ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C262
(Ποιν. Υπ. 8921/2017)
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
31 Μαϊου, 2018
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Π., ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΥ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΔΔ.
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Αιτητής
ΚΑΙ
Κατηγορούμενος
---------
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Μ. Πασιαρδή (κα) και Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας Α', για την
Κατηγορούσα Αρχή.
Α. Πελεκάνος με Μ. Σάββα, για τον Κατηγορούμενο.
----------
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΕ ΕΠΙΦΥΛΑΧΘΕΝ ΝΟΜΙΚΟΝ ΕΡΩΤΗΜΑ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΆΡΘΡΟΥ 148(2) ΤΟΥ ΚΕΦ. 155
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Στην Έκθεση Επιφυλαχθέντος Νομικού Ερωτήματος, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει τα εξής:
«Ενόψει της απόφασής μου για επιφύλαξη νομικού ερωτήματος στις 22/11/2017 από το Ανώτατο Δικαστήριο παραθέτω έκθεση του επιφυλαχθέντος ερωτήματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 148(2) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155.
1. Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τρεις κατηγορίες. Οι κατηγορίες 1 και 3 αφορούν το αδίκημα της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου κατά παράβαση των άρθρων 135(1), (4), (5), 4 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και η κατηγορία 2, το αδίκημα της διάδοσης και διαρροής διαβαθμισμένων πληροφοριών, εγγράφων ή υλικού, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 16 (1) (α) του περί Κανονισμών Ασφαλείας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών, Εγγράφων και Υλικού και για τα Συναφή Θέματα Νόμου, Ν. 216(Ι)/2002).
2. Οι κατηγορίες τροποποιήθηκαν στις 20.9.2017. Με επιστολή της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα, ημερ. 20/9/17, Τεκμήριο Β (βλ. § (1), (2), (3), (4), (6) και (7) της επιστολής και πρακτικό ημερ. 20/9/2017) παρασχέθηκαν περαιτέρω λεπτομέρειες στην Υπεράσπιση.
3. Στις 17/10/2017, αφού έκρινα ότι δεν τίθετο οποιοδήποτε θέμα περαιτέρω λεπτομερειών, ο κατηγορούμενος απάντησε μη παραδοχή και στις τρεις κατηγορίες. Οπότε και ηγέρθηκε ζήτημα κατά πόσο η Υπεράσπιση δικαιούτο να λάβει αντίγραφα τριών πορισμάτων, ενός ποινικού και δύο διοικητικών.
4. Από το ενώπιον μου υλικό, επιστολή Τεκμήριο Α, ημερ. 8/9/2017, επιστολή Τεκμήριο Β, ημερ. 19/9/2017, που αποστάληκαν στον συνήγορο υπεράσπισης από την εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, την Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, Τεκμήριο Γ, που κατέθεσε ο συνήγορος Υπεράσπισης, διαπίστωσα ότι η ύπαρξη αυτών των εγγράφων αποτελεί κοινό έδαφος. Επίσης δηλώθηκε ότι το μαρτυρικό υλικό το οποίο είχε ληφθεί για ετοιμασία αυτών των πορισμάτων είχε δοθεί στην Υπεράσπιση.
5. Με απόφαση μου ημερομηνίας 24/10/2017 έκρινα ότι τα εν λόγω πορίσματα αποτελούσαν έγγραφα που σχετίζονται με την διερεύνηση της υπόθεσης και ότι είναι ενδεχομένως σχετικά ως προς την προώθηση και ετοιμασία της Υπεράσπισης. Ικανοποιήθηκα ότι είναι έγγραφο υλικό που ενέπιπτε εντός των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 7 (2) του Κεφ. 155[1], ότι δηλαδή αφορά «.έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα» και ότι είναι σχετικό αναφορικά με τα επίδικα θέματα που αναμένεται ή ενδέχεται να εγερθούν (βλ. § 11 της απόφασης). Όφειλε επομένως, η Κατηγορούσα Αρχή να καταδείξει ότι η άρνηση της να παραδώσει το υλικό ενέπιπτε σε μια ή περισσότερες από τις εξαιρέσεις του άρθρου 7 (4) του Κεφ. 155 (βλ. § 12 της απόφασης). Για να εξεταστεί το ζήτημα αυτό έκρινα ότι το υλικό θα έπρεπε να τεθεί ενώπιον μου.
