ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Λειτ. Εργ. Λάρνακας ν. Πολυκόλορ Λτδ & άλλος (1995) 2 ΑΑΔ 88
Silvano κ.ά. ν. Αστυνομίας Λευκωσίας (1996) 2 ΑΑΔ 25
Νικολάου Αναστάσιος ν. Citi Principal Investments Ltd (2016) 2 ΑΑΔ 1346, ECLI:CY:AD:2016:B558
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:B347
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 302/2015)
10 Ιουλίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
Μεταξύ:
CITI PRINCIPAL INVESTMENTS LTD
Εφεσείοντες,
v.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Εφεσίβλητου
_________________________
Λουκία Δικωμίτη (κα), για τους Εφεσείοντες
Ο Εφεσίβλητος, Αναστάσιος Νικολάου, παρουσιάζεται προσωπικά
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την απόφαση του ημερομηνίας 29.10.2015, η οποία προσβάλλεται ως εσφαλμένη με την παρούσα Έφεση, αθώωσε και απάλλαξε τον Κατηγορούμενο - Εφεσίβλητο από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, στο στάδιο της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
Ο Εφεσίβλητος αντιμετώπιζε έξι κατηγορίες, για παράλειψη καταβολής προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, του ποσού της δόσης των €170 μηνιαίως, κατά την ημερομηνία πληρωμής, που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(γ), 3(2) και 4(2) και (3) του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμου του 2008 (Ν.60(1)/2008) και του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
Ο λόγος για τον οποίο η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής απάλλαξε τον Εφεσίβλητο από τις κατηγορίες είναι ότι θεώρησε πως δεν αποδείχτηκε, από την Κατηγορούσα Αρχή / Εφεσείουσα, ουσιώδες συστατικό στοιχείο του αδικήματος της παραγράφου 3(1)(γ) του προαναφερόμενου Νόμου 60(1) του 2008 (στη συνέχεια «ο Νόμος»). Το άρθρο 3(1)(γ) προνοεί ότι, οποιοσδήποτε, εκ δικαστικής αποφάσεως, οφειλέτης χρέους, παραλείψει να καταβάλει προς τον, εκ δικαστικής αποφάσεως, πιστωτή, το ποσό οποιασδήποτε δόσης, κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 4.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι, το βάρος απόδειξης του αναγκαίου συστατικού στοιχείου του προαναφερόμενου αδικήματος, που αφορά σε «λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία», το είχε η Κατηγορούσα Αρχή - Εφεσείουσα και, εφόσον δεν πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία για να αποδείξει το λόγο για τον οποίο ο Εφεσίβλητος παρέλειψε να καταβάλει, εμπρόθεσμα, τις οφειλόμενες δόσεις, απέτυχε να αποδείξει απαραίτητο συστατικό στοιχείο του αδικήματος και, κατά συνέπεια, οι κατηγορίες υπόκειντο σε απόρριψη, από το στάδιο της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία και ειδικά στην υπόθεση Silvano κ.ά. v. Αστυνομίας Λευκωσίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 25, στην οποία αποφασίστηκε ότι, το θέμα της ερμηνείας μιας νομοθετικής διάταξης κρίνεται, καταρχήν, από το λεκτικό της και μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας ανατρέχει κανείς σε άλλους κανόνες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψιν του ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3(4)(γ) του Νόμου, αποτελεί υπεράσπιση για τον Κατηγορούμενο, αν αποδείξει, μεταξύ άλλων, ότι έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος. Επομένως, σύμφωνα με το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Νομοθέτης καθόρισε σαφώς και ευκρινώς τις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει μετακύλιση του βάρους της απόδειξης στους ώμους του κατηγορούμενου. Σε αντίθεση με το άρθρο 3(4)(γ), όπου το βάρος της απόδειξης της Υπεράσπισης το έχει ο Κατηγορούμενος, στο άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου, με βάση το οποίο κατηγορήθηκε ο Κατηγορούμενος-Εφεσίβλητος, το στοιχείο της απόδειξης ότι η δόση δεν καταβλήθηκε, όχι ένεκα φυσικής ή οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη, συνιστά μέρος του αδικήματος και θα πρέπει να αποδειχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, σύμφωνα με πάγια θεμελιωμένη αρχή του Δικαίου.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ενώπιον μας ως εσφαλμένη, με δύο λόγους έφεσης:
Πρώτον, διότι το άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου παρερμηνεύτηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο ενήργησε υπό το κράτος νομικής πλάνης και αποφάσισε ότι η οικονομική ή η φυσική αδυναμία του εξ αποφάσεως οφειλέτη συνιστά συστατικό στοιχείο του επίδικου αδικήματος και
Δεύτερον, διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα έκρινε ότι το βάρος απόδειξης της (έλλειψης) φυσικής ή οικονομικής αδυναμίας του Κατηγορούμενου, εξ αποφάσεως οφειλέτη, το φέρει η Κατηγορούσα Αρχή.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι έφεσης ευσταθούν. Για να είμαστε δίκαιοι με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα πρέπει να πούμε ότι το Δικαστήριο δεν είχε την ευκαιρία να καθοδηγηθεί από την απόφαση στην υπόθεση Νικολάου v. Citi Principal Investments Ltd, Ποιν. Έφ. 160/2014, ημερ. 20.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:B558, η οποία εκδόθηκε μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Στην υπόθεση εκείνη, το Εφετείο αποφάσισε ότι, το ζήτημα της οικονομικής ή φυσικής αδυναμίας του εξ αποφάσεως οφειλέτη, εμπίπτει αποκλειστικά στη γνώση του ίδιου του οφειλέτη, και, κατά συνέπεια, το βάρος της απόδειξης βρίσκεται στους δικούς του ώμους και ο ίδιος θα πρέπει να το αποσείσει, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Η απόφαση Νικολάου (ανωτέρω) επικροτήθηκε, ουσιαστικά, και στην υπόθεση Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ και Δέσπω Παρδαλή, Ποιν. Έφ. 153/2015, ημερ. 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:B427.
Συμφωνούμε με τα όσα αναφέρθηκαν στη Νικολάου (ανωτέρω), ότι δηλαδή, σύμφωνα με το λεκτικό της διάταξης 3(1)(γ) του Νόμου, η οικονομική ή η φυσική αδυναμία του εξ αποφάσεως οφειλέτη να καταβάλει προς τον εξ αποφάσεως πιστωτή τις δόσεις που τον διέταξε το Δικαστήριο να καταβάλει, κατά την ημερομηνία πληρωμής τους σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου, είναι εξαίρεση στη γενική ποινικοποίηση της παράλειψης εμπρόθεσμης καταβολής της δόσης, σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου, η οποία προνοείται από το άρθρο 3(1)(γ) και είναι ζήτημα που εμπίπτει στην αποκλειστική γνώση του, εξ αποφάσεως, οφειλέτη. Επομένως, το βάρος της απόδειξης αυτής της εξαίρεσης, εφόσον εμπίπτει και στην αποκλειστική του γνώση, θα πρέπει να το φέρει ο ίδιος ο εξ αποφάσεως οφειλέτης - κατηγορούμενος και όχι ο εξ αποφάσεως πιστωτής - κατήγορος.
Τα προαναφερόμενα συνάδουν, όχι μόνο με την Κυπριακή Νομολογία, αλλά και με τη σχετική Αγγλική Νομολογία. Στην Αγγλία, στην απόφαση R. v. Edwards (1974) 2 All ER 1085, του Αγγλικού Ποινικού Εφετείου, αποφασίστηκε ότι, όταν μια νομοθετική διάταξη ποινικοποιεί συγκεκριμένη πράξη, εκτός αν συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και η πραγματική ερμηνεία της διάταξης είναι η ποινικοποίηση της συγκεκριμένης πράξης, υπό επιφύλαξη, εξαίρεση, δικαιολογία ή προϋπόθεση (proviso, exception, excuse or qualification), τότε η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι η επιφύλαξη, εξαίρεση, δικαιολογία ή προϋπόθεση, δεν ισχύουν.
Το σκεπτικό της υπόθεσης Edwards (ανωτέρω) εφαρμόστηκε και στην υπόθεση R. v. Charles (2010) 4 All ER 553 και σχολιάστηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση R. v. Hunt (1986) 1 All ER 184. Στην υπόθεση Hunt (ανωτέρω) (απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, όπως ήταν τότε), έγινε ευρεία ανάλυση της νομικής αρχής αναφορικά με το βάρος της απόδειξης, δυνάμει συγκεκριμένων νομοθετικών διατάξεων, και τονίστηκε ότι η αρχή που διατυπώθηκε στην Edwards (ανωτέρω) είναι μεν πολύ χρήσιμη, αλλά οπουδήποτε, σε νομοθετική διάταξη, δεν υπάρχει ρητή πρόνοια ως προς το ποιος έχει το βάρος της απόδειξης, το ζήτημα επαφίεται στην ορθή ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης, την οποία θα πρέπει να δώσει το Δικαστήριο. Δεν υπάρχει κανόνας δικαίου ότι, το βάρος της απόδειξης μιας, υπό του Νόμου, προβλεπόμενης υπεράσπισης, το έχει ο Κατηγορούμενος μόνο όταν η διάταξη ρητώς προβλέπει κάτι τέτοιο. Είναι δυνατόν, σε μια διάταξη στην οποία δεν προβλέπεται ρητά ότι ο Κατηγορούμενος έχει το βάρος της απόδειξης μιας υπεράσπισης, αυτό σαφώς να συνάγεται, εξυπακουόμενα. Η υπόθεση Hunt (ανωτέρω) ακολουθήθηκε και στην υπόθεση DPP v. Wright (2009) 3 All ER 726.
Με βάση τα προαναφερόμενα, και καθοδηγούμενοι από τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές, θεωρούμε ότι, στην προκείμενη περίπτωση, η προαναφερόμενη εξαίρεση στη γενική ποινικοποίηση της πράξης της μη εμπρόθεσμης καταβολής μιας δόσης από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη, σύμφωνα με διάταγμα του Δικαστηρίου, η οποία θεσπίστηκε με το άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου, θα πρέπει να αποδειχθεί, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, από τον ίδιο τον οφειλέτη - κατηγορούμενο, στην προκείμενη περίπτωση, τον Εφεσίβλητο. Αυτό, όχι μόνο συνάδει με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 3(1)(γ), αλλά είναι και δίκαιο, εφόσον, αν υπάρχει ή όχι οικονομική ή φυσική αδυναμία του πρωτοφειλέτη να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, δυνάμει του διατάγματος του Δικαστηρίου, αυτό το γνωρίζει αποκλειστικά ο ίδιος ο οφειλέτης (Δέστε: Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Λάρνακας v Πολυκολορ Οφφσετ Πριντινγκ Λτδ κ.α. (1995) 2 ΑΑΔ 88).
Εν όψει των προαναφερομένων, η Έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και δίνονται οδηγίες στο πρωτόδικο Δικαστήριο να συνεχίσει την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης 30321/2013 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εναντίον του Κατηγορούμενου - Εφεσίβλητου, από το στάδιο της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, συμμορφούμενο με την παρούσα απόφαση.
Π.
Δ.
Δ.
/ΜΣ