ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B207
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
30 Απριλίου, 2018
[Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
Ποινική Έφεση Αρ. 332/2015
(σχ. με 333/2015, 334/2015, 335/2015, 336/2015)
Μεταξύ:
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα,
ΚΑΙ
KRASHIAS FOOTWEAR INDUSTRY LIMITED
Εφεσίβλητoυ
________________________
Ποινική Έφεση Αρ. 333/2015
(σχ. με 332/2015, 334/2015, 335/2015, 336/2015)
Μεταξύ:
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα,
ΚΑΙ
ΠΑΥΛΟΥ ΚΡΑΣΙΑ
Εφεσίβλητoυ
________________________
Ποινική Έφεση Αρ. 334/2015
(σχ. με 332/2015, 333/2015, 335/2015, 336/2015)
Μεταξύ:
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα,
ΚΑΙ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΡΑΣΙΑ
Εφεσίβλητoυ
________________________
Ποινική Έφεση Αρ. 335/2015
(σχ. με 332/2015, 333/2015, 334/2015, 336/2015)
Μεταξύ:
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα,
ΚΑΙ
ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΚΡΑΣΙΑ
Εφεσίβλητoυ
________________________
Ποινική Έφεση Αρ. 336/2015
(σχ. με 332/2015, 333/2015, 334/2015, 335/2015)
Μεταξύ:
1. ΚRΑSHIAS FOOTWEAR INDUSTRY LIMITED
2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΡΑΣΙΑ
3. ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΚΡΑΣΙΑ
4. ΠΑΥΛΟΥ ΚΡΑΣΙΑ
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
Εφεσίβλητoυ
________________________
Έρια Παπαλοίζου (κα), Δικηγόρος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα στην 332/2015, 333/2015, 334/2015, 335/2015 και Εφεσίβλητο στην 336/2015.
Σ. Α. Αγγελίδης για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους στην 332/2015, 333/2015, 334/2015, 335/2015 και Εφεσείοντες στην 336/2015.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με τις Ποινικές Εφέσεις 332, 333, 334 και 335/2015, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με την επιβληθείσα ποινή στους Εφεσίβλητους-Κατηγορούμενους, με δύο λόγους έφεσης:
1. Ότι η ποινή των €400 προστίμου που επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε έκαστο Εφεσίβλητο είναι ανεπαρκής, καθότι δεν αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα του διαπραχθέντος αδικήματος και
2. Παράλληλα με την ανεπάρκεια της ποινής, ο Εφεσείων προσβάλλει και την ορθότητα έκδοσης διατάγματος καταβολής των οφειλόμενων ποσών, από τους Εφεσίβλητους προς το Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, στο οποίο παραλείπονται οι οφειλόμενοι τόκοι.
Στην Ποινική Έφεση 336/2015, Εφεσείοντες είναι η Εφεσίβλητη εταιρεία στην 332/2015 και οι τρεις διευθυντές της, Εφεσίβλητοι στις Ποινικές Εφέσεις 333, 334 και 335/2015 αντίστοιχα, και Εφεσίβλητος είναι ο Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων, τον οποίο εκπροσωπεί ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας. Με την Ποινική Έφεση 336/2015 οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, τόσο αναφορικά με την καταδίκη τους, όσο και αναφορικά με την ποινή που τους επιβλήθηκε. Με τους εννέα πρώτους λόγους εφέσεως, προσβάλλουν την ορθότητα της καταδίκης, με τον δέκατο και τον ενδέκατο λόγο έφεσης, προσβάλλουν την έκδοση διατάγματος για καταβολή ποσού €323.189, από τους Κατηγορούμενους-Εφεσείοντες και την ποινή για επιβολή προστίμου €400 σε κάθε Εφεσείοντα-Κατηγορούμενο, ως έκδηλα υπερβολική.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι Κατηγορούμενοι-Εφεσείοντες στις Ποινικές Εφέσεις 332, 333, 334, 335/2015 (στη συνέχεια «οι Κατηγορούμενοι»), αντιμετώπισαν μία κατηγορία, για παράβαση των άρθρων 94 και 115(1) του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Νόμος 94(1)/2004).