6. Προχώρησα και έδωσα οδηγίες, σύμφωνα με την εξουσία που μου παρέχει το άρθρο 7(5) του Κεφ. 155, ώστε να εξεταστεί το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για αποκλεισμό αποκάλυψης των εν λόγω εγγράφων (βλ. § 13 της απόφασης). Οι οδηγίες μου ήταν οι ακόλουθες:
«(1) Η υπόθεση ορίζεται στις 17/11/2017 και ώρα 10:00.
(2) Αν η Κατηγορούσα Αρχή συνεχίζει να επιμένει στην επίκληση προνομίου ή άλλου προβλεπόμενου από το άρθρο 7(4) κωλύματος στην παράδοση αντιγράφων των δύο εκθέσεων και του πορίσματος στην Υπεράσπιση, θα πρέπει να καταχωρίσει μέχρι την ημερομηνία ορισμού γραπτό αίτημα στο οποίο να αναφέρονται οι ακριβείς λόγοι άρνησης παράδοσης τους στην Υπεράσπιση.
(3) Αντίγραφα των δύο διοικητικών εκθέσεων και του πορίσματος των ποινικών ανακριτών θα παραδοθούν στο Δικαστήριο για να επιθεωρηθούν και να εξεταστούν οι εισηγήσεις της Κατηγορούσας Αρχής κατά την ακρόαση της αίτησης, ώστε να διαφυλαχθεί η εμπιστευτικότητα του περιεχομένου τους.
(4) Αντίγραφο της αίτησης, όχι όμως των εγγράφων, θα δοθεί και στην Υπεράσπιση, η οποία ασφαλώς θα έχει το δικαίωμα να τοποθετηθεί, εάν το επιθυμεί.»
7. Στις 17/11/2017 η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα παρέδωσε τα δύο διοικητικά πορίσματα στο συνήγορο Υπεράσπισης και αιτήθηκε όπως επιφυλαχθεί το ακόλουθο νομικό ερώτημα για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο σε σχέση με το ποινικό πόρισμα:
«ΔΕΔΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 24.10.17 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΟΤΙ:
(α) το πόρισμα των ποινικών ανακριτών που είχε ετοιμαστεί μετά το πέρας της διερεύνησης της υπό εκδίκασης υπόθεσης εμπίπτει εντός του ορισμού που θέτει το άρθρο 7(2) του Κεφ. 155 και είναι σχετικό αναφορικά με τα επίδικα θέματα που αναμένεται ή ενδέχεται να εγερθούν, και
(β) κάλεσε την Κατηγορούσα Αρχή να καταχωρίσει γραπτό υπόμνημα στο οποίο να αναφέρει τους ακριβείς λόγους σύμφωνα με άρθρο 7(4) του Κεφ. 155 για τους οποίους αρνείται να παραδώσει το πόρισμα στην Υπεράσπιση και να το παρουσιάσει στο Δικαστήριο για επιθεώρηση.
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ όπως επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει των προνοιών του άρθρου 148 του Κεφ. 155 το ακόλουθο νομικό ερώτημα που ηγέρθη κατά τη διάρκεια της δίκης:
Κατά πόσο το πόρισμα των ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών που είχαν διοριστεί από το Γενικό Εισαγγελέα στην παρούσα υπόθεση για να διεξάγουν ανακρίσεις σε σχέση με το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων και το οποίο περιέχει σύνοψη της συλλεγείσας μαρτυρίας, αξιολόγηση της και τις συστάσεις των ανακριτών προς το Γενικό Εισαγγελέα και ετοιμάστηκε μετά το πέρας της διερεύνησης της υπόθεσης κατ' αναλογία των συνοπτικών εκθέσεων που ετοιμάζονται από ανακριτές της Αστυνομίας, αποτελεί έγγραφο που λήφθηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα για τους σκοπούς του άρθρου 7(2) της Ποινικής Δικονομίας Κεφ. 155, και κατ' επέκταση η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να παράσχει πρόσβαση στην Υπεράσπιση εκτός και εάν εξηγήσει την άρνηση της να το παράσχει στη βάση των προνοιών του άρθρου 7(4) και (5) του Κεφ. 155.»
8. Αφού ακούστηκαν και οι δύο πλευρές ενέκρινα το αίτημα στις 22/11/2017 και επιφύλαξα για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο το πιο πάνω ερώτημα.»
Στην πρώτη ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 24.10.2017, αναφορικά με αίτηση του Κατηγορούμενου για αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αφού αναφέρθηκε στα, σχετικά με την αίτηση, γεγονότα και καθοδηγήθηκε από σχετικές αυθεντίες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, οι δύο διοικητικές εκθέσεις και το πόρισμα των ποινικών ανακριτών, φαίνεται ότι αποτελούσαν έγγραφα που σχετίζονταν με τη διερεύνηση της υπόθεσης και ότι ήταν, ενδεχομένως, σχετικά με την προώθηση και ετοιμασία της Υπεράσπισης. Όπως παρατήρησε, σύμφωνα με το άρθρο 7(2) του Νόμου περί Ποινικής Δικονομίας, θα έπρεπε να ικανοποιηθεί (το Δικαστήριο), ότι τα προαναφερόμενα ήταν έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα και ότι είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα που αναμένεται ή ενδέχεται να εγερθούν. Εφόσον θεώρησε ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7(2), το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, εναπόκειτο πλέον στην Κατηγορούσα Αρχή να καταδείξει ότι η άρνησή της να παραδώσει το προαναφερόμενο υλικό εμπίπτει σε μία ή περισσότερες από τις εξαιρέσεις του άρθρου 7(4) του ιδίου Νόμου.
Ενόψει των προαναφερομένων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 7(5) του Νόμου, Κεφ. 155, όρισε την υπόθεση στις 17.11.2017 και έδωσε οδηγίες όπως, αν η Κατηγορούσα Αρχή συνεχίζει να επιμένει στην επίκληση προνομίου ή άλλου κωλύματος προβλεπομένου από το άρθρο 7(4), στην παράδοση αντιγράφων των δύο (διοικητικών) εκθέσεων και του (ποινικού) πορίσματος, στην Υπεράσπιση, θα πρέπει να καταχωρήσει, μέχρι την 17.11.2017, γραπτό σχετικό αίτημα. Έδωσε, επίσης, οδηγίες όπως αντίγραφα των δύο διοικητικών εκθέσεων και του πορίσματος των ποινικών ανακριτών, παραδοθούν στο Δικαστήριο για να επιθεωρηθούν και εξεταστούν.
Στη δεύτερη ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 22.11.2017, αναφορικά με την αίτηση της Κατηγορούσας Αρχής για επιφύλαξη Νομικού Ερωτήματος, για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, αφού παρέδωσε τις δύο διοικητικές εκθέσεις στους συνηγόρους υπεράσπισης, αιτήθηκε όπως επιφυλαχθεί το προαναφερόμενο Νομικό Ερώτημα, για το Ανώτατο Δικαστήριο, σε σχέση με το πόρισμα των ποινικών ανακριτών. Αφού αναφέρθηκε, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, στις θέσεις και εισηγήσεις των δύο πλευρών, συμφώνησε με την ευπαίδευτη συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής ότι το Δικαστήριο είναι υπόχρεο να επιφυλάξει Νομικό Ερώτημα για γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα, εφόσον το ερώτημα είναι αμιγώς νομικό και εγείρεται στο κατάλληλο στάδιο, κατά τη διάρκεια της δίκης.
Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, η ύπαρξη του πορίσματος των ποινικών ανακριτών αποτελούσε αποδεκτό γεγονός, και ότι επρόκειτο για έγγραφο που προηγήθηκε της καταχώρησης της δίωξης του Κατηγορούμενου. Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής, στην παράγραφο 10 της ενδιάμεσης απόφασης του:
«Με βάση τα ενώπιον μου δεδομένα έχω ικανοποιηθεί ότι το ερώτημα που τίθεται εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα είναι αμιγώς νομικό, έχει εγερθεί κατά τη δίκη και σε κατάλληλο στάδιο, μετά δηλαδή της απάντησης του Κατηγορητηρίου και της απόφασης μου για τον τρόπο που θα πρέπει να τύχει διαχείρισης το εν λόγω έγγραφο».
