ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Α.Αλεξάνδρου με Αν.Ανοβριάδη, για τον εφεσείοντα Μ.Σπηλιωτοπούλου, για τη Δημοκρατία CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-05-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Αναφορικά με την έκδοση του SERGUEYEVICH, Πoινική ΄Εφεση αρ.203/2018, 25/5/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B254

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                          oινική ΄Εφεση αρ.203/2018

σχ.με 200/18)

 

25 Mαϊου, 2018

 

Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ. Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ., Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες

 

Αναφορικά με την έκδοση του SERGUEYEVICH από τη Ρωσία και τώρα στα Αστυνομικά Κρατητήρια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πάφου

εφεσείοντα

ν.

Αναφορικά με τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο Ν.97/70

 ------------------------

Α.Αλεξάνδρου με Αν.Ανοβριάδη, για τον εφεσείοντα

Μ.Σπηλιωτοπούλου, για τη Δημοκρατία

Εφεσείων παρών

        - - - - - - - - -

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα αυθημερόν)

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, με βάση τις πρόνοιες των εδαφίων (1)(α) και (2) του άρθρου 8 του Ν.97/70, εξέδωσε στις 16.04.18 ένταλμα σύλληψης του εφεσείοντα κατόπιν αιτήματος της Ρωσίας για έκδοση του, δυνάμει των διατάξεων του Ν.95/70 και του Ν.97/70.

 

Το ένταλμα σύλληψης εκτελέστηκε αυθημερόν και ο εφεσείων παρουσιάστηκε την ίδια ημέρα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου όπου στα πλαίσια αίτησης διαπιστώθηκαν και επιβεβαιώθηκαν τα στοιχεία του. Προηγουμένως την ίδια ημέρα η αίτηση αρ. 1/17 η οποία στρεφόταν εναντίον του και αφορούσε ιδίας φύσεως διαδικασία, αποσύρθηκε.  Ως εκ της απόσυρσης, ο εφεσείων αφέθηκε ελεύθερος.

 

Το εκδικάζον τη νέα αίτηση Δικαστήριο την όρισε για ακρόαση.

 

Με αίτημα της η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας ζήτησε την κράτηση του εφεσείοντα. Το αίτημα αυτό προσέκρουσε στην ένσταση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα.  Η συνήγορος της Δημοκρατίας στήριξε το αίτημα της στον κίνδυνο φυγοδικίας του εφεσείοντα που κατά τη γνώμη της ελλοχεύει από τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει, τα οποία επισύρουν πολύχρονες ποινές φυλάκισης. Επίσης σημειώθηκε ότι ο κίνδυνος της φυγοδικίας ενισχύεται τόσο από τις προσπάθειες που ο εφεσείων καταβάλλει σε δικαστήρια της Ρωσικής Ομοσπονδίας για ακύρωση της διαδικασίας έκδοσης του όσο και από τον εντοπισμό στην κατοχή του μιας μη γνήσιας βουλγάρικης άδειας οδήγησης.  

 

Στην αντίπερα πλευρά ο δικηγόρος του εφεσείοντα επιχειρηματολόγησε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας διότι η βουλγάρικη άδεια οδήγησης δεν σχετίζεται με τον πελάτη του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τις θέσεις των διαδίκων και αφού ορθά επεσήμανε ότι η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου αποτελεί μια ειδική διαδικασία, έκρινε ότι θα πρέπει ο εφεσείων να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι 21.5.2018, ημερομηνία κατά την οποία ορίστηκε για ακρόαση.  Παράλληλα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι είχε δικαίωμα να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο καταχωρώντας αίτηση για έκδοση Habeas Corpus με σκοπό την αποφυλάκιση του.

 

Ο εφεσείων καταχώρησε  ποινική έφεση επί της απόφασης αυτής, την υπ΄αριθμ.200/18.  Στις 21.5.18 η διαδικασία έκδοσης άρχισε με την κατάθεση του πρώτου μάρτυρα Μ1 Ανδρέα Κυριακίδη - προϊσταμένου της Ομάδας Εθνικής Νομικής Συνεργασίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.  Στο τέλος της δικασίμου ορίστηκε η υπόθεση για συνέχιση στις 25.5.2018 η ώρα 11.30π.μ. και ο εφεσείων παρέμεινε υπό κράτηση.  Ακολούθησε δεύτερη ποινική έφεση του εφεσείοντα επί της κράτησης του η υπ΄αριθμόν 203/18.  Συνεπώς και οι δύο εφέσεις συνεκδικάζονται.  