Στην έκθεση αδικήματος αναγράφεται το αδίκημα ως παράλειψη καταβολής οφειλόμενου ποσού δασμού, φόρου και χρηματικής επιβάρυνσης, πλέον τόκων, που έχει βεβαιωθεί, κατά παράβαση των προαναφερόμενων δύο άρθρων του σχετικού Νόμου. Στις λεπτομέρειες αδικήματος αναγράφεται ότι, οι Κατηγορούμενοι παρέλειψαν να καταβάλουν στο Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, εντός εικοσιμίας ημερών, από τη λήψη σχετικής ειδοποίησης, ημερομηνίας 29.6.2007, την οποία παρέλαβαν στις 26.7.2007, το συνολικό ποσό ύψους €323.189 (ΛΚ 189.154) [το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό δασμού αντιντάμπινγκ €255.489 (ΛΚ 149.531), πλέον το ποσό Φόρου Προστιθέμενης Αξίας €38.321 (ΛΚ 22.428) και το ποσό Χρηματικής Επιβάρυνσης €29.379 (ΛΚ17.195)], πλέον τόκους.
Θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε πρώτα τους εννέα πρώτους λόγους της Έφεσης 336/2015. Τους τελευταίους δύο θα τους εξετάσουμε, σε συνάρτηση με τις Εφέσεις 332 - 335/2015.
Οι έντεκα λόγοι έφεσης είναι οι εξής:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε, καθότι δεν εξέτασε τη νομική βάση του Κατηγορητηρίου και εφάρμοσε πλημμελώς και λανθασμένα το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, κατά παράβαση του Συντάγματος και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, και ειδικά του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 2913/92. Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των Κατηγορουμένων, οι προϋποθέσεις που τίθενται από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό, δεν τηρήθηκαν και, επομένως, δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία που αντιμετώπιζαν οι Κατηγορούμενοι.
2. Εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, και κατά παράβαση του Συντάγματος, παραγνώρισε την υπεροχή και την άμεση εφαρμογή και δεσμευτικότητα του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
3. Εσφαλμένα, έκρινε ότι η, ιδιαίτερα μεγάλη, περίοδος, η οποία παρήλθε από τις πράξεις των Κατηγορουμένων μέχρι την καταχώρηση του Κατηγορητηρίου, αλλά και την εκδίκαση της υπόθεσης, δεν παραβίαζε τα συνταγματικά δικαιώματα, των Κατηγορουμένων, για δίκαιη δίκη.
4. Εσφαλμένα, αποδέχθηκε τη μαρτυρία της μοναδικής μάρτυρος της Κατηγορούσας Αρχής και υπαλλήλου του Τμήματος Τελωνείων, κας Μαυρή, και θεώρησε ότι αυτή ήταν καλή γνώστης του αντικειμένου της, των σχετικών διαδικασιών και της σχετικής νομοθεσίας και των Ευρωπαϊκών Κανονισμών.
5. Εσφαλμένα, έκρινε ότι, η μαρτυρία που δόθηκε, σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και Κανονισμούς, ήταν άσχετη με τα επίδικα θέματα και την αγνόησε.
6. Εσφαλμένα, αγνόησε το γεγονός ότι, τα συγκεκριμένα προϊόντα, αναφορικά με τα οποία έγινε η βεβαίωση που αναφέρεται στην Κατηγορία, ουδέποτε τέθηκαν σε κυκλοφορία στην ελεύθερη αγορά, δυνάμει του Προσωρινού Ευρωπαϊκού Κανονισμού 573/2006 και, επομένως, το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της ελεύθερης κυκλοφορίας των προϊόντων, δεν αποδείχθηκε.
7. Εσφαλμένα δεν εξέτασε και δεν ερεύνησε τη σημασία του γεγονότος ότι το Τελωνείο δεν συμμορφώθηκε και παραβίασε τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές προκύπτουν από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 384/96, ο οποίος αποτελεί τη βάση της Κατηγορίας που αντιμετώπιζαν οι Κατηγορούμενοι.
8. Εσφαλμένα αγνόησε ότι, βάση των Κατηγοριών που αντιμετώπιζαν οι Κατηγορούμενοι ήταν ο μόνιμος Ευρωπαϊκός Κανονισμός 1472/2006, ο οποίος εξετάστηκε από το ΔΕΕ και ακυρώθηκε.
9. Εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψιν του ότι, υπήρχε μονομερής τροποποίηση των όρων της Σύμβασης Εισαγωγής των προϊόντων (για τα οποία έγινε η επίδικη βεβαίωση), μεταξύ Κατηγορουμένων και Κράτους, λόγω εφαρμογής Ευρωπαϊκού Κανονισμού που υιοθετήθηκε εκ των υστέρων και μετά την κατακύρωση της σχετικής προσφοράς, στους Κατηγορούμενους.
10. Εσφαλμένα και υπό πλάνη, εξέδωσε διάταγμα δυνάμει του άρθρου 116 του Νόμου 94(1)/2004, ενώ η οφειλή είχε ήδη παραγραφεί δυνάμει του άρθρου 113 του ιδίου Νόμου, και το αγώγιμο δικαίωμα του Διευθυντή Τελωνείου είχε ακυρωθεί λόγω παραγραφής.
11. Η ποινή προστίμου των €400 για έκαστο κατηγορούμενο ήταν, υπό τις περιστάσεις, υπερβολική.
Ουσιαστικά, όλα τα θέματα που εγείρονται ενώπιόν μας, αναφορικά με την καταδίκη των Κατηγορουμένων, ηγέρθηκαν και πρωτοδίκως και αποφασίστηκαν κατά τρόπο ορθό και δίκαιο από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε συναφώς ότι η Κατηγορούσα Αρχή (Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων), στις 29.6.2007, ενημέρωσε τους Κατηγορουμένους για την οφειλή τους προς την Κυπριακή Δημοκρατία, αναφορικά με δασμούς, φόρους κλπ, εναντίον της επίδικης πράξης ασκήθηκε προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος (προσφυγή με αριθμό 1353/2007) η οποία στις 3.8.2009 απορρίφθηκε. Εναντίον της απόρριψης της προσφυγής ασκήθηκε η Αναθεωρητική Έφεση με αριθμό 142/2009, η οποία επίσης απορρίφθηκε με απόφαση ημερομηνίας 26.11.2013 (Δέστε: Krashias Footwear Industry Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας (2013) 3 A.A.Δ. 709). Η ποινική υπόθεση εναντίον των Κατηγορουμένων καταχωρήθηκε στις 27.4.2011 και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 6.11.2015.
Η παράλειψη καταβολής των ποσών των δασμών, των φόρων και της χρηματικής επιβάρυνσης, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση, η οποία, όμως, προέβαλε σειρά λόγων, σύμφωνα με τους οποίους, η επίδικη πράξη είναι παράνομη, κυρίως, λόγω παράβασης του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει τα εξής χαρακτηριστικά στη σελίδα 9 της απόφασης της:
«Σημειώνεται επίσης ότι, ισχυρισμοί ότι η επιβληθείσα φορολογία ήταν παράνομη, δεν μπορούν να τελεσφορήσουν καθότι τέτοια εξέταση θα σήμαινε και έλεγχο της επίδικης πράξης, η οποία έχει ήδη ελεγχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου στα πλαίσια προσφυγής η οποία ασκήθηκε δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και έχει επικυρωθεί.»
Η προαναφερόμενη παρατήρηση, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση ότι στην παρούσα υπόθεση έχουν επιβληθεί φόροι και δασμοί στην Κατηγορούμενη 1 - Εταιρεία, η πράξη επιβολής κοινοποιήθηκε στους Κατηγορούμενους 2, 3 και 4 διευθυντές της, και οι Κατηγορούμενοι, εν γνώσει τους, παρέλειψαν να καταβάλουν τους επιβληθέντες δασμούς και φόρους, οδήγησε την ευπαίδευτη πρωτόδικο Δικαστή στο ορθό συμπέρασμα ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος για το οποίο κατηγορήθηκαν οι Κατηγορούμενοι, όχι μόνο αποδείχθηκαν, αλλά, στην ουσία, δεν είχαν αμφισβητηθεί από τους Κατηγορούμενους. Δεν αμφισβητήθηκε ούτε η επιβολή των δασμών και τελών, ούτε η κοινοποίηση τους στους Κατηγορούμενους, ούτε η μη πληρωμή τους, εν γνώσει των διευθυντών της Κατηγορούμενης 1 Εταιρείας, αλλά αυτό που αμφισβητήθηκε ήταν το κύρος και η νομιμότητα της διοικητικής πράξης, κυρίως λόγω παράβασης ή εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας Ευρωπαϊκού Δικαίου, ζήτημα, όμως, που εξέφευγε από τη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην Ποινική Υπόθεση.