Ενόψει της ικανοποίησης των προαναφερομένων προϋποθέσεων και λαμβάνοντας υπόψιν ότι το εγειρόμενο ζήτημα είναι καινοφανές και άπτεται της ερμηνείας του άρθρου 7(2) του Κεφ. 155, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(1)/2014 για να συνάδει με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2012/13/ΕΕ, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, όφειλε, δυνάμει του άρθρου 148(1) του Κεφ. 155, να επιφυλάξει το προαναφερόμενο Νομικό Ερώτημα για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, πράγμα το οποίο έπραξε.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Το άρθρο 148(1) του Κεφ. 155 προνοεί ότι, Δικαστήριο το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία, δύναται, και με αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας πρέπει, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο «νομικό ζήτημα που εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης» οποιουδήποτε προσώπου.
Η Νομολογία μας είναι πλούσια αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 148(1), τόσο όσον αφορά το τι συνιστά «νομικό ζήτημα», όσο και όσον αφορά τη φράση «που εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης».
«Νομικό ζήτημα» ερμηνεύτηκε ότι σημαίνει αμιγώς νομικό θέμα. Δεν παρέχεται εξουσία επιφύλαξης μικτού θέματος δικαίου και γεγονότων. Στην υπόθεση In re Hadjicostas (1984) 1 C.L.R. 513, τονίστηκε ότι, αμιγές νομικό θέμα είναι εκείνο που αφορά στην εφαρμογή του Νόμου επί δεδομένων γεγονότων. Εάν, δηλαδή, τα γεγονότα επί των οποίων το Δικαστήριο θα πρέπει να εφαρμόσει το Νόμο, δεν είναι αμφισβητούμενα, το σημείο είναι νομικό. Πρόκειται, δηλαδή, για εφαρμογή του Νόμου επί αναντίλεκτων ή μη αμφισβητούμενων γεγονότων.
Πότε ένα νομικό ζήτημα, εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης, εξετάστηκε σε διάφορες αποφάσεις (Δέστε: In re Charalambous (1974) 1 C.L.R. 37, Pastellopoullos v. The Republic (1985) 2 A.A.Δ. 165, Δημοκρατία v. Kirnouyan (1996) 2 A.A.Δ. 126, Louca & Another v. Republic (1984) 2 C.L.R. 386, Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63 και Πατίκκη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 175). Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει επίσης στο Σύγγραμμα Γεώργιος Μ. Πικής, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 339 - 342.
Από την προαναφερόμενη Νομολογία, είναι προφανές ότι, ένα νομικό σημείο, για να εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 148(1) του Κεφ. 155, θα πρέπει να είναι επιβαλλόμενο, ούτως ειπείν, επί του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απαιτώντας άμεση απάντηση (Δέστε: In re Charalambous [ανωτέρω]). Οι εξουσίες παραπομπής νομικού σημείου για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 148(1) του Κεφ. 155, θα πρέπει να ασκούνται με φειδώ και μόνο σε κατάλληλες υποθέσεις, όπως τονίστηκε στην Police v. Ekdotiki Eteria (ανωτέρω). Νομικό σημείο, εγειρόμενο κατά τη διάρκεια της δίκης, σημαίνει το νομικό σημείο που αναφύεται σε στάδιο της δίκης, κατά το οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί (άμεσα) για να μπορέσει η δίκη να συνεχιστεί περαιτέρω, σύμφωνα με το Νόμο και τους σχετικούς κανόνες πρακτικής της ποινικής δικονομίας (Δέστε: Pastellopoullos [ανωτέρω]). Ο πρωταρχικός ρόλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του ως Εφετείο, είναι να αναθεωρεί τις ενδιάμεσες και τελικές αποφάσεις των πρωτοδίκων Δικαστηρίων, στα πλαίσια εφέσεων, ή άλλων διαδικαστικών διαδικασιών αναθεώρησης (Δέστε: Louca [ανωτέρω]).
Όπως τονίστηκε στην Πατίκκη (ανωτέρω), δεν επιφυλάσσεται, για γνωμοδότηση, οποιοδήποτε ζήτημα εγείρεται διαρκούσης της δίκης, έστω και αν αυτό ζητείται από το Γενικό Εισαγγελέα. Η χρήση στο άρθρο 148(1) του όρου «εγειρόμενο», δεικνύει ότι θα πρέπει να επιφυλάσσονται ζητήματα, των οποίων η λύση πρέπει να είναι κρίσιμη, είτε για το τελικό αποτέλεσμα της υπόθεσης, είτε για την κρίση κάποιας πτυχής του που προοιωνίζει το αποτέλεσμα. Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν εγείρεται τέτοιο νομικό ζήτημα, μέσα στην προαναφερόμενη έννοια, τότε και αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα μπορεί ή και πρέπει να απορρίπτεται.
Στην υπόθεση Kirnouyan (ανωτέρω), δόθηκαν κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 148(1) του Κεφ. 155. Επεξηγήθηκε η έννοια του Νομικού Ερωτήματος, που εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης. Θα πρέπει να υπάρχει το απαραίτητο πραγματικό υπόβαθρο ώστε η γνωμοδότηση που ζητείται από το Ανώτατο Δικαστήριο να μη συνιστά ακαδημαϊκό εγχείρημα. Το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέφρασε άποψη για συγκεκριμένο θέμα, δεν το καθιστά απαραίτητα και εγειρόμενο, κατά τη διάρκεια της δίκης. Επίσης, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να παραπέμψει νομικό θέμα για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Έχοντας υπόψιν τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, εξεταζόμενα υπό το φως των προαναφερομένων αυθεντιών, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, το ζήτημα που παραπέμφθηκε, στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμοδότηση, δυνάμει του άρθρου 148(1) του Κεφ. 155, δεν εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης, υπό την προαναφερόμενη έννοια.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε ότι το ερώτημα που, κατά την κρίση του ήταν αμιγώς νομικό, εγέρθηκε κατά τη δίκη και σε κατάλληλο στάδιο, δηλαδή μετά την απάντηση του Κατηγορούμενου στο Κατηγορητήριο και μετά την πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση αναφορικά με τον τρόπο που θα έπρεπε να τύχει διαχείρισης το συγκεκριμένο έγγραφο - ποινικό πόρισμα.
Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, θεωρούμε πως, το κατά πόσον το θέμα εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης, δεν κρίθηκε στη βάση των ορθών νομικών κριτηρίων. Όπως αναφέραμε, σύμφωνα με τις αυθεντίες, για να εγείρεται ένα ζήτημα κατά τη διάρκεια της δίκης, θα πρέπει να είναι τέτοιο που να χρήζει άμεσης απάντησης (στο στάδιο έγερσης του), για να μπορέσει η δίκη να συνεχιστεί περαιτέρω. Θα πρέπει επίσης να είναι καθοριστικό του αποτελέσματος ή κάποιας πτυχής που προοιωνίζει το αποτέλεσμα. Στην προκείμενη περίπτωση δεν θεωρούμε ότι αυτές οι προϋποθέσεις συντρέχουν, ώστε να καθίσταται το ερώτημα που υποβλήθηκε για γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «εγειρόμενο κατά τη διάρκεια της δίκης». Η πρωτόδικη δίκη μπορεί κάλλιστα να συνεχιστεί, στη βάση της εκδοθείσας (πρώτης) ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, το ποινικό πόρισμα θα πρέπει να δοθεί από την Κατηγορούσα Αρχή στην Υπεράσπιση, εκτός εάν η Κατηγορούσα Αρχή δείξει ότι εμπίπτει σε κάποια από τις πρόνοιες του άρθρου 7(4) του Κεφ. 155. Από την άποψη αυτή, το δημιουργηθέν ζήτημα δεν έχει ακόμη τελεσφορήσει.
Οι διαπιστώσεις μας αυτές αναφέρονται στις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 148, χωρίς ασφαλώς να αφορούν την ορθότητα ή μη της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον η παρούσα διαδικασία δεν είναι διαδικασία εφέσεως.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, γνωματεύουμε ως ανωτέρω.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Α. Ρ. Λιάτσος, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Γ. Ν. Γιασεμή, Δ.
Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/ΜΣ Α. Πούγιουρου, Δ.
[1] Όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 186(Ι)/2014 για να συνάδει με την Ευρωπαϊκή Οδηγία, 2012/13/ΕΕ