοδούλου άλλως Ρόπα ν. Δημοκρατίας και Kondratjev ν. Αστυνομίας, ανωτέρω.  Στην πρώτη των υποθέσεων αυτών λέχθηκε ότι η νομολογιακή αρχή με αναφορά στη Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 231, είναι ότι και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας είναι δυνατό το Δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία συνεργού αφού προηγουμένως προειδοποιήσει τον εαυτό του δεόντως για τους κινδύνους που εγκυμονεί τέτοιο ενδεχόμενο.  Στην Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, καθώς και στην Attorney-General of Hong Kong n. Wong Muk-ping (1987) 2 All E.E. 488, λέχθηκε ότι θέμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας τίθεται μόνο εφόσον ο συνεργός φαίνεται αξιόπιστος.  Ακόμη και όπου η μαρτυρία του συνεργού αξιολογείται ενιαία με την  υπόλοιπη μαρτυρία καθίσταται φανερό ότι δεν μπορεί αναξιόπιστος μάρτυρας-συνεργός να τύχει ενίσχυσης εφόσον αντικειμενικά το βάσιμο της εκδοχής του δεν υφίσταται.  Στη δεύτερη των υποθέσεων την Kondratjev ν. Αστυνομίας  λέχθηκε ότι ένα Δικαστήριο διατηρεί τη δυνατότητα να στηριχθεί μόνο στη μαρτυρία συνεργού, αλλά η αναζήτηση ταυτόχρονα και ενισχυτικής μαρτυρίας δεν είναι αφ΄ εαυτής επιλήψιμη ενέργεια έστω και εάν η ενισχυτική μαρτυρία δεν χρειάζεται στην ουσία για να εδραιώσει το αξιόπιστο της μαρτυρίας του συνεργού. 

 

        Η ορθή προσέγγιση του θέματος είναι διαφορετική από αυτό που το Κακουργιοδικείο κατέγραψε ως απορρέουσα από τη νομολογία.  Όπως υποδεικνύουν οι πιο πάνω αυθεντίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η δυνατότητα αποδοχής της μαρτυρίας συνεργού χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας είναι δεδομένη.  Από την οδηγούσα αυθεντία στην Davies v. D.P.P. (1954) AC 378, αναγνωρίστηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων ότι όπου συνεργός δίδει μαρτυρία υπέρ της κατηγορούσας αρχής είναι καθήκον του Δικαστηρίου να προειδοποιήσει τους ενόρκους ότι παρά το γεγονός ότι είναι δυνατή η καταδίκη στη βάση της μαρτυρίας αυτής είναι επικίνδυνο να χωρήσει τέτοια καταδίκη χωρίς ενίσχυση.  Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα των Roberts και Zuckerman: "Criminal Evidence", σελ. 480-482, η ανάγκη για την προειδοποίηση στις περιπτώσεις συνεργών σε αντίθεση με τις υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων ή της μαρτυρίας παιδιών, δεν βασίζεται σε στερεότυπα τεκμήρια αναξιοπιστίας.  Η ανάγκη για προειδοποίηση στηρίζεται στο γεγονός ότι ένας συνεργός πιθανόν να επιθυμεί να αποενοχοποιήσει τον εαυτό του ή να επιδιώκει να τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από την κατηγορούσα αρχή βοηθώντας την να καταδικάσει άλλους συμμετέχοντες στο αδίκημα και σε αυτή την προσπάθεια δυνατό να υπερβάλλει ως προς την ευθύνη των υπολοίπων ή ακόμη και να εμπλέξει αθώα μέρη.  Είναι εύκολο για τον συνεργό που είναι γνώστης των γεγονότων του εγκλήματος να κατασκευάσει μαρτυρία για την ανάμειξη άλλων προσώπων που θα είναι δύσκολο να αποδειχθεί μη πειστική.  Και βεβαίως ένας συνεργός είναι εκ προοιμίου και με ομολογία δική του εγκληματίας, ούτως ώστε η αξιοπιστία του είναι, κατ΄ ελάχιστον, ανοικτή σε αμφισβήτηση.  Παρουσιάζεται έτσι ότι η έννοια του συνεργού στο ποινικό δίκαιο έχει αποδειχθεί προβληματική και έχει δώσει την αφορμή για την ανάγκη ενίσχυσης εξ αιτίας του γεγονότος ότι η συνέργεια αναπτύχθηκε με σκοπό την απόδοση ποινικής ευθύνης παρά για σκοπούς αποδεικτικής αξίας. 

 

        Η ορθή λοιπόν αντιμετώπιση της μαρτυρίας συνεργού θα πρέπει να έχει έναυσμα την καθ΄ αυτό αποτίμηση του αξιόπιστου ή μη της μαρτυρίας του.  Εάν ο συνεργός κρίνεται κατά βάση ως αξιόπιστος μάρτυρας από το Δικαστήριο, ή, τους ενόρκους στην Αγγλία, τότε τυχόν στοιχεία άλλης μαρτυρίας που τείνουν να ενισχύσουν το αξιόπιστο μπορούν να αναζητηθούν, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο.  Είναι λάθος, όμως, να κρίνεται το αξιόπιστο της μαρτυρίας ενός συνεργού είτε στη βάση ενισχυτικής μαρτυρίας είτε ως σφαιρική αντιμετώπιση του θέματος.  Αυτό διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος μεταφοράς μιας αίσθησης ενοχής εξαιτίας της ενισχυτικής μαρτυρίας στην ενδεχόμενη αμφιβολία περί της αξιοπιστίας ενός συνεργού.  Παρά όμως την ατυχή διατύπωση του Κακουργιοδικείου στο σκεπτικό του, στην πορεία, τοποθετήθηκε ορθά καταγράφοντας στη σελ. 38 της απόφασης του ότι «Η αποδοχή της μαρτυρίας των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 δεν είναι άμεσα εξαρτημένη από το γεγονός ότι έχουμε εντοπίσει ενισχυτική μαρτυρία σε ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας τους.  Και αν ακόμη δεν εντοπίζαμε τέτοια ενισχυτική μαρτυρία και πάλι θα στηριζόμαστε στη μαρτυρία τους.».  Εξηγώντας στη συνέχεια ότι έχοντας προειδοποιήσει τον εαυτό του και έχοντας αναλογιστεί τον κίνδυνο αποδοχής της μαρτυρίας χωρίς ενίσχυση, εν τούτοις, μπορούσε ως Κακουργιοδικείο να βασιζόταν «με απόλυτη ασφάλεια σ΄ αυτή».

 

        Στο πιο πάνω πλαίσιο νομικής αντίληψης και εξετάζοντας με προσοχή τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπέδειξε ως αντιφάσεις στη μαρτυρία των αυτουργών Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, κρίνεται ότι δεν μπορεί η αξιολόγηση του Κακουργιοδικείου να θεωρηθεί λανθασμένη.  Τα θέματα που αναπτύσσει εξαντλητικά ο συνήγορος στο διάγραμμα του έχουν εξεταστεί από το Κακουργιοδικείο και έχουν απαντηθεί.  Οι όποιες διαφορές υπήρξαν μεταξύ των δύο αυτών μαρτύρων αναφορικά με τη γνωριμία τους είναι στο τέλος της ημέρας ήσσονος σημασίας και, ως θέμα λογικής, η έστω και εξ όψεως γνωριμία κάποιων δεν αποκλείει τη μεταγενέστερη αναζήτηση βοήθειας για εργασία ειδικά στο πλαίσιο ατόμων που ως αλλοδαποί είχαν ανάγκη ο ένας τον άλλο.  Το αν συστήθηκε ο ένας ως Τούρκος εξηγήθηκε από τον ίδιο στη μαρτυρία του ότι δεν είχε άδεια παραμονής στη Δημοκρατία και δεν είχε λόγο να εμπιστευθεί τον Μ.Κ.2 φοβούμενος το ενδεχόμενο να τον καταγγείλει στις Αρχές.  Ούτε τα όσα αναφέρθηκαν ως προς τη διαφορά για την αμοιβή που θα λάμβαναν για τον εμπρησμό έχουν υπόσταση.  Δεν υπάρχει ουσιαστική αντίφαση μεταξύ των καταθέσεων των δύο μαρτύρων κατηγορίας γιατί τα χρήματα που ο εφεσείων έδωσε στον Μ.Κ.2, τα €400, ήταν για να τα δώσει στον Μ.Κ.3 εφόσον στον ίδιο τον Μ.Κ.2, ο εφεσείων είχε πει ότι θα θεωρείτο εξοφλημένο το ποσό που του χρωστούσε για «τη δουλειά» που θα έκανε. 

 

        Η σχέση μεταξύ εφεσείοντα και Λ.Φ. είχε ορθά θεωρηθεί ως υπάρχουσα από το Κακουργιοδικείο εφόσον ο ίδιος ο εφεσείων στην ανώμοτη του δήλωση αναφέρθηκε στο άτομο αυτό.  Το ότι ο Λ. Φ. ήταν ο ιδιοκτήτης της εταιρείας στοιχημάτων ήταν δεδομένο από άλλη μαρτυρία όπως αυτή του Μ.Κ.4, αλλά και του Μ.Κ.5 που ως υπεύθυνος του ΤΑΕ Λάρνακας είχε γνώση για προστριβές και διαφορές μεταξύ σεσημασμένων ατόμων.  Το ότι υπήρχαν τεταμένες σχέσεις μεταξύ των δύο απορρέει και από την παραδεκτή κατάθεση στης συμβίας του εφεσείοντος.  Οι αυτουργοί Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, δεν γνώριζαν τον Λ. Φ. και, επομένως, ορθά το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη θέση περί συνωμοσίας ή κατασκευής μαρτυρίας ώστε να ενοχοποιούσαν τον εφεσείοντα χωρίς λόγο. 

 

        Ο εφεσείων εστιάζει στα αναφερθέντα από τους μάρτυρες, ακόμη και της Α.Φ., συζύγου του Μ.Κ.3, ως αναδεικνύοντα αντιφάσεις σοβαρής μορφής.  Εξονυχίζεται η μαρτυρία ώστε να αναδεικνύονται αυτοδιαψεύσεις των μαρτύρων και μη λογικές απαντήσεις.  Για παράδειγμα, για τη σύζυγο προτείνεται ότι είχε δει τον Μ.Κ.3 να ήταν φοβισμένος και να μη μιλούσε και ότι τον απειλούσαν και δεν γνώριζε οποιοδήποτε με το όνομα του Μ.Κ.2.  Και ότι μετέπειτα η ίδια είχε πει ότι είχε γίνει αναφορά στο πρόσωπο αυτό γιατί είχε εργαστεί μαζί με τον Μ.Κ.3 σε ένα κλαμπ.  Ότι ο Μ.Κ.3 είχε δηλώσει ότι είχε δύο παιδιά αρχικά, για να πει αργότερα ότι είχε μόνο μια θυγατέρα.  Και ότι δεν γνώριζε αν αυτή θα βαφτιζόταν Χριστιανή ή Μουσουλμάνα.  Τέτοιες υποδείξεις λεπτομερείς αναφέρονται και καταγράφονται σε όλο το διάγραμμα.  Όμως, η ανάγνωση των πρακτικών πρέπει να γίνεται εν τω συνόλω τους.  Και όχι μικροσκοπικά.  Όλα τα ανωτέρω και άλλα, έχουν τις εξηγήσεις τους και η διάσταση στη μαρτυρία δεν είναι τέτοια που οδηγεί σε αναγνώριση λανθασμένης αξιολόγησης.  Οι μάρτυρες Μ.Κ.2, Μ.Κ.3 και Α.Φ, είχαν δώσει πειστικές απαντήσεις ιδωμένες στο σύνολο τους.  Η Α.Φ δέχθηκε με ειλικρίνεια ότι είχαν κατά καιρούς προστριβές με τον σύζυγο της, δεν ήθελε να εργαζόταν βράδυ σε ύποπτους χώρους εφόσον ήταν οικογενειάρχης, ότι δεν γνώριζε πολλά για τις παρέες του και αφού τον έδιωξε από το σπίτι τον δέχθηκε μετά πίσω γιατί είχαν ένα παιδί μαζί.  Ο Μ.Κ.3 ανέφερε ότι η σύζυγος του είχε και δύο παιδιά από προηγούμενο γάμο.

 

        Όλα τα πιο πάνω και όσα καταγράφηκαν στο διάγραμμα δεν αγγίζουν τον πυρήνα της υπόθεσης και τα γεγονότα που αφορούν τον εμπρησμό.

 

        Αναφορικά με το λόγο περί της λανθασμένης ανεύρεσης ενισχυτικής μαρτυρίας, όπως έχει ήδη λεχθεί προηγουμένως, το Κακουργιοδικείο κατέστησε σαφές ότι η καταδίκη μπορούσε να επισυμβεί στη βάση της κριθείσας  ως αξιόπιστης μαρτυρίας των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3.  Δεν είναι ορθή η τοποθέτηση του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη Δημοκρατία παρουσίασε μόνο περιστατική μαρτυρία.  Αντίθετα η μαρτυρία ήταν άμεση προερχόμενη από τους συναυτουργούς, οι οποίοι ευθέως ενέπλεξαν τον εφεσείοντα, ο οποίος εκ των πραγμάτων είχε την απαραίτητη νοητική κατάσταση και πρόθεση να εκτελέσει εγκληματική ενέργεια μέσω τρίτων.  Τα όσα, εκ του περισσού, τονίζεται, κατέγραψε το Κακουργιοδικείο ως ενίσχυση της μαρτυρίας των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, ορθά θεωρήθηκαν ενισχυτικά εφόσον προέρχονταν από ανεξάρτητη πηγή που συνέδεαν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις που έλαβαν χώραν σε σχέση με το περιστατικό με τον εφεσείοντα και υπήρχε και η κατάθεση της συμβίας αυτού ως προς τις κινήσεις του. 