 

Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο διάταγμα κράτησης εφεσιβάλλεται με τους εξής λόγους:

 (α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα την διακριτική εξουσία που του παρέχει ο νόμος και διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα, χωρίς να συνυπολογίσει στην απόφαση του όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και/ή δεν τα συνυπολόγισε στην σωστή τους διάσταση, και/ή δεν τους απέδωσε την δέουσα βαρύτητά, με συνεπακόλουθο να διατάξει την κράτηση του εφεσείοντα και απορρίπτοντας ταυτόχρονα την εισήγηση της υπεράσπισης του εφεσείοντα ότι θα έπρεπε να απολυθεί κάτω από τους όρους που εισηγήθηκε η υπεράσπιση.

(β) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εντελώς εσφαλμένα και αντινομικά κατέληξε στην απόφαση του για πιθανότητα καταδίκης του εφεσείοντα, σε σχέση με τα αδικήματα που ζητείται η έκδοση του, χωρίς την ύπαρξη οποιουδήποτε υλικού περί τούτου και προβαίνοντας ανεπίτρεπτα σε εκτίμηση για πιθανότητα καταδίκης, και/ή σε απλές εικασίες, με συνεπακόλουθο να οδηγηθεί σε διαταγή για κράτηση του εφεσείοντα.

(γ) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε στην απόφαση, του ότι ο εφεσείοντας δεν έχει δεσμούς με την Κυπριακή Δημοκρατία, και ότι οποιηδήποτε όροι του τεθούν δεν μπορούν να διασφαλίσουν την παρουσία του, με συνεπακόλουθο οδηγηθεί σε διαταγή για κράτηση του εφεσείοντα, γιατί όπως λανθασμένα έκρινε ήταν η μόνη επιλογή.

 

Επιπροσθέτως με τη δεύτερη έφεση προβάλλεται και ο ακόλουθος λόγος:

(δ)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα άσκησε τη διακριτική εξουσία που του παρέχει ο Νόμος και στις 21.5.2018 διέταξε εκ νέου την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι την επόμενη δικάσιμο, υιοθετώντας ουσιαστικά την απόφαση του ημερ. 2.5.2018.

Το πρωταρχικό που πρέπει να εξετάσουμε είναι το κατά πόσο οι ενδιάμεσες αποφάσεις του Δικαστηρίου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ποινικής έφεσης.  Ζητήσαμε δε από τους ευπαίδευτους συνηγόρους τις θέσεις τους οι οποίοι και αγόρευσαν προωθώντας ο μεν κ.Αλεξάνδρου τη θέση περί του εφεσίμου με ποινικές εφέσεις, η δε κα.Σπηλιωτοπούλου με την προώθηση της θέσης ότι η διαδικασία φυγοδίκου είναι suis generis  και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ποινικής έφεσης.

 

Προς τούτο, έχουμε κατευθύνει τη σκέψη μας στην ίδια τη νομοθεσία και δη τον περί ΄Εκδοσης Φυγοδίκων Νόμο του 1970, Ν.97/70.  Σχετικά είναι τα άρθρα 9 και 10:

 

"9.—(1) Παν πρόσωπον, όπερ ήθελε συλληφθή κατόπιν εντάλ΅ατος εκδοθέντος δυνά΅ει του άρθρου 8, θέλει προσαχθή το ταχύτερον δυνατόν (εκτός εάν προηγου΅ένως αφεθή ελεύθερον δυνά΅ει του εδαφίου (3) του εν λόγω άρθρου) ενώπιον δικαστού του εν τω εντάλ΅ατι οριζο΅ένου Επαρχιακού ∆ικαστηρίου (εν τω παρόντι Νό΅ω αναφερο΅ένου ως «το επιληφθέν της εκδόσεως Δικαστήριον»).

 

.........

(3) Καθ' όσον αφορά εις την διεξαγο΅ένην δυνά΅ει του παρόντος άρθρου διαδικασίαν, το επιληφθέν της εκδόσεως Δικαστήριον κέκτηται τας αυτάς εξουσίας, περιλα΅βανο΅ένης και της εξουσίας όπως αναβάλη την εκδίκασιν της υποθέσεως και εν τω ΅εταξύ να διατάξη την προφυλάκισιν ή την επί εγγυήσει απόλυσιν του συλληφθέντος δυνά΅ει του εντάλ΅ατος προσώπου, η δε δίκη διεξάγεται κατά τον αυτόν, ει δυνατόν, τρόπον, ως εάν επρόκειτο περί συνοπτικής εκδικάσεως αδική΅ατος, φερο΅ένου ως διαπραχθέντος υπό του εν λόγω προσώπου".