Οι προαναφερόμενες διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθές και συνάδουν με τις αρχές της Νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Κυριακίδης κ.α. v. Έφορου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 75 ακολουθήθηκε η προηγούμενη απόφαση στην υπόθεση Α. Π. (Μηλιώτης) Ακίνητα Λίμιτεδ και άλλοι v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 12, και τονίστηκε ότι, τα Ποινικά Δικαστήρια, δεν έχουν δικαιοδοσία να διερευνούν τη νομιμότητα διοικητικών πράξεων. Αποκλειστική δικαιοδοσία για τον έλεγχο της νομιμότητας διοικητικής πράξης έχει το Ανώτατο Δικαστήριο (σήμερα το Διοικητικό Δικαστήριο, σε πρώτο βαθμό). Η υποχρέωση για καταβολή φορολογικής οφειλής εκπηγάζει από διοικητική απόφαση, η οποία μπορεί να προσβληθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο των προνοιών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Στη Μηλιώτης (ανωτέρω) τονίστηκε πως, η στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων για απόκτηση δικαιώματος που απορρέει από Διοικητική Αρχή, μπορεί να αναθεωρηθεί μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας που παρέχεται από το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Στην υπόθεση Ηλία v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137, επίσης τονίστηκε η προαναφερόμενη θεμελιωμένη αρχή της μη ύπαρξης δικαιοδοσίας διερεύνησης της νομιμότητας διοικητικών πράξεων από τα Ποινικά Δικαστήρια και της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αυτόν τον τομέα, προστέθηκε όμως, ότι μόνο στην περίπτωση νόσφισης εξουσίας είναι δυνατόν, διοικητική πράξη, να αγνοηθεί, διότι στην περίπτωση εκείνη, το προϊόν της νόσφισης δεν περιέρχεται στη σφαίρα του δικαίου.
Στην προκείμενη περίπτωση, δεν τέθηκε οποιοδήποτε ζήτημα νόσφισης εξουσίας και, επομένως, ισχύουν οι προαναφερόμενες θεμελιωμένες αρχές, σύμφωνα με τις οποίες, το πρωτόδικο Ποινικό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία ελέγχου της νομιμότητας και της εγκυρότητας της διοικητικής πράξης με την οποία βεβαιώθηκαν (εκ των υστέρων) οι οφειλές των Κατηγορουμένων. Επιπρόσθετα, στην προκείμενη περίπτωση, η νομιμότητα και η εγκυρότητα της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης είχε ελεγχθεί σε πρώτο βαθμό με Προσφυγή και σε τελικό βαθμό με Αναθεωρητική Έφεση, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε την εγκυρότητα και τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης, πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης, με την Έφεση, απόφασης.
Το άρθρο 94 του Νόμου 94(1)/2004 προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι, κάθε πρόσωπο που παραλείπει, αρνείται ή αμελεί να καταβάλει στο Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, εντός εικοσιμίας ημερών, από τη λήψη της σχετικής κοινοποίησης οποιουδήποτε ποσού, δασμού ή φόρου που βεβαιώθηκε σύμφωνα με την Τελωνειακή Νομοθεσία ή χρηματικής επιβάρυνσης ή τόκου που επιβλήθηκαν σύμφωνα με το Νόμο, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι 5.000 Λίρες (σήμερα το αντίστοιχο σε Ευρώ) ή σε φυλάκιση μέχρι ένα χρόνο ή και στις δύο ποινές.
Το άρθρο 115(1) του ιδίου Νόμου, προνοεί ότι, όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα, το οποίο προνοείται στην τελωνειακή ή άλλη νομοθεσία, από νομικό πρόσωπο, με τη συναίνεση ή συνέργεια ή από αμέλεια συμβούλου, διευθυντού, γραμματέα ή άλλου παρόμοιου αξιωματούχου του νομικού προσώπου, αυτός, μαζί με το νομικό πρόσωπο, λογίζεται ένοχος του ποινικού αδικήματος αυτού και υπόκειται επίσης σε ποινική δίωξη και ανάλογη ποινή.
Η θεώρηση, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, του αδικήματος ως αδικήματος αυστηρής ευθύνης και για τους τρεις διευθυντές της εταιρείας, υπό το φως των παραπάνω προνοιών, δεν κατέστη αντικείμενο της παρούσας έφεσης ώστε να χρειάζεται να επεκταθούμε.
Με βάση τα προαναφερόμενα, θεωρούμε ότι, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 είναι αβάσιμοι και καταδικασμένοι σε αποτυχία, εφόσον όλοι αυτοί οι λόγοι αφορούν, αμέσως ή εμμέσως, στη νομιμότητα και την εγκυρότητα της επίδικης διοικητικής πράξης, η οποία, για τους λόγους που αναφέραμε, δεν μπορούσε να ελεγχθεί δικαστικά από το πρωτόδικο Ποινικό Δικαστήριο, ενώ είχε ήδη ελεγχθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και είχε, τελεσίδικα, κριθεί νόμιμη και έγκυρη.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην καθυστέρηση μέχρι την καταχώρηση του Κατηγορητηρίου, αλλά και τη συνολική εκδίκαση της υπόθεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε προσεκτικά και αυτό το ζήτημα και αποφάνθηκε, στις σελίδες 9 - 12 της απόφασης, ότι στους Κατηγορούμενους είχαν επιβληθεί δασμοί και φόροι, κατόπιν τελωνειακού ελέγχου, με, εκ των υστέρων, βεβαίωση τελωνειακής και άλλης οφειλής, την 29.6.2007. Οι Κατηγορούμενοι έλαβαν γνώση της επίδικης πράξης στις 26.7.2007 και στη συνέχεια αμφισβήτησαν το κύρος της πράξης αυτής με Προσφυγή και Αναθεωρητική Έφεση, οι οποίες απορρίφθηκαν. Οι Κατηγορούμενοι, όπως ο Κατηγορούμενος 4 είπε ενόρκως στο Δικαστήριο, ζήτησαν σε διάφορες περιπτώσεις αναβολή εν αναμονή περατώσεως της διαδικασίας που ξεκίνησαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και εν αναμονή της απόφασης στην Προσφυγή και την Αναθεωρητική τους Έφεση. Έχοντας υπόψιν τα ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, οι Κατηγορούμενοι δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι τελούσαν σε οποιανδήποτε ανησυχία σε σχέση με την τύχη της υπόθεσης τους και ότι δεν υπήρχε, στην προκείμενη περίπτωση, τέτοια καθυστέρηση στην περάτωση της υπόθεσης, ώστε να δικαιολογείται η απόρριψή της, εξαιτίας αυτού και μόνο του λόγου. Όπως πρόσθεσε, η καθυστέρηση που υπήρξε, δυνατόν να ληφθεί υπόψιν κατά την επιμέτρηση της ποινής, σίγουρα όμως δεν μπορούσε να θεμελιώσει λόγο για απόρριψη της διαδικασίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε, συναφώς, σε σχετικές αποφάσεις, όπως την Χαραλαμπίδης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330 και την Γενικός Εισαγγελέας v. Mενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223.
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με το ζήτημα της καθυστέρησης και, επομένως, απορρίπτουμε και τον τρίτο λόγο έφεσης.
Οι λόγοι έφεσης 10 και 11 αφορούν στην, κατ' ισχυρισμό, ανεπάρκεια της ποινής των €400 προστίμου για έκαστο Κατηγορούμενο και το, κατ' ισχυρισμό, σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει το διάταγμα που του ζητήθηκε, δυνάμει του άρθρου 116 του Νόμου 94(1)/2004. Τα ζητήματα αυτά είναι ταυτόσημα, αλλά από την αντίθετη σκοπιά, με εκείνα που εγείρονται στις εφέσεις 332 - 335/2015, στις οποίες ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι η προαναφερόμενη ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα, παρέλειψε να περιλάβει στο εκδοθέν διάταγμα, και τους τόκους.
Καταρχάς, παρατηρούμε ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη σελίδα 5 της απόφασης του, καταλήγει σε ευρήματα, η ορθότητα των οποίων δεν προσβάλλεται με την παρούσα Έφεση. Στο εύρημα υπ' αριθμό 6, αναφέρει ότι, μέχρι σήμερα (ημερομηνία της απόφασης), παραμένει οφειλόμενο το ποσό των €323.189, που αντιστοιχεί σε δασμό αντιντάμπινγκ ύψους €255.489, Φόρο Προστιθέμενης Αξίας ύψους €38.321, χρηματική επιβάρυνση ύψους €29.379, πλέον τόκο, ο οποίος, μέχρι τις 19.2.2015 ανερχόταν σε €162.201, σύμφωνα με το τεκμήριο 14.
Παρά τα προαναφερόμενα ευρήματα, κατά την επιβολή ποινής, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα, συμφώνως του άρθρου 116 του σχετικού Νόμου, με το οποίο και οι τέσσερις Κατηγορούμενοι, αλληλεγγύως ή κεχωρισμένως, διατάχθηκαν να καταβάλουν στο Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων το συνολικό ποσό των €323.189 (που είναι το άθροισμα του δασμού, του φόρου και της επιβάρυνσης), παραλείποντας, όμως, να προσθέσει και τον τόκο του 9%, όπως προνοείται στον σχετικό Νόμο, ο οποίος μέχρι 19.2.2015 ανερχόταν σε €162.201, όπως το ίδιο το Δικαστήριο διεπίστωσε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφασή του για την επιβολή ποινής, και συγκεκριμένα για την έκδοση διατάγματος, δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στις πρόνοιες του άρθρου 113 του Νόμου 94(1)/2004, σύμφωνα με την επιφύλαξη του οποίου, σε περίπτωση έκδοσης εκ των υστέρων βεβαίωσης τελωνειακής και/ή άλλης τελωνειακής οφειλής (όπως στην παρούσα περίπτωση) το αγώγιμο δικαίωμα του Διευθυντή παραγράφεται μετά την πάροδο έξι ετών, από την ημερομηνία γνωστοποίησης της, εκ των υστέρων βεβαίωσης, στον οφειλέτη. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 116 του Νόμου, ξεκάθαρα παρέχει εξουσία σε Ποινικό Δικαστήριο, κατόπιν καταδίκης, να εκδίδει διάταγμα, με το οποίο να διατάσσεται ο καταδικασθείς να καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά. Οι πρόνοιες του άρθρου 116 δεν τελούν υπό οποιανδήποτε άλλη αίρεση ή προϋπόθεση. Τελικά, αφού συνυπολόγισε τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξαν οι Κατηγορούμενοι, και την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής τους, καθώς και την καθυστέρηση στην καταχώρηση και εκδίκαση της υπόθεσης, και την ανώτατη προβλεπόμενη, από το Νόμο, ποινή, επέβαλε την προαναφερόμενη ποινή προστίμου και, περαιτέρω, ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο 116, εξέδωσε το ζητηθέν διάταγμα, παραλείποντας όμως να συμπεριλάβει και τον τόκο, τον οποίο είχε ήδη διαπιστώσει ότι οφειλόταν, στην παράγραφο 5 της απόφασής του επί της καταδίκης.
Ενόψει των προαναφερομένων, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας στο πρόστιμο των €400 που επιβλήθηκε σε κάθε Κατηγορούμενο. Το πρόστιμο αυτό ήταν μέσα στα ορθά πλαίσια και δεν ήταν ούτε έκδηλα υπερβολικό ούτε έκδηλα ανεπαρκές. Στο ζήτημα όμως του εκδοθέντος διατάγματος, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εξέδωσε το διάταγμα αλλά διέπραξε σφάλμα, δηλαδή παρέλειψε να περιλάβει και τον τόκο, τον οποίο είχε διαπιστώσει ότι οφειλόταν. Είναι προφανές ότι πρόκειται περί παραλείψεως ή αβλεψίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία μπορεί και πρέπει να θεραπευθεί κατ' έφεση.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, η Έφεση 336/2015 απορρίπτεται, ενώ οι Εφέσεις 332 - 335 γίνονται εν μέρει δεκτές, ως ανωτέρω αναφέρεται, δια της τροποποιήσεως του εκδοθέντος διατάγματος, εναντίον όλων των Κατηγορουμένων, με την προσθήκη, μετά το ποσό των €323.189 της εξής φράσης: «πλέον τόκο, ο οποίος μέχρι τις 19.2.2015 ανερχόταν σε €162.201, πλέον τόκο 9% ετησίως, επί του ποσού των €323.189, από 20.2.2015 μέχρις εξοφλήσεως.
Π.
Δ.
Δ.
/ΜΣ