 

        Αναφορικά με το λόγο απόρριψης του αξιόπιστου της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης ορθά κρίνεται ότι το Κακουργιοδικείο δεν δέχθηκε τη μαρτυρία τους καταγράφοντας προς τούτο πειστικούς λόγους.  Η μαρτυρία αυτή εν πολλοίς δεν είχε τεθεί στους μάρτυρες κατηγορίας ή τέθηκαν ισχυρισμοί διαφορετικοί που έδειχναν την «αλλοπρόσαλλη στάση υποβάλλοντας στους Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 κατά την αντεξέταση τους, θέσεις οι οποίες όχι μόνο δεν υποστηρίχθηκαν με σχετική μαρτυρία, αλλά αντίθετα προσκομίστηκε μαρτυρία με την οποία προβάλλονται εντελώς διαφορετικές θέσεις.».  Το Κακουργιοδικείο σημείωσε με επάρκεια τις διαφοροποιημένες θέσεις που πρόβαλαν οι μάρτυρες υπεράσπισης και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν. 

 

        Ως προς τις διαφορές που ο εφεσείων είχε με τον Λ. Φ. το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι και από την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντος προέκυπτε σχέση μεταξύ τους, ενώ η μη κλήση του Λ. Φ. από την κατηγορούσα αρχή για κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου δεν αποστέρησε οτιδήποτε από την υπεράσπιση εφόσον υπήρχε η δυνατότητα για τον εφεσείοντα να καλέσει ο ίδιος το άτομο αυτό.  Ανεξάρτητα από την κλήση ή μη του Λ. Φ., η κατάληξη του Κακουργιοδικείου βασίστηκε στην όλη θεώρηση της μαρτυρίας με το Κακουργιοδικείο να ήταν προσεκτικό στο να αποκλείσει στην ουσία, μη δίδοντας οποιαδήποτε βαρύτητα, το περιεχόμενο των απειλητικών μηνυμάτων που είχε προωθήσει στον Μ.Κ.5 ο Λ. Φ. υποψιαζόμενος τον εφεσείοντα.  Δεν υπήρχε ευθέως μαρτυρία ότι ο εφεσείων είχε αποστείλει αυτά τα μηνύματα και ορθώς δεν τους αποδόθηκε οποιαδήποτε βαρύτητα.  Το mens rea του εφεσείοντος φανερωνόταν από το γεγονός ότι μέσω των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, στόχευε στον εμπρησμό του συγκεκριμένου καταστήματος.  Το κίνητρο του εφεσείοντος δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο των εγκλημάτων. 

 

        Ως προς την επιβληθείσα ποινή, το Κακουργιοδικείο έδωσε εκτεταμένο σκεπτικό με αναφορά σε σχετική νομολογία ως προς τη σοβαρότητα των αδικημάτων εμπρησμού και έλαβε υπόψη και τις δύο προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντος σε παρομοίας φύσεως αδικήματα.  Αφορούσαν στο αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας και κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία στις οποίες είχαν επιβληθεί ποινές φυλάκισης εννέα μηνών και έξι μηνών με αναστολή.  Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη οτιδήποτε λέχθηκε από το συνήγορο του εφεσείοντος, καθώς και την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και επέβαλε την ποινή φυλάκισης των έξι ετών έχοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών καθώς και το γεγονός ότι η  μη παραδοχή και η διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας δεν ευνοούσαν έκπτωση στην ποινή, όπως είχε γίνει με τους Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, στους οποίους είχε επιβληθεί ποινή για να μπορέσουν να καταθέσουν εναντίον του εφεσείοντος.  Το αδίκημα του εμπρησμού είναι σοβαρό, και ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, δύσκολη η εξιχνίαση  και η απόδειξη του.  Δεν κρίνεται ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν υπερβολική σε σημείο που να χρειάζεται επέμβαση από το Εφετείο. 

 

        Υπό το φως όλων των ανωτέρω τόσο η έφεση επί της καταδίκης, όσο και η έφεση επί της ποινής απορρίπτονται.

 

 

 

                                                Δ.

 

                                               

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο