ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B362
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 90/2017 και 179/2017)
13 Ιουλίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 90/2017)
ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
2. MILLENIUM CORAL LTD,
3. ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
4. ΜΕΤΑΞΑ,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 179/2017)
ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
1. MILLENIUM CORAL LTD,
2. ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
3. ΜΕΤΑΞΑ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Σ. Ζαννούππας, για τον Εφεσείοντα και στις δύο εφέσεις.
Ε. Κορακίδης, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 1 στην έφεση 90/2017.
Καμιά εμφάνιση, για τους Εφεσίβλητους 2, 3 και 4 στην έφεση 90/2017 και Εφεσίβλητους 1, 2 και 3 στην έφεση 179/2017.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείοντας είναι ο ιδιοκτήτης των καταστημάτων με αριθμό 14 και 15, τα οποία βρίσκονται στο τεμάχιο αριθμός 525, Φ/Σχ. 45/25, εντός των δημοτικών ορίων του Δήμου Πέγειας. Τα εν λόγω τεμάχια γειτνιάζουν με τα καταστήματα υπ΄ αριθμό 11, 12 και 13, ιδιοκτησίας, κατά ½ του Εφεσίβλητου Χαραλάμπους - κατηγορούμενου 1. Το υπόλοιπο ½ είναι ιδιοκτησίας άλλου προσώπου, του πρώην κατηγορούμενου 2. Η Εφεσίβλητη εταιρεία - κατηγορούμενη 3, ήταν, καθόλους τους ουσιώδεις χρόνους, η ενοικιάστρια και κάτοχος των καταστημάτων 11, 12 και 13 και οι Εφεσίβλητοι Ευθυμίου και Μεταξάς - κατηγορούμενοι 4 και 5, οι διευθυντές της πιο πάνω εταιρείας.
Ο Εφεσείοντας, με ιδιωτική ποινική δίωξη, στράφηκε εναντίον τόσο των Εφεσιβλήτων, όσο και έξι ακόμη άλλων προσώπων, μεταξύ των οποίων και του Δήμου Πέγειας, προβάλλοντας ότι σε άγνωστη ημερομηνία παραβίασαν τους περί Οδών και Οικοδομών και περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμους, Κεφάλαιο 96 και Ν. 90/1972 αντίστοιχα. Πιο συγκεκριμένα, και ανάλογα με την ιδιότητα του κάθε κατηγορούμενου, ηγέρθησαν κατηγορίες ανέγερσης οικοδομών χωρίς την εξασφάλιση της σχετικής άδειας από την αρμόδια αρχή, ανοχής στην ανέγερση, κατοχής και χρήσης τους χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης, παροχής συνδρομής και συνομωσίας προς διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων και ανοχής στη διάπραξη των αδικημάτων αυτών. Στην πορεία της πρωτόδικης διαδικασίας και για διάφορους λόγους η υπόθεση αποσύρθηκε εναντίον του συνιδιοκτήτη - κατηγορούμενου 2 καθώς επίσης και εναντίον των κατηγορούμενων 6 - 10.
Ο παραπονούμενος, προς απόδειξη της υπόθεσής του, πέραν της δικής του μαρτυρίας, κάλεσε ακόμη τέσσερις μάρτυρες κατηγορίας. Μετά το πέρας της υπόθεσης για την Κατηγορία, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε, ως όφειλε, κατά πόσο δικαιολογείτο η κλήση των κατηγορουμένων προς προβολή της υπεράσπισής τους, κατά πόσο δηλαδή είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Εκρινε, για τους λόγους που με λεπτομέρεια παρατίθενται σε ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 13.3.2017, ότι δεν είχαν στοιχειοθετηθεί, εκ πρώτης όψεως, τα αδικήματα που αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι - Εφεσίβλητοι σε σχέση με όλες τις κατηγορίες, πλην της κατηγορίας 8, που αφορούσε τους Εφεσίβλητους Ευθυμίου και Μεταξά, οι οποίοι και κλήθηκαν να προβάλουν την υπεράσπισή τους στην υπό αναφορά κατηγορία. Στις 7.7.2017 το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την τελική του απόφαση σε σχέση με την κατηγορία 8 που αντιμετώπιζαν οι πιο πάνω Εφεσίβλητοι και η οποία κάλυπτε το αδίκημα της ανέγερσης οικοδομής, φράκτη, εντός του προαναφερθέντος τεμαχίου 525, χωρίς την εξασφάλιση της σχετικής άδειας από την αρμόδια αρχή. Αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία, έκρινε ότι δεν είχε τεθεί ενώπιόν του αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία αναφορικά με την οικοδομή που περιγραφόταν στις λεπτομέρειες του αδικήματος και, συνακόλουθα, απέρριψε και την κατηγορία 8.
Η ποινική έφεση αρ. 90/2017 στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης κατάληξης, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ενδιάμεση απόφαση για απόρριψη των κατηγοριών από το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και τη συνακόλουθη απαλλαγή και αθώωση των Εφεσιβλήτων - κατηγορουμένων 1, 3, 4 και 5 από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Η ποινική έφεση αρ. 179/2017 προσβάλλει την πρωτόδικη κρίση σε αναφορά με την απόρριψη της προαναφερθείσας κατηγορίας 8 και την αθώωση των Εφεσιβλήτων Ευθυμίου και Μεταξά - κατηγορουμένων 4 και 5.
Ποινική ΄Εφεση Αρ. 90/2017
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφασή του εντόπισε παραβίαση των διατάξεων αναφορικά με τη σύνταξη κατηγορητηρίων, όπως αυτές αποτυπώνονται στο άρθρο 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155. Πιο συγκεκριμένα, των διαλαμβανομένων στο άρθρο 39(α), θεωρώντας ότι το κατηγορητήριο πάσχει από πολλαπλότητα, αφού στις κατηγορίες αναδεικνυόταν η διάπραξη περισσοτέρων του ενός αδικήματος. Εκρινε περαιτέρω, ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης δεν επέτρεπαν την τροποποίηση του κατηγορητηρίου, καθότι αυτό θα οδηγούσε ουσιαστικά σε αντικατάστασή του από νέο κατηγορητήριο, γεγονός το οποίο θα απέληγε σε δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, χωρίς να εξυπηρετείται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο η απονομή της δικαιοσύνης.
Η προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου προσβάλλεται μέσω των λόγων έφεσης 1, 2, 3 και 4. Τίθεται ότι, στην απουσία σχετικής ένστασης στο κατάλληλο στάδιο, εσφαλμένα εξετάσθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτεπάγγελτα ζήτημα πολλαπλότητας και αδικαιολόγητα, εν πάση περιπτώσει, δεν προχώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο από μόνο του στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου από τη στιγμή που διαπίστωσε ύπαρξη ποινικών αδικημάτων.
Όπως εύκολα μπορεί να εντοπισθεί, η σύνταξη του επίδικου κατηγορητηρίου δεν συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 39 του Κεφαλαίου 155. Η ελαττωματικότητά του συνίσταται στην ανακριβή διατύπωση των αδικημάτων, αλλά και στην απουσία των αναγκαίων λεπτομερειών, ούτως ώστε να παρέχεται η ευχέρεια επακριβούς γνώσης εκ των προτέρων προς ετοιμασία της υπεράσπισης σε κάθε μια από τις κατηγορίες. Είναι όμως γεγονός ότι οι Εφεσίβλητοι, κατά το στάδιο αμέσως πριν από την απάντηση στις κατηγορίες, δεν ήγειραν οποιαδήποτε ένσταση, όπως διαλαμβάνεται από το άρθρο 66 του Κεφαλαίου 155, ούτε και ζήτησαν ποτέ οποιεσδήποτε λεπτομέρειες. Περαιτέρω, ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης δεν αναδεικνύει ότι υπήρχε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός των Εφεσιβλήτων εξ αιτίας της ελαττωματικότητας που παρατηρείται στο κατηγορητήριο. Επομένως, άνκαι διαπιστώνεται ελαττωματικότητα στο κατηγορητήριο δεν εντοπίζουμε παραπλάνηση των Εφεσιβλήτων από τα συγκεκριμένα λάθη, κατά τρόπο που η διεξαχθείσα δίκη να κατέστη επισφαλής ή να οδήγησε σε παραβίαση των εχεγγύων της δίκαιης δίκης.
Η εσφαλμένη όμως προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα του ελαττωματικού κατηγορητηρίου δεν ήταν ο μόνος λόγος απόρριψης των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν οι εφεσίβλητοι. Εκρινε περαιτέρω, ότι μέσα από τη μαρτυρία που προσφέρθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας. Είναι αυτή την προσέγγιση που διαπραγματεύονται οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.
Κατ΄ αρχάς τίθεται μέσω των λόγων έφεσης 9 και 10 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, κατά παράβαση των αρχών της νομολογίας που διέπουν το όλο ζήτημα και ότι εσφαλμένα έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων, αποφασίζοντας, ταυτόχρονα, την απαλλαγή τους από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω εισήγηση. Εχοντας διεξέλθει την πρωτόδικη, προσβαλλόμενη, ενδιάμεση απόφαση, διαπιστώνουμε ότι η ευπαίδευτη Δικαστής κινήθηκε εντός των ορίων των νομικών αρχών που διέπουν το θέμα της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, αποφεύγοντας να υπεισέλθει σε πρόωρη ανάλυση της μαρτυρίας. Προβαίνοντας σε προκαταρκτική θεώρηση των πραγμάτων και χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα πειστικότητας μαρτυρίας, αποφάνθηκε περί της μη στοιχειοθέτησης συστατικών στοιχείων των αδικημάτων.
Εντέλει, οι εξεταζόμενοι λόγοι έφεσης, αλλά και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, η ουσία των οποίων περιστρέφεται γύρω από την, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη στοιχειοθέτησης εξ αντικειμένου της υπόθεσης της Κατηγορίας λόγω μη απόδειξης των ουσιαστικών στοιχείων των αδικημάτων, είναι έκθετοι σε απόρριψη. Αυτό διότι:
Σε ό,τι αφορά τον Εφεσίβλητο 1 - κατηγορούμενο 1, συνιδιοκτήτη των επίδικων καταστημάτων υπ΄ αριθμό 11, 12 και 13, δεν τέθηκε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία να τον συνδέει με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, ήτοι της ανέγερσης του αναφερόμενου στις λεπτομέρειες του αδικήματος «υποστατικού εμπορικής χρήσης» (1η κατηγορία επί του κατηγορητηρίου) και της ανοχής στην ανέγερση (4η κατηγορία επί του κατηγορητηρίου).
Σε σχέση με την Εφεσίβλητη εταιρεία - κατηγορούμενη 3, η οποία επίσης κατηγορείται για ανέγερση της προαναφερθείσας οικοδομής χωρίς την εξασφάλιση άδειας από την αρμόδια αρχή, η προσφερθείσα μαρτυρία προσδιόρισε ως χρόνο ανέγερσης του επίδικου υποστατικού προγενέστερο της σύστασης, ως νομικής οντότητας, της Εφεσίβλητης εταιρείας. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μαρτυρία, η Εφεσίβλητη Εταιρεία συστάθηκε το 2011 ενώ οι επίδικες ανεγέρσεις έλαβαν χώραν μεταξύ 2000 και 2004. Ως αποτέλεσμα, αναπόφευκτη ήταν και η απόρριψη της κατηγορίας της παροχής συνδρομής και ή παρακίνησης της Εφεσίβλητης εταιρείας στη διάπραξη του πιο πάνω αδικήματος, κατηγορία η οποία αφορούσε τους Εφεσίβλητους Ευθυμίου και Μεταξά - κατηγορούμενους 4 και 5, οι οποίοι αντιμετώπιζαν την κατηγορία υπό την ιδιότητά τους ως διευθυντές της πιο πάνω Εφεσίβλητης εταιρείας. Πέραν τούτου και σε σχέση με τον Εφεσίβλητο Ευθυμίου, δεν προσφέρθηκε μαρτυρία προς απόδειξη της ιδιότητάς του ως διευθυντής της Εφεσίβλητης εταιρείας.
Κατά παρόμοιο τρόπο δεν είχε στοιχειοθετηθεί εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας, λόγω απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων των υπολοίπων κατηγοριών που αντιμετώπιζαν η Εφεσίβλητη εταιρεία και οι Εφεσίβλητοι Ευθυμίου και Μεταξάς. Όπως ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η απουσία αφενός μαρτυρίας προς στοιχειοθέτηση, πάντα εκ πρώτης όψεως, της σύνδεσης των Εφεσιβλήτων με τα αδικήματα που τους αποδίδονταν, καθώς επίσης και η απουσία μαρτυρίας προς απόδειξη των συστατικών στοιχείων επιμέρους κατηγοριών - ήτοι της συνδρομής προς διάπραξη αδικήματος, της συνομωσίας προς διάπραξη πλημμελήματος, της παρεμπόδισης ελεύθερης διάβασης σε δημόσια δίοδο - δεν δικαιολογούσε την κλήση των Εφεσιβλήτων προς προβολή της υπεράσπισής τους.
Εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε από μόνο του στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου και λανθασμένα αποφάσισε την αθώωση των Εφεσιβλήτων - κατηγορουμένων, παρά την αποκάλυψη, μέσα από τη μαρτυρία που προσφέρθηκε, διάπραξης αδικημάτων.
Το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια, σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, να προχωρήσει στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου, εκδίδοντας το αναγκαίο διάταγμα. Τα θέματα της μεταβολής ελαττωματικού κατηγορητηρίου ρυθμίζονται από το άρθρο 83(1) του Κεφαλαίου 155. Η όποια τροποποίηση θα πρέπει να ανταποκρίνεται στα περιστατικά της υπόθεσης και, απαρέγκλιτα, με την τροποποίηση δεν θα πρέπει να επέρχεται δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Στην υπό κρίση περίπτωση, οι λόγοι απόρριψης του κατηγορητηρίου από το εκ πρώτης όψεως στάδιο και η απουσία αφενός μαρτυρίας η οποία να συνέδεε τους Εφεσίβλητους με τα αδικήματα που αντιμετώπιζαν και η αδυναμία αφετέρου στοιχειοθέτησης των συστατικών στοιχείων σειράς αδικημάτων, δεν άφηναν περιθώρια άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς την κατεύθυνση τροποποίησης και/ή μεταβολής του κατηγορητηρίου.
Τέλος, το παράπονο του Εφεσείοντα, μέσω του 11ου λόγου έφεσης, εστιάζεται στη θέση ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να τον καταδικάσει στα έξοδα της διαδικασίας είναι λανθασμένη. Προβάλλεται, ως αιτιολογία, ότι σε περίπτωση παράλειψης καταβολής των εξόδων ο παραπονούμενος θα καταλήξει στη φυλακή και έτσι «επί της ουσίας δηλαδή το Δικαστήριο καταδίκασε σε φυλάκιση 1 αθώο».
Με όλο το σεβασμό, μας προκαλεί κατάπληξη η προβολή του συγκεκριμένου λόγου έφεσης και η αιτιολόγηση που τον περιβάλλει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά ενεργώντας με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης και την κατάληξή του για απόρριψη των κατηγοριών, προχώρησε, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 169 του Κεφαλαίου 155, στην επιδίκαση εξόδων εις βάρος του Εφεσείοντα - παραπονούμενου, ο οποίος εισήξε και την υπό κρίση ιδιωτική ποινική υπόθεση.
Ποινική ΄Εφεση Αρ. 179/2017
Όπως ήδη λέχθηκε, οι Εφεσίβλητοι - κατηγορούμενοι 4 και 5, κλήθηκαν να προβάλουν την υπεράσπισή τους σε σχέση με την κατηγορία 8 που αντιμετώπιζαν. Αφορούσε το αδίκημα της ανέγερσης οικοδομής χωρίς την εξασφάλιση προηγουμένως άδειας από την αρμόδια αρχή. Τους αποδιδόταν, όπως εντοπίζεται από τις λεπτομέρειες της κατηγορίας, ότι περί τις 01:00 της 15.9.2013 παράνομα ανήγειραν φράκτη ύψους δύο μέτρων και μήκους 15 μέτρων εντός του προαναφερθέντος τεμαχίου με αριθμό 525.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην τελική του απόφαση και αφού αξιολόγησε σφαιρικά τη μαρτυρία που προσφέρθηκε, κατέληξε ότι δεν είχε τεθεί ενώπιόν του αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία αναφορικά με την οικοδομή που περιγράφεται στις λεπτομέρειες του αδικήματος, προσθέτοντας:
«Είναι μεν γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι κατά τον επίδικο χρόνο προέβηκαν σε κάποια κατασκευή, δεν υπάρχει όμως ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ότι η κατασκευή αυτή συνιστά οικοδομή εν τη εννοία του Νόμου και επομένως ότι ο «τοίχος» ή ο «φράκτης», στον οποίο αναφερόταν ο παραπονούμενος (έννοιες που σε κάθε περίπτωση δεν είναι ταυτόσημες), είναι η οικοδομή, η ανέγερση της οποίας αποδίδεται στους κατηγορούμενους ως οι λεπτομέρειες του αδικήματος. Συνακόλουθα, η πιο πάνω κατηγορία είναι έκθετη σε απόρριψη και οι κατηγορούμενοι 4 και 5 αθωώνονται και απαλλάσσονται από αυτήν.»
Η τελική ετυμηγορία πλήττεται επίσης με μια σειρά από εκτεταμένους λόγους έφεσης. Τίθεται, συνοπτικά, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν είχαν αποδειχθεί όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος αφ΄ ης στιγμής είχαν κληθεί προηγουμένως σε προβολή της υπεράσπισής τους οι Εφεσίβλητοι και ότι εσφαλμένα ασχολήθηκε με τις διαστάσεις του εν λόγω φράκτη και με το ακριβές σημείο στο οποίο κατασκευάστηκε. Προβάλλεται επίσης ότι η ανέγερση της παράνομης οικοδομής δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση και, υπό τις συνθήκες, το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα περί της ενοχής των Εφεσιβλήτων. Τίθεται, εν πάση περιπτώσει, ότι ως αποτέλεσμα της τεθείσας μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε ασκήσει τις εξουσίες του, κατ΄ ακολουθία των προνοιών του άρθρου 85(4) του Κεφαλαίου 155, προς μεταβολή του κατηγορητηρίου και άρση των παρανομιών.
Παρά την ευρύτητα των ενώπιόν μας λόγων έφεσης, επί της ουσίας δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Η πλευρά του Εφεσείοντα παραβλέπει, με όλο το σεβασμό, ένα ουσιαστικό γεγονός, καταλυτικής σημασίας: Το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην προσβαλλόμενη, αθωωτική, απόφαση αφού προηγουμένως, στο τελικό πλέον στάδιο της δίκης, αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία. Ηταν η απουσία αξιόπιστης μαρτυρίας που οδήγησε στην απόρριψη της κατηγορίας και στην απόφαση για αθώωση των Εφεσιβλήτων. Ο παραπονούμενος - Εφεσείων ήταν το πρόσωπο το οποίο πρόσφερε μαρτυρία προς στοιχειοθέτηση των βασικών συστατικών στοιχείων της κατηγορίας που αντιμετώπιζαν οι Εφεσίβλητοι. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής διαπίστωσε ότι η μαρτυρία του δεν έδιδε σαφή και σταθερή εικόνα για τα γεγονότα που περιέγραψε. Υπό το πρίσμα αυτό και για λόγους που παρέθεσε, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στα όσα ο παραπονούμενος κατέθεσε προκειμένου να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Υπό το φως των όσων το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του, δεν μπορούσε να αποκλεισθεί και το ενδεχόμενο η επίδικη κατασκευή να ανεγέρθηκε εντός του χώρου αποκλειστικής χρήσης των καταστημάτων και να καλυπτόταν από άδειες που είχε εκδώσει κατά καιρούς η αρμόδια αρχή. Ηταν η τελική κρίση του Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, ότι δεν μπορούσε να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτή. Όπως επίσης αναξιόπιστη ή ασαφής κρίθηκε η όλη βασική για την υπόθεση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία. Τελικά, στην απουσία αξιόπιστης μαρτυρίας, κρίθηκε ότι ο παραπονούμενος δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης της σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω, αναπόδραστη πλέον ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου να απορρίψει την κατηγορία και να αθωώσει τους Εφεσίβλητους. Η απουσία σαφούς και αξιόπιστης μαρτυρίας προς τεκμηρίωση των, υπό αμφισβήτηση, συστατικών στοιχείων του αδικήματος, ήταν κομβικής σημασίας και εκθεμελίωνε την κατηγορία που αντιμετώπιζαν οι Εφεσίβλητοι.
Ούτε και εντοπίζονται βεβαίως περιθώρια εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 85(4) του Κεφαλαίου 155, δεδομένου ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν τέθηκε αξιόπιστη μαρτυρία προς απόδειξη διάπραξης ποινικών αδικημάτων, ούτως ώστε να ενεργοποιείτο και η εξουσία του για τροποποίηση του κατηγορητηρίου.
Σε ό,τι αφορά το παράπονο του Εφεσείοντα για την επιδίκαση εις βάρος του των εξόδων, υιοθετούμε τα όσα έχουμε ήδη αναπτύξει σε προγενέστερο στάδιο, κατά την εξέταση του σχετικού, ταυτόσημου, λόγου έφεσης, 11ου λόγου, στην ποινική έφεση 90/2017.
Καταληκτικά, οι εφέσεις απορρίπτονται. Σε σχέση με τα έξοδα της ποινικής έφεσης 90/2017, αυτά επιδικάζονται εις βάρος του Εφεσείοντα και προς όφελος του Εφεσίβλητου 1. Κατά τα λοιπά, καμία διαταγή για έξοδα, δεδομένης της μη εμφάνισης των υπολοίπων Εφεσιβλήτων.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.