 

10.—(1) Το Δικαστήριον, εν πάση περιπτώσει, καθ' ην ήθελε διατάξει την κράτησιν του υπό εκδοσιν προσώπου δυνά΅ει του άρθρου 9, θέλει πληροφορήσει ά΅α τον ενδιαφερό΅ενον, εις κοινήν γλώσσαν, περί του δικαιώ΅ατος αυτού όπως υποβάλη αίτησιν διά habeas corpus προς τούτοις δε α΅ελλητί κοινοποιήση την τοιαύτην απόφασιν τω Υπουργώ.

(2) Πρόσωπον, ούτινος διετάχθη η κράτησις δυνά΅ει του ως είρηται άρθρου 9 δεν δύναται δυνά΅ει του παρόντος Νό΅ου να αποδοθή εις το Κράτος ή την χώραν, ήτις ητήσατο την έκδοσιν αυτού—

(α) εν πάση περιπτώσει, ΅έχρις ου παρέλθη διάστη΅α δεκαπέντε η΅ερών από της η΅έρας, καθ' ην εξεδόθη το περί εκδόσεως διάταγ΅α·

(β) εν η περιπτώσει ήθελεν υποβληθή αίτησις διά habeas corpus εφ' όσον εκκρε΅εί η εξέτασις της υποβληθείσης αιτήσεως.

(3) Το Ανώτατον ∆ικαστήριον, επιλα΅βανό΅ενον της τοιαύτης αιτήσεως, δύναται, ΅η επηρεαζο΅ένης οιασδήποτε ετέρας δικαιοδοσίας αυτού, να διατάξη την αποφυλάκισιν του υπό έκδοσιν προσώπου, εφ' όσov ήθελε κρίνει ότι—

(α) λόγω της αση΅άντου φύσεως του αδική΅ατος, δι' ο διώκεται ή κατεδικάσθη. ή 97/1970

(β) λόγω της παρόδου ΅ακρού χρόνου, αφ' ου εγένετο η διάπραξις του αδική΅ατος ή, αναλόγως της περιπτώσεως, αφ' ου καταζητείται προς έκτισιν ποινής ΅ετά καταδίκην αυτού. ή

(γ) λόγω του ότι η κατ' αύτου κατηγορία δεν εγένετο καλή τη πίστει ή εν τω συ΅φέροντι της δικαιοσύνης, η απόδοσις αυτού θα απετέλει, λα΅βανο΅ένων υπ' όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν ΅έτρον.

(4) Το Ανώτατον ∆ικαστήριον, επιλα΅βανό΅ενον οιασδήποτε τοιαύτης αιτήσεως, δύναται να δεχθή συ΅πληρω΅ατικά αποδεικτικά στοιχεία, σχετικά προς την άσκησιν της δικαιοδοσίας αυτού δυνά΅ει του άρθρου 4 ή δυνά΅ει του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου.

(5) ∆ιά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η διαδικασία διά την εξέτασιν αιτήσεως υποβληθείσης διά την έκδοσιν habeas corpus λογίζεται εκκρε΅ούσα ΅έχρις ου εκδικασθή η κατ' αύτης τυχόν ασκηθείσα έφεσις, ή παρέλθη άπρακτος η προθεσ΅ία, εν η δύναται να ασκηθή τοιαύτη έφεσις, ή, εφ' όσον απαιτείται άδεια διά την άσκησιν εφέσεως, η προθεσ΅ία εν η δύναται να αιτηθή η παροχή της τοιαύτης αδείας" .

H ειδική φύση της διαδικασίας έκδοσης φυγοδίκου έχει τονιστεί σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Μεταξύ αυτών η πρόσφατη υπόθεση, Seif Eldin Mostafa Mohamed Emam  και Κυπριακή Δημοκρατία, Πολ.εφ.379/16, ημερ. 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A204 από την οποία παραθέτουμε τα ακόλουθα:

«Η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου η οποία αποτελεί πολιτική διαδικασία δεν επιλύει διαφορές αναφορικά με ουσιαστικά δικαιώματα. Πρόκειται για μία ειδική διαδικασία η οποία διέπεται από το Ν.97/1970 και, όπως σημειώθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Natalias Konovalova, Πολιτική Έφεση Αρ. 436/2011, ημερομηνίας 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D639, είναι «προσαρμοσμένη στη φύση του αντικειμένου της αίτησης για την έκδοση φυγοδίκου, με κύριο σκοπό τη διαπίστωση της ύπαρξης των προυποθέσεων για την έκδοση του. Όπως δε προβλέπεται από το άρθρο 9(3) του Νόμου, η δίκη για το ζήτημα «διεξάγεται κατά τον αυτόν, ει δυνατόν, τρόπον, ως εάν επρόκειτο περί συνοπτικής εκδίκασης αδικήματος, φερόμενου ως διαπραχθέντος υπό του εν λόγω προσώπου». Περί διαπίστωσης ύπαρξης των υπό αναφορά προϋποθέσεων λοιπόν ο λόγος, θέμα για το οποίο το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται αυστηρά στην τήρηση των κανόνων του Δικαίου της Απόδειξης που ισχύουν στο πλαίσιο εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων».

 

Σε άλλο σημείο της ίδιας απόφασης αναφέρεται σαφώς ότι δεν υπάρχει δυνατότητα στο δικό μας νομικό σύστημα άσκησης έφεσης εναντίον απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου όταν εγκρίνεται αίτηση για έκδοση προσώπου και διατάσσεται η προφυλάκιση του μέχρι την έκδοση.  Ειδικά γίνεται αναφορά και στο διάταγμα προφυλάκισης.  Όπως ορθά υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο και στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσείων έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus και ακολούθως σε περίπτωση απόρριψης του έχει στη διάθεση του το ένδικο μέσο της καταχώρησης έφεσης κατά της απορριπτικής απόφασης.  Σχετική επίσης είναι η υπόθεση Λουκά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ124/13, 8.1.2014 και συγκεκριμένα το ακόλουθο απόσπασμα:

 «Στο κυπριακό νομικό σύστημα το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζει την αίτηση για έκδοση φυγοδίκου σε χώρα του εξωτερικού, στη βάση των νομικών αρχών και της νομολογίας. Αν ο φυγόδικος δεν ικανοποιηθεί από την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει δικαίωμα καταχώρισης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο και πάλι με βάση τον Νόμο και τη σχετική νομολογία αποφασίζει το κατά πόσο δικαιολογείται η έκδοση τέτοιου προνομιακού εντάλματος ή όχι, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δικαστικά. Αν και πάλι ο φυγόδικος δεν ικανοποιηθεί έχει δικαίωμα έφεσης στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία επίσης κρίνει το ζήτημα δικαστικά και με βάση τους Νόμους και τη νομολογία. Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων εξάντλησε όλα τα προαναφερόμενα ένδικα μέσα, τα οποία είχε στη διάθεση του».

Η ίδια προσέγγιση ακολουθείται και στις εξής αποφάσεις:

Κotlyarenko v. Γεν.Εισαγγελέα, (2009)2 Α.Α.Δ. 269, Κotlyarenko (2011)1Α Α.Α.Δ. 505, Κonovalova και Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ.Αίτηση Αρ.140/15, 13.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:D750 και Αναφορικά με τον Θωμά Πέτρου, Πολ.Εφ.Αρ.421/17, 11.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A10.

Στην Kotlyarenko (ανωτέρω) η οποία ακριβώς αφορούσε ποινική έφεση σε διαδικασία φυγοδίκου, το Ανώτατο Δικαστήριο αφού ανέφερε ότι η διαδικασία συνιστά «πολιτική διαδικασία» συνυφασμένη με την πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, κατέληξε ότι δεν συντρέχει δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί ποινικής έφεσης.

Όπως λοιπόν προκύπτει από την πιο πάνω νομολογία, η διαταγή για κράτηση του εφεσείοντα δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ποινικής έφεσης.  Δεν έχει καμία σημασία, κατά την κρίση μας, αν η κράτηση είναι ενδιάμεση της διαδικασίας ή τελική, όταν δηλαδή ολοκληρωθεί η διαδικασία έκδοσης.  Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ενταχθεί στα πλαίσια της Ποινικής Δικονομίας και να αποτελέσει αντικείμενο ποινικής έφεσης.  Εξάλλου, στην ίδια την Ποινική Δικονομία σαφώς αναφέρεται ότι για να είναι εφέσιμη οποιαδήποτε απόφαση πρέπει να καθορίζεται στο Νόμο.  (Βλ. άρθρο 131 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155).

Βεβαίως τονίζουμε ότι εν πάση περιπτώσει η διαδικασία, εν προκειμένω, είναι πολιτικής υφής και αυτό δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί επειδή ο εφεσείων επέλεξε να καταχωρήσει ποινικές εφέσεις.  Συνεπώς οι εφέσεις απορρίπτονται.

                                                                   ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                                                   ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                                                   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο