ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 251
Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 258
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525
Δημοκρατία ν. Ford & άλλων (Αρ. 1) (1995) 2 ΑΑΔ 29
Xατζηδημητρίου Φώτος ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104
Πίτσιλλος Xριστάκης ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 346
Eυαγγέλου Nίκος ν. Aστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 ΑΑΔ 24
Χριστοδούλου Ιερόθεος άλλως Ρόπας και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628
Λοΐζου Λοΐζος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 546
Eυθυμίου Nεόφυτος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 28
Petrosyan Spartak ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 90
Nικολαΐδης Χριστόδουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 271
Pal Tekinder και Άλλη ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551
Χρυσάνθου Γρηγόρης Α. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 221
Κλεομένης Μάριος ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 350
Αθανάση Παπανδρέας ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 867, ECLI:CY:AD:2016:B470
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
P. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 253/2017, 28/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:B66
PRICOPI v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 147/2019, 20/5/2020, ECLI:CY:AD:2020:B157
ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 34/2017, 75/2017, 18/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B377
Μ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 149/2019, 20/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:B358
ΚΟΥΠΠΗ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 174/2016, 10/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:B223
ΑΘΗΝΑΚΗ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 218/2017, 219/2017, 28/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B269
ΣΑΒΒΑ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 120/2017, 25/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B481
ΣΥΖΙΝΟΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 174/2017, 19/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:B330
ΕΥΘΥΜΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 191/2016, 6/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:B477
Γ. Χ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 148/19, 25/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:B61
ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 279/2018, 28/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B271
ΠΑΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 202/2020, 20/9/2022, ECLI:CY:AD:2022:B356
ECLI:CY:AD:2018:B414
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 156/16)
25 Σεπτεμβρίου, 2018
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXXXX ΧΡΙΣΤΟΦΗ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη
---------
Αλ. Αλεξάνδρου, για τον εφεσείοντα.
Ξ. Ξενοφώντος (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
---------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η υπόθεση, όπως καταχωρίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου, εναντίον δύο κατηγορουμένων, του κατηγορουμένου 1-εφεσείοντος και του κατηγορούμενου 2, προέκυψε ως αποτέλεσμα εκτέλεσης δύο ενταλμάτων έρευνας για δύο διαμερίσματα, σε πολυκατοικία στη Γεροσκήπου, διαμ. 101 και 102, που έλαβε χώρα στις 7.2.2015.
Ο κατηγορούμενος 1-εφεσείων, αντιμετώπιζε κατηγορίες για παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (κατηγορίες 2, 6, 12, 14, 15, 16, 17), παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια (κατηγορίες 3, 7, 8 και 9), παράνομη καλλιέργεια φυτών κάνναβης (κατηγορίες 4, 18), παράνομη καλλιέργεια φυτών κάνναβης με σκοπό την προμήθεια (κατηγορίες 5, 19) και παράνομη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (κατηγορία 10) και συνωμοσία με άλλο πρόσωπο, 2ο κατηγορούμενο, ο οποίος αντιμετώπιζε ίδιες κατηγορίες με τον εφεσείοντα.
Κατά την είσοδο στο διαμ. 101 τα μέλη της ΥΚΑΝ συνάντησαν στο καθιστικό τον κατηγορούμενο 2, να καπνίζει ένα χειροποίητο τσιγάρο, το οποίο παρέδωσε στον αστυφύλακα ΜΚ2. Κατά την επίστηση της προσοχής του στο Νόμο ο τότε κατηγορούμενος 2 απάντησε «εν ούλλα δικά μου μόνο μη μου φατσίσεις πάνω στην κκελέ». Σε άλλο δωμάτιο του διαμερίσματος εντοπίστηκε ο κατηγορούμενος 1-εφεσείων, ο οποίος μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία αστυνομικού τοποθέτησε σε τραπεζάκι που βρισκόταν μπροστά του ένα χειροποίητο μισοκαπνισμένο τσιγάρο που περιείχε κάνναβη, το οποίο κατά δική του ομολογία κάπνιζε. Όταν συνελήφθη ο εφεσείων δικαιολόγησε και απέδωσε την παρουσία του στο κάπνισμα: «Ήρτα δαμαί για να πιω καμιά ψιλή». Από την έρευνα στο διαμ. 101 εντοπίστηκε αριθμός φυτών κάνναβης, διάφορα αντικείμενα, όπως εξοπλισμός, λιπάσματα, φυτοφάρμακα και άλλα για τη συντήρηση των φυτών.
Από επιστημονικές εξετάσεις και αναλύσεις που διενεργήθηκαν αργότερα, διαπιστώθηκε ότι η πράσινη ξηρή φυτική ύλη κάνναβης, από την οποία δεν έχει εξαχθεί η ρητίνη, ήταν συνολικού βάρους 1341, 8225 γρ., το δε ύψος των 29 φυτών κάνναβης, από τα οποία επίσης δεν έχει εξαχθεί η ρητίνη, «κυμαινόταν» από 23 έως 129 εκατοστά.
Από την έρευνα που προηγήθηκε στο διαμ. 102, στην οποία διέμενε η οικογένεια του κατηγορούμενου 2 - στην παρουσία της συζύγου του τελευταίου - δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε το παράνομο.
Κατόπιν δαχτυλοσκοπικής εξέτασης που διενεργήθηκε επί των τεκμηρίων που παραλήφθηκαν από την Αστυνομία από το διαμ. 101, ταυτοποιήθηκε αποτύπωμα του δεξιού μεσαίου δαχτύλου του εφεσείοντος σε πλαστικό πιάτο γλάστρας, εντός της οποίας υπήρχε φυτό κάνναβης (τεκμήριο 50), αποτύπωμα του αριστερού μεσαίου δαχτύλου του σε νάιλον τσάντα, μέσα στην οποία υπήρχαν κομμάτια πετροβάμβακα, όμοια με εκείνα μέσα στα οποία ήταν φυτεμένα τα 36 στελέχη, κλώνοι φυτού κάνναβης και αποτύπωμα του δεξιού του αντίχειρα σε άδειο χάρτινο κουτί με επιγραφή «Full Cycle», το οποίο βρισκόταν μέσα σε χακί χάρτινη σακούλα (τεκμήριο 81). Στις 7.2.2015 διενεργήθηκε έρευνα σε οικία του εφεσείοντος στο χωριό Αχέλεια, από την οποία ουδέν ενοχοποιητικό στοιχείο προέκυψε. Ανακρινόμενος στις 8.2.2015 ο τότε κατηγορούμενος 2, αρνήθηκε εμπλοκή στην υπόθεση: δεν επιθυμούσε να απαντήσει σ΄ εκείνο το στάδιο αλλά θα απαντούσε μεταγενέστερα. Λίγες μόνο μέρες μετά, στις 11.2.2015, προέβη σε θεληματική κατάθεση: είχε αποφασίσει να πει όλη την αλήθεια. Ήθελε να μιλήσει και αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούσαν, «όχι όμως και τις ευθύνες άλλων προσώπων», οπότε και προχώρησε να παραθέσει το ιστορικό της γνωριμίας του με τον εφεσείοντα, στον οποίο απέδωσε πρωτεύοντα ρόλο: του εμπνευστή, σχεδιαστή και εκτελεστή της κοινής εγκληματικής τους δραστηριότητας.
Στις 12.2.2015 ο τότε κατηγορούμενος 2, προέβη σε συμπληρωματική κατάθεση και έδωσε την πληροφορία ότι στην οικία του εφεσείοντος στην Αχέλεια, σε μυστική κρύπτη δυνατόν να αποκρύπτονταν ναρκωτικές ουσίες και τεκμήρια τα οποία σχετίζονταν με την υπόθεση. Η νέα έρευνα, στην Αχέλεια, έφερε στο φως νέα ενοχοποιητικά στοιχεία: κάτω από ερμάρι στο χώρο της τουαλέτας εντοπίστηκε κρυφή είσοδος, η οποία, με την χρήση αυτοσχέδιου ανελκυστήρα, οδηγούσε σε υπόγεια κρύπτη. Εντός της κρύπτης, μέσα σε λαμαρίνα, εντοπίστηκε και παραλήφθηκε ποσότητα χώματος, αναμεμειγμένου με ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης. Πίσω δε από λαμαρίνες, εντοπίστηκε και παραλήφθηκε ένα αποξηραμένο φύλλο φυτού κάνναβης. Σε ανοικτό πάγκο της κουζίνας εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν τέσσερα καλάμια εκ των οποίων τα τρία, έφεραν νήματα, όμοια με τα καλάμια που βρίσκονταν τοποθετημένα σε γλάστρες που βρέθηκαν στο διαμ. 101. Παραλήφθηκε επίσης, μεταξύ άλλων, ένα κομμάτι πλαστικής σωλήνας, χρώματος πορτοκαλί, από την οποία προήλθαν, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, τρία μικρότερα κομμάτια που εντοπίστηκαν και περελήφθησαν από το διαμ. 101.
Ακολούθως ο κατηγορούμενος 2, όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου, υπό την τότε σύνθεση του, καταχώρισε παραδοχή σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 ετών. Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο κατηγορούμενος 2 χρησιμοποιήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή ως μάρτυρας κατηγορίας (ΜΚ4), εναντίον του εφεσείοντος - πρώην συνεργού του.
Ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου, υπό νέα πλέον σύνθεση, διεξήχθη η δίκη για τον εφεσείοντα. Κατέθεσαν συνολικά 18 μάρτυρες κατηγορίας. Ο εφεσείων μετά που κλήθηκε σε απολογία προέβη σε ανώμοτη δήλωση προβάλλοντας την αθωότητα του, αρνούμενος οποιαδήποτε σχέση με τα αντικείμενα που βρέθηκαν στο διαμέρισμα: «.Εγώ εκεί πήγα να πάρω ένα κάγκο όπως μου το έχει ζητήσει για να βάλει air condition. Όσο για το κλειδί που λέει ότι εγώ είχα κλειδί στην κατοχή μου δεν υπήρχε λόγος να έχω εγώ κλειδί στην κατοχή μου. Την προηγούμενη φορά που έχω πάει εγώ εκεί ήταν πριν 3, 5, 4 μήνες πριν να συλληφθώ. Ευχαριστώ κύριε Πρόεδρε, αυτά έχω να πω.» Προς επιβεβαίωση των λεγόμενων του σε σχέση με την παρουσία του στο διαμ. 101 κλήθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης ο ΜΥ1.
Η εισήγηση της Υπεράσπισης, όπως είχε προωθηθεί κατά τη δίκη, ότι επρόκειτο περί κατασκευασμένης υπόθεσης και ότι η μαρτυρία του πρώην συγκατηγορούμενου, ΜΚ4, ήταν προϊόν συνδιαλλαγής με την Κατηγορούσα Αρχή, απερρίφθη από το Κακουργιοδικείο, το οποίο αποδεχόμενο ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΚ4 κατέληξε ότι: «.αυτός με τον κατηγορούμενο συμφώνησαν όπως ο πρώτος διατηρεί και καλλιεργεί φροντίζοντας - συντηρώντας στο διαμέρισμα του φυτά κάνναβης, με επίγνωση περί τίνος επρόκειτο για λογαριασμό του κατηγορούμενου και άρα να τα κατέχουν. Πρόκειται για απαγορευμένη ουσία και ως εκ τούτου ο σκοπός τον οποίο συμφώνησαν οι δύο ήταν παράνομος. Τα αδικήματα κατοχής και καλλιέργειας ναρκωτικών τιμωρούνται με ποινές φυλάκισης τέτοιες που τα καθιστούν κακουργήματα. Κρίνουμε συνεπώς ότι στη βάση αυτών των δεδομένων αποδεικνύεται, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, η κατηγορία 1.»
Στη βάση όλων των ευρημάτων του, το Κακουργιοδικείο κατέληξε πως δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο εφεσείων κατείχε όλες τις ναρκωτικές ουσίες που βρέθηκαν στο διαμ. 101: «.Αυτός μετέφερε αρχικά την ποσότητα των 12 φυτών και αργότερα τους 24 κλώνους στο διαμέρισμα 101. Με οδηγίες του αλλά και με τη συνδρομή και συμμετοχή του γινόταν η περαιτέρω φροντίδα, συντήρηση και καλλιέργεια τους από το Μηναρή. Η ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης που βρέθηκε στο διαμέρισμα 101 προερχόταν από τα φυτά που είχαν ήδη ωριμάσει. Ομοίως, στη βάση των ευρημάτων μας, καταλήγουμε ότι ο κατηγορούμενος καλλιεργούσε με το Μηναρή και κατείχε τα 29 φυτά κάνναβης, ύψους 23 έως 129 εκατοστών που βρέθηκαν συνολικά σε δύο ξεχωριστά δωμάτια (24 και 5 φυτά) μέσα στο διαμέρισμα 101, ως εκ τούτου κρίνουμε ότι αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και οι κατηγορίες 4 και 6.» όπως και αποδείχθηκαν οι λοιπές κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων, πλην των κατηγοριών 18 και 19, για λόγους που επεξηγεί το Κακουργιοδικείο και δεν απασχολούν για σκοπούς έφεσης.
Ο εφεσείων στρέφεται με 8 λόγους έφεσης, στους οποίους θα αναφερθούμε κατωτέρω διεξοδικά, τόσο κατά της απόφασης του Κακουργιοδικείου ως λανθασμένης, όσο και κατά της επιβληθείσας ποινής, ως έκδηλα υπερβολικής και/ή ως παραβιάζουσας την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, ζήτημα που αντικρίζεται με την ποινή που επεβλήθη στον πρώην κατηγορούμενο 2 (ΜΚ4).
Κυρίαρχος άξονας της έφεσης είναι ότι ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης. Επρόκειτο, θεωρεί ο συνήγορος, για μια εξόφθαλμα κατασκευασμένη υπόθεση, στηριζόμενη ως επί το πλείστο σε συνδιαλλαγή του ΜΚ4 με την Αστυνομία, όπως διαφάνηκε κατά τη δίκη, αρχής γενομένης από την έναρξη της διερεύνησης της υπόθεσης και την όλη στάση που τήρησε η Κατηγορούσα Αρχή.
Ο δεύτερος άξονας άπτεται της εγκυρότητας της δίκης: η υπόθεση του εφεσείοντος δεν εκδικάστηκε από το φυσικό της Δικαστή. Ο τρίτος συσχετίζεται άμεσα με το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων και της κρίσης του Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας που οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντος: ΜΚ4 και ΜΚ5, Α.Δ., τους οποίους η Υπεράσπιση θεωρεί ότι δεν ήσαν μάρτυρες της αλήθειας, αλλά και στο λανθασμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την κατάληξη του περί αναξιοπιστίας του εφεσείοντος και του ΜΥ1. Τελευταίος άξονας αφορά στην κατάληξη του Δικαστηρίου να καταδικάσει τον εφεσείοντα στις κατηγορίες 14 και 15, χωρίς υποστηρικτική προς τούτο μαρτυρία.
Λόγοι έφεσης κατά της καταδίκης.
Προτάσσουμε και εξετάζουμε το 2ο λόγο έφεσης, λόγω του καταλυτικού ρόλου στην έκβαση της έφεσης: ακυρότητα της δίκης λόγω πάσχουσας σύνθεσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου: άλλη σύνθεση Κακουργιοδικείου (Δ. Σωκράτους, Π.Ε.Δ., Λ. Μάρκου, Α.Ε.Δ. και Μ. Δρουσιώτης, Ε.Δ.) άκουσε γεγονότα και επέβαλε ποινή στον τότε δεύτερο κατηγορούμενο και άλλο Κακουργιοδικείο υπό διαφορετική σύνθεση (Α. Δαυίδ, Π.Ε.Δ., Δ. Κίτσιος, Α.Ε.Δ. και Κ. Σατολιάς, Ε.Δ.) εξεδίκασε την υπόθεση του εφεσείοντος.
Εισηγείται η Υπεράσπιση ότι το Κακουργιοδικείο, το οποίο επέβαλε ποινή στον τότε κατηγορούμενο 2, όφειλε και είχε υποχρέωση να εκδικάσει και την υπόθεση του εφεσείοντος (Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 251 και Πίτσιλλος ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 346), ώστε να τηρηθεί η αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Είναι γεγονός ότι ως θέμα ορθής πρακτικής είναι ανεπιθύμητο να κατατεμαχίζεται το έργο της τιμωρίας συγκατηγορουμένων «.όταν κρίνεται αναπόφευκτη η επιβολή ποινής σε συγκατηγορουμένους σε περισσότερα στάδια του ενός, είναι σωστό να επιλαμβάνεται της υπόθεσης ο ίδιος δικαστής. Το μέλος του Δικαστηρίου που αναλαμβάνει την εκδίκαση της υπόθεσης εναντίον συγκατηγορουμένων καθίσταται ο φυσικός δικαστής και έχει υποχρέωση να εκδικάσει την υπόθεση εναντίον όλων των συγκατηγορουμένων. .» (Ιωάννου (ανωτέρω)).
Τούτο όμως δεν οδηγεί, ως επιθυμεί και υπερασπίζεται ο συνήγορος, σε ακυρότητα της δίκης ή της ακολουθητέας διαδικασίας: Το ανεπιθύμητο του κατατεμαχισμού της δίκης δεν οδηγεί άνευ ετέρου σε ακυρότητα της δίκης.
Αφής στιγμής ο τότε κατηγορούμενος 2 θα χρησιμοποιείτο ως μάρτυρας κατηγορίας, όπως εξαρχής δηλώθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, όπως και χρησιμοποιήθηκε, ορθά το τότε Κακουργιοδικείο προχώρησε στο έργο της επιβολής ποινής: Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221, Pal Tekinder κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551 και Archbold: "Criminal Pleading Evidence and Practice", 2007, σελ. 434-436, παρ. 4-193 έως 4-197.
Από την R. v. Robert Antony Payne, 34 Cr.App.Rep. 43, στην οποία κάνει αναφορά η Χρυσάνθου (ανωτέρω) αναδύεται η ορθή πρακτική:
«.Εάν μεν ο ένας ή ορισμένοι εκ των συγκατηγορουμένων παραδέχονται ενοχή και οι άλλοι όχι, τότε η ορθή πορεία για το Δικαστήριο είναι να αναστείλει την επιβολή ποινής σε αυτόν ή αυτούς που έχουν παραδεχθεί μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης για τους υπόλοιπους που δεν έχουν παραδεχθεί. Κατ' αυτό τον τρόπο, το Δικαστήριο γνωρίζει κατά την επιβολή της ποινής όλα τα γεγονότα για όσους καταδικαστούν ώστε να δύναται να εκτιμήσει ορθά την τυχόν διαφορετική εμπλοκή εκάστου στη διάπραξη των αδικημάτων. Ο κανόνας αυτός, όμως, δεν ισχύει όταν ο κατηγορούμενος ο οποίος παραδέχεται ενοχή θα κληθεί ταυτόχρονα από την κατηγορούσα αρχή ως μάρτυρας. Σ' αυτή την περίσταση, η ορθή πρακτική είναι να επιβληθεί αμέσως ποινή ώστε να μην υπάρχει υποψία ότι η μαρτυρία του πρώην συγκατηγορουμένου έχει μιασθεί εξ αιτίας της ενδεχομένως εύλογης ελπίδας ότι θα εξασφαλίσει μια ελαφρύτερη ποινή ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας που θα προωθήσει.»
Εν πάση περιπτώσει, το θέμα της αλλαγής του φυσικού Δικαστηρίου προβλήθηκε για πρώτη φορά με την αγόρευση του συνηγόρου, για σκοπούς μετριασμού και επιβολής ποινής, ως ζήτημα ορθής πρακτικής και όχι στην εμβέλεια που προωθήθηκε κατ΄ έφεση. Άλλωστε και ο ίδιος ο συνήγορος, συμφωνώντας με την τοποθέτηση του Δικαστηρίου δεν επέμενε σε ακυρότητα της δίκης. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από τα δύο Κακουργιοδικεία που επιλήφθησαν της υπόθεσης, ήταν υπό τις περιστάσεις ορθή και έγκυρη. Δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος που να συνηγορεί ότι παραβλάφθηκαν τα δικαιώματα του εφεσείοντος. Ο 2ος λόγος απορρίπτεται.
Η επόμενη ενότητα (1ος, 3ος και 8ος λόγος έφεσης) προβάλλει και πάλι ζήτημα δίκαιης δίκης που ορίζεται, κατά την Yπεράσπιση, στην παράλειψη του Δικαστηρίου να στρέψει την προσοχή του σε όλα όσα κατεδείκνυαν αβίαστα, ότι η μαρτυρία του ΜΚ4 ήταν κατασκευασμένη και/ή ως προϊόν συνδιαλλαγής με την Αστυνομία, ζήτημα που διασυνδέεται άμεσα με την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να εφοδιάσει την Υπεράσπιση με όλα τα στοιχεία της M.C., συζύγου του ΜΚ4 και ύποπτου προσώπου, κατά τον χρόνο διερεύνησης των αδικημάτων, ώστε αυτά να τύχουν επιστημονικής εξέτασης ή προκειμένου να εντοπιστεί το εν λόγω πρόσωπο και να κλητευθεί από την Υπεράσπιση ως μάρτυρας για να διαφανεί η αλήθεια στο Δικαστήριο.
Το Κακουργιοδικείο, απαντώντας στις επιμέρους θέσεις της Υπεράσπισης αναφορικά με την κλήτευση της M.C., αντίκρισε το ζήτημα ως ακολούθως:
«Η XXXXX Copaci δεν ήταν μάρτυρας επί του κατηγορητηρίου. Συνεπώς η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε υποχρέωση είτε να την καλέσει ως μάρτυρα είτε να την προσφέρει για αντεξέταση. Η κατάθεσή της, άλλωστε, τέθηκε υπόψη της Υπεράσπισης ως μέρος του μαρτυρικού υλικού που συλλέχθηκε κατά την πρόοδο του ανακριτικού έργου. Επομένως δεν εντοπίζεται σε αυτό το επίπεδο, οτιδήποτε το μεμπτό για την Κατηγορούσα Αρχή. Το ότι ο Μηναρής - συμβίος της - κατά τη μαρτυρία του απέφυγε να αποκαλύψει τη διαμονή της ή άλλα στοιχεία προς εντοπισμό της, δεν είναι στοιχείο το οποίο μπορεί να στοιχειοθετήσει τη θέση της Υπεράσπισης, αφού ο Μηναρή δεν εκπροσωπεί την Κατηγορούσα Αρχή. Ούτε από μόνο του τούτο αποκαλύπτει οποιαδήποτε συναλλαγή του Μηναρή με τις ανακριτικές αρχές. Περαιτέρω, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής δήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι παρ' ότι έγιναν έρευνες, στις οποίες αναφέρθηκε, δεν μπορούν να εντοπιστούν στοιχεία της XXXXX Copaci ενόψει του ότι πρόκειται για ευρωπαία πολίτη και δεν είναι δυνατό να ελεχθεί κατά πόσο βρίσκεται στην Κύπρο ή εκτός.
[.]
Επιπλέον, ελλείψει συγκεκριμένης εισήγησης από πλευράς υπεράσπισης αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς επηρεάστηκε η δίκαιη δίκη για τον κατηγορούμενο επειδή δεν ελέχθηκαν επιστημονικά τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα της Copaci ή επειδή αυτή δεν παρουσιάστηκε ως μάρτυρας κατηγορίας. Η Υπεράσπιση δεν επικαλείται οποιαδήποτε στοιχεία από την κατάθεσή της, (Τεκμήριο 115) τα οποία ενδεχομένως να ήταν ευνοϊκά γι΄ αυτήν ώστε να επηρεάστηκε από το γεγονός ότι τελικά δεν παρουσιάστηκε ως μάρτυρας στη διαδικασία.
Το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη όπως κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και από το Άρθρο 6.1 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, συμπεριλαμβάνει και την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να αποκαλύψει στην Υπεράσπιση όλη τη σχετική μαρτυρία υπέρ ή εναντίον του κατηγορουμένου (D.J. Harris, M. O'Boyle και C. Warbrick "Law of the European Convention on Human Rights", σ.213). Υποχρέωση που έχει περιβληθεί νομοθετικού χαρακτήρα, άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, όπως έχει τροποποιηθεί. Η υποχρέωση όμως της Κατηγορούσας Αρχής για αποκάλυψη δεν επεκτείνεται σε όλο το φάσμα του υλικού που βρίσκεται εντός του φακέλου αλλά σε συνάρτηση με τη μαρτυρία που είναι σχετική ή που είναι ουσιώδης ή μπορεί να είναι ουσιώδης σε σχέση με τα επίδικα θέματα που αναμένεται να εγερθούν ή ενδέχεται να εγερθούν κατά τη διάρκεια της δίκης (R. v. Brown (1997) 3 All E.R. 769, Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271).
Οι προεκτάσεις της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής εξετάστηκαν στην υπόθεση Korellis v. Cyprus (Αίτηση A. 54528/00, 7.1.2000, με την οποία αποφασίστηκε ότι «.άνκαι ο αιτητής δεν μπορεί να αποδείξει δυσμενή επηρεασμό της υπεράσπισής του από την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να τον εφοδιάσει με αντίγραφα των εγγράφων που έχει στην κατοχή της, εντούτοις ο αιτητής έχει την υποχρέωση να αποδείξει ότι η μαρτυρία που παραλείφθηκε έχει κάποια δυνητική σχετικότητα (potential relevancy) στην παρουσίαση της υπόθεσής του, .».
Σε κάθε περίπτωση οι ισχυρισμοί που προβάλλονται για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζονται μεμονωμένα ή αποσπασματικά ή κατ΄ αφηρημένο τρόπο αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 53/17 κ.α., 15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465, Παπανδρέα Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/14, 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470).
Η συλλογιστική και η τελική κατάληξη του Κακουργιοδικείου επί των ανωτέρω μας βρίσκουν απολύτως σύμφωνους. Η Υπεράσπιση δεν επικαλέσθηκε, ούτε και ενώπιον μας επικαλείται, οποιοδήποτε στοιχείο από την κατάθεση της συζύγου του ΜΚ4 τα οποία θα ήσαν τυχόν ευνοϊκά για την Υπεράσπιση ή η μη παρουσία της ενώπιον του Δικαστηρίου παρέβλαψε τα συμφέροντα του εφεσείοντος. Άλλωστε, τα στοιχεία της M.C., ο τόπος διαμονής της και o αριθμός τηλεφώνου που έδωσε η ίδια στην Αστυνομία κατά τον χρόνο της σύλληψης της, κατατέθηκαν στο Δικαστήριο (τεκμήριο 144). Δύο δε ανακριτικές καταθέσεις της δόθηκαν στην Υπεράσπιση, μαζί με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό εξαρχής και προ της έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας. Κατά την ακροαματική διαδικασία η Υπεράσπιση κατέθεσε, κατά την αντεξέταση, μέσω των μαρτύρων κατηγορίας αστυνομικών που έλαβαν τις καταθέσεις, τις δύο καταθέσεις της ως τεκμήρια (τεκμήρια 115 και 142 αντιστοίχως). Στις εν λόγω καταθέσεις η εν λόγω M.C. δηλώνει άγνοια για τα ναρκωτικά. Οι έρευνες στις οποίες προχώρησε εξ ιδίων η Αστυνομία, για να την εντοπίσει δεν καρποφόρησαν, εξ ου και δηλώθηκε στο Κακουργιοδικείο αδυναμία εντοπισμού της. Ο ΜΚ4 είχε τεθεί στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, οπότε εύλογα γίνεται κατανοητή και δικαιολογημένη η άρνηση του να δώσει πληροφορίες και στοιχεία για τη διαμονή της συζύγου του, όπως κλήθηκε κατά το στάδιο της αντεξέτασης του. Τα γεγονότα της παρούσας ορθά διακρίθηκαν από το Κακουργιοδικείο από την Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 143. Ό,τι κρίθηκε κατ΄ έφεση ως λανθασμένο στην Πέγκερος, ήταν η λανθασμένη εξαγωγή ευρήματος επί των γεγονότων που στηρίχθηκαν σε εξ ακοής μαρτυρία, χωρίς να κληθεί το πρόσωπο από το οποίο αυτή προερχόταν.
Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί εκ μέρους της Υπεράσπισης δυνητική σχετικότητα ως προς την αποκάλυψη της διεύθυνσης του εν λόγω προσώπου ή των άλλων προσωπικών της δεδομένων. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
Ο περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμος, Ν. 95(Ι)/2001, άρθρο 16 και η νομολογία, Ρόπας κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, αποτελούν οδηγό για τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της μεταχείρισης ή ασυλίας την οποία τυγχάνει ένας μάρτυρας.
Ό,τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο, είναι η παροχή ενθάρρυνσης προς το μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα για να παραποιήσει τη μαρτυρία του, για να εξυπηρετήσει αλλότριο σκοπό ή να αποκρύψει την αλήθεια. Οι φόβοι ενός μάρτυρα, για την ασφάλεια του ιδίου και της οικογένειάς του, μπορεί να τον καταστήσουν διστακτικό να εκπληρώσει το καθήκον του. Εάν οι φόβοι του βρίσκουν πραγματικό έρεισμα, η πολιτεία μπορεί να του παράσχει προστασία, αναλόγως με τα αίτια του φόβου, υπό τον όρο πάντα, ότι ποτέ ο μάρτυρας δε θα ενθαρρυνθεί άμεσα ή έμμεσα να καταθέσει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια: «Η αναζήτηση της αλήθειας, για τη διαλεύκανση του εγκλήματος, πρέπει να αποτελεί την αμετάβλητη συνισταμένη των ανακριτικών αρχών. Το εύλογο του φόβου του μάρτυρα κρίνεται υπό το φως των πραγματικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα ή σε συγκεκριμένη περιοχή.» (Ρόπας (ανωτέρω), Σκορδέλλη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 101/13-104/13, 6.6.2016 και Ορέστης Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 12-17/15, 4.7.2017).
Το Εφετείο καλείται να εξετάσει (λόγοι έφεσης 4, 5, 6) εάν το Κακουργιοδικείο ενήργησε εντός των πλαισίων που ορίζει η νομολογία κατά το έργο της αξιολόγησης μαρτυρίας, έργο κατ΄ εξοχήν του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει όταν διαπιστώνει ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν αυθαίρετη ή ολότελα λανθασμένη, εν όψει αδιαμφισβήτητων στοιχείων της μαρτυρίας που δυνατόν να οδηγήσουν τρίτο συνετό πρόσωπο σε αντίθετη κρίση (Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 385, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104 και Βασιλείου (ανωτέρω)).
Από τα τεθέντα ενώπιον του Κακουργιοδικείου στοιχεία ορθά το Κακουργιοδικείο εξέτασε το ζήτημα ως θέμα αξιοπιστίας. Η αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΚ4 και η απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντος και του ΜΥ1 Α.Θ. από το Κακουργιοδικείο ως αναξιόπιστης ορίζουν θεωρούμε το ζήτημα.
Δεν μπορεί να αγνοείται από το συνήγορο Yπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος δεν έπεισε για την αλήθεια του λόγου του και ειδικότερα για τις εξηγήσεις που έδωσε, ότι πριν την έρευνα στο διαμ. 101 πήρε ένα κάγκο (τεκμήριο 84) στο σπίτι του εφεσείοντος, επειδή το είχε ζητήσει από τον τελευταίο ο συγκατηγορούμενος του. Όπως και απεκλείσθη η μαρτυρία του ΜΥ1, στενού φίλου του εφεσείοντος, ως κατασκευασμένη, που είχε σοβαρό λόγο και κίνητρο να υποστηρίξει τον εφεσείοντα, προβάλλοντας γεγονότα που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ιδιαίτερη εντύπωση και εύλογη δυσπιστία προκάλεσε στο Κακουργιοδικείο το γεγονός ότι εντελώς τυχαία «.περνούσε ο κατηγορούμενος όταν ο Μ.Υ. καθόταν σε εξωτερικό χώρο σε καφετέρια και σταμάτησε ειδικά για να το ρωτήσει αν έχει κάγκο, συμφωνώντας να του παραδώσει, ειδικά, μία ή δύο μέρες αργότερα το πρωί. Δεν αποκλείουμε τέτοια γεγονότα να συμβαίνουν, ωστόσο είμαστε βέβαιοι ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε στην προκειμένη περίπτωση. Το ίδιο ισχύει και για τη μαρτυρία του Μ.Υ. ότι πήγε σπίτι του κατηγορούμενου, άφησε το Τεκμήριο 84, χωρίς καν να τον ενημερώσει σχετικά, με οποιοδήποτε τρόπο.»
Το Κακουργιοδικείο, παρόλο που κατέστησε σαφές ότι δεν αισθανόταν την ανάγκη να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία, για την αποδοχή της μαρτυρίας του συγκατηγορουμένου και παρά την δυνατότητα που του παρέχεται να καταδικάσει χωρίς να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία (Petrosyan ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 90), αφού προειδοποιήσει τον εαυτό του καταλλήλως, εφόσον επρόκειτο περί συναυτουργού, η σχέση του οποίου μπορεί να επηρεάζεται από τη σχέση του με το έγκλημα (Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ.1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24), κατέγραψε ό,τι από τη μαρτυρία προέκυπτε ως ενίσχυση:
«1. Το γεγονός ότι εντοπίστηκε το γενετικό υλικό του κατηγορούμενου (προερχόμενο από σάλιο) πάνω στο Τεκμήριο 5 που είναι το μισοκαπνισμένο τσιγάρο, ενισχύει τη μαρτυρία του Μηναρή ότι κατά την είσοδο της αστυνομίας και οι δύο τους κάπνιζαν τσιγάρο με κάνναβη χωρίς να αμφισβητηθεί επ΄ αυτού.
2.Το γεγονός ότι εντοπίστηκαν δακτυλικά αποτυπώματα του κατηγορούμενου στα Τεκμήρια 50, 80 και 81 τα οποία συνίστανται σε πλαστικό τετράγωνο πιάτο γλάστρας χρώματος μαύρου, νάιλον τσάντα χρώματος πράσινου εντός της οποίας υπήρχαν κομμάτια πετροβάμβακα και άδειο χάρτινο κουτί με επιγραφή full cycle το οποίο ήταν εντός μίας χακί χάρτινης σακούλας, αντίστοιχα, τα οποία βρέθηκαν στο διαμέρισμα 101.
3. Ο εντοπισμός της κρύπτης που διατηρούσε ο κατηγορούμενος σε κατοικία του στην Αχέλεια, με ανεύρεση έστω μικρής ποσότητας ναρκωτικών ουσιών, ο οποίος κατέστη δυνατός κατά τη δεύτερη έρευνα της αστυνομίας και κατόπιν πληροφόρησης από το Μηναρή προς τούτο, ο οποίος γνώριζε το γεγονός της ύπαρξης της κρύπτης επειδή του το αποκάλυψε ο ίδιος ο κατηγορούμενος, αλλιώς δεν θα μπορούσε να γνωρίζει κάτι τέτοιο. Άλλωστε ούτε υποβλήθηκε στο Μηναρή ότι γνώριζε την ύπαρξη του συγκεκριμένου χώρου από άλλη πηγή ή άλλη αιτία.
4. Ο εντοπισμός, στην κατοικία του κατηγορούμενου στην Αχέλεια, του Τεκμηρίου 90 - τέσσερα καλάμια εκ των οποίων τα τρία φέρουν νήματα - ομοίου τύπου με τα καλάμια που ήταν στερεωμένα με νήματα μέσα στις γλάστρες με τα 29 φυτά που βρέθηκαν στο διαμέρισμα 101 (βλέπε φωτογραφίες 30-35 του Τεκμηρίου 1) τα οποία, σύμφωνα με τη θέση του Μηναρή, πήρε εκεί ο κατηγορούμενος.
5. Το γεγονός ότι η Μ.Κ.5 αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο που αγόρασε, από το κατάστημα στο οποίο εργάζεται, τον εξαεριστήρα και άλλα αντικείμενα τα οποία βρέθηκαν στο διαμέρισμα 101 και απεικονίζονται στις φωτογραφίες 179-188 του Τεκμηρίου 1.»
Έδωσε λόγους το Κακουργιοδικείο, γιατί πείστηκε ότι η μαρτυρία του ΜΚ4 ήταν αποτέλεσμα της απόφασης του να αναλάβει τις ευθύνες του, μεταμελούμενος για τα λάθη του και να μην πληρώσει «για συμπεριφορές άλλων προσώπων», δίνοντας μέσα από τις καταθέσεις του εξαντλητικές και πειστικές λεπτομέρειες για το κάθε τι που σχετίζεται με την υπόθεση. Επεσήμανε ακόμα το Κακουργιοδικείο πως δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του μαρτυρία τέτοια, είτε από εμπειρογνώμονα στη βάση των εξετάσεων ή αναλύσεων που έγιναν, ή από άλλη ανεξάρτητη πηγή που να διαψεύδει τα όσα ο συγκατηγορούμενος επανέλαβε ενώπιον του ευθαρσώς, με παραστατικότητα και πειστικότητα, παραμένοντας ακλόνητος «παρά την έντονη, μακρά και εξαντλητική αντεξέταση». Αποτιμήθηκε από το Κακουργιοδικείο η όλη συμπεριφορά του συγκατηγορουμένου στη βάση των αρχών που αναγνωρίζει η νομολογία, συμπεριλαμβανομένων και των αρχικών παραδοχών του. Θεώρησε όμως ότι οι προταχθείσες εξηγήσεις του μάρτυρα ήταν γνήσιες και πειστικές: ο φόβος του μπροστά στη θέα της Αστυνομίας, το ενδεχόμενο να χτυπηθεί από τους αστυνομικούς, ο αρχικός χρόνος στον οποίο προέβη στις εν λόγω δηλώσεις ενώ ο εφεσείων βρισκόταν σε διπλανό δωμάτιο. Όλα τα πιο πάνω, όπως παρατηρεί το Κακουργιοδικείο, συνυφασμένο με το ότι ο ΜΚ4 έδωσε τις πιο πάνω απαντήσεις φοβούμενος για την ασφάλεια του, γνωρίζοντας το ποιόν του εφεσείοντος και το ότι ήταν κάτοχος οπλισμού, δικαιολογούσαν επαρκώς τη στάση. Η γλώσσα του κατηγορουμένου λύνεται όταν για πρώτη φορά νιώθει ασφάλεια μετά την ένταξη του στο σύστημα προστασίας μαρτύρων.
Δεν είναι αξιοπερίεργο, αντίθετα είναι εγγενές στην ανθρώπινη φύση σε περιπτώσεις όπου εμπλέκονται συγκατηγορούμενοι οι οποίοι επεδόθηκαν στις κοινές παράνομες ενέργειες, να εκφράζεται αρχικά απροθυμία αποκάλυψης λεπτομερειών ή άρνηση για το τι συνέβη στην πραγματικότητα, η οποία όμως στη συνέχεια αναιρείται εν τη εννοία ότι το πρόσωπο που προέβη στις αρχικές δηλώσεις αποφασίζει μετά από σκέψη και κυρίως για συνειδησιακούς λόγους, να καταλήξει να πει την αλήθεια.
Ορθά επίσης το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι το γεγονός ότι ο ΜΚ4 δεν εξέτιε την ποινή του, κατά τον χρόνο που δόθηκε μαρτυρία, στις Κεντρικές Φυλακές, αλλά σε άλλο χώρο ο οποίος προσδιορίστηκε κατ΄ εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας, για τους λόγους που έκρινε αρμόδιο όργανο της Πολιτείας, ουδόλως επιτρέπει επιφυλάξεις στην αποδοχή της μαρτυρίας του εξαιτίας αυτού και μόνο του γεγονότος. Κάτι τέτοιο ορθά παρατηρεί το Κακουργιοδικείο: «.θα ήταν παράλογο αφού ο Μ.Κ.4 ασκεί ένα δικαίωμα που του παρέχεται από το νόμο, ζητώντας προστασία, ο δε έντιμος Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ασκεί εξουσία που του παρέχεται στα πλαίσια νομοθεσίας. Αντίθετη προσέγγιση θα σήμαινε πως οι μάρτυρες που τίθενται υπό προστασία θα ήταν εξ ορισμού αναξιόπιστοι χωρίς να τυγχάνουν, όπως όλοι, της διεργασίας αξιολόγησης των μαρτύρων.»
Από τα ανωτέρω στοιχεία, τα οποία έχουμε παραθέσει, δεν διαπιστώνουμε λανθασμένη προσέγγιση κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την αποτίμηση της αναγκαίας βαρύτητας. Τα όσα έχουν αναφερθεί και εντοπιστεί ανωτέρω από το συνήγορο του εφεσείοντος στην προσπάθεια του να πείσει για την πλημμελή εκτέλεση του έργου του Κακουργιοδικείου, δεν είναι τέτοιας δυναμικής ή εμβέλειας ώστε να ανατρέψουν το στέρεο και συγκροτημένο υπόβαθρο της όλης διεργασίας που ακολούθησε το Κακουργιοδικείο, το οποίο εξέτασε κάθε τι που είχε τεθεί ενώπιον του, συσχετίζοντας το με τις περί αντιθέτου αιτιάσεις του συνηγόρου Υπεράσπισης, ώστε να καταλήξει σε θετικό εύρημα αξιοπιστίας του πρώην κατηγορουμένου 2 και των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής, των οποίων η αξιοπιστία παρέμεινε αλώβητη.
Ό,τι θεωρούμε ως απόσταγμα της νομολογίας σε σχέση με την αξιολόγηση μιας δικαστικής απόφασης είναι η εν συνόλω θεώρηση της και όχι η μικροσκοπική και αποσπασματική αντίκριση, όπως ουσιαστικά καλεί το Δικαστήριο να πράξει ο συνήγορος του εφεσείοντος.
Προκύπτει από το σύνολο των γεγονότων, αρχής γενομένης από την είσοδο της Αστυνομίας στο διαμ. 101 μέχρι την ολοκλήρωση της εξέτασης των τεκμηρίων και της επιστημονικής μαρτυρίας γενετικού υλικού και άλλου, πυκνό δίκτυ το οποίο, δεν αφήνει ρήγματα στην εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, κατά τρόπο που το ανακριτικό έργο και η μαρτυρία οδηγούσαν σε ασφαλή καταδίκη του εφεσείοντος.
Λόγος έφεσης κατά της ποινής.
Ο εφεσείων κρίνει την ποινή που του επέβαλε το Κακουργιοδικείο ως έκδηλα υπερβολική και ως παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.
Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας κάθε τι που τέθηκε ενώπιον του για επιμέτρηση της ποινής παρατήρησε και τα ακόλουθα:
«Συνεκτιμώντας όλα όσα πιο πάνω παραθέσαμε και συζητήσαμε αποτελεί κατάληξη μας ότι οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και το σύνολο των ελαφρυντικών που τέθηκαν υπόψη μας, έχοντας κατά νου τον ιδιαίτερο ρόλο του κατηγορούμενου στη διάπραξη των αδικημάτων, τον αριθμό των φυτών κάνναβης (29) που κατείχε και καλλιεργούσε με σκοπό την προμήθεια, των στελεχών φυτού κάνναβης (36) και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτά κατείχοντο, την ποσότητα της κάνναβης (1341,8225 γρ.) την οποία κατείχε, αμφότερα με σκοπό την προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα, όπως και το σύνολο της έκνομης συμπεριφοράς του για την οποία κρίθηκε ένοχος, αν και παράγοντες μετριαστικοί, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αναποτελεσματική εφαρμογή του νόμου στην παρούσα υπόθεση στην οποία προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από πρόσωπα που επιδίδονται σε τέτοια σοβαρά αδικήματα.»
Σε υποθέσεις αυτής της φύσης, εκείνο που προκρίνεται ως στοιχείο είναι η αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου και η αποτροπή, συνοδευόμενη από την ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από πρόσωπα που επιδίδονται σε καλλιέργεια φυτών κάνναβης με προορισμό να διοχετευθούν στην αγορά, η δε αυστηρή μεταχείριση των παραβατών προβάλλει επιτακτική (Κλεομένης ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 350). Το Κακουργιοδικείο ορθά επικεντρώθηκε στην ανάγκη για αποτρεπτική αντιμετώπιση του παραβάτη εφεσείοντος, ο οποίος αρνήθηκε από την αρχή μέχρι το τέλος όλες τις κατηγορίες που του αποδίδονταν, εναποθέτοντας τη διάπραξη των παρανόμων ενεργειών στο συγκατηγορούμενο του, ενώ το ενοχοποιητικό υλικό που είχε συγκεντρωθεί σε βάρος του ήταν, ως είδαμε ανωτέρω, συντριπτικό, στερώντας τον την περαιτέρω εκείνη επιείκεια που θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει ένα Δικαστήριο προς πρόσωπο το οποίο έμπρακτα αποδεικνύει τη μεταμέλεια του και παραδέχεται τα εγκλήματα του.
Δεν μας διαφεύγει πως ό,τι αναδύεται από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, είναι ότι ο εφεσείων ήταν ο ιθύνων νους στη διάπραξη του όλου εγκληματικού σχεδιασμού και ότι ενήργησε στη βάση ενός πολύ καλά οργανωμένου σχεδίου, όπως γίνεται φανερό, ιδιαιτέρως, από τη μετατροπή του διαμ. 101, σε ένα σύγχρονο φυτώριο θερμοκήπιο, καλλιέργεια φυτών κάνναβης, πλήρως εξοπλισμένο, «high tech» αγγλιστί, με συστήματα εξαερισμού, ρύθμισης θερμοκρασίας ή και υγρασίας ώστε να υποβοηθήσουν στη γρήγορη καλλιέργεια και ανάπτυξη των φυτών κάνναβης. Ή από τη διαμόρφωση υπόγειας κρύπτης και τη δημιουργία ενός πραγματικού καταφυγίου στην εξοχική του κατοικία, της οποίας ο εντοπισμός θα ήταν αδύνατος χωρίς την ομολογία του ΜΚ4.
Οι αιτιάσεις του εφεσείοντος, ότι ο ΜΚ4 κρίθηκε ένοχος για 65 φυτά κάνναβης, σε αντίθεση με τον εφεσείοντα που κρίθηκε ένοχος για 29 φυτά κάνναβης, ή ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη ότι η τελική ποσότητα της κάνναβης κατά το στάδιο της αποξήρανσης ήταν άσχετη, με αποτέλεσμα αδίκως να του επιβληθεί η υψηλή ποινή φυλάκισης των 7 ετών, ενώ στον συγκατηγορούμενο ΜΚ4 5 ετών, δεν βρίσκει έρεισμα στη συνολική εικόνα που προβάλλει, μέσα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου.
Η δε λεπτομερής αναφορά του συνηγόρου στις κατηγορίες, στελέχη φυτού με ρίζωμα ή χωρίς ρίζωμα και πόσων γραμμαρίων, δεν θα επιτελέσει το σκοπό του Νόμου. Ό,τι προβάλλει είναι η συνολική εικόνα και ο ρόλος του κάθε κατηγορουμένου, ζήτημα που συναρτάται άμεσα με την κατηγορία της συνωμοσίας. Επρόκειτο για κοινό σχεδιασμό, για κατοχή φυτών κάνναβης, όπως οι κατηγορίες καταγράφουν. Το Κακουργιοδικείο ναι μεν στηρίχθηκε και στην ποσότητα των φυτών, επαναλαμβάνουμε όμως ότι το βασικό νομικό δόγμα της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας δεν έχει ως λόγο την αριθμητική εξίσωση της ποινής. Άλλωστε δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος και για 36 στελέχη από φυτό κάνναβης, μοσχεύματα, μέσα σε μπανιέρα για να αποκτήσουν ρίζωμα. Εκείνο που νοηματοδοτεί το ζητούμενο είναι πως η αρμόζουσα ποινή, σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να διαφοροποιείται κατά τρόπο που αντικειμενικώς ιδωμένη, να μπορεί να προκαλέσει βάσιμα αίσθημα παραπόνου ή έκδηλης άρνησης της δικαιοσύνης, Λοϊζου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546, στην οποία παραπέμπει και το Κακουργιοδικείο.
Η διαφορά στην έκταση της ποινής που επιβλήθηκε στους συγκατηγορουμένους, 5 έτη στον ΜΚ4 και 7 έτη στον εφεσείοντα, υπό το φως των ανωτέρω σχετικών συνθηκών εκάστου, επιβαρυντικών και ελαφρυντικών, δεν είναι τέτοια ούτως ώστε να δημιουργεί προβληματισμό (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525). Δόθηκαν ικανοί λόγοι για τη διαφοροποίηση της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα σε σύγκριση με τον συγκατηγορούμενο του. Λήφθηκε υπόψη ιδιαιτέρως η αρχή της ίσης μεταχείρισης παραβατών κατά τη διαμόρφωση της ποινής ενός εκάστου και ορθά αποτιμήθηκαν από το Κακουργιοδικείο ο ρόλος, ο τρόπος ενέργειας και η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντος.
Ουδόλως δε η επιβολή ποινής στον πρώην συγκατηγορούμενο του εφεσείοντος από Κακουργιοδικείο υπό διαφορετική σύνθεση, έχει την εμβέλεια της ακροαματικής διαδικασίας και της δικαστικής απόφανσης επί των γεγονότων, ώστε να θεωρήσουμε ότι το εν λόγω Δικαστήριο έθεσε τη σφραγίδα του δια της επιβολής ποινής στον εφεσείοντα, κατά τρόπο που δέσμευσε την νέα σύνθεση (Δημοκρατία ν. Alan Ford κ.α. (Αρ.1) (Νομικό Ερώτημα) (1995) 2 Α.Α.Δ. 29, Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 28 η οποία υιοθετεί τη Ford (ανωτέρω) και άλλες).
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/φκ